Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 904/78

ΝΣΚ 904/1978


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 904/1978 (12-12-1978)

 

Αριθμός ερωτήματος: Το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου Γ22456/08-08-1978 του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Γενική Διεύθυνση Οικισμού, Διεύθυνση Γ4/Β.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Εάν συνεχόμενες οικοπεδικές εκτάσεις όταν περιέλθουν εις την κυριότητα του αυτού ιδιοκτήτου, αποτελούν εν τη έννοια του άρθρου 4 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού αυτοτελές ενιαίο ακίνητο τουτέστιν εν οικόπεδον ή έκαστον των παρακειμένων τούτων οικοπέδων εξακολουθεί να θεωρείται ως ίδιον οικόπεδον, εξ απόψεως εφαρμογής των περί κανονικής ή κατά παρέκκλιση αρτιότητας και λοιπών πολεοδομικών διατάξεων.

 

Απάντηση Ερωτήματος: Επί του πρόσθεν ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:

 

Δια γενικών και ειδικών κατά περιοχές διατάξεων καθορίζονται εκάστοτε οι όροι δομήσεως και περιορισμοί, επί των στα σχέδια ρυμοτομίας περιλαμβανομένων οικοπέδων και μεταξύ άλλων ορίζονται τα εφεξής ισχύοντα ελάχιστα όρια αρτιότητας τούτων εξ απόψεως εμβαδού και διαστάσεων. Συγχρόνως όμως λαμβάνεται πρόνοια διατηρήσεως της αρτιότητας και συνεπώς του οικοδομικά εκμεταλλεύσιμου, των προϋφιστάμενων υπό μικρότερο εμβαδόν και διαστάσεις οικοπέδων χαρακτηριζομένων ως κατά παρέκκλιση του θεσπιζόμενου νέου κανόνος αρτίων (παράβλεπε παράγραφο 3 του άρθρου 16, 33, και 69 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού). Τούτο υπαγορεύουν λόγοι προστασίας των νομίμως υφισταμένων πραγματικών καταστάσεων ήτοι των ειρημένων αρτίων πρότερον οικοπέδων, από του κινδύνου της κατά την πολεοδομική νομοθεσία προσκυρώσεώς των στις γειτονικές άρτιες ιδιοκτησίες (νομοθετικό διάταγμα της 17-07-1923 άρθρα 43, 44, 45, παράβλεπε Συμβούλιο της Επικρατείας 780/1965 και 1297/1965).

 

Εξ άλλου δια της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, που αποδίδει κατ' ουσίαν προγενέστερο δίκαιο (παράβλεπε άρθρου 4 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1955 και άρθρο 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1929), καθορίζεται η έννοια του οικοπέδου ήτοι ορίζεται ότι:

 

{οικόπεδον θεωρείται συνεχόμενη έκτασις γης αποτελούσα αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, ανήκον εις ένα ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Συνεχόμενες εκτάσεις δύνανται να θεωρηθούν ως ενιαίο κατά τ' ανωτέρω οικόπεδον, εάν η ελαχίστου μήκους γραμμή επαφής αυτών είναι τουλάχιστον 6 m.}

 

Η δευτέρα δε περίοδος της διατάξεως αυτής, κατά την δια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 205/1974 γενόμενη αντικατάσταση, διατυπώθηκε ως εξής:

 

{Συνενούμενες εφεξής εκτάσεις δύναται να θεωρηθούν ως ενιαίο κατά τ' ανωτέρω οικόπεδον, εάν η ελαχίστου μήκους γραμμή επαφής των είναι τουλάχιστον α) __________ β) __________ Όταν η συνενούμενη έκτασις κείται εις το βάθος της παρά την οδόν εκτάσεως και παραμένει ολόκληρος ως ακάλυπτος έκτασις, το ελάχιστον ως άνω μήκος επαφής δέον να είναι 1 m.}

 

