Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 55/93

ΣτΕ 55/1993


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 55/1993

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17-01-1992 με την εξής σύνθεση: Δ. Μαργαρίτης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Σ. Γιάγκας, Αντιπρόεδρος, Φ. Κατζούρος, Τ. Κούνδουρος, Ι. Τζεβελεκάκης, Γ. Γραίγος, Α. Φαρμάκης, Γ. Κουβελάκης, Χ. Μακρίδης, Λ. Οικονόμου, Γ. Δεληγιάννης, Ν. Παπαδημητρίου, Ι. Μαρή, Μ. Παληατσάρας, Μ. Βροντάκης, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Γ. Σταυρόπουλος, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Κ. Μενουδάκος, Σύμβουλοι, Ν. Σακελλαρίου, Εμμανουήλ Δαρζέντας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

 

Για να δικάσει την από 12-04-1990 αίτηση, η οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της 1643/1991 αποφάσεως του Δ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να επιλύσει τα εις την απόφαση αυτή αναφερόμενα ζητήματα :

 

του Πολιτιστικού - Εξωραϊστικού Συλλόγου Πόρτο Ράφτη (37ο km Λεωφόρου Πόρτο Ράφτη), ο οποίος δεν παρέστη,

 

κατά του Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Κ. Βολτή, Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Σύλλογος επιδιώκει να ακυρωθεί η παράλειψη οφειλομένης ενέργειας της Διοικήσεως προς κήρυξη εκτάσεως στο Πόρτο Ράφτη (οικοδομικό τετράγωνο 40) ως αναδασωτέας.

 

Ο Εισηγητής Σύμβουλος Μ. Βροντάκης, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (2846695 και 2846696/1990 διπλότυπα εισπράξεως της Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 604225 και 3195672/1990 γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της, δια της παρόδου απράκτου τριμήνου από της υποβολής της από 28-11-1989 (πρωτοκολληθείσας στο Δασαρχείο Πεντέλης υπ' αριθμόν 6128/1989) αιτήσεως του αιτούντος συλλόγου προς το Νομάρχη Ανατολικής Αττικής με αίτημα να κηρύξει αναδασωτέα έκταση εντός του ρυμοτομικού σχεδίου Πόρτο Ράφτη (οικοδομικό τετράγωνο 40), η οποία, όπως υποστηρίζεται υπό τούτου, είχε δασικό χαρακτήρα και εκχερσώθηκε παρανόμως προς ανοικοδόμηση, εκδηλωθείσης αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί στη κήρυξη της ζητηθείσης αναδασώσεως. Ως συμπροσβαλλόμενη δε δια της κρινομένης αιτήσεως πρέπει να θεωρηθεί η πράξη 6128/1989, εκδοθείσα εντολή Νομάρχου Ανατολικής Αττικής, από το Δασάρχη Πεντέλης, δια της οποίας απερρίφθη ρητώς το ως άνω αίτημα του αιτούντος συλλόγου.

 

3. Επειδή επί της κρινομένης αιτήσεως εξεδόθη η απόφαση 1643/1991 του Δ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δια της οποίας η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου λόγω μείζονος σπουδαιότητος της υποθέσεως, εν όψει της γενικότερης σημασίας των τιθεμένων ζητημάτων

 

4. Επειδή το άρθρο 24 παράγραφος 1 εδάφια α και β του Συντάγματος ορίζει:

 

{1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα.}

 

Περαιτέρω δε λαμβάνει ειδική μέριμνα για την διαφύλαξη και την προστασία του δασικού πλούτου της Χώρας. Έτσι σύμφωνα με τα εδάφια γ και δ της ίδιας ως άνω παραγράφου:

 

{Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δημόσιων δασών και των δημόσιων δασικών εκτάσεων εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.}

 

