Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 749/86

ΝΣΚ 749/1986


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 749/1986 (17-09-1986)

 

Αριθμός Ερωτήματος: Με αριθμό 2355/445/18-02-1986 έγγραφο της Διεύθυνσης Γ4 Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Αν είναι νόμιμη η οικοδομική άδεια που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Πειραιά, για την ανέγερση στις Σπέτσες Ενδιαιτήματος της Αδελφότητας της Μονής Παναγίας Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων για την μοναδική άσκηση παλαιοημερολογιτών μοναχών, από την άποψη της κατά νόμον αρμοδιότητας άλλης Π αρχής για την έκδοση της παραπάνω αδείας ή της απαιτουμένης προς τούτο ειδικής εγκρίσεως άλλης αρχής.

 

Στο ανωτέρω ερώτημα η Συνέλευση των Νομικών Συμβούλων της Διοικήσεως γνωμοδότησε τα εξής:

 

I. Κατά το άρθρο 13 του ισχύοντος Συντάγματος:

 

{1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος. Η απόλαυσις των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται εκ των θρησκευτικών εκάστου πεποιθήσεων. 2. Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασία των νόμων. Η άσκησις της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.}

 

Εξάλλου κατά το άρθρο 39 του νόμου 590/1977 Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος:

 

{1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικό καθίδρυμα δια την άσκηση των σε αυτή εγκαταβιούντων ανδρών ή γυναικών, συμφώνως προς τις μοναχικές επαγγελίες και τους περί μοναχικού βίου ιερούς Κανόνες και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

 

2. Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος λειτουργούν Ιερές Μονές, τελούσες υπό την πνευματικήν εποπτεία του επιχωρίου Αρχιερέως, και Συνοδικές Σταυροπηγιακές Ιερές Μονές, τελούσες υπό την εποπτεία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

 

3. Η ίδρυσις νέων και η διάλυση ή συγχώνευσις υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος συντελείται δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου, μετά σύμφωνη γνώμη του επιχωρίου Αρχιερέως και έγκριση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και. Θρησκευμάτων, Ναοί διαλυμένων ή διαλυόμενων Μονών παραμένουν εις την κυριότητα του νομικού προσώπου της οικείας Ιεράς Μητροπόλεως...

 

10. Δια κανονιστικών αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εγκρινομένων υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως θεσπίζονται τα πλαίσια λειτουργίας των εν τη περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος Ορθοδόξων Ησυχαστήριων, άτινα ιδρύονται ως νομικά, πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατά τις κείμενες διατάξεις και λειτουργούν επί τη βάσει του ιδρυτικού αυτών κανονισμού.}

 

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του ίδιου νόμου:

 

{Δια την ανέγερση ή επισκευή των Μητροπολιτικών μεγάρων, Ιερών Μανών και Ιερών Ναών, μετά των κτισμάτων αυτών, την σχετική άδεια χορηγεί ο Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, δια της εγκρίσεως της σχετικής μελέτης υπό της αρμοδίας Τεχνικής Υπηρεσίας αυτού, μετά γνωμοδότηση της παρ' αυτών Επιτροπής Έργων. Τα κατά τόπους Γραφεία Σχεδίου Πόλεως έχουν αρμοδιότητα μόνον επί της εφαρμογής των όρων δομήσεως.}

 

II. Από το υποβληθέν ερώτημα και τα στοιχεία του φακέλλου-προκύπτουν τα ακόλουθα. Δέκα περίπου μοναχές, που ακολουθούν τον παλαιοημερολογιτισμό συνέστησαν μεταξύ τους μοναστική αδελφότητα με τη μορφή αστικής εταιρείας με νομική προσωπικότητα (άρθρο 784 του Αστικού Κώδικα). Στον καταστατικό (οργανισμό) που κατατέθηκε στο οικείο Πρωτοδικείο αναφέρεται ειδικότερα (άρθρο 1):

 