Εν όψει τούτων κατά την γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, που αποτελέστηκε εκ του Προέδρου Κ. Τσαγκαράκη, των Αντιπροέδρων Ν. Μπλιάτσου, Π. Μακρυγιάννη, Α. Τομαρά, Λ. Κόκκα και των Νομικών Συμβούλων Σπύρου Ποταμιάνου, Γ. Αντωνοπούλου, Ε. Κουρτικάκη, Ι. Αθανασούλα, Β. Ρεγκάκου, Α. Παπαγιαννοπούλου, Κ. Τζώρτζη, Β. Κωτσαρίδη, Δ. Παπανικολάου, Γ. Σγουρίτσα, Α. Καμπίτση, Ε. Οικονόμου και Β. Ρεντζεπέρη, προς τους συντάχθηκαν και οι άνευ ψήφου Πάρεδροι Δ. Διαμαντόπουλος, Α. Κομισόπουλος, Α. Βουδούρης και Β. Κολοβός, οικοπεδική έκτασις καθ' οιονδήποτε νόμιμο τρόπον αποχωριζόμενη εκ μείζονος ενιαίου ακινήτου και περιερχόμενη εις έτερον ιδιοκτήτη, καθίσταται έκτοτε αυτοτελές ακίνητο και ως εκ τούτου νέον οικόπεδον. Την υπόσταση δε του οικοπέδου τούτου ουδόλως αναιρεί, η κατά το χρόνον της δημιουργίας του ή μεταγενεστέρως περιέλευση αυτού, εις τον ιδιοκτήτη ετέρου συνεχόμενου και αυτοτελούς επίσης ακινήτου (παράβλεπε Συμβούλιο της Επικρατείας 999/1970). Τούτο δε αφ' ενός διότι, αμφότερα τα παρακείμενα οικόπεδα ταύτα προσδιορίζονται ως ίδια οικόπεδα, εις τε τις αρχικές πράξεις δημιουργίας των και εις εκείνες της τυχόν μεταγενέστερης κτήσεώς των παρά του αυτού κυρίου, ως εκ τούτου δε έκαστον τούτων δύναται ν' αποτελέσει ιδιαιτέρως αντικείμενον των συναλλαγών και εν γένει εννόμων σχέσεων ως λ.χ. επιβολής βαρών και αφετέρου διότι, την χωριστή υπόσταση των ειρημένων οικοπέδων υιοθετεί και ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός δια του προπαρατεθέντος ορισμού του, καθ' ον ως οικόπεδον θεωρείται το εκ συνεχόμενης εδαφικής εκτάσεως απαρτιζόμενο αυτοτελές ενιαίο ακίνητο, αφού τοιούτον κατά τον τίτλο κτήσεως αποτελεί εκάτερον των παρακειμένων οικοπέδων του αυτού κυρίου. Δεν δύναται δε να στηρίξουν αντίθετη άποψη περαιτέρω περί συνεχόμενων και συνενούμενων εκτάσεων οριζόμενα, διότι για αυτό καθορίζονται προδήλως οι πραγματικές προϋποθέσεις, επί τη συνδρομή των οποίων είναι επιτρεπτή η τις εν οικόπεδο ενοποίησις δύο ή περισσοτέρων παρακειμένων, ανηκόντων εις τον αυτόν ή διαφόρους ιδιοκτήτες. Συνεπώς έκαστον των οικοπέδων τούτων θέλει κριθεί αυτοτελώς κατά τις οικείες διατάξεις, εξ απόψεως κανονικής ή κατά παρέκκλιση αρτιότητας ή εφαρμογής ετέρων ορισμών της πολεοδομικής νομοθεσίας. Η αυτή δε λύσις προσήκει ειδικότερα και στην περίπτωση που προκάλεσε το ερώτημα, κατά την οποία ως εκτίθεται και προκύπτει εκ του υπ' αριθμόν 5601/28-03-1959 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γρηγορίου Μητσοπούλου, μεταβιβάστηκαν εις τον αυτόν αγοραστή δύο συνεχόμενα οικόπεδα, κείμενα εντός του ρυμοτομικού σχεδίου Βουλιαγμένης Αττικής και εμφαινόμενα κατ' έκταση και όρια υπό τους αριθμούς 4 και 5 εις το υπ' αριθμόν 1444/Δ από 05-07-1957 σχεδιάγραμμα της Τεχνικής Υπηρεσίας του Οργανισμού Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, ανήκοντα δ' από αμνημονεύτου χρόνου εις την Ιερά Μονή Πετράκη και κατακυρωθέντα εις τον αγοραστή εν δημοπρασία δια ξεχωριστών πρακτικών, αντί του κατά τετραγωνικό μέτρο τιμήματος της προσφοράς και κατακυρώσεως δι' έκαστον οικόπεδον και του στο πωλητήριο αναγραφομένου συνολικού δι' ολόκληρη την πωληθείσα εδαφική έκταση. Εφόσον δ' ως βεβαιώνεται τα οικόπεδα ταύτα επωλήθησαν υπό καθεστώς κανονικής αρτιότητας και ήδη κέκτηνται διαστάσεις και εμβαδόν αρτιότητας κατά παρέκκλιση, ουδεμίαν ασκεί έννομη επιρροή κατά τα προειρημένα, ότι είναι συνεχόμενα και ανήκουν έκτοτε εις τον αυτόν ιδιοκτήτη.

