Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 349/2010
Αριθμός ερωτήματος: Αριθμός πρωτοκόλλου 32623/23-07-2010 της Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου - Τμήμα Νομικό - Επεξεργασία Συμβάσεων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Περίληψη ερωτήματος: Ενόψει της υπ' αριθμόν 430/1991 γνωμοδοτήσεως της Ολομέλειας τα οποία προβλέπει υφιστάμενη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου, δεν αρκεί για έκδοση νέας γνωμοδότησης του και της υπ' αριθμόν 1296/2006 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, ερωτάται τι ισχύει για τα συνεχόμενα άρτια οικόπεδα.
Επί του ως άνω ερωτήματος το Δ' τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ομοφώνως, τα εξής:
Επί του ως άνω ερωτήματος το Δ' Τμήμα του ΝΣΚ γνωμοδότησε, κατά πλειοψηφία, τα εξής:
I. Επί του ερωτήματος:
{αν συνεχόμενα άρτια οικόπεδα ή γήπεδα, κείμενα σε περιοχές εντός ή εκτός ρυμοτομικού σχεδίου, που έχουν περιέλθει με διαφορετικά συμβόλαια στον αυτό κύριο ή σε περισσότερους συγκυρίους, χάνουν την αυτοτέλειά τους και αποτελούν ένα ενιαίο οικόπεδο ή γήπεδο και, συνεπώς, η περαιτέρω μεταβίβαση αυτών αποτελεί κατάτμηση ενιαίου οικοπέδου ή γηπέδου, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αρτιότητας και λοιπές συναφείς πολεοδομικές διατάξεις ή διατηρούν την αρτιότητα τους και μπορούν να μεταβιβάζονται περαιτέρω ως αυτοτελή οικόπεδα ή γήπεδα},
η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την υπ' αριθμόν 430/1991 γνωμοδότησή της, αποφάνθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι:
{....σε περίπτωση κτήσεως συνεχόμενων άρτιων οικοπέδων από τον αυτόν κύριο, με διαφορετικά συμβόλαια, τα οικόπεδα αυτά διατηρούν την αυτοτέλειά τους και ως αυτοτελή και άρτια οικόπεδα δύνανται να μεταβιβασθούν περαιτέρω, από απόψεως εφαρμογής των περί αρτιότητας των οικοπέδων διατάξεων και λοιπών πολεοδομικών τοιούτων. Περαιτέρω από τα ως άνω εκτιθέμενα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κύριος των συνεχόμενων αυτοτελών οικοπέδων δικαιούται να ζητήσει τη δόμηση του καθενός χωριστά ή και τη δόμηση περισσοτέρων συνεχόμενων οικοπέδων, εκλαμβανόμενων στην περίπτωση αυτή ως ενιαίων ...}
Με την παραπάνω, δηλαδή, γνωμοδότηση, συνεχόμενα ακίνητα που αποκτήθηκαν με διαφορετικά συμβόλαια από τον ίδιο ιδιοκτήτη διατηρούν την αυτοτέλειά τους, μπορεί όμως ο ιδιοκτήτης να ζητήσει τη δόμηση των ακινήτων του αυτών ως ενιαίου οικοπέδου, δηλαδή να ζητήσει την έκδοση οικοδομικής άδειας και να προβεί σύμφωνα με την άδεια αυτή σε ανοικοδόμηση με βάση τη συνολική επιφάνεια των συνεχόμενων ακινήτων, όσον αφορά στους όρους δόμησης (ποσοστό κάλυψης, συντελεστή δόμησης κ.λ.π.), επερχόμενης, έτσι, συνενώσεως των ακινήτων αυτών, τα οποία αποτελούν πλέον ενιαίο κατά την έννοια του άρθρου 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού οικόπεδο. Η μετά τη συνένωση αυτή μεταβίβαση τμήματος του ενιαίου πλέον οικοπέδου σε τρίτο πρόσωπο, μπορεί να γίνει με την προϋπόθεση της τήρησης των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948, ήτοι, της απαγορεύσεως δημιουργίας οικοπέδου μη αρτίου (Ολομέλεια Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 414/1995).
Η γνωμοδότηση 430/1991 έγινε αποδεκτή από τη διοίκηση και εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 34/1991 εγκύκλιος με περιεχόμενο αυτό της πλειοψηφήσασας γνώμης.
