Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 1415/00

ΣτΕ 1415/2000


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 1415/2000

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Ολομέλεια

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-03-1999 με την εξής σύνθεση: Κ.Γ. Χαλαζωνίτης, Προεδρεύων Αντιπρόεδρος, σε αναπλήρωση του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Φ. Κατζούρος, Η. Παπαγεωργίου, Ι. Μαρή, Μ. Βροντάκης, Θ. Χατζηπαύλου, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Γ. Ανεμογιάννης, Π.Ν. Φλώρος, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Σύμβουλοι, Δ. Γρατσίας, Κ. Κουσούλης, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.

 

Για να δικάσει την από 18-11-1996 αίτηση:

 

της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (__________), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δ. Νικόπουλο (Αριθμός Μητρώου 1042), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Ν. Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 24-01-1997 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 εδάφιο α του προεδρικού διατάγματος 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμόν 2486/1996 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Πετρούλια.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

σκέφθηκε κατά το νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, που εισάγεται στην Ολομέλεια με την από 24-01-1997 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου, λόγω της σπουδαιότητάς της (άρθρο 14 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 18/1989) έχουν κατατεθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (γραμμάτια είσπραξης με αριθμό 6128044-5/1996 της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών - ειδικά έντυπα παραβόλου με αριθμούς 3299380 και 6618011/1996).

 

2. Επειδή, με την από 18-04-1996 διακήρυξη της Διεύθυνσης Συγκοινωνιακών Έργων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας προκηρύχθηκε δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός για την εκτέλεση του έργου της αποπεράτωσης τμήματος της Εθνικής οδού Σερρών - Σιδηροκάστρου - Προμαχώνα, από χιλιομετρική θέση 0+000 έως χιλιομετρική θέση 8+000. Στο διαγωνισμό, που διενεργήθηκε στις 18-06-1996, έλαβαν μέρος 19 εργοληπτικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η αιτούσα. Μετά την αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών, κλήθηκαν οι 12 πρώτες, κατά σειρά μειοδοσίας, επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αιτούσα, δεύτερη στην κατάταξη, να αιτιολογήσουν τις προσφορές τους, οι οποίες κρίθηκαν υπερβολικά χαμηλές. Μετά την υποβολή των υπομνημάτων, η Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση (ΕΕΑ) με το από 19-09-1996 πρακτικό εισηγήθηκε τον αποκλεισμό των 5 πρώτων, κατά σειρά μειοδοσίας, επιχειρήσεων, οι αιτιολογήσεις των προσφορών των οποίων κρίθηκαν ανεπαρκείς, και την ανάθεση του έργου στην 6η κατά σειρά επιχείρηση __________. Ακολούθως ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας με την οίκοθεν 2486/1996 απόφασή του ενέκρινε τον αποκλεισμό της αιτούσης και αποφάσισε την κατάπτωση ποσοστού 15% της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της στη δημοπρασία, βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 2229/1994 και 2338/1995, και με την 2485/1996 απόφασή του ενέκρινε την ανάθεση του έργου στην προαναφερόμενη επιχείρηση __________. Με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 03-03-1997 δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αιτούσα εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς ζητεί να ακυρωθεί η οίκοθεν 2486/1996 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

 

3. Επειδή, η παράγραφος 6 του άρθρου 4 του νόμου 1418/1984, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους νόμους 2229/1994 και 2338/1995, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

 

