Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1604/1997
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα.
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Θεόδωρο Τόλια Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Καρατζά, Γεώργιο Μπούτσικο, Αριστείδη Κρομμύδα και Κωνσταντίνο Τσαμαδό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24-10-1997, με την παρουσία και του γραμματέα Γεωργίου Τυλιπάκη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γεωργίου Ηλία Πετρίδη, κατοίκου Καλαμακίου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλη Αναγνωστόπουλο.
Του αναιρεσίβλητου: Δημητρίου Χαρίση Γκούλια, κατοίκου Καλαμακίου Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Βλασία Σεργάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-11-1995 αγωγή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3068/1996 του ίδιου Δικαστηρίου και 9206/1996 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-02-1997 αίτηση του και τους από 07-07-1977 πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αριστείδης Κρομμύδας ανάγνωσε την από 08-10-1997 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στην δικαστική δαπάνη.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1 εδάφιο α' και 13 του νόμου 3741/1929 περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, και 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα ενδεικτικώς οριζόμενα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από τις σχετικές δικαιοπραξίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις. Με ομόφωνη απόφαση των συνιδιοκτητών της οικοδομής, που πρέπει να καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς και να μεταγράφεται, μπορεί να παραχωρείται εγκύρως η χρήση των παραπάνω κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών αποκλειστικώς σε ένα ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος μόνο όμως της ίδιας οικοδομής στην οποία υπάρχουν. Οι συμφωνίες δε με τις οποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουργούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών από την οποία απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν απλώς το χαρακτήρα δουλείας κατ' άρθρο 13 παράγραφος 3 νόμου 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του Αστικού Κώδικα και επιβάλλονται από την ιδιαιτερότητα του θεσμού της κατ' ορόφους ιδιοκτησίας. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1 παράγραφος 5 εδάφιο τελευταίο του νόμου 960/1979 περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων για την εξυπηρέτηση των κτιρίων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 1221/1981, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου της οικοδομής ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί ν' αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, με την πιο πάνω έννοια, χώρος επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο ή διαμέρισμα της οικοδομής και παρεπομένως αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών κατ' ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινόχρηστου αυτού χώρου. Η χρήση όμως του χώρου αυτού μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να παραχωρηθεί εγκύρως αποκλειστικώς σ' ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, οπότε εγκύρως περιορίζεται η χρήση του χώρου αυτού σε μόνους αυτούς τους οροφοκτήτες κατ' αποκλεισμό στη χρήση τούτου των μη δικαιούχων σε τέτοια χρήση λοιπών οροφοκτητών.
Έτσι αν ο καθορισμός ορισμένου τμήματος της πυλωτής, ως χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων οροφοκτητών συγκεκριμένων διαμερισμάτων της οικοδομής κατ' αποκλεισμό στη χρήση τούτου από τους λοιπούς οροφοκτήτες ή διαμερισματούχους, έχει γίνει χωρίς κατανομή των θέσεων αυτών ως προς καθένα των δικαιούχων, ο καθορισμός αυτός ισχύει υπέρ των δικαιούχων, ο δε περαιτέρω προσδιορισμός και η εξατομίκευση της συγκεκριμένης για κάθε δικαιούχο θέσης στάθμευσης αφορά τις μεταξύ τούτων σχέσεις και γίνεται σύμφωνα με τους συμφωνηθέντες σχετικούς όρους. Η μη κατανομή των χώρων στάθμευσης μεταξύ των δικαιούχων δεν επιφέρει αδρανοποίηση της σχετικής συμφωνίας ούτε ενεργεί καταλυτικά ως προς το δικαίωμα των δικαιούχων για αποκλειστική από αυτούς χρήση των χώρων στάθμευσης, σε τρόπο ώστε μέχρι την κατανομή των θέσεων στάθμευσης ο χώρος τούτων να καθίσταται παρά τον υφιστάμενο περιορισμό ως κοινόχρηστος.
Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν από το αιτιολογικό της δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή τους, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Σφάλμα της απόφασης συνδεόμενο με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται μόνο ως παράβαση της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπάρχει όταν το δικαστήριο προσδίδει στον κανόνα που εφάρμοσε έννοια την οποία αυτός δεν έχει ή έθεσε προϋποθέσεις ή συνέπειες για την εφαρμογή τους τις οποίες ο εφαρμοσθείς κανόνας δεν προβλέπει. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανελεγκτική αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμό 10602/21-07-1982 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστέας Αρχιμανδρίτη - Μαραγκάκη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, υπήχθη στο σύστημα της οροφοκτησίας των άρθρων 1002, 1117 του Αστικού Κώδικα και νόμου 3741/1929 η επίδικη τετραώροφη πολυκατοικία. Ως προς το ισόγειο ορίστηκε με την ίδια πράξη ότι αυτό αποτελείται από τον ακάλυπτο χώρο και τον όροφο στον οποίο περιλαμβάνονται οι κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι χώροι (είσοδος, κλιμακοστάσιο, φρέαρ ανελκυστήρα) και πυλωτή με 1-7 ιδιόχρηστους χώρους στάθμευσης.
Όλη η οικοδομή έχει 13 διαμερίσματα και 7 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Με την προγενέστερη υπ' αριθμό 49397/27-05-1982 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Γρηγορίου Καβαλέκα, που επιγράφεται πράξις καθορισμού χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων οι οικοπεδούχοι και οι εργολήπτρια για την κατασκευή της ως άνω οικοδομής εταιρία, συμμορφούμενοι στις υποχρεώσεις του νόμου 960/1979, όπως τροποποιήθηκε με δ' το νόμο 1221/1981, δήλωσαν ότι δημιουργούν επτά (7) θέσεις στάθμευσης που αριθμούνται από 1 - 7, όπως εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα της πυλωτής που επισυνάπτεται για την εξυπηρέτηση του κτιρίου. Ειδικά ορίστηκε ότι στους οικοπεδούχους Νικόλαο Κολολό και Γεώργιο Κολολό περιέρχονται, εκτός από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της οικοδομής που λαμβάνουν, ως προς μεν τον πρώτο η αποκλειστική χρήση ενός από τους προβλεπόμενους στην πυλωτή χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, που διαρρυθμίζεται καταλλήλως, εάν είναι δυνατό, για τη στάθμευση τροχόσπιτου, άλλως άλλου χώρου κατ' επιλογή του, που θ' αποτελεί παράρτημα της υπό στοιχεία Βήτα Κεφάλαιο τρία (Β-3) οριζόντιας ιδιοκτησίας του και ως προς τον δεύτερο η αποκλειστική χρήση ενός χώρου στάθμευσης στην πυλωτή κατ' επιλογή του, που θα αποτελεί παράρτημα της υπό στοιχεία Γάμα κεφάλαιο ένα (Γ-1) οριζόντιας ιδιοκτησίας του. Με την παράγραφο VII του άρθρου 4 του κανονισμού ορίστηκε ότι κανένας άλλος, εκτός από τους δικαιούμενους χώρων στάθμευσης, δικαιούται να σταθμεύει αυτοκίνητο εντός του χώρου της πολυκατοικία.
Με τα υπ' αριθμούς 10637/18-10-1982, 10676/18-02-1983 και 10714/08-06-1983 συμβόλαια της ως άνω συμβολαιογράφου, με τα οποία μεταβιβάστηκαν στους Κωνσταντίνο Πλυμένο, Ανδρέα και Ελένη Κωνσταντοπούλου και Κυριάκο Παύλου τα υπό στοιχεία Β-1, Δ-2 και Δ-1 διαμερίσματα, ορίστηκε ότι σε καθένα από τα διαμερίσματα αυτά θα ανήκει ως παράρτημα μία θέση στάθμευσης αυτοκινήτων στην πυλωτή της πολυκατοικίας κατ' επιλογή της εργολήπτριας εταιρίας η οποία θα γίνει μετά τις επιλογές των οικοπεδούχων, ενώ με το υπ' αριθμόν 10722/05-07-1983 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου, με το οποίο μεταβιβάστηκε στην Αγγελική Βούμβα το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα, ορίστηκε ότι στο διαμέρισμα αυτό θα ανήκει ως παράρτημα μια θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στην πυλωτή της πολυκατοικίας κατ' επιλογή της αγοράστριας, που θα γίνει μετά τις επιλογές των οικοπεδούχων. Ο αναιρεσίβλητος με τη σύζυγό του αγόρασαν το με στοιχεία Α-4 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας με το υπ' αριθμό 10952/1986 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και σχετικά με τις θέσεις στάθμευσης στην πυλωτή δήλωσαν στο συμβόλαιο αυτό ότι χορηγούν στην εργολήπτρια και τους οικοπεδούχους την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα όπως με μονομερείς πράξεις τροποποιούν την πράξη σύστασης και τον κανονισμό ως προς τις ιδιοκτησίες τους, ως επίσης και την με μονομερή πράξη τους κατανομή των χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων.