Στη συνέχεια, με την υπ' αριθμόν 1296/2006 απόφασή του, ο Άρειος Πάγος, στο πλαίσιο δίκης αφορώσης κατάτμηση ακινήτου σε Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου, εξετάζοντας τον κατ' άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 1024/1971 τρόπο συστάσεως διηρημένης ιδιοκτησίας, δέχθηκε ότι σε περίπτωση ενοποιήσεως ακινήτων, ο χαρακτήρας αυτών ως ενιαίου πράγματος δεν αποκλείεται από την πολλαπλότητα των κτητικών τίτλων, αλλά συμπίπτει με τα όρια της κυριότητας του εξουσιαστή. Έτσι, καταλήγει η σχετική σκέψη, αν περισσότερα συνεχόμενα ακίνητα περιέλθουν στην κυριότητα ενός και του αυτού προσώπου (ή στην συγκυριότητα πολλών), θεωρούνται ως ενιαίο ακίνητο, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι αυτά αποκτήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετικούς τίτλους και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δήλωση του κυρίου για την ενοποίησή τους.
Εν όψει της διαφορετικής αντιμετωπίσεως από τον Άρειο Πάγο του ζητήματος των συνεχόμενων οικοπεδικών εκτάσεων που ανήκουν ή περιέρχονται στον αυτό ιδιοκτήτη, σημειώθηκε προβληματισμός στα κατά τόπους πολεοδομικά γραφεία, τα οποία υπέβαλλαν σχετικά ερωτήματα στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Η τελευταία απηύθυνε για γνωμοδότηση το υπό κρίση ερώτημα, πρέπει δε να σημειωθεί ότι αποδοχή της μιας ή της άλλης απόψεως έχει μεγάλη πρακτική σημασία για την αρτιότητα των οικοπέδων και γενικότερα για την εφαρμογή επ' αυτών των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας.
ΙΙ. Επί του ερωτήματος διατυπώθηκαν δύο απόψεις: Κατά την πλειοψηφία, που απαρτίστηκε από τους νομικούς συμβούλους Ανδρέα Φυτράκη, Ιωάννη Τρίαντο, Ιωάννη Χαλκιά, Αφροδίτη Κουτούκη και Γεώργιο Ανδρέου, (ψήφοι πέντε) η απάντηση έχει ως εξής:
Κατά το άρθρο 2 παράγραφος 13 του νόμου 1577/1985 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός):
{Οικόπεδο είναι κάθε γήπεδο, που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού, χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο.}
Κατά δε την παράγραφο 12 του αυτού άρθρου 2 του αυτού νόμου 1577/1985, Γήπεδο είναι η συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα με τους ως άνω νομοθετικούς ορισμούς, που αποδίδουν κατ' ουσίαν προγενέστερο δίκαιο (παράβλεπε άρθρο 4 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός), άρθρο 4 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1955 και άρθρο 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1929), οικόπεδο είναι κάθε συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου και βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο. Για να έχει το χαρακτήρα της συνεχόμενης, θα πρέπει στην έκταση γης να μην υπάρχουν ξένα τμήματα που δεν ανήκουν κατά κυριότητα στον ιδιοκτήτη αυτής της συνεχόμενης εκτάσεως. Αυτοτελές ακίνητο σημαίνει ότι το γήπεδο έχει δική του υπόσταση και λειτουργία που είναι ανεξάρτητη των υπολοίπων γειτονικών (ομόρων) ακινήτων. Ενιαίο ακίνητο σημαίνει ότι το γήπεδο πρέπει να συνιστά μια ενότητα, είτε κατά τη φυσική είτε κατά τη νομική αντίληψη. Το γήπεδο είναι ενιαίο όταν ανήκει είτε σε έναν ιδιοκτήτη εξ ολοκλήρου, είτε σε περισσότερους συνιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου, αλλά κατά ποσοστό συνιδιοκτησίας που πρέπει να είναι το ίδιο σε όλο το γήπεδο, (βλέπε ΣτΕ 4541/2009, 2657/2007, 3047/2002, 908/1997, 2845/1994, 2877/1993, 46/1990, 4895/1988 κ.