{6. Με τη δημοπρασία επιδιώκεται ανάδειξη αναδόχου ικανού για την έγκαιρη, άρτια και οικονομική κατασκευή του έργου. Για την ανάδειξη αναδόχου δεν αποτελεί μοναδικό κριτήριο η μικρότερη προσφορά. Η έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας απόκειται στην κρίση του αρμόδιου οργάνου και γίνεται μετά από σύμφωνη γνώμη Επιτροπής Εισήγησης για ανάθεση. Η επιτροπή κατά τη διατύπωση της γνώμης της λαμβάνει υπόψη της όλα όσα περιλαμβάνονται στην παράγραφο αυτή, το ύψος της προσφοράς και συνεκτιμά κάθε άλλο πρόσφορο, κατά την κρίση των μελών της, τεκμηριωμένο στοιχείο, κυρίως από την υπηρεσία του μητρώου του άρθρου 16, σχετικά με την ικανότητα και αξιοπιστία της επιχείρησης για την καλή και έγκαιρη κατασκευή του έργου, σε συνδυασμό και με τις υποχρεώσεις της από έργα υπό κατασκευή. Σε κάθε δημοπρασία έργου, που υποβάλλονται υπερβολικά χαμηλές προσφορές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, καλούνται από την αναθέτουσα αρχή τουλάχιστον οι τρεις πρώτες μειοδότριες επιχειρήσεις, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις προσφορές τους. Για τη δικαιολόγηση αυτή συντάσσεται και υποβάλλεται σχετικό υπόμνημα από καθεμιά επιχείρηση και προσκομίζονται τα απαραίτητα στοιχεία επαλήθευσης της προσφοράς. Αν τα προσκομισθέντα στοιχεία κριθούν ανεπαρκή ή ανακριβή κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης, αποκλείονται οι επιχειρήσεις αυτές από το διαγωνισμό και διαβιβάζονται αμέσως αντίγραφα των στοιχείων στην υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, που είναι αρμόδια για την τήρηση των Μητρώων Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (ΜΕΕΠ). Στις εργοληπτικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν είτε μόνες τους είτε σε κοινοπραξία σε διαγωνισμό και αποκλείονται από αυτόν κατά την ανωτέρω διαδικασία, επιβάλλεται στις πρώτες τρεις, κατά σειρά χαμηλότερων προσφορών, ως ειδική ποινική ρήτρα, η κατάπτωση, υπέρ του κυρίου του έργου, ποσοστού 20%, 15% και 10% αντίστοιχα του ποσού της εγγυητικής επιστολής στη δημοπρασία με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής. Αν επαναληφθούν από εργοληπτικές επιχειρήσεις τα ανωτέρω πέραν από δύο φορές, εκτός από την επιβολή της ανωτέρω ειδικής ποινικής ρήτρας, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με βάση τα στοιχεία που υποβάλλονται στην υπηρεσία τήρησης του Μητρώου Εργοληπτικών Επιχειρήσεων, αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση της υπηρεσίας αυτής για το μέχρι ένα (1) έτος αποκλεισμό συμμετοχής αυτών σε δημοπρασίες ...}

 

Στο δε άρθρο 30 παράγραφος 5 του προεδρικού διατάγματος 23/1993, με το οποίο έγινε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας για τα δημόσια έργα, προς τις διατάξεις και της Οδηγίας 1971/305/ΕΟΚ, που κωδικοποιήθηκαν με την Οδηγία 1993/37/ΕΟΚ προβλέπεται ότι:

 

{εάν για μια δεδομένη σύμβαση οι προσφορές είναι υπερβολικά χαμηλές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, η αναθέτουσα αρχή πριν απορρίψει τις προσφορές, ζητά εγγράφως την αιτιολόγηση των στοιχείων της προσφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να λάβει υπόψη αιτιολογήσεις που επικαλούνται την οικονομία που επιτυγχάνεται χάρη στη μέθοδο κατασκευής, τις τεχνικές λύσεις που έχουν επιλεγεί, τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες υπό τις οποίες ο προσφέρων θα εκτελέσει τις εργασίες ή την πρωτοτυπία της μελέτης του ...}

 

4. Επειδή κατά το άρθρο 2 της διακήρυξης της δημοπρασίας για την ανάδειξη αναδόχου προς ανάθεση της εκτέλεσης του επίδικου έργου:

 

{Ο διαγωνισμός θα γίνει ... σύμφωνα με:

 

α) τις διατάξεις του νόμου 1418/1984 . . . όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή του με το νόμο 2229/1994 και το νόμο 2338/1995,

β) τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 609/1985 ...

γ) τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 23/1993 ...}

 

