Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 465/2012 (05-09-2013)
Αριθμός Ερωτήματος: Το έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου Δ13/ΦΜΑΠ/1121869/ΕΞ/2011 του Υπουργείου Οικονομικών (Γενική Γραμματεία Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων, Γενική Διεύθυνση Φορολογίας, Διεύθυνση Φορολογίας Κεφαλαίου, Τμήμα Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας).
Περίληψη Ερωτήματος: Αν η Διοίκηση υποχρεούται να επιστρέψει στους φορολογουμένους, νομικά ή φυσικό πρόσωπα, κατόπιν σχετικής αίτησης, τη διαφορά του Ενιαίου Τέλους Ακινήτων ετών 2008 και 2009 (φυσικών ή νομικών προσώπων) ή ΦΑΠ 2010 (νομικών προσώπων), που προκύπτει από τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων που βρίσκονται στη Β' Ζώνη Ψυχικού, με βάση τις αντικειμενικές αξίες της Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1122435/3664/00ΤΥ/Δ/30-12-2005, οι οποίες εφαρμόζονται, ύστερα από την ακύρωση, με την 3626/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1088318/2449/00ΤΥ/Δ/16-09-2009, με την οποία είχαν καθορισθεί υψηλότερες αντικειμενικές αξίες.
Επί του ανωτέρω ερωτήματος, εκδόθηκε η με αριθμό 419/2012 Γνωμοδότηση του Α' Τμήματος Διακοπών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την οποία αποφασίστηκε ομόφωνα ότι λόγω μείζονος σπουδαιότητας, συντρέχει περίπτωση παραπομπής του ερωτήματος στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Επί του ερωτήματος αυτού, η Α' Ολομέλεια Διακοπών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γνωμοδότησε ως ακολούθως:
Ι. Ιστορικό
Από το έγγραφο της ερωτώσας υπηρεσίας και από τα στοιχεία του φακέλου, που το συνοδεύουν, προκύπτει το ακόλουθο πραγματικό:
Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1122435/36-34/00ΤΥ/Δ/30-12-2005 (ΠΟΛ 1158 (ΦΕΚ 1982/Β/2003)), της οποίας η ισχύς άρχισε την 01-01-2006, αναπροσαρμόσθηκαν οι τιμές και επεκτάθηκε το σύστημα αντικειμενικού, προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων όλων των περιφερειών της χώρας που μεταβιβάζονται με οποιαδήποτε αιτία και βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου.
Στη συνέχεια, με την απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΑΥΟΟ) 1020564/487/00ΤΥ/Δ/27-02-2007 (ΠΟΛ 1034 - (ΦΕΚ 269/Β/2007)) της οποίας η ισχύς άρχισε την 01-03-2007, αναπροσαρμόσθηκε, μεταξύ άλλων, η τιμή που προβλεπόταν στην προϊσχύσασα απόφαση 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/30-12-2005 (ΦΕΚ 1982/Β/2005) του ως άνω Υπουργού, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, που μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεά ή γονική παροχή στη Β' Ζώνη του Παλαιού Ψυχικού. Η πράξη αυτή, κατά το ως άνω μέρος που αναφέρεται στη ζώνη Β' του Παλαιού Ψυχικού, ακυρώθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 2107/2009, με την αιτιολογία ότι:
{ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στην ως άνω ζώνη Β' του Παλαιού Ψυχικού με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε κατόπιν εκτιμήσεως στοιχείων που δικαιολογούν αυτόν, ώστε να προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρυθμίσεως και να δύναται να ελεγχθεί αν εκδόθηκε εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, που κατά την έννοια τους επιτάσσουν τον καθορισμό τιμών κατά ζώνες ανταποκρινόμενες στην πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων (ΣτΕ 230/2002, 1585/2002 επταμελές) πολλώ δε μάλλον που, κατά τα ήδη εκτεθέντα, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ούτε η τήρηση του επιβαλλόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 41 παράγραφος 1 του νόμου 1249/1982 τύπου της εισήγησης των οικείων επιτροπών.}
Σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω δικαστική απόφαση εκδόθηκε η απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1088318/2449/00ΤΥ/Δ/16-09-2009 (σε αντικατάσταση της απόφασης 1020564/487/00ΤΥ/Δ/27-02-2007 Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που ακυρώθηκε), της οποίας η ισχύς άρχισε την 01-03-2007, με την οποία αναπροσαρμόστηκε η τιμή της Β' Ζώνης Ψυχικού, που είχε καθοριστεί με την απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/30- 12-2005. Η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση 3626/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις εξής αιτιολογίες:
{η επίμαχη ρύθμιση δεν προκύπτει ότι εχώρησε, όπως απαιτήθηκε σύμφωνα με την 2107/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας,.... κατόπιν εκτιμήσεως συγκεκριμένων στοιχείων, ανταποκρινομένων χρονικώς στον καθορισμό τιμών κατά ζώνες με βάση την πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων, αλλά ... στηρίχθηκε σε στοιχεία αναγόμενα στο έτος 2005, τα οποία, ως εκ τούτου, στοιχούν σε πλασματική, και όχι στην πραγματική αγοραία, αξία των οικείων ακινήτων, με περαιτέρω συνέπεια να μην προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της εν λόγω ρυθμίσεως, κατά παράβαση των μνημονευθεισών διατάξεων των άρθρων 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος, 50 παράγραφος 4 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 και 41 του νόμου 1249/1982.}
Επακολούθησε η απόφαση 1040/2011 του Υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 434/Β/2011), η οποία άρχισε να ισχύει από 17-03-2011, με την οποία αναπροσαρμόστηκαν οι τιμές του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου της Δημοτικής Κοινοτικής Ψυχικού, του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών, της Περιφέρειας Αττικής.
