Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 546/91

ΣτΕ 546/1991


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 546/1991

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ'

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29-05-1990, με την εξής σύνθεση: Μ. Δεκλερής, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Σ. Σπηλιωτόπουλος, Γ. Δεληγιάννης, Σύμβουλοι, Στ. Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Μπερδεμπέ.

 

Για να δικάσει την από 31-07-1989 αίτηση:

 

της __________, το γένος __________, κατοίκου Κάντζας Αττικής (οδός __________), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωάννη Παπασταύρου (Αριθμός Μητρώου 3938), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Σπύρο Σκουτέρη, Πάρεδρο της Διοικήσεως.

 

και κατά του παρεμβαίνοντος __________, κατοίκου Αθηνών (οδός __________), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους Πέτρο Σπεντζόπουλο (Αριθμός Μητρώου 1429) και Ιωάννη Αποστολόπουλο (Αριθμός Μητρώου 2780), που τους διόρισε στο ακροατήριο.

 

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η 2381/1989 οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Αγίας Παρασκευής Αττικής και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ. Αλεξανδρή.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσης, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους του παρεμβαίνοντος και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη (διπλότυπα 662454, 662455/1989 Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (1363367, 2056081/1989 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, ζητείται η ακύρωση της 2381/1989 οικοδομικής άδειας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Αγίας Παρασκευής Αττικής, με την οποία επετράπη στον __________ η ανέγερση τριωρόφου οικοδομής με υπόγειο, στην οδό __________ στην Κάντζα Παλλήνης και σε επαφή με το κοινό όριο του οικοπέδου με το όμορο οικόπεδο, όπου υπάρχει διώροφη οικοδομή της αιτούσης.

 

3. Επειδή στη δίκη παρεμβαίνει με προφανές έννομο συμφέρον, προς απόκρουση της αιτήσεως, ο δικαιούχος της προσβαλλομένης αδείας __________.

 

4. Επειδή ο παρεμβαίνων προβάλλει ότι η αιτούσα δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης οικοδομικής αδείας διότι έχει κατασκευάσει αυθαίρετο κτίσμα στον πλάγιο προς το οικόπεδό του ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου της και σε επαφή προς το κοινό όριο. Αλλά η αιτούσα αμφισβητώντας την δυνατότητα νομίμου ανεγέρσεως της νέας οικοδομής σε επαφή με το πλάγιο κοινό όριο του οικοπέδου του παρεμβαίνοντος με το δικό της οικόπεδο, δεν στηρίζει το έννομο συμφέρον της για ακύρωση της προσβαλλομένης αδείας στη δική της παρανομία, η οποία, συνεπώς, και αν πράγματι υφίσταται, δεν καταλύει τούτο (παράβαλε ΣτΕ 164/1990, 2814/1990, 2821/1990). Συνεπώς, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος περί του αντιθέτου.

 

5. Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης μπορεί καταρχήν να τροποποιεί τις πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλλει υφιστάμενους όρους δόμησης των σχεδίων πόλεων, αλλά πρέπει η εισαγόμενη ρύθμιση να βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να επέρχεται με τις νέες πολεοδομικές ρυθμίσεις επιδείνωση των όρων διαβίωσης, δηλαδή υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση, εξάλλου, της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να σταθμίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον. (ΣτΕ Ολομέλεια 1159/1989 κ.α.).

 

6. Επειδή ο προϊσχύσας Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός 1973 (νομοθετικό διάταγμα 8/1973) στο άρθρο 38, το οποίο καθόριζε τη θέση του κτιρίου σε οικόπεδα όπου ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως, έθετε ως κανόνα την υποχρέωση τηρήσεως ελαχίστων αποστάσεων του κτιρίου από τα πλάγια και οπίσθια όρια του οικοπέδου (παράγραφοι 3, 4, 5 και 6). Παράλληλα, με τις παραγράφους 10 και επόμενα του ιδίου άρθρου 38 ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός θέσπιζε εξαιρέσεις από τον παραπάνω βασικό κανόνα της τηρήσεως υποχρεωτικών ακαλύπτων αποστάσεων, ορισμένων διαστάσεων, μεταξύ του κτιρίου και των ορίων του οικοπέδου, παρέχοντας τη δυνατότητα τοποθετήσεως του κτιρίου σε επαφή με το όριο ή τηρήσεως ακάλυπτης αποστάσεως μικρότερης απ την κατά τον κανόνα οριζόμενη, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανέγερση κτιρίου με κύρια όψη οκτώ μέτρα και βάθος δώδεκα μέτρα σε μειονεκτικά οικόπεδα, στα οποία δεν θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν οι διαστάσεις αυτές με την τήρηση των κατά τον κανόνα προβλεπόμενων υποχρεωτικών ακαλύπτων αποστάσεων.

