Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 2552/14

ΣτΕ 2552/2014


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 2552/2014

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα ΣΤ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-06-2014 με την εξής σύνθεση: Αθανάσιος Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ' Τμήματος, Δ. Αλεξανδρής, Β. Αραβαντινός, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλοι, Δ. Τομαράς, Μ.-Ελ. Παπαδημήτρη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ' Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 08-04-2011 αίτηση:

 

του Δήμου Κασσάνδρας Χαλκιδικής, ο οποίος παρέστη με τον Ιωάννη Μακρή (αριθμός μητρώου 2399 Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με απόφασή της η Οικονομική του Επιτροπή, κατά των:

 

1. __________, κατοίκου Θεσσαλονίκης (__________), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους:

 

α) Λάμπρο Γεωργακόπουλο (αριθμός μητρώου 25632),

β) Δημήτριο Κυριακόπουλο (αριθμός μητρώου 2003 Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης) και

γ) Κωνσταντίνο Χρυσόγονο (αριθμός μητρώου 2387 Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), που τους διόρισε με πληρεξούσιο και

 

2. Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, που εδρεύει στην Αθήνα (Καραγεώργη Σερβίας 4), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Αγγελική Σκουτέρη (αριθμός μητρώου 20725), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 2045/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, δια την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου.

 

2. Επειδή, δια της κρινομένης αιτήσεως ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμόν 2045/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, δια της οποίας απερρίφθη αίτηση αναθεωρήσεως του αναιρεσείοντος Δήμου κατά της υπ' αριθμόν 2910/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Δια της τελευταίας αυτής αποφάσεως έγινε δεκτή αγωγή του πρώτου των αναιρεσιβλήτων, αναδόχου μελετητή και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων Δήμος να του καταβάλει ποσό ύψους 314.160,40 ευρώ, ως αμοιβή για την εκ μέρους του εκτέλεση δύο διοικητικών συμβάσεων.

 

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της παρούσης συνθέσεως του Τμήματος, κατόπιν της υπ' αριθμόν 558/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του ιδίου Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση.

 

4. Επειδή, νομίμως παρίσταται στην δίκη το δεύτερο αναιρεσίβλητο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, στο οποίο έχει νομίμως κοινοποιηθεί η παραπεμπτική απόφαση, με μνεία του ορισμού της παρούσης δικασίμου, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως με ημερομηνία 27-02-2014, το οποίον υπογράφεται από αρμόδιο, όπως και ο ίδιος βεβαιώνει, υπάλληλο του εν λόγω νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

 

5. Επειδή, δια του άρθρου 12 παράγραφος 1 του νόμου 3900/2010, (ΦΕΚ 213/Α/2010), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 70 του αυτού νόμου, άρχισε να ισχύει από 01-01-2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, (ΦΕΚ 8/Α/1989), ως εξής:

 

{3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

 

4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ. ... Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. ...}

 

6. Επειδή, το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίον εισάγεται δια της παρούσης αιτήσεως, κατατεθείσης (08-04-2011) μετά την ισχύ του νόμου 3900/2010 (01-01-2011), είναι ανώτερο των 200.000 ευρώ. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι αυτή ασκείται παραδεκτώς, κατ' άρθρο 12 παράγραφος 1 του νόμου 3900/2010, διότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά στην ερμηνεία της έννοιας του κρισίμου εγγράφου, κατ' άρθρον 103 παράγραφος 1 περίπτωση β' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, (νόμος [Ν] 2717/1999), εν περιπτώσει υπάρξεως του οποίου επιτρέπεται η αίτηση αναθεωρήσεως. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, διότι ως προς την ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς.

 

7. Επειδή, κατ' άρθρον 103 παράγραφος 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (νόμος [Ν] 2717/1999 - (ΦΕΚ 97/Α/1999)):

 

{1. Η αναθεώρηση επιτρέπεται μόνο αν:

 

α) ...

 

β) μετά την έκδοση της απόφασης περιήλθαν σε γνώση του διαδίκου που ζητά την αναθεώρηση κρίσιμα έγγραφα, τα οποία υπήρχαν πριν από τη δίκη, αλλά δεν γνώριζε την ύπαρξή τους, ...}

 

8. Επειδή, κατ' άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ):

 

{Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης}

 

ενώ κατ' άρθρο 19 παράγραφος 1 εδάφιο β' της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή:

 

{Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.}

 

Εξ άλλου, κατ' άρθρον 260 παράγραφος 1 της Συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΣΛΕΕ):

 

{Εάν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώσει ότι το κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ των Συνθηκών, το κράτος αυτό οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.}

 