II. Νομοθετικό Πλαίσιο - Ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων
Α. 1. α. Στο άρθρο 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το ψήφισμα της 06-04-2001 της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι:
{Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε υπαίτιο αρμόδιο όργανο, όπως ο νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της Διοίκησης.}
β. Σε εκτέλεση της παραπάνω συνταγματικής διάταξης, εκδόθηκε ο νόμος 3068/2002 (ΦΕΚ 274/Α/2002), στο άρθρο 1 του οποίου, ορίζεται ότι:
{Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικό πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων...}
γ. Επίσης, στο άρθρο 50 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), όπως ισχύει, ορίζεται μεταξύ άλλων ότι:
{1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργηση της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη...
2...
3...
4. Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό...
5...}
2. Με τις προεκτεθείσες διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται ρητά η υποχρέωση της Διοίκησης και η ευθύνη του αρμοδίου οργάνου της να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη με το περιεχόμενο ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται, όχι μόνο να θεωρήσει ως ανίσχυρη και ανύπαρκτη τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά, κατά περίπτωση, να χωρέσει, με θετικές ενέργειες, στην αναμόρφωση των νομικών καταστάσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν στο μεταξύ, με βάση την ακυρωθείσα πράξη (ΣτΕ 100/2011, 3320/2011, 2357/2006, 3191/2005), ανακαλώντας και τροποποιώντας τις σχετικές διοικητικές πράξεις (ΣτΕ 1792/2007, 2557/2006, 3170/2005, 3320/2003, 8/2002, 2522/2002, 915/2001, ΝΣΚ 439/2008, 510/2008), ή εκδίδοντας νέες, με αναδρομική ισχύ, εφόσον συντρέχει περίπτωση, (ΣτΕ 100/2011, 748/2007, ΝΣΚ 360/2004), με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων, στη θέση στην οποία θα ήταν, αν εξαρχής δεν είχε εκδοθεί η διοικητική πράξη που ακυρώθηκε (ΝΣΚ 421/2011, 71/2011, Ολομέλεια ΝΣΚ 360/2004, 361/2004, ΣτΕ 100/2011, 2557/2006, 2228/2005, 3170/2005, 3191/2005, 441/2001, 126/2000 1356/1999, 2909/1994, 3738/1988, ΣτΕ 3358/2003). κ.ά) και χωρίς δέσμευση από το χρόνο που διέδραμε στο μεταξύ (ΣτΕ 957/2010, 2791/2008, 1378/2007,1848/2007, 2557/2006, 1504/2001, 951/2001, Ολομέλεια ΣτΕ 1820/1999).
Το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης της Διοίκησης, προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελλόμενης ακύρωσης, δηλαδή από τη φύση και το είδος της ακυρούμενης πράξης ή τα νόμιμα στοιχεία, που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις, για τα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο αιτιολογικό της απόφασής του, παράγοντας, ως προς αυτά, δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση. (ΣτΕ 677/2010, 2228/2005, Ολομέλεια ΣτΕ 1681/2002, 441/2001).
Αν η ακύρωση της διοικητικής πράξης έγινε για παράβαση ουσιώδους τύπου ή έλλειψης ή ελαττωμάτων της αιτιολογίας, η Διοίκηση δύναται να επαναλάβει την κρίση της για τη ρύθμιση της συγκεκριμένης κατάστασης και να εκδώσει νέα πράξη, αιτιολογώντας όμως νόμιμα και επαρκώς τη νέα κρίση της, βάσει της ακυρωτικής απόφασης (ΣτΕ 2309/2009, 1820, 3444/1989, 4084/1987). Σε κάθε περίπτωση, η νέα κρίση της Διοίκησης, πρέπει να μην αντίκειται σε όσα έχουν κριθεί με την ακυρωτική απόφαση και εκφέρεται ενόψει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος, που υπήρχε κατά το χρόνο, κατά τον οποίο εκδόθηκε η πράξη που ακυρώθηκε (ΣτΕ 3727/1995, Ολομέλεια ΣτΕ 1820/1989).