Στη συνέχεια το Εφετείο έκρινε ότι ο καθορισμός του να ανήκει σε καθένα από τα ως άνω διαμερίσματα η θέση στάθμευσης αυτοκινήτου ως παράρτημα είναι απόλυτα άκυρος και ότι με βάση τα ανωτέρω δεν υπάρχει νόμιμη συμφωνία για τη χρήση συγκεκριμένης θέσης στάθμευσης από αυτές που δημιουργήθηκαν στην πυλωτή της πολυκατοικίας, εφόσον δεν έχει γίνει η κατανομή της χρήσης των χώρων στάθμευσης σύμφωνα με την εντολή που περιέχεται στο συμβούλιο αγοράς του αναιρεσίβλητου με αντίστοιχο αποκλεισμό τούτου, ούτε η επιλογή από τους ως άνω οικοπεδούχους συγκεκριμένης από τις απαριθμούμενες επτά (7) θέσεις, και ότι όλες οι ως άνω θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστα πράγματα, ο δε αναιρεσίβλητος, ως συνδιαμερισματούχος δικαιούται να τις χρησιμοποιεί ανάλογα με τη μερίδα συμμετοχής του και να καταλαμβάνει, τοποθετώντας το αυτοκίνητό του, όποια θέση στάθμευσης βρίσκει κενή από τις επτά (7) θέσεις της πυλωτής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και κατά παραδοχή της έφεσης του αναιρεσίβλητου, αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος διαχειριστή της ως άνω πολυκατοικίας, με την οποία ζητούσε να απαγορευθεί στον αναιρεσίβλητο η στάθμευση του αυτοκινήτου του στους ως άνω χώρους στάθμευσης, παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης για ανεπάρκεια αιτιολογιών, οι δε από το άρθρου 559 αριθμοί 1 και 19 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι βάσιμοι.
Πράγματι παρόλο που το Εφετείο δέχθηκε ότι εγκύρως δημιουργήθηκαν οι επτά (7) θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στο χώρο της πυλωτής της πολυκατοικίας υπέρ ορισμένων ιδιοκτησιών των αναφερόμενων διαμερισμάτων αυτής, δηλαδή ότι η χρήση του χώρου τούτου περιορίστηκε αποκλειστικώς σε μόνους τους ιδιοκτήτες αυτούς κατ' αποκλεισμό των άλλων ιδιοκτητών, εντούτοις χαρακτηρίζει συγχρόνως τον ίδιο χώρο ως κοινόχρηστο από το λόγο ότι δεν έγινε από τους δικαιούχους η προβλεπόμενη χωρίς χρονικό περιορισμό επιλογή από καθένα του συγκεκριμένου χώρου στάθμευσης και η κατανομή εντεύθεν των χώρων τούτων μεταξύ των δικαιούχων, αξιώνοντας έτσι περισσότερα στοιχεία από όσα πράγματι ο νόμος απαιτεί. Επί πλέον το Εφετείο, κρίνοντας απολύτως άκυρο, ως αντικείμενο στη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 5 του νόμου 960/1979, όπως αντικαταστάθηκε, τον καθορισμό των ως άνω επτά (7) θέσεων χώρων στάθμευσης ως ιδιόχρηστων, που έγινε με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και τις μεταβιβαστικές των διαμερισμάτων οικείες πράξεις, από μόνο το λόγο ότι σε όλες αυτές τις πράξεις αναφέρεται ότι ο σχετικός χώρος στάθμευσης θα ανήκει στο αντίστοιχο διαμέρισμα ως παράρτημα, δεν εξηγεί επαρκώς γιατί είναι άκυρος ο καθορισμός αυτός, αφού δεν δέχεται ότι με τον όρο παράρτημα που δεν προσιδιάζει σε ακίνητα, δημιουργείται συγχρόνως διαιρεμένη ιδιοκτησία στους αντίστοιχους χώρους στάθμευσης, υπέρ των ως άνω διαμερισματούχων. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 31 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 2172/1993).
Για τους λόγους αυτούς
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο,
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε διακόσιες είκοσι χιλιάδες (220.000) δραχμές.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26-11-1997.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 05-12-1997.