Με τις πιο πάνω διατάξεις η προστασία του περιβάλλοντος έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία και υποχρέωση του Κράτους. Έτσι απευθύνονται επιταγές στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τα πρόσφορα κατά την κρίση του μέτρα μέσα στα όρια που διαγράφουν οι ανάγκες για την διαφύλαξη και προστασία του αγαθού αυτού, σταθμίζοντας παράλληλα και τα άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα καθώς επίσης και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Αλλά και εν ελλείψει τέτοιας φύσεως προστατευτικής νομοθετικής διατάξεως πηγάζει από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις ευθεία υποχρέωση της Διοικήσεως να λάβει υπόψη κατά την μόρφωση της κρίσεώς της για την ρύθμιση θεμάτων που αφορούν ή έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον την ανάγκη προστασίας του και να πάρει τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα ή να απόσχει από την έκδοση δυσμενών γιαυτό πράξεων, κινούμενη όμως πάντα μέσα στην δέσμη των πιο πάνω κριτηρίων που κατευθύνουν την σχετική νομοθετική δράση (παράβαλε ΣτΕ 810/1977). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος, που έχει άμεση εφαρμογή, επιβάλλεται μεν χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό στο παρελθόν η αποκατάσταση του αρχικού δασικού χαρακτήρα εκτάσεων που έχουν καταστραφεί ή αποψιλωθεί παράνομα, εφόσον όμως η καταστροφή ή η αλλοίωση του δασικού των χαρακτήρα προήλθε αποκλειστικά από υλικές πράξεις ή φυσικά αίτια. Τέλος οριοθετώντας το πεδίο εφαρμογής των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων ο νόμος 998/1979 για την προστασία των δασών (ΦΕΚ 289/Α/1979) όρισε στο άρθρο 3 παράγραφος 6 ότι:

 

{Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τις διατάξεις του παρόντος νόμου:

 

α) ...

ε) οι περιοχές δια τις οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεων ...}

 

5. Επειδή τα σχέδια πόλεων (άρθρα 1 και 2 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος) ή οι πολεοδομικές μελέτες κατά το άρθρο 6 του νόμου 1337/1983, κατά το μέρος των που αφορά στον καθορισμό μιας περιοχής ως οικιστικής, τον παρεπόμενο ορισμό των οικοδομήσιμων και των κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων και τις συναφείς ρυμοτομικού χαρακτήρα διαρρυθμίσεις, αποτελούν εξειδίκευση ρυθμίσεως πλήρως καταστρωμένης στο νόμο που δεν αναφέρεται σε μια κατηγορία σχέσεων αλλά σε σύνολο περιπτώσεων που έχουν μεταξύ των ένα τοπικό δεσμό.

 

Έτσι κατά το μέρος των αυτό, που εξαντλείται στην χάραξη ορισμένων γραμμών (ρυμοτομικών, οικοδομικών κ.λ.π.), αποτελούν, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τούτου γενικές ατομικές πράξεις. Από την άποψη αυτή αποτελούν το νομικό πλαίσιο για την δημιουργία πραγματικών καταστάσεων και την θεμελίωση εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Από την φύση και τον χαρακτήρα των, όπως εκτέθηκε, συνδέονται με την ασφάλεια του Δικαίου κατά τρόπο ώστε η αμφισβήτηση του κύρους των επ' ευκαιρία της προσβολής ερειδόμενων επ' αυτών ατομικών διοικητικών πράξεων να πλήττει πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί με την σύμπραξη της Διοικήσεως, καθώς και ατομικά δικαιώματα και να κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς την Διοίκηση.