9. Επειδή, ως έχει κριθεί (ΔΕΚ υπόθεση C-432/2005, Unibet (London) Ltd και Unibet (International) Ltd κατά Justitiekanslern, απόφαση 13-03-2007, παράβαλε και C-269/1999, υπόθεση Carl Κuhne, της 06-12-2001, σκέψεις 57, 58), τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να ερμηνεύουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι διέπουν τα ενώπιόν τους ασκούμενα ένδικα βοηθήματα, κατά τρόπο διασφαλίζοντα την αποτελεσματική ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από το κοινοτικό δίκαιο. Εξ άλλου, σε περίπτωση κατά την οποία έχει ανατεθεί σε ανάδοχο, δυνάμει διοικητικής συμβάσεως, η παροχή υπηρεσιών κατά τρόπο αντικείμενο στην νομοθεσία της Ενώσεως και η παράβαση αυτή έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ), τότε ο εθνικός δικαστής της αποζημιώσεως, επιλαμβανόμενος αγωγής του αναδόχου με αίτημα την εις αυτόν καταβολή ποσού εκκαθαρισμένου εκ μέρους της Διοικήσεως δυνάμει εγκριτικών των υπ' αυτού υποβληθέντων λογαριασμών πράξεων και έχοντος ως αιτία την σύμβαση, έχει την εξουσία, ακόμη και παρεμπιπτόντως, να ελέγξει την νομιμότητα των εν λόγω εγκριτικών πράξεων και, εάν κρίνει ότι αυτές παραβιάζουν την υποχρέωση συμμορφώσεως προς αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την υποχρέωση καταβολής του αιτουμένου ποσού. Τούτο δε, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι, κατά τους οικείους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, δεν θα είχε την σχετική εξουσία, δεδομένου ότι η δυνατότητα και η υποχρέωσή του αυτή απορρέει ευθέως από τους προπαρατεθέντες κανόνες δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

 

Περαιτέρω, κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ επταμελές 660/2012, παράβαλε και μειοψηφία της παραπεμπτικής ΣτΕ 2380/2009), επί συμβάσεων υπηρεσιών, συναφθεισών μετά την ισχύ της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ, η αμοιβή του μελετητή δεν δύναται να αναπροσαρμόζεται απεριορίστως, αλλά υπόκειται πάντοτε εις το υπό του άρθρου 11 παράγραφος 3 της οδηγίας αυτής προβλεπόμενο όριο (50% της αξίας της κυρίας συμβάσεως), τούτο δε είναι ελεγκτό όχι μόνον κατά το στάδιο του ελέγχου της νομιμότητος της συνάψεως της συμβάσεως, αλλά και κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως και του προσδιορισμού της τελικής αμοιβής του μελετητή. Συνεπώς, σε περίπτωση παραβάσεως της σχετικής απαγορεύσεως, όταν η παράβαση αυτή έχει διαγνωσθεί με απόφαση του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι δυνατή η συνέχιση της επελεύσεως των αποτελεσμάτων της συμβάσεως αυτής, μεταξύ των οποίων και η εκπλήρωση της αντιπαροχής, προεχόντως για τον λόγο ότι η συνέχιση αυτή θα παραβίαζε τους εν λόγω ορισμούς των κανόνων δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν νοείται καλή πίστη του αντισυμβαλλομένου ιδιώτη σε περίπτωση όχι απλώς αυξήσεως, αλλά πολλαπλασιασμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, με τη δική του, αναγκαίως, σύμπραξη και χωρίς την τήρηση των σχετικών ανοικτών διαδικασιών.

 

Αν και κατά την γνώμη του Συμβούλου Βασιλείου Αραβαντινού, οι διοικητικές συμβάσεις ενέχουν σε μεγάλο βαθμό στοιχεία ιδιωτικού δικαίου, αφού προϋποθέτουν παροχή εκ μέρους του ιδιώτη - αναδόχου και αντιπαροχή εκ μέρους της Διοικήσεως. Επομένως, εις αυτές δεν εφαρμόζονται πάντοτε οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, όπως οι σχετικές με την ανάκληση διοικητικών πράξεων.

 