{Συνιστάται γυναικείο μοναστικό Κοινόβιον υπό την επωνυμία Ιερά Μονή Παναγίας Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων με έδρα την νήσο των Σπετσών ως κέντρο μοναχικής ασκήσεως, πνευματικών αγώνων και μελετών προσώπων αφιερωμένων εις την Ορθόδοξη Εκκλησίαν, η οποίαν θα λειτουργεί εσαεί, ως νομικών πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου αυτοτελώς, αυτοδιοίκητο και ανεξάρτητο πάσης άλλης κοσμικής ή εκκλησιαστικής αρχής και εξουσίας, θα ακολουθεί δε κατά τις ιερής ακολουθίας αυστηρώς και απαρεγκλίτως το Πατρώο Εορτολόγιον, της ακαινοτομήτου Λατρείας, βασιζόμενο επί του Ιουλιανού Ημερολογίου.}

 

Κατόπιν αιτήσεως μίας από τις μοναχές αυτές εκδόθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας Πειραιά η υπ' αριθμόν 1077/1985 οικοδομική άδεια στο όνομα Ιεράς Μονής Παναγίας Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων για την ανέγερση στις Σπέτσες διώροφης οικοδομής η οποία φέρεται σαν ενδιαίτημα μοναχών, έχει ιδιόρρυθμη εσωτερική διαρρύθμιση και εξωτερική εμφάνιση. Κατόπιν διαμαρτυριών του επιχωρίου Μητροπολίτου, που προέβαλλε ότι πρόκειται περί ανεγέρσεως ιερής μονής για την οποία απαιτείται άδεια του Οργανισμού Διοίκησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και όχι της παραπάνω πολεοδομικής υπηρεσίας, η δευτεροβάθμια Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου Πειραιώς έκρινε σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του από 24-05-1985 προεδρικού διατάγματος δόμηση εκτός εγκεκριμένων σχεδίων και προγενεστέρων του 1923 οικισμών ότι η οικοδομή αυτή, με βάση τις οικείες αρχιτεκτονικές μελέτες, δεν μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο 6 του παραπάνω προεδρικού διατάγματος, που αφορά την ανέγερση κατοικίας, γιατί η διάταξη και χρήση των χώρων δεν ανταποκρίνεται προς τα γενικά παραδεδεγμένα για τη λειτουργία της κατοικίας και ζήτησε την αναθεώρηση της αδείας με σχέδια τροποποιημένα ως προς την εσωτερική λειτουργία του κτιρίου και ειδικότερα τις αίθουσες πολλαπλών χρήσεων. Κατόπιν τούτου με το υπ' αριθμόν 2193/1985 έγγραφο της ως άνω Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου διατάχθηκε η διακοπή των οικοδομικών εργασιών.

 

Ακολούθως ο ως άνω Μητροπολίτης υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 την από 27-07-1985 προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία προέβαλε ότι το ως άνω κτίριο αποτελεί κτίριο ιερής μονής, για το οποίο αρμόδιος για την χορήγηση της οικοδομικής αδείας είναι ο Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (άρθρο 47 παράγραφος 2 του νόμου 590/1977) και ότι δεν είναι νόμιμη η χορήγηση οικοδομικής αδείας στη παραπάνω μη νόμιμα συστημένη ιερά μονή. Επί της προσφυγής αυτής, προκειμένου να αποφανθεί ο αρμόδιος Υπουργός, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 2/1985 γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, η οποία χαρακτηρίζει το κτίριο αυτό σαν ειδικής χρήσεως, που διέπεται από τις γενικές διατάξεις του άρθρου 1 του παραπάνω προεδρικού διατάγματος και όχι σαν κατοικία (άρθρο 6 του προεδρικού διατάγματος αυτού) και στη συνέχεια κρίνει ότι το Συμβούλιο αυτό είναι αναρμόδιο να γνωμοδοτήσει ως προς το ερώτημα της ειδικής έγκρισης ενώ ο εκ των μελών του Συμβουλίου Νικόλαος Δεσύλλας διατύπωσε τη γνώμη ότι:

