Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 989/1986 (22-12-1986)
Ι. Σχετικά με το υπ' αριθμόν 80024/14884/1986 έγγραφο ερώτημά σας, η γνώμη μας είναι η ακόλουθη:
Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948:
{Οι καταργούμενες υπό του σχεδίου ρυμοτομίας παλαιές οδοί και εν γένει κοινόχρηστοι χώροι, διατίθενται εν όλω ή εν μέρει δια προσκυρώσεως έστω και αν το εμβαδόν αυτών έχει το εμβαδόν αρτίου οικοπέδου, πρωτίστως ίνα καταστούν άρτια οικόπεδα μη άρτια και τακτοποιηθούν άρτια τοιαύτα έχοντα όμως ανάγκην τακτοποιήσεως.}
Εξάλλου κατά το άρθρο 25 του νόμου 1337/1983:
{1. Οικόπεδα εντός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων που δεν καλύπτουν όλες τις προϋποθέσεις αρτιότητας κατά τον κανόνα ή την παρέκκλιση της περιοχής και που έχουν δημιουργηθεί πριν από την ισχύ του νόμου 651/1977 περί καταργήσεως του νομοθετικού διατάγματος 349/1974, τροποποιήσεως των περί αυθαιρέτων οικοδομικών κατασκευών, διατάξεων κ.λ.π. μπορεί κατ' εξαίρεση να οικοδομηθούν αν έχουν μια πλευρά τους τουλάχιστον 4 m σε κοινόχρηστη οδό ή πλατεία και αν μέσα σ' αυτά, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών ακάλυπτων χώρων, είναι δυνατή η ανέγερση κτιρίου εμβαδού τουλάχιστον 25 m2 και ελάχιστης πλευράς τουλάχιστον 4 m. Το ίδιο ισχύει και για οικόπεδα που έχουν γίνει μη άρτια λόγω ρυμοτόμησης, άσχετα με το χρόνο αυτής και άσχετα αν αυτά προέρχονται από παραχώρηση ή από άλλη μεταβιβαστική αιτία. Αν δύο ή περισσότερα γειτονικά οικόπεδα της παραγράφου αυτής συνενωθούν, το οικόπεδο που θα προκύψει από την συνένωση εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου αυτής.}
ΙΙ. Σχετικά με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος παρατηρούμε ότι με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 επιβάλλεται η προσκύρωση των καταργουμένων από το σχέδιο πόλης παλαιών οδών με σκοπό τη διάθεση του εδάφους αυτών που ανήκει στον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης και καθορίζεται ο τρόπος της διαθέσεως αυτών για την αρτιοποίηση μη αρτίων οικοπέδων και την τακτοποίηση αρτίων οικοπέδων. Το προέχον πάντως στοιχείο είναι η αναγκαστική διάθεση των οδών αυτών και γι' αυτό όπως δέχεται το Συμβούλιο της Επικρατείας, η προσκύρωση αυτή πρέπει να γίνεται και αν δεν υπάρχουν οικόπεδα για αρτιοποίηση ή τακτοποίηση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, που κρίνει με βάση το όφελος ή τη ζημία που επέφερε σε κάθε ιδιοκτησία η μεταβολή του ρυμοτομικού σχεδίου, την πραγματική κατάσταση και τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως και την ανάγκη για την εξυπηρέτηση των ιδιοκτησιών και των τυχόν υφισταμένων οικοδομών (ΣτΕ 1137/1986, 1164/1984, 3463/1979 κ.α.). Έτσι πρέπει κατά τη γνώμη μας να γίνει δεκτό ότι η προσκύρωση καταργηθείσης παλαιάς οδού γίνεται και σε οικόπεδο του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983, γιατί αυτή, επιβαλλόμενη κατά νόμο για τη διάθεση της οδού αυτής, δεν παραβλάπτει το σκοπό του άρθρου τούτου, που είναι η δόμηση του οικοπέδου, αλλά συνήθως συμβάλλει στην καλλίτερη δομική εκμετάλλευση του. Προ πάντως όμως η λύση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, γιατί με την ως άνω προσκύρωση δεν θίγονται άμεσα οι γειτονικές προς το οικόπεδο του άρθρου 25 ιδιοκτησίες, με αφαίρεση ή ανταλλαγή τμήματος αυτών, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του νόμου 1337/1, οι ρυθμίσεις του άρθρου 25 αποσκοπούν μεταξύ άλλων και την αποφυγή επιβάρυνσης των γειτονικών αυτών ιδιοκτησιών. Με την αντίθετη εκδοχή θα καταλήγαμε στο άτοπο να μη μπορεί να προσκυρωθεί καταργηθείσα παλαιάς οδός, διότι η μόνη προσκείμενη σ' αυτή ιδιοκτησία είναι οικόπεδο του παραπάνω άρθρου 25.
Ωστόσο θα μπορούσε να υποστηριχθεί και η αντίθετη εκδοχή, που όμως θεωρούμε ασθενέστερη, ότι δηλαδή η προσκύρωση καταργηθείσης οδού δεν μπορεί να γίνει σε οικόπεδα του άρθρου 25, γιατί κατά την έννοια του νόμου, τα οικόπεδα αυτά οικοδομούνται όπως έχουν, χωρίς να μπορεί να μεταβληθεί με προσκύρωση ή τακτοποίηση το εμβαδόν ή το σχήμα αυτών.
