Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2469/91

ΣτΕ 2469/1991


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2469/1991

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ'

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23-04-1991, με την εξής σύνθεση: Ι. Τζεβελεκάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Γ. Δεληγιάννης, Π. Παραράς, Σύμβουλοι, Α. Συγγούνα, Δ. Αλεξανδρής, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ.

 

Για να δικάσει την από 20-07-1990 αίτηση:

 

των: 1) __________, 2) __________ και 3) __________, κατοίκων Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός __________, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Χ. Καφαντάρη (αριθμός μητρώου 2840), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Ηλία Παπαδόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Και κατά των παρεμβαινόντων:

 

1. __________, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, οδός __________ και

2. ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, οδός Ριζούντος 58 (Καλαμαριά),

 

οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Ελένη Μαυρομάτη-Παυλίδου (αριθμός μητρώου 4708),που την διόρισαν με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 1616/21-05-1990 άδεια οικοδομής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Συγγούνα.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (διπλότυπο είσπραξης Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας δικαστικών εισπράξεων Θεσσαλονίκης 7662242/1990 και ειδικά έντυπα παραβόλου Α2371648/1990 και 2371649/1990), ζητείται η ακύρωση της οικοδομικής άδειας 1616/1990 της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, με την οποία επετράπη στην εταιρία __________ να ανεγείρει εξαώροφη οικοδομή σε οικόπεδο που βρίσκεται στην οδό Τριπόλεως 35 στη συνοικία Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης.

 

2. Επειδή, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς από τις αιτούσες, οι οποίες φέρονται ως ιδιοκτήτριες διαμερισμάτων πολυκατοικίας που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο όμορο προς το οικόπεδο επί του οποίου πρόκειται να ανεγερθεί η οικοδομή για την οποία χορηγήθηκε η προσβαλλόμενη άδεια.

 

3. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνουν στη δίκη με κοινό δικόγραφο ο __________, ο οποίος φέρεται ως ιδιοκτήτης του οικοπέδου στο οποίο ανεγείρεται η επίμαχη οικοδομή και η ανωτέρω εταιρία __________, στην οποία χορηγήθηκε η άδεια.

 

4. Επειδή, ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός του έτους 1973 (νομοθετικό διάταγμα 8/1973 (ΦΕΚ 124/Α/1973)) όριζε στο άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση γ' ότι μικτό σύστημα δόμησης είναι εκείνο:

 

{καθ' ο τα επί των οικοπέδων ανεγειρόμενα κτίρια εφάπτονται μεν του ενός των πλαγίων ορίων αφίστανται δε του ετέρου και του οπισθίου ορίου αυτών}

 

ενώ στο κεφάλαιο ΣΤ', το οποίο έφερε τον τίτλο η δόμησις κατά το μικτό οικοδομικό σύστημα, προέβλεπε ότι:

 

{το κτίριον κατά την κυρία όψιν αυτού τοποθετείται επί της γραμμής δομήσεως αφίσταται δε μιας των πλαγίων πλευρών ως και της οπίσθιας πλευράς του οικοπέδου τουλάχιστον κατά 2.5 m} (άρθρο 63 παράγραφος 1)

 

και ότι:

 

{όταν εν επαφή αμφοτέρων των πλαγίων ορίων του οικοπέδου υφίστανται κτίρια επιτρέπεται όπως, ασχέτως του μήκους του προσώπου του θεωρουμένου οικοπέδου, το ανεγειρόμενο επ' αυτού κτίσμα εφάπτεται αμφοτέρων των πλαγίων ορίων άνευ υπερβάσεως του κατά την περιοχήν ισχύοντος συντελεστού δομήσεως και ποσοστού καλύψεως} (άρθρο 65).

 

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, στο μικτό σύστημα δόμησης ήταν επιτρεπτή η τοποθέτηση του κτιρίου καταρχήν σε επαφή με ένα μόνο, αλλά οποιοδήποτε από τα πλάγια όρια του οικοπέδου, ανεξαρτήτως αν στο όμορο ακίνητο είχε ήδη ανεγερθεί ή όχι κτίριο και αν το κτίριο αυτό είχε τοποθετηθεί σε επαφή προς το κοινό όριο με το παραπάνω οικόπεδο ή σε απόσταση από το όριο αυτό, σε ορισμένες δε περιπτώσεις, στις οποίες αναφέρεται το παραπάνω άρθρο 65, το κτίριο ήταν δυνατό να εφάπτεται με αμφότερα τα πλάγια όρια του οικοπέδου. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, στο μικτό σύστημα δόμησης ο ιδιοκτήτης κάθε ακινήτου όφειλε να ανεχθεί την τοποθέτηση οικοδομής, ανεγειρόμενης σε όμορο οικόπεδο, σε επαφή με το κοινό όριο των δύο αυτών ακινήτων, ακόμη και αν το προϋφιστάμενο κτίριο του είχε ανεγερθεί σε επαφή με το άλλο πλάγιο όριο του ακινήτου του και είχε, επομένως, αφήσει απόσταση από το παραπάνω κοινό όριο. (ΣτΕ 1038/1990, 3034/1989).