Με την παραπομπή αυτή στις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 2229/1994 και του άρθρου δεκάτου τρίτου παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995, που τροποποίησαν το άρθρο 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, οι διατάξεις αυτές κατέστησαν ρήτρες της διακήρυξης. Δοθέντος δε ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε άλλωστε προβάλλεται από την αιτούσα, ότι είχε προσβάλει ευθέως τη διακήρυξη με αίτηση ακυρώσεως, ως προς τις ανωτέρω διατάξεις που κατέστησαν ρήτρες της διακήρυξης, οι λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν την συνταγματικότητα των διατάξεων τούτων, σε σχέση με το άρθρο 4 του Συντάγματος και τη συμφωνία αυτών προς το άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 4 της Οδηγίας 1993/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (ΣτΕ 5690/1996, 964/1998 Ολομέλεια, 966/1998 Ολομέλεια). Και τούτο διότι, με την ανεπιφύλακτη συμμετοχή της στο διαγωνισμό, η εργοληπτική επιχείρηση αποδέχεται πλήρως τη νομιμότητα της διακήρυξης, με βάση την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 διενεργείται η δημοπρασία για την ανάθεση της κατασκευής του έργου, και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η εκ μέρους της παρεμπίπτουσα, εκ των υστέρων, αμφισβήτηση του κύρους των όρων της διακήρυξης, με την ευκαιρία της προσβολής, ανάλογα με την έκβαση του διαγωνισμού για την εργοληπτική επιχείρηση, πράξεων που ανάγονται στη διεξαγωγή και τα αποτελέσματά του. Ούτε δε μπορεί να γίνει λόγος, στην περίπτωση αυτή, αντίθετα με τα όσα αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, επικαλούμενη τα άρθρα 20 παράγραφος 1 και 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (νομοθετικό διάταγμα [Ν] 53/1974) για προσβολή του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, εφ' όσον ο δικαιούμενος συμμετοχής στο διαγωνισμό έχει το δικαίωμα να προσβάλει ευθέως με αίτηση ακυρώσεως τη διακήρυξη του διαγωνισμού και παράλληλα είτε να μετάσχει με επιφύλαξη σε αυτόν, εάν η Διοίκηση προχωρήσει στη διεξαγωγή του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις συνέπειες ενδεχόμενης ακύρωσής του, είτε να ζητήσει και την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις είτε του προεδρικού διατάγματος 18/1989 είτε του νόμου 2522/1997.

 

Η αντίθετη άποψη δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη της ασφάλειας δικαίου, που επιβάλλεται από την προστασία όχι μόνο του δημόσιου συμφέροντος αλλά και των ιδιωτικών συμφερόντων των εργοληπτικών επιχειρήσεων, τα οποία (συμφέροντα) εξυπηρετούνται κατά τρόπο λυσιτελέστερο με την αμφισβήτηση της νομιμότητας της διακήρυξης πριν από τη διεξαγωγή του διαγωνισμού και όχι εκ των υστέρων και ανάλογα με την έκβασή του. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Ι. Μαρή, Ν. Ντούβας και Ν. Σακελλαρίου, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη: Εφ' όσον, με την υπό κρίσιν αίτηση, αμφισβητείται η νομιμότης της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία όμως εξεδόθη κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του νόμου 1418/1984, του προεδρικού διατάγματος 609/1985 και του προεδρικού διατάγματος 23/1993 και κατόπιν σχετικής γνωμοδοτήσεως της ΕΕΑ, δια της οποίας αποφάσεως αφ' ενός μεν ενεκρίθη ο αποκλεισμός της ήδη αιτούσης από τον σχετικό διαγωνισμό, αφ' ετέρου δε απεφασίσθει η κατάπτωσις του ως άνω, ποσοστού της κατατεθείσης από αυτήν εγγυητικής επιστολής, παραδεκτώς προβάλλονται, οι λόγοι ακυρώσεως περί συνταγματικότητας και περί αντιθέσεώς των προς το Κοινοτικό Δίκαιο, ουδεμία δε δύναται να ασκήσει επιρροή, επί του ζητήματος αυτού το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές είχαν καταστεί ρήτρες της διακηρύξεως, υπό την έννοια ότι η ήδη αιτούσα, δια της ανεπιφύλακτου συμμετοχής της, εις τον σχετικό διαγωνισμόν, στερείται, πλέον, εννόμου συμφέροντος να αμφισβητήσει την ισχύ των, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι η ήδη αιτούσα στερείτο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής διακηρύξεως αμέσου εννόμου συμφέροντος, εις ό,τι αφορά την προβολή λόγων ακυρώσεως, εν σχέσει με το θέμα αυτό, αφού κατά το χρονικό σημείο εκείνο δεν είχε καν μετάσχει εις τον σχετικό διαγωνισμό και δεν είχε καν τεθεί ζήτημα αποκλεισμού της από αυτόν κ.λ.π. Συνεπώς οι λόγοι αυτοί πρέπει να εξετασθούν από το Δικαστήριο άλλως παραβιάζεται εν προκειμένω, το δικαίωμα αυτής προς παροχή εννόμου προστασίας, το οποίο κατοχυρώνει υπέρ αυτής το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

5. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι εκδόθηκε χωρίς να έχει προσαρμοσθεί η ελληνική νομοθεσία στις απαιτήσεις της αιτιολόγησης των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, με τον καθορισμό της αναγκαίας ειδικής διαδικασίας, των αρμοδιοτήτων και των απαραίτητων για τη διεκπεραίωσή της οργάνων, αναρμοδίως δε η Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση εξέτασε τα υπομνήματα, που υποβλήθηκαν για την αιτιολόγηση των οικονομικών προσφορών.