 

Συγκεκριμένα, η παράγραφος 10 του άρθρου αυτού προέβλεπε ότι:

 

{κατά την εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 δύναται όπως το μήκος της κυρίας όψεως του κτιρίου και καθ' όλον το δυνάμενο να κατασκευασθεί ύψος αυτού μη είναι μικρότερο των 8 m επιτρεπομένης της ελαττώσεως του πλάτους των πλαγίων ακαλύπτων τμημάτων του οικοπέδου προς εξασφάλιση του ως άνω μήκους των 8 m ...}

 

και η επομένη παράγραφος 11 ότι:

 

{εάν κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 10 το απομένον συνολικόν πλάτος των πλαγίων ακαλύπτων τμημάτων του οικοπέδου είναι μικρότερο του 1 m επιτρέπεται η επαφή του κτιρίου προς αμφότερα τα πλάγια όρια του οικοπέδου. Εάν το συνολικόν πλάτος είναι μέχρι και 3 m επιτρέπεται η επαφή του κτιρίου μόνον προς το εν οιονδήποτε εκ των πλαγίων ορίων του οικοπέδου. Εάν το αυτό ως άνω συνολικόν πλάτος είναι μεγαλύτερο των 3 m τότε το κτίριον οφείλει να ισαπέχει των πλαγίων ορίων του οικοπέδου.}

 

Εξάλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ήδη ισχύοντος νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985) προβλέπεται ότι:

 

{το κτίριο τοποθετείται ελεύθερα μέσα στο οικόπεδο. Όπου το κτίριο δεν εφάπτεται με τα πίσω και πλάγια όρια του οικοπέδου, αφήνεται απόσταση Δ = 3 + 0,10 Η (όπου Η το πραγματοποιούμενο ύψος του κτιρίου, σε περίπτωση που εξαντλείται ο συντελεστής δόμησης, ή το μέγιστο επιτρεπόμενο σε περίπτωση που δεν εξαντλείται ο συντελεστής αυτός)}

 

ενώ στο εδάφιο α' της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 9, όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1988), ορίζεται ότι:

 

{σε περίπτωση που υπάρχει σε όμορο οικόπεδο μη ειδικό κτίριο και έχει ανεγερθεί μετά την ένταξη της περιοχής σε σχέδιο, με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την ισχύ του νόμου 1577/1985, σε περιοχή όπου ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και σε απόσταση από το κοινό όριο ίση ή μεγαλύτερη του 1 m, τότε το υπό ανέγερση κτίριο τοποθετείται υποχρεωτικώς σε απόσταση τουλάχιστον Δ από το κοινό όριο, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού. Εάν στο οικοδομήσιμο τμήμα του οικοπέδου δεν εξασφαλίζεται, εξ αιτίας της υποχρέωσης αυτής, διάσταση κτιρίου τουλάχιστον 9 m το κτίριο τοποθετείται σε απόσταση από το κοινό όριο τουλάχιστον ίση με αυτή του προϋπάρχοντος στο όμορο οικόπεδο κτιρίου, εφ' όσον η απόσταση αυτή είναι μικρότερη από Δ. Την ίδια απόσταση οφείλει να τηρεί και αυτό (προϋπάρχον) σε περίπτωση επέκτασης ή εκ νέου κατασκευής του. Αν και στην περίπτωση αυτή δεν εξασφαλίζεται κτίριο με διάσταση τουλάχιστον 9 m έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.}

 

Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις του εδαφίου α' της παραγράφου 3, όπως αντικαταστάθηκε, του άρθρου 9 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, με το πρώτο υποεδάφιο του εδαφίου αυτού θεσπίζεται ο κανόνας της ανοικοδομήσεως του κτιρίου σε υποχρεωτική απόσταση από το όριο του οικοπέδου, οριζόμενη από τη σχέση Δ = 3 + 0,10 Η, όπως αυτή προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 9, όταν στο όμορο οικόπεδο έχει ανεγερθεί μη ειδικό κτίριο σε υποχρεωτική απόσταση από το κοινό όριο με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις που αφορούσαν τις περιοχές όπου ίσχυε το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως. Ο οικοδομικός αυτός κανόνας αποβλέπει να παραμείνει ακάλυπτη μεταξύ των δύο οικοδομών η εδαφική εκείνη λωρίδα, η οποία κρίνεται απαραίτητη για να εξασφαλισθεί επαρκής ηλιασμός, φωτισμός και αερισμός σε κτίρια που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι η αρτίωση της ακάλυπτης εδαφικής λωρίδας θα γίνει με την τήρηση υποχρεωτικής αποστάσεως και από τη μελλοντική γειτονική οικοδομή (βλέπε ΣτΕ, Ολομέλεια 1159/1989, 3468/1989). Με τα επόμενα υποεδάφια, όμως, του ιδίου εδαφίου α' θεσπίζονται εξαιρέσεις από τον παραπάνω κανόνα προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανέγερση κτιρίου με διάσταση 9 m σε μειονεκτικά οικόπεδα.

 

Ειδικότερα, με το δεύτερο υποεδάφιο προβλέπεται ότι αν με την τήρηση της αποστάσεως Δ δεν εξασφαλίζεται κτίριο με τέτοια διάσταση (9 m) η οικοδομή μπορεί να τοποθετηθεί σε μειωμένη απόσταση από το όριο του οικοπέδου και, συγκεκριμένα, σε απόσταση ίση με την τυχόν μικρότερη από την απόσταση Δ ακάλυπτη λωρίδα που έχει αφεθεί μεταξύ του ορίου αυτού και της οικοδομής που έχει ανεγερθεί στο όμορο οικόπεδο.

 

Η ρύθμιση του δευτέρου τούτου υποεδαφίου, με το οποίο ο νομοθέτης αποβλέπει να καταστήσει δυνατή την ανέγερση κτιρίων με διάσταση εννέα μέτρων, την οποία έκρινε απαραίτητη για να διασφαλίζεται η λειτουργικότητά τους, δεν είναι δυσμενέστερη για το φυσικό και το οικιστικό περιβάλλον σε σχέση με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, αφού και ο προϊσχύων Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός περιείχε αντίστοιχη ρύθμιση, δηλαδή κατ' εξαίρεση επέτρεπε για τα μειονεκτικά οικόπεδα την τήρηση πλαγίων ακάλυπτων αποστάσεων μειωμένων σε σχέση με εκείνες που προέβλεπε κατά κανόνα. Και ναι μεν με τις προγενέστερες αυτές διατάξεις θεσπίσθηκε η παραπάνω εξαίρεση για την ανέγερση κτιρίου με κυρία όψη μήκους οκτώ μέτρων ενώ το προαναφερόμενο υποεδάφιο του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού αποβλέπει στην εξασφάλιση κτιρίου με διάσταση εννέα μέτρων, η διαφοροποίηση, όμως, αυτή δεν είναι κρίσιμη από την εξεταζόμενη άποψη, ενόψει και του ότι σύμφωνα με το υποεδάφιο αυτό η απόσταση της οικοδομής από το όριο δεν μπορεί, πάντως, να είναι μικρότερη από την ακάλυπτη απόσταση που έχει αφεθεί στο όμορο ακίνητο, ενώ οι σχετικές διατάξεις του προϊσχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 δεν θέσπιζαν τέτοιο περιορισμό.