 

{όπως αναφέρεται στην εισήγηση, πρόκειται για ιδιόμορφη κατοικία (κοινοβιακό ενδιαίτημα) και επειδή από τις διατάζεις της εκτός σχεδίου δόμησης (από 24-05-1985 προεδρικό διάταγμα) δεν υπάρχει ειδική κατηγορία γι' αυτού του είδους τα κτίρια, θεωρώ ότι μπορεί να υπαχθεί στις γενικές διατάξεις του άρθρου 1, χωρίς ειδική προς τούτο έγκριση.}

 

Παράλληλα ο ανωτέρω Μητροπολίτης άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως της οικοδομικής αδείας προβάλλοντας περίπου τους αυτούς, όπως ενώπιον του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων λόγους, επί της ως άνω δε αίτησης του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε την υπ' αριθμόν 2783/1966 απόφασή του, με την οποία κήρυξε καταργημένη τη δίκη με την αιτιολογία ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια είχε ανακληθεί με το ως άνω έγγραφο της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου της Διεύθυνσης Οικισμού Πειραιώς περί διακοπής των οικοδομικών εργασιών.

 

III. Σχετικά με το τιθέμενο ερώτημα σχηματίσθηκαν στη Συνέλευση τρεις γνώμες. Κατά πλειοψηφήσασα γνώμη, με την οποία συντάχτηκαν οι νομικοί σύμβουλοι Ε. Κουρτικάκης, Γ. Σγουρίτσας, Ε. Σαρακηνός, Λ. Παπίδας, Ε. Κορουγένης, Δ. Διαμαντόπουλος, Π. Κυριαζής, Ν. Ρήγας, Κ.Παπακώστας, Β. Κολοβός και Ρ. Αντωνακόπουλος, αρμοδίως εκδόθηκε η παραπάνω οικοδομική άδεια από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Πειραιά και δεν απαιτείται ειδική έγκριση άλλης αρχής προς τούτο.

 

Ειδικότερα κατά τη γνώμη αυτή, η συνταγματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας την οποία εξαγγέλλει το άρθρο 13 του Συντάγματος, περιλαμβάνει δέσμη δικαιωμάτων του ατόμου, όπως το δικαίωμα να πρεσβεύει οποιαδήποτε θρησκεία ή δόγμα ή αίρεση ή ακόμα να είναι άθεος, το δικαίωμα να εκδηλώνει τις θρησκευτικές ή άθρησκους πεποιθήσεις του και να μη υφίσταται δυσμενείς συνέπειες για τις πεποιθήσεις του αυτές, το δικαίωμα να ασκεί όλα τα ατομικά δικαιώματα για να διαδίδει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (ελευθερία γνώμης, δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι κ.λ.π.). Σπουδαία εκδήλωση της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η ελευθερία της λατρείας που αποτελεί την εξωτερίκευση της πίστης με συγκεκριμένες διαδικασίες και μορφές και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το δικαίωμα ανέγερσης κτιρίων καταλλήλων για την άσκησή της (Σβώλου - Βλάχου Το Σύνταγμα της Ελλάδος τόμος 1 παράγραφος 25 και επόμενα σελίδες 64 και επόμενες Μάνεση Ατομικές Ελευθερίες κεφάλαιο 2 σελίδες 247 και επόμενες). Την συνταγματική αυτή προστασία απολαμβάνουν και οι παλαιοημερολογίτες, που είναι ορθόδοξοι χριστιανοί οι οποίου ως προς το χριστιανικό εορτολόγιο ακολουθούν το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο και όχι το νέο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο, το οποίο εισήγαγε η Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία, αφού αυτοί έχουν συμπήξει ίδια θρησκευτική κοινότητα, στην οποία έχουν αναγάγει σε ζήτημα θρησκευτικής συνείδησης, που εκδηλώνεται επιμόνως και μετά πείσματος, την τήρηση κατά το χριστιανικό εορτολόγιο του Ιουλιανού ημερολογίου. Από την άποψη της θρησκευτικής ελευθερίας αυτής είναι αδιάφορο αν οι παλαιοημερολογίτες, που δεν είναι αιρετικοί, αφού δεν διαφέρουν κατά το δόγμα από την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, έχουν αποσχισθεί από αυτή, ήτοι έχουν καταστεί σχηματικοί ή παραμένουν μέσα στους κόλπους αυτής, απειθούντες απλώς προς την εκκλησιαστική τάξη. Τούτο γιατί από την απόλαυση των από το άρθρο 13 του Συντάγματος απορρεόντων δικαιωμάτων δεν μπορούν να εξαιρεθούν οι οπαδοί της επικρατούσης στην Ελλάδα θρησκείας, υποβαλλόμενοι σε περιορισμούς μεγαλύτερους από εκείνους που επιβάλλονται στους οπαδούς άλλων        γνωστών θρησκειών, εκτός αν το Σύνταγμα ορίζει άλλως (ΣτΕ 866/1974). Σχετικά υπενθυμίζεται η δήλωση του Υφυπουργού Παιδείας κατά τη ψήφιση του ισχύοντος Συντάγματος (Πρακτικά Βουλής σελίδα 421), κατά την οποία:

 

{Κύριοι Συνάδελφοι, παρέχω - την δήλωση και παρακαλώ να αναγραφεί, στα Πρακτικά ότι οι ούτω αποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Παλαιοημερολογίτες) δύνανται να τελούν ακωλύτως τα θρησκευτικά των καθήκοντα}

 

(σχετικά με τη παραπάνω νομική θέση των παλαιοημερολογιτών βλέπε Γνωμοδότηση Χρήστου Ανδριτσόπουλου - Λ. Γιδοπούλου - Π. Βαμβέτσου Δικαιοσύνη, 1933 σελίδα 321 Γνωμοδότηση I. Σώντη Νομικό Βήμα 13 σελίδα 993, από 21-01-1951 Γνωμοδότηση Π. Παναγιωτάκου - Σ. Αλεξανδροπούλου, Γνωμοδότηση Ολομέλεια ΝΣΚ 304/1977, το από 20-06-1975 έγγραφο Εισαγγελέως Κεφαλληνίας κ.ά.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σύσταση από τις μοναχές μοναστικής κοινότητας με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου είναι καταρχήν νόμιμη, γιατί αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος των μοναχών αυτών να συνιστούν θρησκευτικές ενώσεις, που προστατεύεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος (ΣτΕ 866/1974}. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 47 παράγραφος 2 του νόμου 590/1977, δεν εφαρμόζεται, κατά τη γνώμη αυτή, για τη χορήγηση οικοδομικής αδείας του παραπάνω κτιρίου, γιατί η διάταξη αυτή προϋποθέτει νομίμως συστημένη κατά το άρθρο 39 του ίδιου νόμου ιερά μονή, πράγμα που δεν συντρέχει στη παραπάνω μοναστική κοινότητα. Επιπλέον η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των παραπάνω διατάξεων θα παραβίαζε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία των μοναχών αυτών, με τη μορφή της ελευθερίας της λατρείας, αφού εκδήλωση αυτής αποτελεί, κατά τα εκτεθέντα, η δημιουργία χωριστών ευκτηρίων οίκων, ησυχαστήριων κ.λ.π., η ανέγερση των οποίων δεν μπορεί να εξαρτηθεί από έγκριση ή άδεια οργάνου της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως αυτή προβλέπεται, στο άρθρο 47 παράγραφος 2 του νόμου 590/1977, για τους ναούς, ιερές μονές κ .λ.π. της Εκκλησίας αυτής, προς την οποία οι μοναχές αυτές για λόγους θρησκευτικής συνείδησης απειθαρχούν. Αντίθετη άποψη θα συνεπαγόταν άμεση εξάρτηση των παλαιοημερολογιτών από την Διοίκηση της παραπάνω Εκκλησίας, κατά τρόπο που θα περιόριζε, συνταγματικώς ανεπίτρεπτα, τη θρησκευτική ελευθερία τους. Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος αυτού των μοναχών τούτων δεν προσκρούει προς τις διατάξεις του άρθρου 3 του Συντάγματος, καθόσον τούτο, αναγνωρίζοντας ως επικρατούσα την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας και προβλέποντας το αυτοκέφαλο και αυτοδιοίκητο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, δεν απαγορεύει την δημιουργία μοναστικών κοινοτήτων για την μοναχική άσκηση σε ορισμένο χώρο, από Έλληνες Ορθοδόξους (οι οποίοι για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως απειθαρχούν προς την εκκλησία αυτή (βλέπε σχετική περίπτωση ΣτΕ 1866/1974). Εξάλλου το παραπάνω άρθρο δεν αναγνωρίζει επαυξημένη τυπική δύναμη στους ιερούς κανόνες αποκλειστικά διοικητικής φύσεως και συνεπώς στη προκειμένη περίπτωση δεν κατισχύουν του άρθρου 13 του Συντάγματος οι ιεροί κανόνες που προβλέπουν την κατόπιν αδείας της εκκλησιαστικής αρχής (επιχωρίου Μητροπολίτη) και σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία ίδρυση ιερών μονών και ησυχαστήριων (Σβώλου - Βλάχου σελίδα 60 και επόμενα, ΣτΕ 945/1980, 2336/1980, 3619/1982 κ.ά.).