Β. α. Με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 19 του νόμου 3634/2008 (ΦΕΚ 9/Α/2008), ρυθμίστηκαν τα σχετικά με την επιβολή Ενιαίου Τέλους Ακινήτων (ΕΤΑΚ) στην ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα και ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Ακολούθως, με το άρθρο 56 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010), από το έτος 2010 καταργήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, ορίσθηκε, όμως, ότι οι καταργούμενες αυτές διατάξεις εφαρμόζονται και μετά την 01-01-2010, σε υποθέσεις Ενιαίου Τέλους Ακινήτων, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι την κατάργησή τους, προβλέπεται δε ειδικά ότι:
{για τις υποθέσεις αυτές διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 7, του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 10 και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12 του νόμου 3634/2008, όπως ισχύει.}
Για τον προσδιορισμό της αξίας ακινήτων, για τις ανάγκες επιβολής του Ενιαίου Τέλους Ακινήτων, λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα αυτά κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, στις περιοχές δε, όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα, η αξία των οικοπέδων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με βάση τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις (ΣτΕ 3710/2011).
Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 27, 28, 30, 31, 32, 33, 34, 44 και 45 του νόμου 3842/2010, ρυθμίζουν τα σχετικά με την επιβολή φόρου στην ακίνητη περιουσία, που βρίσκεται στην Ελλάδα και ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
Τόσο για την επιβολή του Ενιαίου Τέλους Ακινήτων, όσο και του φόρου ακίνητης περιουσίας, ορίσθηκε ότι, ως φορολογητέα αξία του ακινήτου ή του εμπράγματου, σε αυτό, δικαιώματος, για τα μεν νομικά πρόσωπα, λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του νόμου 1249/1982 (ΦΕΚ 43/Α/1982), όπου εφαρμόζεται το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού (βλέπε ταυτοσήμου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 7 παράγραφος 2 του νόμου 3634/2008 και 31 του νόμου 3842/2010), για τα δε φυσικά πρόσωπα, λαμβάνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας, που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του νόμου 1249/1982 για τα ακίνητα ή τα εμπράγματα σε αυτά δικαιώματα που βρίσκονται σε περιοχές όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξίας ακινήτων, με συντελεστές αυξομείωσης ανά είδος ακινήτου ή κτιρίου στις τιμές εκκίνησης ή αφετηρίας, οι οποίοι για το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και για τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) προβλέπονται στο νόμο (βλέπε άρθρα 7 παράγραφος 3 του νόμου 3634/2008 και 32 του νόμου 3842/2010).
Η, κατά τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3634/2008 και 3842/2010, σύνταξη του οικείου χρηματικού καταλόγου και η αποστολή του στον αρμόδιο ταμία, συνιστά πράξη προσδιορισμού φόρου.
β. Με τις διατάξεις του άρθρου 41 του νόμου 1249/1982, θεσπίσθηκε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των, επ' ανταλλάγματι ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας, μεταβιβαζομένων ακινήτων, κατά τρόπο, ώστε βάσει λεπτομερών κριτηρίων, (τιμές εκκίνησης, συντελεστής αυξομείωσης κ.λ.π.), που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, να προκύπτει για όλα τα ακίνητα μιας περιοχής και για κάθε ένα από αυτά, ορισμένη αξία.
Με τις κατά τα ανωτέρω εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, δεν επιβάλλονται φόροι, κατά την έννοια του άρθρου 78 παράγραφος 4 του Συντάγματος, αλλά καθορίζονται οι τιμές εκκίνησης, ανά ζώνες και οι συντελεστές αυξομείωσης αυτών, δηλαδή ζητήματα ειδικότερα και τεχνικά, κατά την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 2 του Συντάγματος, που αφορούν τον τρόπο προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας (ΣτΕ 230/2002 επταμελές, ΣτΕ 2107/2009).
Οι υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται βάσει της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης, ως κανονιστικές πράξεις, δεν χρήζουν αιτιολογίας, αλλά ελέγχονται μόνο από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης, βάσει της οποίας εκδίδονται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης, προκειμένου δε να είναι εφικτός ο έλεγχος αυτός, πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου και τα εκτιμηθέντα, από τη Διοίκηση, στοιχεία, που συνηγορούν υπέρ της έκδοσης της κανονιστικής απόφασης, τα οποία, είτε αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη, είτε είναι σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό της (ΣτΕ 2107/2009, 230/2002, 1585/2002 επταμελές).
