Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1112/90

ΣτΕ 1112/1990


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1112/1990

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

1. Επειδή για την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 1879/29-05-1989 πράξεως του Πολεοδομικού Γραφείου Αγίας Παρασκευής (Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής), με την οποία αναθεωρήθηκε ως προς την διαμόρφωση του ακαλύπτου χώρου και μικροαλλαγές στις όψεις η 1819/07-10-1987 οικοδομική άδεια, που ήδη είχε αναθεωρηθεί με τις 1430/25-05-1988 και 633/16-03-1989 πράξεις του αυτού Πολεοδομικού Γραφείου. Με την εν λόγω άδεια επετράπη στους Δημήτριο και Ευαγγελία Πολυχρονοπούλου η ανέγερση οικοδομής στο οικοδομικό τετράγωνο 136 του Ψυχικού Αττικής σε οικόπεδο όμορο εκείνου της αιτούσης.

 

2. Επειδή, με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξεως ο Δημήτριος Πολυχρονόπουλος.

 

3. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη αναθεωρήσεως αφορά, όπως αναφέρεται στην δεύτερη σκέψη, την διαμόρφωση του ακαλύπτου χώρου και μικροαλλαγές στις όψεις του κτιρίου του παρεμβαίνοντος, εκδόθηκε δε κατόπιν των 33 και 37/1989 γνωμοδοτήσεων της αρμοδίας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου. Αντιθέτως, η μεν πράξη αναθεωρήσεως 633/16-03-1989 αφορούσε νέα σχέδια αλλαγής αρχιτεκτονικών, την εσωτερική διαρρύθμιση και την αλλαγή στιλ όψεως, εκδόθηκε δε κατόπιν της 6/1989 γνωμοδοτήσεως της αυτής Επιτροπής, η δε πράξη αναθεωρήσεως 1430/25-05-1988 αφορούσε σε τροποποιήσεις των στατικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων και εκδόθηκε μετά την 48/1987 γνωμοδότηση της ιδίας Επιτροπής. Εξ άλλου από τα συνοδεύοντα τις ανωτέρω 633/1989 και 1430/1988 αναθεωρήσεις σχεδιαγράμματα καθώς και τα σχεδιαγράμματα τα συνοδεύοντα την αρχική άδεια (1819/1987) δεν φαίνεται με σαφήνεια η διαμόρφωση του ακαλύπτου χώρου. Από αυτά προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά σε αυτοτελές θέμα της οικοδομήσεως του κτιρίου των παρεμβαινόντων, διάφορο των θεμάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο των προηγουμένων πράξεων αναθεωρήσεως και της αρχικής αδείας, ένεκα του οποίου ακριβώς εκδόθηκε η προσβαλλόμενη (παράβαλε ΣτΕ 2/168/1988, 2940/1989).

 

Συνεπώς οι ισχυρισμοί των παρεμβαινόντων ότι η κρινόμενη αίτηση απαραδέκτως στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης πράξεως διότι αυτή αποτελεί επιβεβαιωτική πράξη της αρχικής αδείας, κατά της οποίας η εν λόγω αίτηση είναι εκπρόθεσμος, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

 

4. Επειδή, το άρθρο 17 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού ορίζει ότι:

 

{Στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται η μερική εκσκαφή ή επίχωση του εδάφους για την προσαρμογή του κτιρίου σε αυτό με την προϋπόθεση ότι σε κανένα σημείο η οριστική στάθμη του εδάφους δεν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από 1,50 m από την φυσική του στάθμη. Μεγαλύτερη επέμβαση στο έδαφος επιτρέπεται ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου. Επίσης επιτρέπεται να κατασκευάζονται έργα όπως ... βεράντες ... τα οποία, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, είναι αναγκαία για την επικοινωνία με το κτίριο.}

 

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, προκειμένου να επιτραπεί εκσκαφή ή επιχωμάτωση μέρους του ακαλύπτου χώρου η οποία θα έχει ως συνέπεια την ανύψωση ή την υποβάθμιση της οριστικής στάθμης του εδάφους περισσότερο από 1,50 m από την φυσική του στάθμη, απαιτείται γνωμοδότηση της οικείας Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, η οποία πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία αυτή, σε περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι θετική, μπορεί να προκύπτει από την υποβαλλομένη προς την Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου τεχνική έκθεση, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους κρίνεται απαραίτητη η ανωτέρω εκσκαφή ή η επιχωμάτωση και την οποία η Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου δέχεται.

