Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 399/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Φώσκολο και Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16-11-2005, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Τ., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος.
Του αναιρεσίβλητου: 1) Φ. Χ. του Α., κατοίκου Μηλίτση Δήμου Αιπείας Μεσσηνίας, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Φωτεινάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-11-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Παμισού. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 88/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Την αναίρεση των παραπάνω αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-07-2004 αίτηση του, η οποία η κατατέθηκε α) στο Ειρηνοδικείο Παμισού με αριθμό κατάθεσης 1/2004 και β) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας με αριθμό κατάθεσης 161/2004 και με τους από 27-01-2005 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανάγνωσε την από 04-11-2005 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της 1/2003 απόφασης του Ειρηνοδικείου Παμίσου και της 88/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο, καθώς και των πρόσθετων λόγων της. Ο αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Από τη διάταξη του άρθρου 553 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει, ότι αν η υπόθεση εξεταστεί και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η εφετειακή απόφαση. Και αυτό γιατί, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή κατ' ουσίαν, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν απορριφθεί η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή, γιατί με αυτή περατώνεται οριστικά η δίκη (Ολομέλεια Αρείου Πάγου [ΑΠ] 40/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τυπικά την έφεση κατά της συν-προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης και την απέρριψε κατ' ουσίαν. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ως προς το μέρος της που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του ως δικάσαντος Εφετείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 1108 του Αστικού Κώδικα, η αρνητική αγωγή βάση έχει την κυριότητα του ενάγοντος και την προσβολή αυτής με πράξεις διατάραξης ή επέμβασης, ο δε με αυτή εναγόμενος μπορεί, αφενός μεν, να αμφισβητήσει την κυριότητα του ενάγοντος, ο οποίος υποχρεούται στην περίπτωση αυτή προς απόδειξη της κυριότητάς του, αφετέρου δε, να αντιτάξει ότι την επέμβαση ενέργησε με βάση δικαίωμα ενοχικό ή εμπράγματο που του ανήκει, το οποίο, αποδεικνυόμενο, επιφέρει την κατάλυση της αρνητικής αγωγής.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 παράγραφος 9 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (που έπαυσε μεν να ισχύει μετά ένα έτος από την ισχύ του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, δηλαδή, από τις 18-12-1986, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 εδάφια α' και γ' αυτού, η ισχύς τους όμως παρατάθηκε στη συνέχεια με τις 296/88/14-01-1987 και 233/3/04-01-1988, αντίστοιχα, αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (η δεύτερη από τις οποίες κυρώθηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του νόμου 1772/1988 Τροποποίηση διατάξεων του νόμου 1577/1985), {Επί τοίχων ανεγειρομένων εν επαφή προς το κοινόν όριον των ιδιοκτησιών ή επί τοίχων ανεγερθέντων εκατέρωθεν του κοινού ορίου των ιδιοκτησιών κατά τις διατάξεις που προΐσχυσαν απαγορεύεται η διάνοιξις οιωνδήποτε ανοιγμάτων. Ανοίγματα αντικείμενα προς την απαγόρευση αυτήν δεν κλείονται δια πράξεως της διοικήσεως αλλά κατόπιν δικαστικής αποφάσεως εκτελούμενης κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας}.
Κατά τις διατάξεις, επίσης, του άρθρου 10 παράγραφοι 9 και 10 της 3046/304/1989 απόφασης Κτιριοδομικός Κανονισμός, όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 5 της 49977/3068/1989 απόφασης του Υπουργού Δημόσιων Έργων (της 27-06-1989), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1985), ορίζεται ότι: {Στους μεσότοιχους και τους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου που ανεγείρονται σε επαφή με το κοινό όριον των ιδιοκτησιών απαγορεύεται η διάνοιξη ανοιγμάτων} (παράγραφος 9). {Ανοίγματα που προϋπήρχαν του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1973) και αντιβαίνουν στην απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου, δεν κλείνονται με πράξη της διοικήσεως, αλλά ύστερα από δικαστική απόφαση, που εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας} (παράγραφος 10). Οι όμοιου περιεχομένου αμέσως πιο πάνω διατάξεις αποβλέπουν κυρίως στην προστασία του όμορου ιδιοκτήτη, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή τους και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ορίζουν, ότι τα ανοίγματα κλείνονται όχι με πράξη της Διοίκησης, αλλά με δικαστική απόφαση, η έκδοση της οποίας προϋποθέτει δίκη κατά την οποία μόνοι νομιμοποιούμενοι ως διάδικοι είναι οι κύριοι των γειτονικών ακινήτων, περιέχουν κανόνα γειτονικού δικαίου, αφού εισάγουν περιορισμό της κυριότητας του γείτονα χωρίς επιβάρυνση της ιδιοκτησίας του με εμπράγματα υπέρ τρίτου δικαιώματα και παρέχουν στον κύριο του γειτονικού ακινήτου το δικαίωμα να απαιτήσει να κλείσουν τα ανοίγματα. Το δικαίωμα αυτό συνίσταται στην αξίωση κατά του εκάστοτε ιδιοκτήτη στον οποίο και επιβάλλεται η υποχρέωση να προβεί στο κλείσιμο κενού λόγω ανοιγμάτων.
