Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2522/13

ΣτΕ 2522/2013


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2522/2013

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα ΣΤ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-01-2013, με την εξής σύνθεση: Α. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος, Π. Ευστρατίου, Α. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Σ. Λαμπροπούλου, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Γκίκα, Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 17-05-2010 αίτηση:

 

της __________, κατοίκου Αθηνών (__________), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία - Αιμιλία Βούλγαρη (Αριθμός Μητρώου 21396), που τη διόρισε με πληρεξούσιο, κατά των:

 

1) Υπουργού Οικονομικών,

2) Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, οι οποίοι παρέστησαν με τον Βασίλη Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

3) Δήμου Λαυρεωτικής νομού Αττικής και

4) Περιφέρειας Αττικής (Περιφερειακής Ενότητας Ανατολικής Αττικής), οι οποίοι δεν παρέστησαν.

 

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 14079/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Θ. Ζιάμου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αναιρεσείουσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1105774, 1105777 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 14079/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση - προσφυγή της αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με το από 17-02-1998 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 125/Δ/1998), επί ακινήτων ιδιοκτησίας της στη θέση Λεγραινά της Περιφέρειας του Δήμου Λαυρεωτικής νομού Αττικής, όπως η εν λόγω σιωπηρή άρνηση εκδηλώθηκε με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της από 19-04-2007 αιτήσεώς της προς τη Διοίκηση.

 

3. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), όπως τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 35 του νόμου 3772/2009 (ΦΕΚ 112/Α/2009) και πριν η ίδια παράγραφος (3 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989) αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του νόμου 3900/2010 (ΦΕΚ 213/Α/2010), ορίζονται τα εξής:

 

{Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 40.000 €. ... Κατ' εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι' αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. (...)}

 

Εξάλλου, με την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 35 του νόμου 3772/2009 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 ως εξής:

 

{(...) Προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.}

 

Σύμφωνα δε με τα άρθρα 35 παράγραφος 3 και 51 του νόμου 3772/2009, οι ως άνω αντικατασταθείσες με το νόμο αυτό διατάξεις του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου 3772/2009 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, στις 10-07-2009 και καταλαμβάνουν τις εφεξής ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

 

4. Επειδή, με τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε όλες γενικώς τις υποθέσεις, αν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ. Θεσπίζεται, περαιτέρω, ως εξαίρεση, το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ, με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Κατά την έννοια δε της ανωτέρω διατάξεως της περιπτώσεως β του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε ανωτέρω) - η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, της αποσυμφορήσεως δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας από μεγάλο αριθμό αιτήσεων αναιρέσεως που δεν έχουν σημαντικό χρηματικό αντικείμενο και της επιταχύνσεως του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης (βλέπε τη συνοδεύουσα το νόμο 3772/2009 αιτιολογική έκθεση) - για να κριθεί αν παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πρέπει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο είτε α) να εκθέτει με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το τιθέμενο νομικό ζήτημα, να εξηγεί δε με σαφήνεια και να τεκμηριώνει την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκούν προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός αορίστως ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε β) να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων. Όμως, από το περιεχόμενο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα και το Συμβούλιο της Επικρατείας την απορρίπτει ως απαράδεκτη (Ολομέλεια ΣτΕ 3323-27, 3475-6/2011, 4245/2012 επταμελές).

 

5. Επειδή, περαιτέρω, οι ανωτέρω όροι σχετικά με την προβολή ισχυρισμών πρέπει να συντρέχουν και στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, δηλαδή προκειμένου περί διαφορών που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, για τις οποίες επίσης θεσπίζεται ο κανόνας του καταρχήν απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως, αφού και η διάταξη είναι στενώς ερμηνευτέα για τον ίδιο λόγο. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, ο αναιρεσείων, πρέπει, με το εισαγωγικό δικόγραφο, είτε να εκθέτει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το τιθέμενο νομικό ζήτημα, είτε να επικαλείται, επίσης με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις αποφάσεις εκείνες προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, ώστε το Δικαστήριο να κρίνει, περαιτέρω, αν η προβαλλόμενη σπουδαιότητα του τιθέμενου νομικού ζητήματος ή η αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή αποφάσεως διοικητικών δικαστηρίων για το ίδιο νομικό ζήτημα τεκμηριώνονται, με τις εντεύθεν συνέπειες (βλέπε ΣτΕ 2088/2013, 2081/2013, 1804/2013, 4245/2012 επταμελές).

 

6. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με το από 17-02-1998 προεδρικό διάταγμα που φέρει τον τίτλο Καθορισμός χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δόμησης στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του έτους 1923 περιοχή της χερσονήσου Λαυρεωτικής νομού Αττικής (ΦΕΚ 125/Δ/1998), καθορίστηκε ζώνη Η, στην οποία επιτρέπονται οι χρήσεις Εγκαταστάσεις λουομένων - αποδυτήρια, ντους, WC, αναψυκτήρια, εγκαταστάσεις για θαλάσσια παιχνίδια - Εγκαταστάσεις χερσαίες και θαλάσσιες για την εξυπηρέτηση του ναυταθλητισμού και εντός της οποίας η αναιρεσείουσα φέρεται να έχει ακίνητη ιδιοκτησία, αποτελούμενη από τρία αγροτεμάχια έκτασης 7.165 m2, 1420 m2 και 585 m2 αντιστοίχως. Με την από 19-07-2007 αίτησή της προς τη Διοίκηση η αναιρεσείουσα ζήτησε την άρση της εν τοις πράγμασι απαλλοτριώσεως των ακινήτων της προβάλλοντας ότι παρήλθαν εννέα έτη χωρίς να συντελεστεί η απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με το προαναφερόμενο προεδρικό διάταγμα. Μετά την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από την κατάθεση της ως άνω αιτήσεως, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία επανέλαβε τους ισχυρισμούς της ότι οι θεσπιζόμενες με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα χρήσεις γης στην περιοχή με στοιχείο Η, στην οποία εμπίπτει η ιδιοκτησία της, συνιστούν εν τοις πράγμασι μη συντελεσμένη απαλλοτρίωση, η διατήρηση της οποίας υπερβαίνει τα εύλογα χρονικά όρια και ζήτησε να ακυρωθεί η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα. Το δικάσαν διοικητικό πρωτοδικείο έκρινε ότι ο καθορισμός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου με το από 17-02-1998 προεδρικό διάταγμα δεν συνιστά ρυμοτομική απαλλοτρίωση, ώστε να τίθεται ζήτημα άρσης της απαλλοτριώσεως, αλλά περιορισμό της κυριότητας της ήδη αναιρεσείουσας, ο οποίος δεν προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφόσον θεσπίστηκε με αντικειμενικά κριτήρια χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και δεν εξαφανίζει ούτε καθιστά αδρανή την ιδιοκτησία της αναιρεσείουσας σε σχέση με τον προορισμό της, για οποιονδήποτε δε περιορισμό της κυριότητάς της, η αναιρεσείουσα μπορεί, πάντως, να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 1 του νόμου 1650/1986.

 

7. Επειδή, με την αίτηση αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το δικάσαν δικαστήριο πλημμελώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σε σύγκριση με τη νομολογία που έχει διαμορφώσει σχετικώς το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επί του προβληθέντος στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμού της περί ουσιώδους στέρησης της χρήσης της ιδιοκτησίας της και της εκμηδένισης της οικονομικής της αξίας από τους περιορισμούς που υπέστη εν τοις πράγμασι, λόγω του καθορισμού Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου στην ένδικη περιοχή με την καθιέρωση χρήσεων εγκαταστάσεων λουομένων και αθλητικών εγκαταστάσεων. Κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, αιτιολογείται πλημμελώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μη δεχόμενη ότι η επιβολή των ως άνω περιορισμών επί των ακινήτων ιδιοκτησίας της συνιστά de facto απαλλοτρίωση. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλημμελή αιτιολογία καθ' ο μέρος αφήνει αναπάντητο τον προβληθέντα με την προσφυγή ουσιώδη ισχυρισμό της, περί του ότι η επιβληθείσα de facto απαλλοτρίωση είναι αναιτιολόγητη ως αφορώσα σε μη παραθαλάσσια ακίνητα. Επίσης, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι είναι πλημμελώς αιτιολογημένη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που απέρριψε το αίτημά της για άρση της απαλλοτρίωσης, καθ' ο μέρος στηρίζεται στη δικονομική δυνατότητα που έχει η ίδια, ως ιδιοκτήτρια των επίμαχων ακινήτων, να ζητήσει αποζημίωση βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1 του νόμου 1650/1986, υποστηρίζει δε, ότι το σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης παρέχεται επικουρικά από το νόμο και δεν αποκλείει την άσκηση αιτήσεως - προσφυγής με αίτημα την άρση της ως άνω de facto απαλλοτριώσεως.

 

8. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 21-05-2010, υπό την ισχύ του νόμου 3772/2009 και δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο, καθόσον αφορά στην εφαρμογή, επί αιτημάτων άρσεως των περιορισμών που επιβάλλονται στην ιδιοκτησία με τον καθορισμό ζώνης οικιστικού ελέγχου, των διατάξεων του άρθρου 11 παράγραφοι 2 - 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του νόμου 2882/2001 (ΦΕΚ 17/Α/2001) Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ), περί ανακλήσεως ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Με το εισαγωγικό δικόγραφο η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο καθορισμός αυτός ζώνης οικιστικού ελέγχου δεν συνιστά ρυμοτομική απαλλοτρίωση, ώστε να τίθεται ζήτημα άρσης της απαλλοτρίωσης..., δεν προβάλλει όμως, τους νομοθετικά προβλεπόμενους ισχυρισμούς που απαιτούνται προκειμένου να καταστεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως χωρίς χρηματικό αντικείμενο, όπως αυτοί περιγράφονται στις σκέψεις 3-5 της παρούσας αποφάσεως. Και ναι μεν προβάλλει με το από 04-02-2013 υπόμνημα, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως είναι αντίθετη προς την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και ότι το ζήτημα αν επί de facto απαλλοτριώσεως χωρεί ανάκληση αυτής αποτελεί σπουδαίο νομικό ζήτημα που δεν έχει κριθεί νομολογιακά, όμως, οι εν λόγω ισχυρισμοί, και υπό την εκδοχή ότι προβάλλονται κατά τρόπο συγκεκριμένο κατά της προπαρατιθέμενης ειδικότερης κρίσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέοι ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι το πρώτον με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και όχι με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως (παράβαλε ΣτΕ 1141/2013). Τούτο δε, ανεξαρτήτως ότι η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 παράγραφοι 2 - 4 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων προϋποθέτει, πάντως, μετάσταση κυριότητας από τον ιδιοκτήτη προς τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση.

 

9. Επειδή, με τα παραπάνω δεδομένα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε 460 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 05-02-2013 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26-06-2013.

 

Ο Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος

Η Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.