Κατά το άρθρο 11 του νόμου 716/1977 (ΦΕΚ 295/Α/1977), επί αναθέσεως μελέτης η προεκτιμώμενη αμοιβή είναι ενδεικτική και αποσκοπεί μόνον στο να προσδιορίσει την τάξη του πτυχίου του υποψηφίου μελετητή. Ο τρόπος υπολογισμού του κόστους της μελέτης προβλέπεται ειδικώς στις διατάξεις του ιδίου άρθρου. Επομένως, η τυχόν εξίσωση της προεκτιμώμενης αμοιβής μελέτης με την τελικώς προϋπολογιζόμενη δαπάνη αυτής, προκειμένου να υπολογισθεί η απαγόρευση αυξήσεως του προϋπολογισμού της μελέτης πέραν του 50%, συνιστά στρέβλωση του εθνικού συστήματος αναθέσεως μελετών. Περαιτέρω, από την υπερνομοθετική αρχή της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σε συνδυασμό με τις ομοίως υπερνομοθετικές αρχές του Κράτους Δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλόπιστου διοικουμένου, της συνέχειας της Διοικήσεως και της προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των διοικούμενων συνάγεται ότι, σε περιπτώσεις συνάψεως παρανόμου δημοσίας συμβάσεως καλόπιστου ιδιώτη με ευθύνη της αντισυμβαλλομένης Διοικήσεως, είναι αδιανόητο η Διοίκηση να αρνείται τις υποχρεώσεις που έχει συμβατικώς αναλάβει και να μετακυλίει την ζημία από την παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της στον ανάδοχο, χωρίς να έχει προηγουμένως τεκμηριώσει τον δόλο του αναδόχου στη σύναψη της παρανόμου συμβάσεως, πολύ δε περισσότερο όταν τα παρανομήσαντα όργανα της Διοικήσεως δεν προκύπτει ότι ελέγχθηκαν προηγουμένως ποινικά και πειθαρχικά. Με τον τρόπο αυτόν η Διοίκηση επικαλείται την ανικανότητα ή εν γένει παράνομη δράση των οργάνων της, τα οποία και αποφεύγει προκλητικά να ελέγξει. Επομένως, παρ' εκτός και αν τεκμηριώνεται δόλος του ιδιώτη - αναδόχου, η Διοίκηση υποχρεούται να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, δίδοντας και το καλό παράδειγμα στους διοικούμενους και να αποζημιώσει στο ακέραιο τον ανάδοχο για την ζημία που αυτός υπέστη εξ αιτίας των παρανόμων πράξεων των οργάνων της.

 

10. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δυνάμει της από 09-06-1999 αρχικής συμβάσεως και της από 11-11-2002 συμπληρωματικής τοιαύτης, καταρτισθεισών μεταξύ του αναιρεσείοντος Δήμου και του πρώτου των αναιρεσιβλήτων, ο τελευταίος ανέλαβε την εκπόνηση μελετών αποτυπώσεως - κτηματογράφησης - πολεοδομήσεως - υψομετρικής μελέτης επεκτάσεως σχεδίου α' κατοικίας του Δημοτικού Διαμερίσματος Κασσανδρείας και αποτυπώσεως - κτηματογράφησης - πολεοδομήσεως - πράξεως εφαρμογής των περιοχών επεκτάσεως β' κατοικίας του ιδίου Δημοτικού Διαμερίσματος. Οι προαναφερθείσες μελέτες παρελήφθησαν σε όλα τους τα στάδια και ενεκρίθησαν δι' αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου του ανωτέρω Δήμου, ήδη δε χρησιμοποιούνται από τον Δήμο, χωρίς ποτέ να έχει εκφραστεί παράπονο για την αρτιότητα και την ποιότητά τους. Εν τω μεταξύ, κατά την διάρκεια των εργασιών, υπεβλήθησαν από τον ανάδοχο ο 1ος Λογαριασμός ύψους 4.000.000 δραχμών, ο 2ος Λογαριασμός ύψους 62.320.000 δραχμών ή 182.890,68 ευρώ και ο 3ος Λογαριασμός ύψους 255.122,82 ευρώ, οι οποίοι ενεκρίθησαν υπό του Προϊσταμένου της Διευθυνούσης Υπηρεσίας και εξεδόθησαν οι αντίστοιχες εντολές πληρωμής. Εκ των ανωτέρω λογαριασμών ο αναιρεσείων Δήμος εξόφλησε τον πρώτο, μέρος του δευτέρου, ήτοι 123.853,10 ευρώ και δεν εξόφλησε τον τελευταίο.

 

Δια της από 24-07-2003 αγωγής του, ως αυτή περιορίσθηκε δια του υπομνήματός του, ο ανάδοχος ζήτησε να υποχρεωθεί ο Δήμος να του καταβάλει το υπόλοιπο του δευτέρου λογαριασμού ύψους 59.037,58 ευρώ και το ποσό του τρίτου λογαριασμού ύψους 255.122,82 ευρώ, ήτοι εν συνόλω 314.160,40 ευρώ. Το δικάσαν Εφετείο, αφού έλαβε υπ' όψη του ότι οι επίμαχοι λογαριασμοί είχαν εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Διευθυνούσης Υπηρεσίας άνευ οιασδήποτε διορθώσεως ή αμφισβητήσεως, υποχρέωσε τον Δήμο Κασσάνδρας να του καταβάλει το ποσό των 314.160,40 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

 