Θεμελιώνει, δηλαδή, η καθεμιά από τις παραπάνω διατάξεις αγωγή ενοχικού χαρακτήρα, η οποία διαφέρει από την αρνητική αγωγή του άρθρου 1108 του Αστικού Κώδικα ως προς την ιστορική βάση, τη νομιμοποίηση και το αίτημα, γιατί, ενώ η τελευταία προϋποθέτει επενέργεια στο ακίνητο του ενάγοντος διαταρακτική της κυριότητάς του, απευθύνεται εναντίον εκείνου από τον οποίο προήλθε η διατάραξη (προσβολή), ανεξάρτητα εάν αυτός συνδέεται με συγκεκριμένο ακίνητο ως κύριος, νομέως ή επικαρπωτής κ.λ.π. και έχει ως αίτημα την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, η από το Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό ή το άρθρο 10 παράγραφοι 9 και 10 της πιο πάνω υπουργικής απόφασης αυτοτελής ενοχική αγωγή στηρίζεται απλώς και μόνο στο γεγονός της ύπαρξης ανοιγμάτων στο μεσότοιχο ή στον τοίχο του οικοδομήματος που εφάπτεται στο όριο γειτονικού ακινήτου, έστω και αν καμιά βλαπτική ενέργεια (διατάραξη) δεν προκαλείται από τα ανοίγματα αυτά στην ιδιοκτησία του ενάγοντος - γείτονος, στρέφεται κατά του εκάστοτε κυρίου του παραπάνω οικοδομήματος, αδιαφόρως αν είναι εκείνον που κατασκεύασε τα ανοίγματα και το αίτημά της περιορίζεται μόνο στο κλείσιμο των εν λόγω ανοιγμάτων.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του νόμου [Ν] 2298/1995 προστέθηκε στο άρθρο 1192 του Αστικού Κώδικα εδάφιο 5 που έχει ως εξής:
{5. Οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζεται κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο που έχουν κτηθεί με έκτακτη χρησικτησία}
ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η φράση στο άρθρο 1198 του ίδιου Κώδικα, χωρίς μεταγραφή στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται κατά τα άρθρα 1192 και 1193 αντικαταστάθηκε με τη φράση χωρίς μεταγραφή στις περιπτώσεις των άρθρων 1192 εδάφια 1 έως 4 και 1193. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου μεταγράφεται, μεταξύ άλλων περιοριστικώς στο άρθρο 1192 του Αστικού Κώδικα αναφερόμενων περιπτώσεων και η τελεσίδικη δικαστική απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα που αποκτήθηκε με έκτακτη χρησικτησία, η παράλειψη όμως της μεταγραφής δεν επιφέρει τη μη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου που αναγνωρίστηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Τέλος, η απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων είναι περιοριστική, αφού η διάταξη του άρθρου 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναφέρεται μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις, που αντιστοιχούν προς τους προβλεπόμενους από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγους αναίρεσης, - έστω και αν δεν ταυτίζονται απολύτως -, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται και ο από τον αριθμό 16 του πιο πάνω άρθρου λόγου, εάν, δηλαδή, το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και το συναφή με αυτόν πρόσθετο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πλημμέλεια, γιατί το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να μη λάβει υπόψη το απορρέον από την 95/1987 τελεσίδικη ήδη απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε σε αγωγή του αναιρεσείοντος και του αδελφού του Γ. Τ. κατά των γονέων τους Σ. Τ. και Π. σύζυγο Σπυρίδωνος Τ. και με την οποία έγινε δεκτή η εν λόγω αγωγή λόγω του εκ της ερημοδικίας των εναγομένων τεκμηρίου ομολογίας αυτής, αναγνωρίστηκε δε ο αναιρεσείων συγκύριος του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου με βάση την έκτακτη χρησικτησία, ουσιαστικό δεδικασμένο και την τριτενέργεια που αυτό παρήγαγε, προς απόδειξη της συγκυριότητάς του στο πιο πάνω ακίνητο, που αμφισβητήθηκε από τον αντίδικό του, ακολούθως δε, να απορρίψει ως αβάσιμη κατ' ουσία την ένδικη αρνητική αγωγή, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045 και 1108 του Αστικού Κώδικα, 25 παράγραφος 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 και 50 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1955.