 

Αντιθέτως οι μειοψηφήσαντες Νομικοί Σύμβουλοι Μ. Στασινόπουλος (εισηγητής), Δ. Βενιζέλος, Κ. Ανδρουτσόπουλος, Ε. Σαρακηνός, Β. Γκούμας και Ε. Πετσαλάκης, προς ους συντάχθηκε και ο άνευ ψήφου Πάρεδρος Σ. Σαμαράκης, διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη. Κατά τον προπαρατεθέντα ορισμό του οικοπέδου, ως τοιούτον νοείται το εκ συνεχόμενης εδαφικής εκτάσεως απαρτιζόμενο και εις τον αυτόν κύριον ανήκον αυτοτελές ενιαίο ακίνητο. Εκ τούτου έπεται, ότι οικοπεδική έκτασις περιερχόμενη εις τον αυτόν ιδιοκτήτη ενιαία ή κατά τμήματα οιασδήποτε έκαστον επιφανείας, εφόσον είναι συνεχόμενη υπό τους όρους του αριθμού 4 αποτελεί εφεξής εν οικόπεδον, διότι πληροί τις υπό τούτου απαιτούμενες προϋποθέσεις και δη απαρτίζει αυτοτελές ακίνητο, εν σχέσει προς τα εις ετέρους ιδιοκτήτες ανήκοντα όμορα και προσέτι ακίνητο ενιαίο, έχον τουτέστιν πραγματική και εκ του προσώπου του κυρίου του απορρέουσα ενότητα (παράβλεπε Συμβούλιο της Επικρατείας 59/1969). Την έννοια αυτή απέδιδε σαφέστερα η όμοια κατ' ουσίαν διάταξις του άρθρου 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1929, ορίζουσα ότι ως οικόπεδον νοείται γενικώς ενιαία αυτοτελής ιδιοκτησία ήτοι άπασα η συνεχόμενη έκτασις γης η εις τον αυτόν κύριον ανήκουσα. Υπό την ιδίαν αντίληψη φαίνεται ν' αντιμετωπίζεται υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας, η εφαρμογή των περί τακτοποιήσεων και προσκυρώσεων οικοπέδων κ.λ.π. διατάξεων (παράβλεπε Συμβούλιο της Επικρατείας 578/1950, 1314/1955, 1816/1956, 2476/1970 και 3443/1972), αφού δεν ερευνάται ειδικότερα ο τρόπος κτήσεως, του εκ συνεχόμενης εκτάσεως αποτελουμένου οικοπέδου. Προς την έννοια αυτή συγκλίνουν οι περαιτέρω ορισμοί του άρθρου 4, δι' ων καθορίζονται οι πραγματικές προϋποθέσεις δια τον χαρακτηρισμό ως ενιαίου οικοπέδου, των συνεχόμενων ή πράγματι συνενούμενων και συνεπώς δια διαφορετικών τίτλων κτώμενων εδαφικών εκτάσεων. Η άνω άποψις ευρίσκεται τέλος εν αρμονία και προς τις λοιπές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, δια την εφαρμογήν των οποίων θεσπίσθηκε ο ειρημένος ορισμός του οικοπέδου. Ούτω λ.