 

5. Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτουν τα εξής: Προκειμένου οι παρεμβαίνοντες να επιτύχουν την προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση αναθεώρηση ως προς τη διαμόρφωση του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου τους του ευρισκομένου προς το κοινό όριο αυτού και του οικοπέδου της αιτούσης με την επιχωμάτωση του εν λόγω χώρου έτσι ώστε η οριστική στάθμη του εδάφους να ευρεθεί περισσότερο από 1,50 m ψηλότερα από τη φυσική του στάθμη και να δημιουργηθεί σε αυτόν βεράντα, υπέβαλαν σχετικά σχεδιαγράμματα. Με την 33/25-05-1989 πράξη της η οικεία Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου γνωμοδότησε σχετικώς θετικά, την δε 29-05-1989 οι παρεμβαίνοντες υπέβαλαν επιπροσθέτως και τεχνική έκθεση, με την οποία ανέφερε τους λόγους της επιχωματώσεως, συνιστώμενους στην απότομη κλίση του εδάφους, καθώς και επί πλέον σειρές σχεδιαγραμμάτων. Η Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου γνωμοδότησε θετικά και επί των στοιχείων αυτών με την 37/01-06-1989 πράξη της, αιτιολογία της οποίας είναι η ύπαρξη μεγάλων υψομετρικών διαφορών και η επιδίωξη κλιμακωτής διαμόρφωσης. Υπό τα δεδομένα αυτά, η πρώτη γνωμοδότηση (33/25-05-1989) εκδόθηκε εν όψει στοιχείων που υπεβλήθησαν στην Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και απεικόνιζαν την υπό διαμόρφωση κατάσταση, δηλαδή των σχετικών σχεδιαγραμμάτων τα δε επί πλέον στοιχεία που υποβλήθηκαν μετά από ελάχιστες ημέρες και που είναι επεξηγηματικά της καταστάσεως αυτής, η οποία είχε ήδη, κατά τα ανωτέρω, απεικονισθεί, επιτρεπτά και αυτά ελήφθησαν υπόψη ως στοιχεία της αιτιολογίας. Συνεπώς ο προβαλλόμενος περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου δεν είναι: αιτιολογημένη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

6. Επειδή, κατά μεν την παράγραφο 38 του άρθρου 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού εξώστης είναι οριζόντια προεξοχή της πλάκας του δαπέδου ενός ορόφου η οποία προβάλλει, με ή χωρίς τη χρήση δοκών, πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου και χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση και την προσωρινή παραμονή ανθρώπων, κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του αυτού Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται να κατασκευάζονται βεράντες, όταν λόγω διαμορφώσεως του εδάφους είναι αναγκαίες για την επικοινωνία με το κτίριο, και όχι εξώστες. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εφάπτεται του εδάφους μόνον η βεράντα, όχι δε και ο εξώστης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι για τον εξώστη προβλέπεται ενδεχομένως η χρήση δοκών, η δε βεράντα είναι αναγκαία για την επικοινωνία με το κτίριο λόγω διαμορφώσεως του εδάφους.

 

7. Επειδή, εν προκειμένω από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτει, ότι επί του ακαλύπτου χώρου του οικοπέδου των παρεμβαινόντων του ευρισκομένου προς το κοινό όριο αυτού και του οικοπέδου της αιτούσης, ο οποίος κατά τα αναφερόμενα στην έκτη σκέψη επιχωματώθηκε, επιτράπηκε με την προσβαλλόμενη πράξη αναθεωρήσεως η κατασκευή βεράντας. Συνεπώς ο προσβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι η βεράντα αυτή αποτελεί εξώστη ο οποίος παρανόμως ευρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

8. Επειδή, στο άρθρο 9 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος (ΦΕΚ 228/Α/1923), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 625/1968 (ΦΕΚ 266/Α/1968), ορίζεται ότι:

 

{1. Επιτρέπεται δια λόγους υγιεινής, ασφαλείας, γενικής της πόλεως οικονομίας και αισθητικής η επιβολή οιωνδήποτε όρων κατά τις εν γένει εργασίας δομήσεως και περιορισμών επί των οικοπέδων και των επ' αυτών ανεγειρομένων και κατασκευαζόμενων οικοδομών ...

 

2. Οι κατά τα ανωτέρω όροι και περιορισμοί καθορίζονται δια βασιλικών διαταγμάτων εκδιδομένων μετά γνώμη του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων και κανονιζόντων δι' έκαστον τμήμα ή δι' έκαστον οικοδομικό τετράγωνον της πόλεως ...