 

Εξ άλλου, σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 3 και 70 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, άρθρο 7 του νόμου 1337/1983), τα ρυμοτομικά σχέδια ή οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται σύμφωνα με ορισμένη διοικητική διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της σχετικής πράξεως από την αρμόδια διοικητική αρχή. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, που πρέπει να ερμηνευθούν εν όψει της σημασίας των ρυμοτομικών σχεδίων, των επιπτώσεών των τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον όσο και στο συμφέρον των πληττόμενων ιδιοκτητών και του όλου πνεύματος της πολεοδομικής νομοθεσίας, δεν αρκεί για την ανάκληση μιας ρυμοτομικής ρυθμίσεως αυτή και μόνη η συνδρομή λόγων που δικαιολογούν ή επιβάλλουν την άρση της αλλά χρειάζεται, σύμφωνα άλλωστε και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης διοικητικής πράξεως από την αρμόδια αρχή. Αν δεν έχει εκδοθεί τέτοια πράξη, οποιαδήποτε άλλη διοικητική αρχή, στην οποία προβάλλεται η συνδρομή των πιο πάνω λόγων, δεν μπορεί να κρίνει το ζήτημα του κύρους των ρυμοτομικών σχεδίων.

 

Έτσι η γενική αρχή της αδυναμίας του παρεμπίπτοντος ελέγχου των ατομικών πράξεων που έχουν διαφύγει την ευθεία ακυρωτική προσβολή έχει ένα ιδιαίτερο επιπρόσθετο λόγο εφαρμογής σε περίπτωση αμφισβητήσεως του κύρους ρυμοτομικών σχεδίων επ' ευκαιρία προσβολής ερειδόμενων επ' αυτών ατομικών διοικητικών πράξεων. Επομένως, για την κάμψη της αρχής αυτής στα ρυμοτομικά σχέδια απαιτείται ρητή, ειδική και ανενδοίαστη πρόβλεψη του νομοθέτη. Τέτοια όμως διάταξη δεν υπάρχει ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στον νόμο περί δασών. Πράγματι οι προστατευτικές των δασών συνταγματικές διατάξεις δεν περιέχουν καμία σχετική πρόβλεψη. Ούτε άλλωστε θα μπορούσε να συναχθεί η κάμψη της ως άνω γενικής αρχής του Δικαίου από το όλο πνεύμα και τον σκοπό των ως άνω συνταγματικών διατάξεων. Διότι δεν εμπίπτει στην δέσμη των μέτρων, που σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 εδάφιο β του Συντάγματος υποχρεούται να παίρνει ο νομοθέτης ή η διοίκηση για την διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία άλλωστε πρέπει να αποφασίζονται μετά από στάθμιση τόσο των άλλων συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων όσο και του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος. Εάν ο Συνταγματικός νομοθέτης δεν ήθελε την εφαρμογή ορισμένων ρυμοτομικών σχεδίων, όπως εκείνων που ρυμοτόμησαν δασικές εκτάσεις, θα έπρεπε να το είχε προβλέψει ρητά κάνοντας ειδική σχετική μνεία στο κείμενο του Συντάγματος ή στις μεταβατικές του διατάξεις, όπως προέβη σε ανάλογες ρυθμίσεις σε άλλα θέματα (παράβαλε άρθρα 107 παράγραφος 2 και 117 παράγραφος 2 του Συντάγματος).

 

Περαιτέρω, το άρθρο 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος, που επιβάλλει την αναδάσωση των εκτάσεων που εκχερσώθηκαν παράνομα, δεν μπορεί να παράσχει έρεισμα για τη συναγωγή τέτοιας ρυθμίσεως, αφού, όπως προεκτέθηκε, αναφέρεται αποκλειστικά σε εκχερσώσεις που έγιναν με υλικές ενέργειες και όχι σε δυνατότητα δομήσεως επί τη βάσει ρυμοτομικού σχεδίου που βρίσκεται σε ισχύ. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 3 παράγραφος 6 εδάφιο ε του νόμου περί δασών (νόμος 998/1979) που εξαιρεί από την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας τις περιοχές, όπου υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεων, δεν καθιερώνει απόκλιση από την γενική αρχή της αδυναμίας του παρεμπίπτοντος ελέγχου των ατομικών πράξεων. Ο όρος έγκυρα σχέδια πόλεων που περιέχεται στη διάταξη αυτή δεν έχει την έννοια της δυνατότητας ή πολύ περισσότερο της υποχρεώσεως ελέγχου της νομιμότητας των ρυμοτομικών σχεδίων επ' ευκαιρία της εφαρμογής των, δεδομένου ότι αναφέρεται απλώς σε ρυμοτομικά σχέδια που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη που συγκεντρώνει τα αναγκαία εξωτερικά τυπικά στοιχεία του κύρους ώστε να είναι εξοπλισμένη με το τεκμήριο της νομιμότητας.