 

Από τη παραπάνω άποψη δεν είναι, κρίσιμο το αν ο κτιριοδομικός ιστός του υπόψη κτιρίου, όπως προκύπτει από τα υποβληθέντα στη Διοίκηση έγγραφα, δεν περιλαμβάνει. Όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της μονής, κατά τη παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (καθολικό, ηγουμενείο κ.λ.π.), αφού πάντως για τη συνταγματική προστασία των μοναχών αυτών αρκεί η πραγμάτωση μέσα στο κτίριο αυτό της μοναχικής τους επαγγελίας.

 

Περαιτέρω η πλειοψηφούσα γνώμη δέχεται ότι δεν προβλέπεται από τη κείμενη νομοθεσία, η παροχή ειδικής έγκρισης της αρχής παράλληλα με την οικοδομική άδεια ανέγερσης του παραπάνω κτιρίου. Ειδικότερα δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1672/1939 και του εκτελεστικού αυτού από [ΒΔ] 20-05-1939 βασιλικού διατάγματος, γιατί, όπως προκύπτει και από την οικεία εισηγητική έκθεση, ο νόμος αυτός αναφέρεται σε ναούς, ευκτήριους οίκους και θρησκευτικά εντευκτήρια άλλων δογμάτων ή θρησκειών πλην των ορθοδόξων και σκοπεί κυρίως στην διαπίστωση της ανάγκης ανέγερσης αυτών από απόψεως εξυπηρετήσεως των θρησκευτικών αναγκών ενός σημαντικού αριθμού προσώπων,που πρεσβεύουν γνωστή θρησκεία, ενώ στη προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται περί ετεροδόξων ή ετερόθρησκων προσώπων, αλλά περί ορθοδόξων χριστιανών. Εξάλλου ο νόμος αυτός αναφέρεται σε κτίρια, στα οποία συχνάζει μεγάλος αριθμός προσώπων, για την άσκηση λατρείας και την εκδήλωση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ενώ στη παρούσα περίπτωση πρόκειται περί περιορισμού αριθμού μοναχών, που πραγματοποιούν μέσα σε ορισμένο κτίριο την μοναχική τους άσκηση. Επίσης δεν μπορεί να γίνει ανάλογη για το ανωτέρω κτίριο εφαρμογή των διατάξεων τούτων, προκειμένου μάλιστα να τεθούν περιορισμοί στην συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της θρησκευτικής συνείδησης, λόγω ελλείψεως των αυτών νομικών και πραγματικών προϋποθέσεων.