 

1) ...

 

2) το μέγιστον και ελάχιστον επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών

 

3) τον αριθμόν των ορόφων...

 

4) ...}

 

Τα κατ' εφαρμογή δε της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδιδόμενα διατάγματα είναι κανονιστικά και ελέγχονται από τον ακυρωτικό δικαστή από την άποψη της τηρήσεως των προϋποθέσεων που θέτει η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη και της μη υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως. Εξ άλλου, οι επιβαλλόμενοι με τα ανωτέρω διατάγματα περιορισμοί, οι οποίοι αναφέρονται κατ' αρχήν σε ορισμένο τμήμα της πόλεως ή οικοδομικό τετράγωνο, δεν πρέπει να προσκρούουν στο άρθρο 4 του Συντάγματος με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της ισότητας και, κατά συνέπεια, πρέπει να επιβάλλονται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κατά τρόπο ομοιόμορφο, προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Οι περιορισμοί δε που θεσπίζονται κατά παρέκκλιση της επιβαλλομένης ομοιομορφίας μπορούν να βρουν έρεισμα στην προαναφερομένη εξουσιοδοτική διάταξη μόνο εφόσον δικαιολογούνται πλήρως από ειδικούς πολεοδομικούς λόγους, οι οποίοι και πρέπει να προκύπτουν από τα στοιχεία στα οποία έχει στηριχθεί η Διοίκηση για να εκδώσει το οικείο διάταγμα (ΣτΕ 3846/1981, 22/1982, 3280/1982, 1842/1989 κ.α.).

 

9. Επειδή, με το από 14-09-1979 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 553/Δ/1979) αναθεωρήθηκαν οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίου σε 11 m και ο συντελεστής δομήσεως σε 0,60 (άρθρο 2 παράγραφοι 5 και 6).

 

Με το νεότερο από 10-03-1980 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 172/Δ/1980) ορίστηκαν (άρθρο 1) τα εξής:

 

{Τροποποιούνται οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων των κειμένων εντός των υπ' αριθμών 124, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136 (όπου το οικόπεδο των παρεμβαινόντων) και 137 οικοδομικών τετραγώνων του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού ως κάτωθι:

 

1. Μέγιστος αριθμός ορόφων 2 με μέγιστον επιτρεπόμενο ύψος κτιρίων 7,50 m.

 

2. Εις περίπτωσιν κεκλιμένου εδάφους το κτίριον θα κλιμακώνεται ούτως ώστε ουδεμία όψις (ή τμήμα όψεως) ή και τμήμα του κτιρίου να υπερβαίνει το ύψος των 9,50 m...

 

4. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά, οι διατάξεις του από 14-09-1979 προεδρικού διατάγματος ...}

 

Εν όψει της τελευταίας αυτής παραπέμπουσας διατάξεως, ο συντελεστής δομήσεως παρέμεινε, για όλα τα οικοδομικά τετράγωνα του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού σε 0,60 και μετά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος αυτού. Εν συνεχεία στο άρθρο 9 παράγραφοι 7 και 8 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, όπως η παράγραφος 7 τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 13 του νόμου 1647/1986 (ΦΕΚ 141/Α/1986), ορίστηκε ότι:

 

{7. Το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος του κτιρίου ορίζεται σε συνάρτηση με τον επιτρεπόμενο συντελεστή δομήσεως της περιοχής ως εξής: Για συντελεστή δομήσεως έως και 0,4, ύψος 11,00 m, για συντελεστή δομήσεως έως και 0,8, ύψος 15 m ...

 

8. Γενικές και ειδικές διατάξεις που θεσπίζουν μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος διαφορετικό από το προβλεπόμενο στην προηγουμένη παράγραφο καταργούνται. Εφεξής, κατά την έγκριση, επέκταση ή αναθεώρηση σχεδίων πόλεων, είναι δυνατόν να καθορίζονται ύψη κτιρίων μικρότερα από τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.}

 