 

6. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, όπως η παράγραφος αυτή διαμορφώθηκε με τα άρθρα 1 παράγραφοι 4 και 5)α του νόμου 2229/1994, συνάγεται ότι η Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση, η οποία είναι αρμόδια να διατυπώσει τη σύμφωνη γνώμη της για το αποτέλεσμα της δημοπρασίας, γνωμοδοτεί αιτιολογημένα, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική διαδικασία, και για τον αποκλεισμό, από την αναθέτουσα αρχή, των εργοληπτικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν αιτιολόγησαν τις υπερβολικά χαμηλές προσφορές τους. Συγκεκριμένα η Επιτροπή εκφέρει τη σύμφωνη γνώμη της, αφού εξετάσει τα υπομνήματα που υποβάλλονται από τις εργοληπτικές επιχειρήσεις, που έχουν προηγουμένως κληθεί να αιτιολογήσουν τις υπερβολικά χαμηλές προσφορές τους, καθώς και τα απαραίτητα για την επαλήθευση των προσφορών αυτών στοιχεία. Συνεπώς ο κρινόμενος λόγος ακυρώσεως, που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, είναι απορριπτέος.

 

7. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 2229/1994 και το άρθρο δέκατο τρίτο παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995) αλλά και του άρθρου 30 παράγραφος 5 του προεδρικού διατάγματος 23/1993 η πρόσκληση για την αιτιολόγηση υπερβολικά χαμηλής προσφοράς, αφορά το σύνολο της προσφοράς και δεν επιβάλλεται να αναφέρεται σε συγκεκριμένα επί μέρους κεφάλαια ή στοιχεία αυτής. Εξ άλλου, δεν απαιτείται κατά νόμον ειδικότερη αιτιολογία της πρόσκλησης για την αιτιολόγηση υποβληθείσης προσφοράς, η υποχρέωση δε για την διατύπωση ειδικής αιτιολογίας, αφορά την τυχόν επακολουθούσα πράξη, με την οποία τα προσκομισθέντα στοιχεία αξιολογούνται ως ανεπαρκή ή ανακριβή και κατ' ακολουθίαν η προσφορά κρίνεται αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου απορριπτέα (βλέπε ΣτΕ 965/1998, 966/1998 Ολομέλεια). Συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ανεξάρτητα από το παραδεκτό της προβολής του από την αιτούσα, η οποία είχε υποβάλει τη δεύτερη, κατά σειρά μειοδοσίας, προσφορά, εν όψει της παραγράφου 2 του άρθρου 14ου της διακήρυξης, κατά την οποία Η Υπηρεσία διατηρεί το δικαίωμα ... σε περίπτωση που διαπιστώσει κατά την απόλυτη κρίση της ότι οι προσφορές των εργοληπτικών επιχειρήσεων είναι υπερβολικά χαμηλές να καλέσει τουλάχιστον τις τρεις πρώτες μειοδότριες επιχειρήσεις να δικαιολογήσουν τις προσφορές τους ... (βλέπε ΣτΕ 966/1998 Ολομέλεια). Αορίστως δε και αναπόδεικτα η αιτούσα προβάλλει ότι, η προς αυτήν πρόσκληση, για την αιτιολόγηση της προσφοράς της, είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.

 

8. Επειδή, προβάλλεται ότι, λόγω προφανούς πλάνης περί τα πράγματα, θεωρήθηκε ως επαρκής η αιτιολόγηση της αναδειχθείσης αναδόχου εταιρείας με τεκμαρτή έκπτωση 23,70%, έναντι της ... αιτιολόγησης (της αιτούσης) με τεκμαρτή έκπτωση 31,60%, χωρίς να εκτιμηθούν, όσον αφορά την αιτούσα, τα αναγόμενα στο εδάφιο β' του άρθρου 30 παράγραφος 4 της Οδηγίας 1993/37/ΕΟΚ, στοιχεία της αιτιολόγησής της.