 

6. Επειδή εν προκειμένω, δια της κρινομένης αιτήσεως αμφισβητείται παρεμπιπτόντως η νομιμότης του εγκριτικού του ρυμοτομικού σχεδίου στη περιοχή Αγίου Σπυρίδωνος Πόρτο Ράφτη από [ΠΔ] 11-09-1932 προεδρικού διατάγματος περί εγκρίσεως των σχεδίων των συνοικισμών Αγίου Σπυρίδωνος και Αγίου Νικολάου κοινότητος Μαρκοπούλου (ΦΕΚ 332/Α/1932), προβαλλομένου ότι είναι παράνομος ο δι' αυτού χαρακτηρισμός δασικής εκτάσεως, υστέρως εκχερσωθείσας, ως οικοδομήσιμου, ως δ' εκ τούτου δεν αναιρείται η εκ του Συντάγματος υποχρέωση προς αναδάσωση, η κήρυξη της οποίας στο οικοδομικό τετράγωνο 40 εζητήθη δια της μνησθείσης αιτήσεως του αιτούντος συλλόγου προς το Νομάρχη Ανατολικής Αττικής και απερρίφθη δια της προσβαλλομένης αρνήσεως τούτου, με την αιτιολογία ότι η έκταση αυτή, κειμένη εντός ρυμοτομικού σχεδίου, δεν ανήκει στη διαχείριση της δασικής υπηρεσίας βάσει του νόμου 998/1979.

 

Εν όψει όμως των προεκτεθέντων, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως, βάλλων, εξ αφορμής της προσβολής της αρνήσεως της Διοικήσεως προς κήρυξη αναδασωτέας της μνησθείσης εκτάσεως, κειμένης εντός σχεδίου πόλεως, κατά του προαναφερθέντος ρυμοτομικού διατάγματος, έχοντας διαφύγει την ευθεία επί ακυρώσει προσβολή, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Κατά τη γνώμη όμως έξη μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η δασική νομοθεσία που ίσχυσε αλληλοδιάδοχα (νόμος [Ν] 4173/1929 (ΦΕΚ 205/Α/1929), του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969 (ΦΕΚ 7/Α/1969)) περιελάμβανε ειδικές προστατευτικές διατάξεις των δασών που απαγόρευαν την μεταβολή του προορισμού των. Η κατάτμηση της δασικής ιδιοκτησίας επιτρεπόταν μόνο κατόπιν προηγούμενης αδείας του Υπουργού Γεωργίας, εφόσον έτσι θα εξυπηρετείτο η δασοπονική εκμετάλλευση (άρθρο 216 του νόμου [Ν] 4173/1929, άρθρο 60 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρεπόταν η παραχώρηση δημοσίων και κοινοτικών δασικών εκτάσεων αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση γεωργικών και δενδροκομικών σκοπών.

 

Η παραχώρηση δε αυτή τελούσε πάντοτε υπό τον νόμιμο όρο της θεραπείας των σκοπών αυτών, η εγκατάλειψη των οποίων δημιουργούσε υποχρέωση ανακλήσεώς της, άσχετα από κάθε χρονικό περιορισμό και την δημιουργία πραγματικών καταστάσεων (άρθρο 11 παράγραφος 2 του αναγκαστικού νόμου [Ν] 857/1937, όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 2501/1953, άρθρα 14, 18 και 24 παράγραφοι 2 και 4 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969). Από το όλο πνεύμα της νομοθεσίας αυτής αβίαστα συναγόταν η αδυναμία υπαγωγής σε σχέδιο πόλεως δασικών εκτάσεων, αφού η υπαγωγή αυτή θα συνεπαγόταν την εκχέρσωσή των και την ολική ή μερική καταστροφή της μορφής του δάσους.