 

IV. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, που δέχονται οι νομικοί σύμβουλοι Δ. Παπανικολάου, Ε. Οικονόμου, Β. Ρεντζεπέρης, Α. Παπαντωνόπουλος, Στ. Αργυρόπουλος, Δ. Ράπτης και Α. Βουδούρης, οι ακολουθούντες το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, αναμφιβόλως ευσεβείς και κατά βάση πιστοί χριστιανοί, από σύγχυση ή αμάθεια, παρασυρόμενοι από μερικούς κληρικούς ή φανατικούς μοναχούς, οι οποίοι δεν διακρίνονται για τη θεολογική τους μόρφωση, ανήγαγαν την προσήλωσή τους αυτή σε θέμα θρησκευτικής συνείδησης. Δεδομένου όμως ότι η διόρθωση του ημερολογίου και η μεταβολή του εορτολογίου - πλην του πασχαλίου - δεν ανάγεται σε δογματικό ζήτημα, εφόσον δεν έχει καθιερωθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, οι ανωτέρω που αποκαλούνται παλαιοημερολογίτες, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν αιρετικοί, ούτε έχουν κηρυχθεί από τα εκκλησιαστικά όργανα και κατά το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας σχισματικοί. Θεωρούνται απλώς παρασυνάγωγοι και με την ιδιότητά τους αυτή εξακολουθούν να υπάγονται στους κόλπους της ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας και συνεπώς στους νόμους και στους κανόνες που διέπουν την αυτοκέφαλη εκκλησία της Ελλάδος και στα κελεύσματά της (βλέπε Ιωάννη Παναγοπούλου Εκκλησιαστικό Δίκαιο 1980 σελίδα 347 και επόμενα, Γνωμοδότηση Ράμμου - Σγουρίτσα - Τσάτου Θ. ΞΒ σελίδα 4 και επόμενα).

 

Επομένως, το ζήτημα ίδρυσης από ομάδα ανηκόντων στη θρησκευτική αυτή ορθόδοξη κοινότητα ιερής μονής ή άλλου μοναστικού καταστήματος (ησυχαστηρίου κ.λ.π.) θα κριθεί με βάση τις διατάξεις του νόμου 590/1977. Προκειμένου λοιπόν να ιδρυθεί από αυτούς ιερά μονή πρέπει να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 39 και 47 του νόμου αυτού, τα σε αυτές δε αναφερόμενα όργανα (επιχώριος επίσκοπος, Διαρκής Ιερά Σύνοδος, Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας) είναι αρμόδια να κρίνουν αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ίδρυση και ανέγερση μονής, οπότε είναι απαραίτητο να προηγηθεί η σχετική έγκριση και άδειά τους. Η διαδικασία δε αυτή είναι απαραίτητη να προηγηθεί από την τυχόν από άλλες διατάξεις προβλεπόμενη έκδοση άδειας ανέγερσης οικοδομής, διότι διαφορετικά η τελευταία θα έχει ως αποτέλεσμα την ανέγερση παράνομου κτίσματος. Η λύση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσβάλλει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας, η οποία βεβαίως προστατεύεται και προκειμένου για όσους ανήκουν στην ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία, η θρησκεία της οποίας θεωρείται μεν ως επικρατούσα, όχι όμως με την έννοια της συνταγματικής πρόταξης και υπεροχής έναντι των υπολοίπων αλλά ως η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων. Και τούτο διότι η άσκηση των ανωτέρω εκδηλώσεων τελεί υπό τον όρο της τήρησης των γενικών νόμων του Κράτους, της μη προσβολής της δημοσίας τάξεως και των χρηστών ηθών. Το δικαίωμα δηλαδή για ανεμπόδιστη λατρεία δεν αποκλείει την εξουσία της Διοίκησης να εξακριβώνει διαπιστωτικά τη συνδρομή των προϋποθέσεων που επιτρέπουν την άσκησή της, ώστε η Διοίκηση είναι δέσμια, με την έννοια ότι, με τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων προβαίνει στην αντίστοιχη ενέργεια (χορήγηση της άδειας κ.λ.π.). Η παραδοχή της αντίθετης άποψης, καθιστά τους παλαιοημερολογίτες, αναγόμενους σε ιδιαίτερη θρησκεία που διακρίνεται από την επικρατούσα ορθόδοξη ανατολική του Χριστού εκκλησία, εντελώς ασύδοτους και μη υποκείμενους από την άποψη αυτή σε καμία εποπτεία ή έλεγχο της Διοίκησης, σε τρόπο ώστε να μπορούν να ιδρύουν κάθε μορφής εκκλησιαστικά ιδρύματα (ναούς, μονές, ησυχαστήρια κ.λ.π.) χωρίς να τηρούν ουδεμία διαδικασία ή να χρειάζονται ουδεμία άδεια. Και τούτο όταν και οι ορθόδοξοι (βλέπε αναγκαστικό νόμο [Ν] 1363/1938, από [ΒΔ] 20-06-1939 βασιλικό διάταγμα) είναι υποχρεωμένοι να εφοδιασθούν με σχετική άδεια προκειμένου να ανεγείρουν ναούς ή άλλους ευκτήριους οίκους ή θρησκευτικά εντευκτήρια. Η θέση όμως αυτή δεν είναι δυνατό να επιδοκιμάζεται από το δίκαιο, που αντίκειται άλλωστε επίσης στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των πολιτών.