III. Η ακύρωση των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 και 1088318/2449/ΟΟΤΥ/Δ/160-9-2009, με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 2107/2009 και 3626/2010, αντίστοιχα, επήλθε για «παράβαση ουσιώδους τύπου», καθόσον κρίθηκε ότι παραβιάσθηκαν, από τη Διοίκηση διαδικασίες η τήρηση των οποίων ήταν αναγκαία για την έκδοση των πράξεων αυτών. Ειδικότερα, με την 2107/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρώθηκε η απόφαση 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, διότι δεν προέκυπτε, από την απόφαση αυτή και από τα στοιχεία του φακέλου, ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων που κείνται στη Β' Ζώνη Παλαιού Ψυχικού, έγινε κατόπιν εκτίμησης στοιχείων που τον δικαιολογούν, ώστε να προκύπτει το δικαιολογητικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης και να δύναται να ελεγχθεί, αν εκδόθηκε εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης, που κατά την έννοιά τους, επιτάσσουν τον καθορισμό τιμών ανά ζώνες, ανταποκρινόμενες στην πραγματική αγοραία αξία των οικείων ακινήτων. Στη συνέχεια, η με αριθμό 1088318/2449/ΟΟΤΎ/Δ/16-09-2009 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδόθηκε προς συμμόρφωση της Διοίκησης προς την απόφαση 2107/2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρώθηκε με την 3626/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το σκεπτικό, ότι και η ρύθμιση της απόφασης αυτής, δεν εχώρησε, όπως απαιτείτο, σύμφωνα με την 2107/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν εκτίμησης συγκεκριμένων στοιχείων, ανταποκρινομένων χρονικά στον καθορισμό τιμών κατά ζώνες, με βάση την πραγματική αγοραία αξία των επίμαχων ακινήτων.
Συνεπώς, η Διοίκηση, μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις και σε συμμόρφωση προς το ειδικότερο περιεχόμενο τους, αφού εξετάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση εξαρχής, δύναται να επανέλθει και να προβεί σε έκδοση νέας κανονιστικής διοικητικής πράξης, με αναδρομική ισχύ, σε αντικατάσταση της ακυρωθείσης, τηρώντας τους ουσιώδεις τύπους, την έλλειψη των οποίων επεσήμανε το Συμβούλιο της Επικρατείας και να ρυθμίσει εκ νέου τη νομική κατάσταση για όλο το χρονικό διάστημα από τον χρόνο εκδόσεως των πράξεων που ακυρώθηκαν. Ειδικότερα, η Διοίκηση δύναται να εκδώσει νέα πράξη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στη Β' Ζώνη Παλαιού Ψυχικού, με αναδρομική ισχύ, για το χρονικό διάστημα από 01-03-2007 έως 16-03-2011, καθορίζοντας ανάλογα τις τιμές των παραπάνω ακινήτων, οι οποίες μπορεί, εφόσον αυτό τεκμηριώνεται από συγκεκριμένα στοιχεία, να είναι μεγαλύτερες, ίσες, ή μικρότερες προς εκείνες που προσδιορίσθηκαν με τις ως άνω ακυρωθείσες αποφάσεις ούτως ώστε, εφόσον συντρέχει λόγος, να αποκατασταθεί και η φορολογική ισότητα.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα τεθέντα, υπόψη μας, στοιχεία, δεν προκύπτει, ότι η Διοίκηση συμμορφώθηκε επακριβώς με το περιεχόμενο των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων και ειδικότερα, ότι προέβη στην έκδοση νέας κανονιστικής απόφασης, σύμφωνης με τα οριζόμενα στις παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
IV. Κατόπιν των ανωτέρω επί του τεθέντος ερωτήματος, αρμόζει η εξής απάντηση:
Ύστερα από την ακύρωση, με την απόφαση 3626/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας, της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1088318/2449/ΟΟΤΥ/Δ/16-09-2009, περί προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, που κείνται στη Β' Ζώνη Παλαιού Ψυχικού, η Διοίκηση δύναται, να προβεί στην έκδοση νέας κανονιστικής πράξης, με αναδρομική ισχύ, για το χρονικό διάστημα από 01-03-2007 έως 16-03-2011, με το ίδιο ή διαφορετικό περιεχόμενο, προς τις ακυρωθείσες υπουργικές αποφάσεις, συμμορφούμενη προς το συνολικό περιεχόμενο της απόφασης 2107/2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Θεωρήθηκε
Αθήνα, 15-11-2012
Ο Πρόεδρος
Η Εισηγήτρια