α.). Κατά συνέπεια, η κρίση της Διοικήσεως περί του ότι ορισμένη έκταση γης αποτελεί γήπεδο υπό την εκτεθείσα νομική έννοια, πρέπει να διατυπώνεται βάσει των ανωτέρω κρίσιμων, κατά την πολεοδομική νομοθεσία, δεδομένων (φύση της εκτάσεως ως συνεχόμενης, ιδιοκτησιακό καθεστώς), χωρίς να ασκούν επιρροή, από την άποψη αυτή, οι δηλώσεις ή η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων, δοθέντος μάλιστα και του ότι η κρίση αυτή της Διοικήσεως αποτελεί την βάση για την περαιτέρω υπ' αυτής εφαρμογή των διατάξεων, οι οποίες συνδέονται κατ' εξοχήν με το δημόσιο συμφέρον, ως αποβλέπουσες, πρωτίστως, στη διαφύλαξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών, μη προοριζομένων, κατ' αρχήν για οικιστική εκμετάλλευση. (ΣτΕ 2845/1994). Ειδικότερα, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, γίνεται δεκτό ότι ο προσδιορισμός της αυθυπαρξίας του ακινήτου από την ιδιωτική βούληση αντιτίθεται προς τη φύση των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας που είναι δημοσίας τάξεως και ο χαρακτηρισμός μιας εκτάσεως ως ενιαίου οικοπέδου γίνεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα (φύση της εκτάσεως ως συνεχόμενης και ιδιοκτησιακό καθεστώς) και δεν εξαρτάται από τις δηλώσεις και τις ενέργειες των ενδιαφερομένων. Συνεπώς, για να θεωρηθεί μία έκταση ως ενιαίο οικόπεδο και να τύχει της προσήκουσας, από απόψεως όρων δομήσεως, πολεοδομικής μεταχειρίσεως, θα πρέπει αφ' ενός να είναι συνεχόμενη και αφ' ετέρου να συνιστά ενιαία ιδιοκτησία υπό την έννοια ότι ανήκει είτε σε ένα και τον αυτόν ιδιοκτήτη είτε σε περισσότερους συνιδιοκτήτες αλλά κατά ποσοστό συνιδιοκτησίας που είναι το ίδιο ως προς ολόκληρη την έκταση (ΣτΕ 2845/1994, 287/1993, 46/1990 κ.α.)
Πρόβλημα γεννήθηκε με τις συνεχόμενες εκτάσεις γης που ανήκουν ή περιέρχονται στον ίδιο ιδιοκτήτη. Δηλαδή, υπήρξε προβληματισμός κατά πόσο στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα ενιαίο οικόπεδο ή περισσότερα ενιαία και αυτοτελή. Κατά την κρατούσα στη νομολογία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνώμη (Ολομέλεια Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 430/1991 πλειοψηφία, 904/1978 πλειοψηφία), σε περίπτωση κτήσεως συνεχόμενων άρτιων οικοπέδων από τον αυτό κύριο, με διαφορετικά συμβόλαια, τα οικόπεδα αυτά διατηρούν την αυτοτέλειά τους και ως αυτοτελή και άρτια δύναται να μεταβιβασθούν περαιτέρω.
Κατά την άλλη γνώμη (που διατυπώθηκε και από τις μειοψηφίες των ανωτέρω γνωμοδοτήσεων της ολομέλειας Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με εκτεταμένη επιχειρηματολογία), όταν συνεχόμενα άρτια οικόπεδα έχουν περιέλθει στον αυτόν κύριο ή σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου συγκυρίους με διαφορετικά συμβόλαια, αποτελούν ένα ενιαίο οικόπεδο, διότι συνιστούν συνεχόμενη έκταση γης, που ανήκει στον αυτόν κύριο και διακρίνεται από τα όμορα ακίνητα, τα ανήκοντα σε άλλους κυρίους και, συνεπώς, η μεταβίβαση αυτών χωριστά προς τρίτους αποτελεί κατάτμηση ενιαίου ακινήτου από απόψεως εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας. Έτσι, όταν συνεχόμενες οικοπεδικές εκτάσεις περιέλθουν στον αυτό ιδιοκτήτη, χάνουν την ανεξάρτητη και αυτοτελή υπόσταση και λειτουργικότητά τους και αποτελούν όλες μαζί πλέον μία ενότητα κατά την πραγματική και νομική αντίληψη, δηλαδή ένα ενιαίο και αυτοτελές οικόπεδο που έχει δική του λειτουργικότητα και αυθυπαρξία σε σχέση με τα άλλα όμορα οικόπεδα. Προς την άποψη αυτή, πέραν σημαντικού τμήματος της θεωρίας (ιδίως, Χριστοφιλόπουλου, Δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως, σελίδα 39 και επόμενες) κλίνει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με σχετικές αποφάσεις, όχι, όμως, ad hoc, επί του θέματος (ΣτΕ 46/1990, 4895/1988, 4257/1979, 610/1956, 1314/1955).