 

Αντίθετα, στις περιπτώσεις που το τελευταίο υποεδάφιο του παραπάνω εδαφίου α' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 επιτρέπει, κατά παραπομπή στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου σε μειονεκτικά οικόπεδα, δηλαδή την ανέγερσή του και σε επαφή με τα όρια του οικοπέδου, η ρύθμιση αυτή, κατά το μέρος που επιτρέπει την εν επαφή ανοικοδόμηση σε οικόπεδα, στα οποία, σύμφωνα με τις προγενέστερες διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 το κτίριο όφειλε να ισαπέχει από τα πλάγια όρια του οικοπέδου, δηλαδή οικόπεδα, στα οποία ήταν υποχρεωτική η τήρηση ακαλύπτων αποστάσεων από αμφότερα τα πλάγια όρια, έστω και μειωμένων σε σχέση με τις κατά κανόνα οριζόμενες στις διατάξεις εκείνες, έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος, διότι συνεπάγεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος, αφού έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται δυσμενέστερες οι συνθήκες ηλιασμού, φωτισμού και αερισμού κτιρίων που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι στο γειτονικό ακίνητο θα παρέμενε υποχρεωτικώς ακάλυπτη εδαφική λωρίδα μεταξύ του κοινού ορίου και της οικοδομής που θα κατασκευαζόταν στο ακίνητο αυτό. (Παράβαλε ΣτΕ 2821/1990, 3928/1989, 731/1989 κ.α.).

 

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τόσο το οικόπεδο της αιτούσης, όσο και το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος ευρίσκονται στο οικοδομικό τετράγωνο 11 της Κάντζας Παλλήνης Αττικής και έχουν πρόσωπο επί της οδού Δημοσθένους. Στην περιοχή αυτή ίσχυε, πριν το Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό 1985, το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δομήσεως (από [ΒΔ] 07-10-1958 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 164/Δ/1958)), συμφώνως προς το οποίο έκτισε και η δικαιοπάροχος της αιτούσης την οικία της, σε απόσταση 2.5 m από το κοινό πλάγιο όριο με το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος.

 

Με την προσβαλλόμενη άδεια, η οποία εξεδόθη κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 3)α (υποεδάφιο τελευταίο) του νόμου 1577/1985 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 4)α του νόμου 1772/1988), επιτρέπεται, κατά παραπομπή στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, η ανέγερση της νέας οικοδομής σε επαφή με το κοινό πλάγιο όριο των οικοπέδων αιτούσης και παρεμβαίνοντος. Το ως άνω οικόπεδο του παρεμβαίνοντος έχει πρόσωπο 13,15 m και συνεπώς δεν θα μπορούσε να ανεγερθεί σε αυτό οικοδομή πλάτους εννέα μέτρων αν τηρούσε τις αποστάσεις της προϋπαρχούσης στο όμορο οικόπεδο της αιτούσης οικοδομής, καθώς και της οικοδομής στο έτερο όμορο οικόπεδο.

 

Εφ' όσον όμως το οικόπεδο του παρεμβαίνοντος έχει μήκος προσώπου 13,15 m θα μπορούσε να ανεγερθεί σ' αυτό, με βάση τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973, οικοδομή πλάτους 8 m, με υποχρεωτική τήρηση ακαλύπτων αποστάσεων προς αμφότερα τα πλάγια όρια του οικοπέδου συνολικού πλάτους 5,15 m.

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη άδεια είναι μη νόμιμη, διότι εξεδόθη κατ' εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 9 παράγραφος 3)α του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985, η οποία όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική κατά το μέρος που επιτρέπει την εν επαφή προς τα πλάγια όρια ανοικοδόμηση σε οικόπεδα στα οποία, συμφώνως προς το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, το κτίριο όφειλε να ισαπέχει από τα πλάγια όρια του οικοπέδου, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Για τον λόγο δε αυτό, τον οποίο βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη (παράβαλε ΣτΕ 2821/1990).

 

8. Επειδή, επομένως, πρέπει η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή και να απορριφθεί η παρέμβαση, παρέλκει δε ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την κρινομένη αίτηση.

 

Ακυρώνει την 2381/1989 οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Αγίας Παρασκευής Αττικής, συμφώνως προς το σκεπτικό.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο και τον παρεμβαίνοντα να καταβάλουν συμμέτρως τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης, που ανέρχεται στο ποσό των 28.000 δραχμών.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12-06-1990 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19-02-1991.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.