 

Με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος το περιβάλλον έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία, η προστασία της οποίας, πρέπει να διασφαλισθεί από το Κράτος με την λήψη των πρόσφορων για τον σκοπό αυτό μέτρων. Στα πλαίσια της ειδικής μέριμνας του συντακτικού νομοθέτη για την διαφύλαξη και την προστασία του δασικού πλούτου της Χώρας θεσπίσθηκε η απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των δασών, από την οποία καθιερώθηκαν ορισμένες μόνο περιοριστικά αναφερόμενες αποκλίσεις. Ειδικά δε για τα ιδιωτικά δάση η απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού των, είναι απαρέγκλιτη.

 

Σε αρμονία δε με το πνεύμα των συνταγματικών αυτών διατάξεων ο νόμος περί δασών με το άρθρο 3 παράγραφος 6 εξαίρεσε από την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας, τις περιοχές, όπου υπάρχουν όχι απλώς εγκεκριμένα αλλά έγκυρα σχέδια πόλεως, αποδίδοντας στον όρο έγκυρα σχέδια την έννοια ότι συνάδουν με τις προστατευτικές των δασών συνταγματικές διατάξεις και επιβάλλοντας την μη εφαρμογή ρυμοτομικών σχεδίων που αθεμίτως ρυμοτόμησαν δασικές εκτάσεις, εν όψει και των προπαρασκευαστικών εργασιών της ψηφίσεως του νόμου τούτου.

 

Έτσι, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, ανεξαρτήτως από το κύρος του ως άνω ρυμοτομικού διατάγματος, που δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως, η προβαλλόμενη ως εκ του νόμος 998/1979 επιβεβλημένη υποχρέωση της Διοικήσεως προς κήρυξη ως αναδασωτέας της μνησθείσης, φερομένης ως δασικής και μη νομίμως εκχερσωθείσας, εκτάσεως, αναφέρεται στη προσβαλλόμενη άρνηση της Διοικήσεως προς κήρυξη αυτής της αναδασώσεως.

 

7. Επειδή ο νόμος 998/1979, στο περί δασώσεων και αναδασώσεων κεφάλαιο αυτού (άρθρα 37 και επόμενα) εξειδικεύει τα της, συνταγματικώς επιβαλλομένης (άρθρο 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος), υποχρεώσεως αναδασώσεως δασών ή δασικών εκτάσεων που κατεστράφησαν ή αποψιλώθηκαν. Ετέρωθεν, ο νόμος αυτός, εν σχέσει προς την έκταση εφαρμογής του, ορίζει στη μεν παράγραφο 4 του άρθρου 3 ότι:

 

{Εις τις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και οι εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών ευρισκόμενες εκτάσεις, οι οποίες καλύπτονται υπό δασικής βλαστήσεως φυσικώς ή τεχνικώς δημιουργούμενης (πάρκα και άλση) ως και οι οπουδήποτε δημιουργούμενες δενδροστοιχίες ή δασικές φυτείες}

 

στη δε προστεθείσα παράγραφο 6 του άρθρου τούτου ότι:

 

{Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις τις διατάξεις του παρόντος νόμου:

 

α) ...

 

ε) Οι περιοχές δια τις οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομήσιμων εκτάσεων οικιστικών περιοχών του νόμου 947/1979.