Αντιθέτως, ad hoc, για την έννοια του ενιαίου ακινήτου έκρινε παρεμπιπτόντως ο Άρειος Πάγος με την προαναφερόμενη απόφασή του υπ' αριθμόν 1296/2006. Η επίμαχη κρίση του περί του ενιαίου ακινήτου, έστω και αν εκφέρεται στην απόφασή του αυτή πλεοναστικά κι όχι με δύναμη δεδικασμένου, πάντως αποτελεί δικανική σκέψη, η εφαρμογή ή μη της οποίας ορθώς προβλημάτισε τη Διοίκηση.
Στην υπόθεση αυτή ο Άρειος Πάγος, ενώ κινήθηκε να *** ιδιωτική διαφορά, εν τούτοις το θέμα που τον απασχόλησε προεχόντως ήταν πολεοδομικής φύσεως, ήτοι, επιτρεπόμενη ή μη κατάτμηση γηπέδων σε ζώνη οικιστικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου ελέγχου με παρεμπίπτουσα κρίση κατέληξε, αντιθέτως από την πλειοψηφήσασα γνώμη της Ολομέλειας Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 430/1991, στη σκέψη ότι αν περισσότερα συνεχόμενα ακίνητα περιέλθουν στην κυριότητα ενός και του αυτού προσώπου (ή στην συγκυριότητα πολλών), θεωρούνται ως ενιαίο ακίνητο, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι αυτά αποκτήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετικούς τίτλους και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δήλωση του κυρίου για την ενοποίησή τους. Σε περίπτωση, δηλαδή, πολλών ομόρων ακινήτων, κριτήριο για τον ενιαίο χαρακτήρα τους είναι τα όρια εξουσιάσεως του ιδιοκτήτη και όχι οι πολλοί ή λίγοι τίτλοι (πολλαπλότητα των τίτλων).
Προς επίρρωση της απόψεως αυτής, πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως έχει ήδη γίνει ανωτέρω μνεία, εφ' όσον η έννοια του ενιαίου οικοπέδου προσδιορίζεται βάσει των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού σε συνδυασμό προς τις διατάξεις που απαιτούν συμβολαιογραφικό έγγραφο για την έγκυρη σύσταση, μεταβίβαση ή αλλοίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, η διαπίστωση σε κάθε περίπτωση της Διοικήσεως περί του εάν πρόκειται ή όχι περί ενιαίου οικοπέδου βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα (φύση της εκτάσεως ως συνεχόμενης και ιδιοκτησιακό καθεστώς - προσαγόμενοι τίτλοι ιδιοκτησίας), δηλαδή κρίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό, είναι δε αδιάφορες οι δηλώσεις και ενέργειες των ενδιαφερομένων. Αντιθέτως, στο αστικό δίκαιο οι δηλώσεις και οι ενέργειες των ενδιαφερομένων, τουλάχιστον κατά την κρατούσα γνώμη (βλέπε Απ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 948, ερμηνεία, 2004) συμμετέχουν στον προσδιορισμό της έννοιας του ενιαίου ακινήτου, γεγονός που δεν συνάδει προς τη φύση των κανόνων της πολεοδομικής νομοθεσίας, που είναι δημοσίας τάξεως. Με αυτόν τον δικαιολογητικό λόγο μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι η γνώμη της πλειοψηφίας της Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 430/1991 προσιδιάζει περισσότερο στην έρευνα της εξεταζόμενης περιπτώσεως από απόψεως αστικού δικαίου, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός ενός ακινήτου ως ενιαίου ή περισσότερων ανεξάρτητων και αυτοτελών, ανηκόντων στον ίδιο κύριο επαφίεται στην ιδιωτική βούληση, αφού τούτο εξαρτάται από το γεγονός της περιελεύσεως αυτών στον αυτό ιδιοκτήτη με ένα ή διαφορετικά συμβόλαια, δηλαδή από τον τρόπο υλοποιήσεως της ιδιωτικής βουλήσεως. Αντιθέτως η άποψη της απόφασης 1296/2006 Αρείου Πάγου, κατά την οποία η και με διαφορετικά συμβόλαια (άρα και με ένα συμβόλαιο) περιέλευση στον αυτό ιδιοκτήτη περισσότερων συνεχόμενων ακινήτων καθιστά την όλη έκταση ένα ενιαίο ακίνητο από απόψεως εφαρμογής των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας, προσιδιάζει ιδιαιτέρως στους κανόνες δημοσίας τάξεως αυτής της νομοθεσίας, δεδομένου ότι για την διαπίστωση αυτή τίθενται κριτήρια αντικειμενικά και πέραν της ιδιωτικής βουλήσεως, γίνεται δε πανηγυρικά δεκτό ότι για την θεώρηση ως ενιαίου του ακινήτου, το οποίο συγκροτήθηκε από μεταβίβαση συνεχομένων εκτάσεων στον ίδιο κύριο, δεν απαιτείται οιουδήποτε τύπου σχετική δήλωση του κυρίου του ενιαίου πλέον ακινήτου. Οίκοθεν νοείται ότι περαιτέρω μεταβίβαση σε τρίτο πρόσωπο ή οικοδόμηση τμήματος του (ενιαίου πλέον) οικοπέδου είναι επιτρεπτή, σύμφωνα όμως, με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του αναγκαστικού νόμου 625/1968 και επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του νόμου 651/1977 (παράβλεπε Ολομέλεια Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 414/1995).