ΙΙΙ. Στην περίπτωση του ερωτήματός σας με την υπ' αριθμόν 45/1985 πράξη της πολεοδομικής υπηρεσίας του Διαμερίσματος Ανατολικής Αττικής, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμόν 20820/1793/1985 απόφαση εκδοθείσα με εντολή του Νομάρχη Διαμερίσματος Ανατολικής Αττικής προσκυρώθηκε κατά άρθρο 3 παράγραφος 4 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 τμήμα καταργηθείσης από το ρυμοτομικό σχέδιο αγροτικής οδού σε παρακείμενο οικόπεδο του άρθρου 25 του νόμου 1337/1983 για την καλλίτερη οικοδομική εκμετάλλευση αυτού. Η προσκύρωση αυτή, από την άποψη της εφαρμογής των εκτελεσθεισών διατάξεων, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την ως άνω προκρινόμενη γνώμη, αφού με αυτή προσκυρώθηκε ο καταργηθείς δρόμος για την τακτοποίηση του παραπάνω ακινήτου, που είναι άρτιο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25, τέτοια δε τακτοποίηση συνιστά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π. και 78 του εφαρμοστέου εν προκειμένω Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 και η διαμόρφωση της κατάλληλης μορφής του οικοπέδου για την πληρέστερη κατά το δυνατό δοκιμή εκμετάλλευση (ευθυγράμμιση πλευρών, ορθογωνισμός κ.λ.π.). Για την τακτοποίηση αυτή αρκεί το ότι το οικόπεδο αυτό ήταν άρτιο οικοδομήσιμο κατά το άρθρο 25 του νόμου 1337/1983, που θεσπίζει ειδική αρτιότητα των οικοπέδων ανεξάρτητα αν το οικόπεδο με την προσκύρωση αυτή δεν αρτιοποιείται κατά τις ισχύουσες στην περιοχή διατάξεις.
Είναι πρόδηλο ότι με την ως άνω εκτιθέμενη αντίθετη (ασθενέστερη) εκδοχή περί της έννοιας των παραπάνω διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 και του νόμου 1337/1983, η προκείμενη προσκύρωση είναι μη σύννομη. Οπωσδήποτε, είναι διάφορο προς τα ανωτέρω το τεχνικό ζήτημα, που απόκειται στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, στην οποία δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε, αν το όλο ή τμήμα του δρόμου αυτού θα έπρεπε να διατεθεί για την τακτοποίηση και του άλλου γειτονικού προς αυτόν αρτίου ακινήτου.
IV. Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο κύριος οικοπέδου του άρθρου 25 αποκτά με αγορά συνεχόμενη εδαφική λωρίδα, μα, αν το οικόπεδο που δημιουργείται με τη συνένωση αυτή και που δεν είναι άρτιο κατά τις διατάξεις που ισχύουν στην περιοχή, είναι οικόπεδο του άρθρου 25 ενιαίο ή επιτρέπεται η δόμηση μόνο του αρχικού οικοπέδου του άρθρου 25.
Σχετικά με την περίπτωση αυτή παρατηρούμε ότι το άρθρο 25 στην παράγραφο 1 θέτει σαν απαρέγκλιτη προϋπόθεση της αρτιότητας και οικοδομησιμότητας των οικοπέδων, στα οποία αναφέρεται, τη δημιουργία τους πριν από το νόμο 651/1977. Απόκλιση από την αρχή αυτή εισάγει το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής στην περίπτωση που συνενώνονται δύο οικόπεδα της παραγράφου αυτής ήτοι οικόπεδα που εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, οπότε καίτοι δημιουργείται νέο οικόπεδο, τούτο εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου αυτού. Από το τελευταίο τούτο άρθρο, συνδυαζόμενο και με τις διατάξεις των εδαφίων 12 και 13 του άρθρου 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 (νόμος 1577/1985), κατά τις οποίες το οικόπεδο είναι συνεχόμενη έκταση γης, που βρίσκεται μέσα σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή σε οικισμό χωρίς τέτοιο σχέδιο και αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, που ανήκει σε ένα ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου, συνάγεται ότι η με τον ως άνω τρόπο συνένωση μετά το νόμο 651/1977 ενός οικοπέδου του άρθρου 25 με ακίνητο που δεν εκπληρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού δημιουργεί οικόπεδο που δεν είναι οικοδομήσιμο κατά το ως άνω άρθρο, αφού, αν ο νομοθέτης ήθελε και άλλη απόκλιση από την παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, θα εκφραζόταν ρητά γι' αυτή. Τη γνώμη αυτή προάγει ο εξαιρετικός και μεταβατικός χαρακτήρας του άρθρου 25, σύμφωνα με τον οποίον, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 αυτού, ο ιδιοκτήτης οικοπέδου, που υπάγεται στο παραπάνω άρθρο μπορεί μεν να οικοδομήσει σ' αυτό όπως έχει, δεν μπορεί όμως μετά το νόμο 651/1977 να διατηρήσει την οικοδομησιμότητα του οικοπέδου, αν το μεταβάλλει εκουσίως με προσθήκη σ' αυτό παρακείμενης εδαφικής λωρίδας.
Περαιτέρω, εφόσον κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 το με την παραπάνω προσθήκη δημιουργούμενο οικόπεδο είναι ενιαίο, ήτοι αντιμετωπίζεται πολεοδομικά σαν ένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό κατά τη γνώμη μας ότι τούτο, κατά την έννοια του άρθρου 25 μπορεί να οικοδομηθεί κατά το τμήμα του που αποτελούσε το παλαιό οικόπεδο του άρθρου 25, αφού τέτοια λύση, που διασπά την ενότητα του οικοπέδου, δεν προκύπτει από το άρθρο αυτό.
Ο Νομικός Σύμβουλος Διοίκησης