Συνεπώς από την έναρξη ισχύος του νέου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος κτιρίου αυξήθηκε σε 15 m για όλα τα οικοδομικά τετράγωνα του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού, αφού ως προς αυτά ίσχυε κατά τα εκτεθέντα, ενιαίος συντελεστής δομήσεως 0.60, δηλαδή μεγαλύτερος του 0,40 και μικρότερος του 0,80. Τούτου δε αναγκαία συνέπεια ήταν ότι αυξήθηκε και ο επιτρεπόμενος αριθμός ορόφων. Περαιτέρω, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 9 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος δημοσιεύτηκε το από 15-04-1988 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 353/Δ/1988) με το οποίο εν όψει και της ευχέρειας που παρέχει το ανωτέρω δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 9 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985, μειώθηκαν γενικώς τα ύψη των οικοδομών για όλα τα οικοδομικά τετράγωνα του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού στα 11 m, ειδικώς όμως για τα 124, 130, 131, 132, 134, 135 και 136 οικοδομικά τετράγωνα το μέγιστο ύψος των οικοδομών ορίστηκε σε 7,50 m (άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο β') δηλαδή ακριβώς στο μισό του μέχρι τότε ισχύοντος (15 m), ενώ τίποτα δεν ορίστηκε όσον αφορά τον αριθμό των ορόφων. Ως προς τη δικαιολόγηση της ειδικότερης αυτής ρυθμίσεως αναφέρεται στην 359/1986 γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, στην οποία στηρίζεται το εν λόγω διάταγμα, ότι η λύση αυτή προτείνεται για λόγους μεγάλων κλίσεων του εδάφους στην περιοχή αυτή, χωρίς όμως η κρίση αυτή να εξειδικεύεται περαιτέρω ή να συμπληρώνεται από άλλα στοιχεία.

 

Συγκεκριμένα, εφόσον επρόκειτο για δυσμενέστερη για την ιδιοκτησία ρύθμιση, που αφορούσε ορισμένα μόνο οικοδομικά τετράγωνα, ως προς τα οποία, κατά παράκαμψη του προαναφερομένου κανόνα της ομοιομορφίας, ορίστηκε το ανώτατο ύψος των οικοδομών στα 7,50 m, η Διοίκηση όφειλε εν όψει όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, να παραθέσει την ειδικότερη πολεοδομική ανάγκη που επέβαλε τη δυσμενέστερη αυτή μεταχείριση των ανωτέρω οικοδομικών τετραγώνων όχι μόνο σε σχέση με όλα τα άλλα οικοδομικά τετράγωνα του ρυμοτομικού σχεδίου Ψυχικού, ως προς τα οποία το ανώτατο ύψος των οικοδομών μειώθηκε μόνο στα 11 m, αλλά και αναφορικά προς τα επίμαχα αυτά οικοδομικά τετράγωνα, για τα οποία το ύψος μειώθηκε στο μισό εκείνου που προηγουμένως ίσχυε. Ειδικότερα δεν αναφέρεται ούτε ποια είναι η μορφολογία και η συγκεκριμένη κλίση του εδάφους στα οικοδομικά αυτά τετράγωνα, ούτε και οι εντεύθεν επιπτώσεις (π.χ. ως προς την θέα, τον φωτισμό κ.λ.π.) οι οποίες θα επέρχονταν στους περιοίκους και το οικιστικό περιβάλλον εάν υπάγονταν και των οικοδομικών αυτών τετραγώνων οι οικοδομές στον γενικό κανόνα ότι το ανώτατο ύψος των οικοδομών του Ψυχικού είναι 11 m. Εν όψει επομένως, αυτών, ο κανόνας που θέτει το από 15-04-1988 προεδρικό διάταγμα και σύμφωνα με τον οποίο περιορίζεται σε 7,50 m το ύψος των κτιρίων και στο 136 οικοδομικό τετράγωνο, όπου ευρίσκεται το κτίριο των παρεμβαινόντων, δεν έχει τεθεί νομίμως, εφόσον δεν προκύπτουν οι ειδικοί πολεοδομικοί λόγοι που θα δικαιολογούσαν, εν όψει των αντικειμενικών κριτηρίων που θέτει η ανωτέρω εξουσιοδοτική διάταξη, την επιβολή του δυσμενούς αυτού μέτρου (ΣτΕ 1842/1989). Ο παρεμπίπτων δε αυτός έλεγχος της νομιμότητας του από 15-04-1988 προεδρικού διατάγματος, το οποίο δεν προσβάλλεται ευθέως, είναι εφικτός ως εκ του κανονιστικού του χαρακτήρα. Είναι επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι κατά παράβαση των διατάξεων του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος με την προσβαλλόμενη επετράπη η ανέγερση οικοδομής ύψους 9,70 μέτρων και τριωρόφου, αντί 7,50 m και διώροφου με υπόγειο, εφόσον οι διατάξεις αυτές, καθ' όσον ορίζουν ότι το ύψος των κτιρίων στο 136 οικοδομικό τετράγωνο είναι 7,50 m, είναι ανίσχυρες.