χ. α) αποφεύγεται το δυσμενές μέτρο της προσκυρώσεως εις ιδιοκτησία τρίτου, μη αρτίου οικοπεδικού τεμαχίου και αντιστρόφως η εις βάρος γειτονικής ιδιοκτησίας αρτιοποίηση τούτου κατά τις εξαιρετικές διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 3 νομοθετικού διατάγματος 690/1948, εφ' όσον είναι συνεχόμενο ιδιοκτησίας του αυτού κυρίου και συναπαρτίζει ενιαίο μετ' αυτής ακίνητο, β) δεν πλήττεται δια της εκ του άρθρου 2 του ιδίου νομοθετικού διατάγματος ακυρότητας, η αγορά μη άρτιας οικοπεδικής λωρίδας υπό του κυρίου ομόρου ακινήτου προς επαύξηση τούτου, αφού αποτελεί ενιαίο μετ' αυτού οικόπεδον και γ) αποφεύγεται η επί βλάβη των γενικότερων σκοπών του ρυμοτομικού σχεδίου (βλέπε τούτους εις άρθρο 1 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος), διατήρησις της κατά παρέκκλιση αρτιότητας συνεχόμενων οικοπεδικών τεμαχίων, όταν περιέλθουν εις τον αυτόν ιδιοκτήτη και αποτελέσουν ενιαίο οικόπεδον, ως εκ τούτου δ' εκλείψει ο εν αρχή εκτεθείς δικαιολογικός του άνω εξαιρετικού μέτρου λόγος. Υπό αντίθετη εκδοχή μεταβιβασθέντος τμήματος μείζονος εκτάσεως εις τρίτον, το ούτω δημιουργηθέν οικόπεδον παραμένει αυτοτελές και όταν επανέλθει εις την κυριότητα του πωλητού. Οπωσδήποτε εις την περίπτωσιν του ερωτήματος, ως εκ του οικείου πωλητηρίου συμβολαίου προκύπτει, μεταβιβάσθηκε εις τον αγοραστή ενιαία εδαφική έκτασις της Ιερής Μονής Πετράκη, ήτις είτε είχε καταστεί αυτοτελές ακίνητο λόγω προγενεστέρας τυχόν πωλήσεως της παρακείμενης ιδιοκτησίας της ιδίας, είτε κατέστη τοιούτο δια της ειρημένης εκ μείζονος εκτάσεως μεταβιβάσεως. Το ούτω δε δημιουργηθέν αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, αποτελεί αναμφιβόλως οικόπεδον κατά την έννοια του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και την προσημειωθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι δε νομικώς αδιάφορος, η εις το σχεδιάγραμμα του πωλητού απεικόνισή του εις περισσότερα οικόπεδα και η μνεία τούτων εις το πωλητήριον, ως και αν η ενιαία μεταβιβασθείσα έκτασις εκπληρώνει τους όρους αρτιότητας περισσοτέρων οικοπέδων, αφού τοιαύτα δεν δημιουργήθησαν έκτοτε δια μεταβιβάσεως εις τρίτους, τον δε νομικό χαρακτήρα του οικοπέδου προσδίδει ο νόμος και ουχί οι δηλώσεις των συμβαλλομένων. Άρα η αρτιότης του οικοπέδου τούτου θα κριθή κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

 

Εν Αθήναις τη 12-12-1978

 

Ο Εισηγητής.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.