 

στ) ...}

 

Για εκτάσεις δε κείμενες εντός ρυμοτομικών σχεδίων, το άρθρο 40 παράγραφος 2 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Α/1983) ορίζει ότι:

 

{Για την κοπή δένδρων, μέσα σε εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια ή τις ζώνες οικιστικού ελέγχου που δεν προστατεύονται από τις διατάξεις για την προστασία των δασών και των δασικών γενικά εκτάσεων, απαιτείται έκδοση άδειας από την οικεία πολεοδομική αρχή ...}

 

Εκ των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι ο νόμος 998/1979, προκειμένου περί περιοχών εντεταγμένων εντός σχεδίου πόλεως έχει πεδίο εφαρμογής μόνον εν σχέσει προς εκτάσεις που καλύπτονται υπό δασικής βλαστήσεως φυσικώς ή τεχνικώς δημιουργούμενης (πάρκα και άλση), καθώς και υπό οπουδήποτε δημιουργουμένων δενδροστοιχιών ή δασικών φυτειών, δεν καταλαμβάνει δε κατά τα λοιπά τις εντός σχεδίων πόλεων εκτάσεις και συγκεκριμένως εκτάσεις που περικλείονται εντός οικοδομικών τετραγώνων και συνίστανται από προοριζόμενα προς οικοδόμηση οικόπεδα, ως προς τις οποίες συνεπώς δεν τυγχάνουν εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 37 και επόμενα του νόμου τούτου, που προβλέπουν αρμοδιότητα των δασικών αρχών προς κήρυξη αναδασώσεως δασών ή δασικών εκτάσεων που κατεστράφησαν ή αποψιλώθηκαν.

 

8. Επειδή εν προκειμένω, δια της προσβαλλομένης πράξεως 6128/1989 που εξέδωσε με εντολή Νομάρχη Ανατολικής Αττικής ο Δασάρχης Πεντέλης, απερρίφθη το ως άνω αίτημα του αιτούντος συλλόγου περί κηρύξεως ως αναδασωτέας παρανόμως εκχερσωθείσας δασικής εκτάσεως κειμένης στο οικοδομικό τετράγωνο 40 του ρυμοτομικού σχεδίου Πόρτο Ράφτη, με την αιτιολογία ότι:

 

{η έκταση του οικοδομικού τετραγώνου 40 του ρυμοτομικού σχεδίου Αγίου Σπυρίδωνος Πόρτο Ράφτη (ΦΕΚ 331/Α/1932) υπάγεται στις εξαιρέσεις της παραγράφου 6)α, ε του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, δηλαδή δεν διαχειρίζεται από την υπηρεσία μας και κατά συνέπεια δεν συντρέχουν λόγοι κήρυξης της εκτάσεως του ως άνω οικοδομικού τετραγώνου ως αναδασωτέας.}

 

Με αυτά τα δεδομένα, και εν όψει των προεκτεθέντων, νομίμως αρνείται εν προκειμένω η δασική αρχή ν' ασκήσει την αρμοδιότητα της προς έκδοση πράξεως περί κηρύξεως αναδασώσεως, ως εκ της μη συνδρομής των προς τούτο νομίμων προϋποθέσεων, εφόσον η μνησθείσα έκταση ευρίσκεται εντός οικοδομικού τετραγώνου βάσει ρυμοτομικού σχεδίου που θεσπίσθηκε με διοικητική πράξη, της οποίας, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, ο παρεμπίπτων έλεγχος είναι ανεπίτρεπτος. Ο δε προβάλλων τ' αντίθετα λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως εννέα μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, υφισταμένης συγκρατημένης δασικής βλαστήσεως σε έκταση εντός σχεδίου πόλεως, περικλειόμενης εντός προβλεπομένου υπό του σχεδίου τούτου οικοδομικού τετραγώνου, η οποία οπωσδήποτε κατεστράφη, τυγχάνουν, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του νόμου 998/1979, ερμηνευτέων κατά τρόπο εναρμονιζόμενο προς το άρθρο 117 παράγραφος 3 του Συντάγματος, εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 37 και επόμενα του νόμου τούτου, που προβλέπουν την κήρυξη αναδασώσεως δασών ή δασικών εκτάσεων που κατεστράφησαν ή αποψιλώθηκαν.

 

9. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν' απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και

 

Επιβάλλει στον αιτούντα να καταβάλει στο Δημόσιο 28.000 δραχμές, για τη δικαστική του δαπάνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Μαρτίου και στις 19-06-1992 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 15-01-1993.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.