 

5. Επειδή, εξάλλου, οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 8/1973 καταργήθηκαν με το άρθρο 31 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985), ο οποίος ορίζει στη μεν παράγραφος 1 του άρθρου 9 ότι:

 

{το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3 + 0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο, σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός)}

 

ενώ στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 9 προέβλεπε αρχικώς ότι:

 

{σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο κτίριο κατοικίας που είχε ανεγερθεί πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο και όταν η απόσταση αυτή είναι μικρότερη από την απόσταση Δ της παραγράφου 1 του κτιρίου που πρόκειται να ανεγερθεί, τότε αυτό τοποθετείται σε απόσταση τουλάχιστον 2.5 m από το κοινό όριο και σε όσο τμήμα προβάλλεται στο κοινό όριο η απέχουσα όψη του κτιρίου που προϋφίσταται. Τα παραπάνω ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται στο προς οικοδόμηση οικόπεδο κτίριο με διάσταση τουλάχιστον 8,00 μ., διαφορετικά ισχύει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ...}

 

Μεταγενεστέρως, η τελευταία αυτή παράγραφος 3 του άρθρου 9 του νόμου 1577/1985 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 4 περίπτωση α' του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988) ως εξής:

 

{α) Σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο μη ειδικό κτίριο και έχει ανεγερθεί μετά την ένταξη της περιοχής σε σχέδιο, με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την ισχύ του νόμου 1577/1985, σε περιοχή που ίσχυε ότι πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και σε απόσταση από το κοινό όριο ίση ή μεγαλύτερη του 1 m, τότε το υπό ανέγερση κτίριο τοποθετείται υποχρεωτικώς σε απόσταση τουλάχιστο Δ από το κοινό όριο, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. Εάν στο οικοδομήσιμο τμήμα του οικοπέδου δεν εξασφαλίζεται, εξαιτίας της υποχρέωσης αυτής, διάσταση κτιρίου τουλάχιστον 9 m, το κτίριο τοποθετείται σε απόσταση από το κοινό όριο τουλάχιστον ίση με αυτή του προϋπάρχοντος στο όμορο οικόπεδο κτιρίου, εφόσον η απόσταση αυτή είναι μικρότερη από Δ ... Αν και στην περίπτωση αυτή δεν εξασφαλίζεται κτίριο με διάσταση τουλάχιστον 9 m, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού β) ... γ) Κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση της αρμόδιας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, η οποία κρίνει αιτιολογημένα ότι η προτεινόμενη τοποθέτηση, του υπό ανέγερση κτιρίου, εναρμονίζεται με το διαμορφωμένο οικιστικό και φυσικό περιβάλλον ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου. δ) Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που ίσχυε το συνεχές οικοδομικό σύστημα, μόνο εφ' όσον πρόκειται για όμορα μεσαία οικόπεδα και για το κοινό τμήμα του οπίσθιου ορίου τους.}

 

Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, για τα οικόπεδα που βρίσκονται σε περιοχές, στις οποίες πριν από το νόμος 1577/1985 ίσχυε το μικτό οικοδομικό σύστημα, επιτρέπεται η ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου σε σχέση με τα πλάγια όρια του οικοπέδου, σύμφωνα με την προαναφερόμενη παράγραφο 1 του άρθρου 9, δηλαδή η τοποθέτηση του και σε επαφή με τα όρια αυτά χωρίς να απαιτείται σχετική γνωμοδότηση της οικείας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και αδιαφόρως αν στο όμορο ακίνητο έχει ανεγερθεί οικοδομή με βάση το προϊσχύον οικοδομικό αυτό σύστημα και αν η οικοδομή αυτή έχει τοποθετηθεί σε επαφή με το κοινό όριο ή σε απόσταση από αυτό, δεδομένου ότι η ρύθμιση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 4 περίπτωση α' του νόμου 1772/1988, με την οποία θεσπίζονται περιορισμοί στο θέμα αυτό, δεν καταλαμβάνει τα παραπάνω οικόπεδα αλλά αφορά εκείνα που βρίσκονται σε περιοχές όπου πριν από το νόμος 1577/1985 ίσχυε ότι πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης (ΣτΕ 2610/1990).

 

6. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης δύναται καταρχήν να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλει τους υφιστάμενους όρους δομήσεως των σχεδίων πόλεων, πλην πρέπει η εισαγόμενη ρύθμιση να βελτιώνει τις συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να επέρχεται με τις νέες πολεοδομικές ρυθμίσεις επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, δηλαδή υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον.