Κατά της υπ' αριθμόν 2910/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκε από τον ανάδοχο αίτηση αναιρέσεως, από την οποία όμως αυτός παραιτήθηκε (ΠΠ 614/2012). Κατά της ιδίας αποφάσεως ο Δήμος άσκησε την από 11-11-2010 αίτηση αναθεωρήσεως, επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, την υπ' αριθμόν 2008/4765/Ε (2009) 0314/29-01-2009 προειδοποιητική επιστολή και την υπ' αριθμόν 2008/4765/Ε(2009)8851/2009 αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκδοθείσες κατά την διαδικασία του άρθρου 258 της Συνθήκης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δια των οποίων επεσημαίνετο στην Ελληνική Διοίκηση ότι διάφοροι Δήμοι, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, είχαν προχωρήσει στην συνομολόγηση δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών κατόπιν διαπραγματεύσεων, άνευ προηγουμένης δημοσιεύσεως προκηρύξεως, κατά παράβασιν των διατάξεων της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ και της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

 

Επίσης, εγένετο επίκληση του υπ' αριθμόν 42694/Α.ΠΛ.3058/2003 εγγράφου του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίον ο αναιρεσείων αγνοούσε και εις το οποίον περιέχονται οι προϋποθέσεις συνάψεως δημοσίων συμβάσεων κατόπιν διαπραγματεύσεων και άνευ της δημοσιεύσεως σχετικής προκηρύξεως. Το δικάσαν Εφετείο, αφού έλαβε υπ' όψη ότι:

 

α) οι επίμαχοι λογαριασμοί δεν ακυρώθηκαν είτε εκ μέρους της Διοικήσεως είτε δικαστικώς και, συνεπώς, παράγουν έννομες συνέπειες και

 

β) το υπ' αριθμόν 42694/Α.ΠΛ.3058/2003 έγγραφο του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ήταν απλώς ερμηνευτική εγκύκλιος στα πλαίσια του προληπτικού ιεραρχικού ελέγχου,

 

έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται δι' αυτού αμέσως και πλήρως ότι η προαναφερθείσα 2910/2006 απόφασή του ήταν προφανώς εσφαλμένη και ότι αν λαμβανόταν υπ' όψη το ως άνω έγγραφο, αυτό θα προχωρούσε σε κρίση διάφορον της ήδη εκφρασθείσης και απέρριψε την αίτηση αναθεωρήσεως.

 

11. Επειδή, κατά τα προβαλλόμενα, επί προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατόπιν της προμνημονευθείσης αιτιολογημένης γνώμης, εξεδόθη η υπ' αριθμόν C-601/2010 απόφαση της 27-10-2011 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δυνάμει της οποίας διεπιστώθη ότι η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτουσα, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση και χωρίς την προηγουμένη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογράφησης και πολεοδομικού σχεδιασμού, οι οποίες δεν προβλέπονταν στις αρχικές συμβάσεις, τις οποίες είχαν υπογράψει διάφοροι Δήμοι, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Κασσάνδρας, παρέβη τις απορρέουσες από τα άρθρα 8 και 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 1992/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18-06-1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, υποχρεώσεις της.

 

12. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, το υπ' αριθμόν 42694/Α.ΠΛ.3058/2003 έγγραφο του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, όπως το περιεχόμενό του διευκρινίσθηκε με τις, τεθείσες πάντως υπ' όψιν του δικάσαντος δικαστηρίου, προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τις οποίες επισημάνθηκε η - διαγνωσθείσα κατόπιν και δικαστικώς - μη νόμιμη επέκταση του συμβατικού αντικειμένου των επίμαχων διοικητικών συμβάσεων, που είχε ήδη λάβει χώρα κατά τον χρόνον εκδόσεως της προσβληθείσης με την αίτηση αναθεωρήσεως δικαστικής αποφάσεως, συνιστούσε κρίσιμο έγγραφο, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 103 παράγραφος 1 περίπτωση β' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ερμηνευόμενου εν όψει των εκτεθέντων στην σκέψη 9, μη νομίμως δε το δικάσαν δικαστήριο παρέλειψε να το συνεκτιμήσει με το ανωτέρω αποδοθέν σε αυτό περιεχόμενο. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η δε υπόθεση, της οποίας το πραγματικό χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, να παραπεμφθεί ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου για νέα νόμιμη κρίση. Αν και κατά την γνώμη της μειοψηφίας, η οποία διατυπώθηκε στην σκέψη 9, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την υπό κρίση αίτηση

 

Αναιρεί την υπ' αριθμόν 2045/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, εις το οποίον και παραπέμπει την υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση.

 

Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους συμμέτρως την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Δήμου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 1380 €.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 01-07-2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16-07-2014.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.