Εξ άλλου, με την άποψη αυτή εξυπηρετείται και η σκοπιμότητα των διατάξεων των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 2 του νόμου 1577/1985, η οποία είναι να αποφεύγεται, όσο το δυνατόν, η δημιουργία μικρών κατά παρέκκλιση οικοπέδων, τα οποία εμποδίζουν τους γενικότερους σκοπούς του σχεδίου πόλεως, όπως λ.χ. την καλύτερη πολεοδομική διευθέτηση της γης και την πληρέστερη κατά το δυνατόν εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας.
Σύμφωνα, επομένως, με την πλειοψηφήσασα άποψη, έπειτα και από την έκδοση της υπ' αριθμόν 1296/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου, συνεχόμενα άρτια οικόπεδα που περιέρχονται στον αυτό κύριο με διαφορετικούς ή τον αυτό τίτλο, αδιακρίτως, θεωρούνται αυτοδικαίως ως ενιαίο ακίνητο και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται από πολεοδομικής απόψεως.
Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Τμήματος και ο Νομικός Σύμβουλος Στ. Δέτσης (ψήφοι δύο) που εξέφρασαν την ακόλουθη άποψη
Σε περίπτωση ύπαρξης ξεχωριστών, αυτοτελών μεταξύ τους και συνεχόμενων άρτιων γηπέδων ή οικοπέδων, η αυτοτέλεια ενός εκάστου εξ αυτών από πολεοδομικής πλευράς δεν αναιρείται στην περίπτωση που κάθε ένα από αυτά περιέλθει ως ανεξάρτητη ιδιοκτησία στην κυριότητα ενός ιδιοκτήτη (ή πολλών συνιδιοκτητών κατά συγκυριότητα) ο οποίος έτσι θα έχει στην κυριότητά του περισσότερα του ενός συνεχόμενα μεταξύ τους ακίνητα, εναπόκειται δε στη διακριτική του ευχέρεια να ζητήσει την έκδοση οικοδομικής άδειας για δόμηση ενός εκάστου εξ αυτών, ή να τα θεωρήσει, από πολεοδομικής πλευράς, ως ενιαίο ακίνητο, με την έκδοση μιας οικοδομικής άδειας για ολόκληρο, που περιλαμβάνει το σύνολο των συνεχόμενων οικοπέδων ή γηπέδων σύμφωνα με την ως άνω 430/1991 γνωμοδότηση ολομέλειας Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η κρίση αυτή δεν έχει μέχρι σήμερα ανατραπεί με αντίθετη (και μάλιστα πάγια) νομολογία καθ' ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου (ΣτΕ), η δε τυχόν παρεκκλίνουσα παρεμπίπτουσα κρίση μιας μόνον απόφασης Αρείου Πάγου που επέλυσε ιδιωτικές διαφορές οι οποίες προέκυψαν από υπαίτια κατάτμηση ενιαίου γηπέδου (που είχε αποκτηθεί ως τέτοιο από ένα ιδιοκτήτη με ένα συμβόλαιο) σε μικρότερα, κάθε ένα των οποίων είναι κάτω από τα όρια αρτιότητας τα οποία προβλέπει υφιστάμενη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου (ZOE), δεν αρκεί για έκδοση νέας γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με αντίθετο περιεχόμενο.
III. Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή η κατά πλειοψηφία κρίση είναι αντίθετη με τα γενόμενα από την Ολομέλεια του Σώματος δεκτά και λόγω της σοβαρότητας του θέματος, το Τμήμα ομόφωνα αποφαίνεται υπέρ της παραπομπής του ερωτήματος στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η Εισηγήτρια
Αθήνα, 10-11-2010