 

10. Επειδή, όπως προκύπτει από τα σχεδιαγράμματα που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη πράξη, μετά την επιχωμάτωση η διαφορά του ύψους της οροφής του υπογείου από την οριστική στάθμη του εδάφους δεν είναι ανώτερη του 1,50 m. Συνεπώς οι λόγοι ακυρώσεως που στηρίζονται στην αντίθετη εκδοχή είναι απορριπτέοι.

 

11. Επειδή κατά την παράγραφο 32 του άρθρου 2 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού:

 

{Ημιυπαίθριος χώρος είναι ο στεγασμένος χώρος του κτιρίου, του οποίου μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοιχτή προς τον κοινόχρηστο χώρο ή τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου και οι υπόλοιπες πλευρές ορίζονται από τοίχους ή κατακόρυφα φέροντα στοιχεία.}

 

Κατά δε την παράγραφο 38 του άρθρου τούτου:

 

{Εξώστης είναι η οριζόντια προεξοχή της πλάκας του δαπέδου ενός ορόφου, η οποία προβάλλει, με ή χωρίς τη χρήση δοκών, πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου και χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση και την προσωρινή παραμονή ανθρώπων.}

 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 του αυτού Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού:

 

{Για τον υπολογισμό του συντελεστή δόμησης που πραγματοποιείται στο οικόπεδο.

 

Α. Προσμετρούνται:

 

α) ...

β) οι επιφάνειες των εξωστών και ημιυπαίθριων χώρων εκτός από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 2 του άρθρου 11,

γ) ...

 

Β. Δεν προσμετρούνται:

 

α) ...

ε) Εξώστες και ημιυπαίθριοι χώροι, όπως ορίζεται στο άρθρο 11.

στ) ...}

 

Κατά δε το άρθρο 11 του αυτού Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, που προβλέπει περί της κατασκευής εξωστών και ημιυπαίθριων χώρων:

 

{1. Εξώστες με τυχόν οριζόντια φέροντα ή κατακόρυφα και οριζόντια αρχιτεκτονικά στοιχεία και ημιυπαίθριοι χώροι διατάσσονται ελεύθερα σε οποιαδήποτε όψη και όροφο του κτιρίου.

 

2. Εξώστες και ημιυπαίθριοι χώροι συνολικής επιφάνειας έως 40% αυτής που επιτρέπεται να δομηθεί συνολικά στο οικόπεδο δεν υπολογίζονται στον συντελεστή δόμησης ...}

 

Εξ άλλου, κατά το άρθρο 11 παράγραφος 10 του προϊσχύσαντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νομοθετικό διάταγμα 8/1973), που δεν προέβλεπε περί ημιυπαίθριων χώρων, Ανοικτός εξώστης καλείται η επέκτασις εν προβάλω του δαπέδου ορόφου τινός πέραν του κατακορύφου επιπέδου των όψεων του κτιρίου. Στο δε άρθρο 84 του ιδίου Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, που όριζε περί της κατασκευής εξωστών, δεν προβλεπόταν ο συνυπολογισμός τους στο συντελεστή δομήσεως. Ειδικότερα, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου τούτου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παράγραφος 55 του νομοθετικού διατάγματος 205/1974 (ΦΕΚ 363/Α/1974), που αντιμετώπιζε την περίπτωση κατασκευής εξωστών επί τοποθετήσεως των όψεων του κτιρίου εν όλω ή εν μέρει εσώτερο της γραμμής δομήσεως ή οποιαδήποτε άλλης πλάγιας ή οπίσθιας υποχρεωτικής γραμμής.

 

{Προεξοχή εξώστη από του τμήματος της όψεως εις ό κατασκευάζεται υπέρ τα 1,80 m προσμετρείται εις την καλυπτόμενη επιφάνεια του οικοπέδου, ουχί όμως και εις τον συντελεστή δομήσεως αυτού.}

 

Περί του σκοπού της ρυθμίσεως που περιέχεται στο άρθρου 11 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού όσον αφορά την προσμέτρηση στον συντελεστή δομήσεως των εξωστών και των ημιυπαίθριων χώρων, στην εισηγητική έκθεση τούτου αναφέρονται τα εξής:

 