 

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, στην περιοχή στην οποία ανεγείρεται η επίμαχη οικοδομή ίσχυε πριν από το ΓΟΚ του 1985 το μικτό οικοδομικό σύστημα. Η πολυκατοικία, στην οποία φέρονται ότι έχουν διαμερίσματα οι αιτούσες έχει ανεγερθεί με βάση το σύστημα αυτό σε απόσταση 2,50 m από το κοινό όριο των δύο οικοπέδων. Η οικοδομή των παρεμβαινόντων ανεγείρεται, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη άδεια σε επαφή εν μέρει (σε μήκος 4,42 m) με το όριο αυτό αλλά επίσης και σε επαφή με το άλλο πλάγιο όριο του οικοπέδου, στο οποίο εφάπτεται επίσης προϋπάρχουσα οικοδομή που έχει ανεγερθεί στο όμορο προς το όριο αυτό οικόπεδο. Το οικόπεδο στο οποίο ανεγείρεται η οικοδομή των παρεμβαινόντων είναι γωνιαίο οικόπεδο, του οποίου το ένα πλάγιο όριο είναι κοινό με το όριο του οικοπέδου των αιτουσών, ότι δε άλλο όριο είναι κάθετο προς το κοινό αυτό όριο. Ενόψει αυτών, η παρεχόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις δυνατότητα τοποθετήσεως του κτιρίου των παρεμβαινόντων σε επαφή προς τα δύο πλάγια όρια του γωνιαίου οικοπέδου τους έρχεται, εν προκειμένω, σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, γιατί επιφέρει επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, δηλαδή υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος σε σχέση με τις ρυθμίσεις που θέσπιζε ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (νομοθετικό διάταγμα 8/1973). Η επιδείνωση αυτή οφείλεται στο ότι, ναι μεν και κατά το νομοθέτημα εκείνο ο ιδιοκτήτης οικοδομής που είχε ανεγερθεί με το μικτό οικοδομικό σύστημα όφειλε, υπό την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, όπως προαναφέρθηκε, να ανεχθεί, ανεξάρτητα από τη θέση της δίκης του οικοδομής, την τοποθέτηση του κτιρίου που ανεγείρεται στο όμορο οικόπεδο σε επαφή με το κοινό όριο, στην προκειμένη όμως περίπτωση, η μείωση του φωτισμού, αερισμού και ηλιασμού που υφίσταται η ιδιοκτησία των αιτουσών από την τοποθέτηση αυτή θα αναπληρωνόταν υπό το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς από την υποχρεωτική δημιουργία ακάλυπτης λωρίδας στο άλλο πλάγιο όριο του γωνιαίου οικοπέδου, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, προβάλλεται καθέτως στην ιδιοκτησία τους. Δεν θα υπήρχε, εξάλλου, εν προκειμένω, υπό το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς δυνατότητα να τοποθετηθεί το ανεγειρόμενο κτίριο των παρεμβαινόντων σε επαφή και με τα δύο πλάγια όρια του οικοπέδου βάσει του άρθρου 65 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1973, γιατί η εφαρμογή του άρθρου αυτού προϋπέθετε την ύπαρξη προϋφιστάμενων κτιρίων σε επαφή και με τα δύο πλάγια όρια του οικοπέδου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο και ενός παρέδρου, η δυνατότητα τοποθέτησης της οικοδομής, εν προκειμένω, κατά τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1985 σε επαφή και με τα δύο πλάγια όρια του οικοπέδου δεν επιφέρει επιδείνωση των όρων διαβιώσεως σε σχέση με το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς και συνεπώς δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι και κατά το προϋφιστάμενο αυτό καθεστώς, οι αιτούσες, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, όφειλαν να ανεχθούν την τοποθέτηση του κτιρίου του ομόρου οικοπέδου σε επαφή με το κοινό όριο, ενώ εξάλλου, η μη δημιουργία ακάλυπτης λωρίδας σε επαφή με το άλλο πλάγιο όριο του οικοπέδου, αναπληρώνεται, εν προκειμένω, γιατί εφόσον, πάντως, δεν μειώνεται ο συνολικά αφιέμενος ακάλυπτος χώρος, δημιουργείται μεγαλύτερος ακάλυπτος χώρος στην εσωτερική γωνία του οικοπέδου, πλησιέστερα δηλαδή προς το οικόπεδο, όπου έχουν την ιδιοκτησία τους οι αιτούσες.

 

8. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επεκράτησε στο Τμήμα με πενταμελή σύνθεση, η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, η οποία εκδόθηκε βάσει των ανωτέρω διατάξεων που κρίνονται ως αντίθετες προς το Σύνταγμα, πρέπει να ακυρωθεί. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος το Τμήμα με την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 1 παράγραφος 6 του νόμου [Ν] 1470/1984, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Τμήμα με επταμελή σύνθεση και ορισθεί εισηγητής η Πάρεδρος Αικατερίνη Συγγούνα.

 

Δια ταύτα

 

Απέχει να αποφανθεί οριστικά.

 

Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Τμήμα με επταμελή σύνθεση και ορίζει εισηγητή την Πάρεδρο Αικατερίνη Συγγούνα.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29-04-1991 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 01-08-1991.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.