 

V. Τέλος κατά τρίτη γνώμη, που απετέλεσαν οι νομικοί σύμβουλοι Α. Καμπίτσης, Στ. Κωσταρόπουλος, Α. Χρυσανθακόπουλος, Μ. Βεκρής και Α. Κομισόπουλος, οι παλαιοημερολογίτες έχοντάς συμπήξει ίδια θρησκευτική κοινωνία προστατεύονται από την άσκηση της λατρείας τους από τις διατάξεις του άρθρου 13 του Συντάγματος, από την άποψη δε αυτή δεν εφαρμόζονται σ' αυτούς οι παραπάνω διατάξεις του νόμου 590/1977, όπως άλλωστε δέχεται και η πλειοψηφούσα γνώμη, Ωστόσο κατά την τρίτη αυτή γνώμη στη προκείμενη περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου [Ν] 1672/1939 και του εκτελεστικού αυτού βασιλικού διατάγματος, ήτοι απαιτείται άδεια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές. Τούτο γιατί οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση ανέγερσης ιερών ναών και γενικώς κάθε κτιρίου, προοριζομένου για την άσκηση λατρείας και την εκδήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων ή συναισθημάτων, από πρόσωπα που δεν υπάγονται στις σχετικές διατάξεις της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επομένως και από τους παλαιοημερολογίτες, έστω και αν αυτοί δεν είναι ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι. Με αντίθετη εκδοχή η ανέγερση τέτοιων κτιρίων δεν θα υπήγετο στην έγκριση της Διοίκησης, που ασκείται μέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής ελευθερίας, πράγμα που δεν συμβαίνει τόσο ως προς τους λοιπούς, πλην των παλαιοημερολογιτών οπαδούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και με τους ετερόδοξους ή ετερόθρησκους.

 

Έτσι και με την εκδοχή ότι οι διατάξεις αυτές δεν καλύπτουν ευθέως τους παλαιοημερολογίτες, αλλά, τους ετερόδοξους ή ετερόθρησκους, επιβάλλεται για την ταυτότητα του νομικού λόγου ή ανάλογη εφαρμογή αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Ο Εισηγητής Νομικός Σύμβουλος Διοίκησης

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.