{Για να σταματήσει η κατασκευή εξωστών - διαδρόμων γύρω στα κτίρια, χωρίς στην πραγματικότητα να προσφέρουν τίποτα στη βελτίωση της ζωής, με το άρθρο αυτό η κατασκευή εξωστών και ημιυπαίθριων χώρων υπόκειται σε κανόνες που θα οδηγήσουν στο να πραγματοποιούνται εκεί και όπου για να αναπτυχθεί η ζωή των ενοίκων στο ύπαιθρο, σύμφωνα με τις συνθήκες του κλίματος πρέπει, όπου χρειάζονται να δώσουν ένα στέκι στη χώρα μας ...}

 

Από την αντιπαραβολή των προαναφερομένων ρυθμίσεων των ισχύοντος και προϊσχύσαντος Γενικών Οικοδομών Κανονισμών προκύπτει ότι, ήδη, επιφάνειες του κτιρίου που αποτελούν ημιυπαίθριους χώρους, εν μέρει μόνο συνυπολογίζονται στον συντελεστή δομήσεως και, συγκεκριμένα κατά το μέρος που υπερβαίνουν το 40% της συνολικής επιφανείας, που επιτρέπεται να δομηθεί στο οικόπεδο, μαζί με τις επιφάνειες των εξωστών, οι οποίοι, αντίθετα δεν συνυπολογιζόταν κατά τον προϊσχύσαντα Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό στον συντελεστή δομήσεως.

 

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ισχύσαντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, ο νομοθέτης επιδιώκει με την ανωτέρω ρύθμιση να προωθήσει την κατασκευή στις οικοδομές, αντί των εξωστών - διαδρόμων, ημιυπαίθριων χώρων που από απόψεως λειτουργικότητας εξασφαλίζουν, κατά την κρίση του, στην οικοδομή, τη βελτίωση της ζωής των ενοίκων.

 

Με αυτά τα δεδομένα, η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 11 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985) συνολικώς θεωρούμενη, δεν επάγεται, κατά τον ασκούμενο εν προκειμένω από τον ακυρωτικό δικαστή οριακό έλεγχο, επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, προβάλλων ότι η ως άνω διάταξη, εφαρμοσθείσα εν προκειμένω κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, είναι αντισυνταγματική συνεπεία αντιθέσεώς της προς το άρθρο 24 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο η ρύθμιση του άρθρου 11 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, κατά το μέρος της που αναφέρεται στους ημιυπαίθριους χώρους και κατά το οποίο είναι αυτή αυτοτελώς εξεταστέα από απόψεως συμφωνίας της προς το άρθρο 24 του Συντάγματος, επαγόμενη μερικό μόνο συνυπολογισμό στο συντελεστή δομήσεως δομημένων χώρων, συνεπάγεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως λόγο υποβαθμίσεως του οικιστικού περιβάλλοντος, και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική, ως αντιβαίνουσα προς το ανωτέρω άρθρο 24 του Συντάγματος.

 

12. Επειδή, όπως προκύπτει από το συνοδεύον την προσβαλλόμενη πράξη διάγραμμα καλύψεως, η μεν επιτρεπομένη δόμηση είναι 660,67 m2 και, επομένως, το 40% αυτής ανέρχεται σε 264,08 m2, η δε πραγματοποιούμενη συνολική επιφάνεια εξωστών, μη προβλεπομένων ημιυπαίθριων χώρων, ανέρχεται σε 106,76 m2, δηλαδή είναι μικρότερη από την επιτρεπόμενη να κατασκευασθεί χωρίς να προσμετρηθεί στον συντελεστή δομήσεως. Συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως, καθ' ερμηνεία του οποίου επετράπη με την προσβαλλόμενη η κατασκευή συνολικής επιφανείας εξωστών άνω του 40% της συνολικής επιφανείας που επιτρέπεται να δομηθεί στο οικόπεδο των παρεμβαινόντων χωρίς να υπολογισθεί στον συντελεστή δομήσεως είναι απορριπτέος διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση.

 

13. Επειδή, η παράλειψη της Διοικήσεως να ανακαλέσει και παράνομη ακόμη πράξη της δεν αποτελεί, εκτός αν υπάρχει αντίθετη διάταξη, παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας, επιδεκτική προσβολής με αίτηση ακυρώσεως, ειδικότερα δε τέτοια παράλειψη δεν συνιστά σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να ανακαλέσει οικοδομική άδεια, εφόσον δεν υπάρχει διάταξη που να επιβάλει την ανάκληση αυτή. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος τελευταίος λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο συντρέχει εν προκειμένω σχετική παράλειψη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

14. Επειδή, επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.