Οι ήδη εξεταζόμενοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού, υπό την επίκληση της διάταξης του άρθρου 560 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ουσιαστικά πλήττεται η κρίση του πιο πάνω Δικαστηρίου περί της μη λήψης υπόψη του παραγόμενου από την προαναφερόμενη τελεσίδικη δικαστική απόφαση δεδικασμένου, η οποία, όμως, σύμφωνα με όσα έχουν ειπωθεί, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Η περιλαμβανόμενη στον πρόσθετο λόγο αιτίαση ότι το δεδικασμένο λειτουργεί ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, εφόσον όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφος 3 και 87 παράγραφος 2 του Συντάγματος, αποφάσεις ή άλλες πράξεις της δικαστικής εξουσίας δεν παράγουν κανόνες είτε ουσιαστικού είτε δικονομικού δικαίου.
Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προσβάλλεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γιατί το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να μη λάβει υπόψη την αμέσως πιο πάνω τελεσίδικη δικαστική απόφαση με την παραδοχή, ότι δεν αποδείχθηκε ότι έχει μεταγραφεί, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1192 και 1198 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1045 του ίδιου κώδικα. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελής, γιατί η επίμαχη αυτή παραδοχή του Εφετείου είναι επικουρική έναντι της κυρίας τέτοιας, ότι ο ενάγων δεν νεμήθηκε το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου κατόπιν άτυπης, κατά το έτος 1966, παραχωρήσεώς του από τους γονείς του Σ. και Π. Τ. και εφεξής επί συνεχή εικοσαετία.
Το άρθρο 94 παράγραφος 2 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει, ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. Εξάλλου, το άρθρο 20 παράγραφος 1 του ίδιου Συντάγματος ορίζει, ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμω ορίζει. Με το τελευταίο αυτό άρθρο κατοχυρώνεται το ατομικό - δικονομικό δικαίωμα του καθενός να μπορεί να προσφεύγει, με τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, εφόσον θεωρεί ότι βλάπτεται στα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του από ενέργειες τρίτων, φυσικών ή νομικών προσώπων ή και κρατικών οργάνων. Το άρθρο 1 περίπτωση α' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επίσης, ορίζει, ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, ενώ το άρθρο 560 αριθμός 3 του ίδιου κώδικα ορίζει, ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, αναίρεση αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, δηλαδή, αν το τελευταίο αποφάνθηκε σε υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του (Ολομέλεια Αρείου Πάγου [ΑΠ] 5/1995, Ολομέλεια Αρείου Πάγου [ΑΠ] 293/1981). Ο αναιρετικός αυτός λόγος, ως αφορών τη δημόσια τάξη (άρθρο 562 παράγραφος 2 περίπτωση γ' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 3 του άρθρου 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πλημμέλεια, γιατί το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να αμφισβητήσει και να μη σεβαστεί, όπως όφειλε, την και ήδη τελεσίδικη 95/1987 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε ο αναιρεσείων σαν συγκύριος του επίδικου ακινήτου, παρέσχε δικαστική προστασία στον αναιρεσίβλητο πέραν των ορίων που η διάταξη του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος επιτάσσει, κατά παράβαση της τελευταίας και, κατ' επέκταση, καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.
Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον η εκδίκαση της ένδικης αγωγής, εκτιμώμενη ως αρνητικής από τα άρθρα 1003, 1045 και 1108 του Αστικού Κώδικα ή ως ενοχικής κατά τις προεκτιθέμενες ειδικές διατάξεις, υπάγεται στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, το ως Εφετείο δε δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, μη δεχόμενο το απορρέον από την προαναφερόμενη απόφαση δεδικασμένο για τον αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγο, ώστε να επιδράσει αυτό ευνοϊκά για την αγωγή, ενήργησε κατά καθορισμένους από το νόμο όρους και τύπους και μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοτικής εξουσίας του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αποτελεί εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 162 παράγραφος 2 του ίδιου κώδικα, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Ο τέταρτος, επομένως, ως προς το πρώτο και δεύτερο, αντίστοιχα, μέρη του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ότι η ένδικη αγωγή του ασκήθηκε ενώπιον αναρμόδιου καθ' ύλην δικαστηρίου, το οποίο δεν κήρυξε την αναρμοδιότητα του και ότι την τελευταία δεν διέγνωσε ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά το σχετικό παράπονο που του υποβλήθηκε από τον ίδιο - αναιρεσείοντα - με λόγο της έφεσης, είναι, ενόψει του ότι το προσβαλλόμενο σφάλμα προήλθε από πράξη του αναιρεσείοντος, απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 30-07-2004 αίτηση για αναίρεση της 1/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Παμίσου και της 88/2004, αντίστοιχα, απόφαση του Πενταμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10-01-2006.
Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 01-03-2006.