 

9. Επειδή, ο παραπάνω λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που με αυτόν αμφισβητείται η νομιμότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως 2485/1996, με την οποία κρίθηκε επαρκής η αιτιολόγηση της προσφοράς της αναδόχου εταιρείας, είναι απορριπτέος ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, διότι, εκτός του ότι με αυτόν πλήττεται πράξη μη προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα η οποία είχε ήδη αποκλεισθεί από το διαγωνισμό, λόγω αναιτιολόγητης υπερβολικά χαμηλής προσφοράς, μπορεί να στραφεί μόνον κατά του αποκλεισμού της και δεν νομιμοποιείται να αμφισβητήσει τη μεταγενέστερη θετική, για την προσφορά της εργοληπτικής επιχείρησης που αναδείχθηκε ανάδοχος, κρίση, δεδομένου ότι ο έλεγχος της αιτιολόγησης καθεμιάς από τις προσφορές των διαγωνιζομένων επιχειρήσεων είναι κατά νόμον, αυτοτελής και δεν προϋποθέτει σύγκριση των προσφορών. Περαιτέρω δε όσον αφορά την νομιμότητα της αιτιολόγησης της κρίσης που αφορά την προσφορά της αιτούσης, η Επιτροπή Εισήγησης για την Ανάθεση του έργου με το από 19-09-1996 Πρακτικό, το οποίο εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, γνωμοδότησε υπέρ του αποκλεισμού της αιτούσης από το διαγωνισμό, θεωρώντας την προσφορά της αναιτιολόγητη και ζημιογόνο. Συγκεκριμένα η Επιτροπή εξετάζοντας ορισμένα κονδύλια της προσφοράς, που αφορούν τα γενικά έξοδα εργοταξίου, τα γενικά έξοδα του έργου και το άμεσο κόστος του έργου, έκρινε, με ειδική αιτιολογία για κάθε κεφάλαιο, ότι αυτά είχαν διαμορφωθεί σε τιμές που δεν δικαιολογούνται και ότι, κατά την εκτίμησή της, υπάρχει επιβάρυνση του κόστους του έργου ως προς τα κονδύλια αυτά, η οποία υπερκαλύπτει το προσδοκώμενο, σύμφωνα με την αιτιολόγηση της προσφοράς της αιτούσης κέρδος, με συνέπεια να προκύπτει ζημία. Κατά των περιεχόμενων στο παραπάνω πρακτικό της Επιτροπής αιτιολογιών αποκλεισμού της αιτούσης, καμία συγκεκριμένη αιτίαση δεν προβάλλεται. Αορίστως δε, με το δεύτερο σκέλος του κρινόμενου λόγου, η αιτούσα προβάλλει ότι, κατά την εξέταση της προσφοράς της, δεν εκτιμήθηκαν τα αναγόμενα στο άρθρο 30 παράγραφος 5 του προεδρικού διατάγματος 23/1993 (άρθρο 30 παράγραφος 4 της Οδηγίας 1993/37/ΕΟΚ) στοιχεία της αιτιολόγησής της, αφού δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα ποια ήσαν τα στοιχεία αυτά, που είχε επικαλεσθεί με το υπόμνημα που υπέβαλε για την αιτιολόγηση της προσφοράς της και ειδικότερα του ύψους των προσφερόμενων τιμών των εξετασθέντων κεφαλαίων αυτής και τα οποία η Διοίκηση παρέλειψε να λάβει υπ' όψη της.

 

10. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 23 παράγραφοι 2, 3 και 4 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, 30 παράγραφος 5 εδάφιο 1 του προεδρικού διατάγματος 23/1993, 1 παράγραφος 5)α εδάφια 1-3 του νόμου 2229/1994 και δέκατου τρίτου παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995, εκδόθηκε μετά τη λήξη του χρόνου δεσμευτικότητας της προσφοράς της αιτούσης. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 2229/1994 και το άρθρο δέκατο τρίτο παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995, κατάπτωση, ως ειδικής ποινικής ρήτρας, ποσοστού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, ουδόλως επιβάλλεται να ενεργείται εντός του οριζόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, χρόνου ισχύος της υποβληθείσης προσφοράς (ΣτΕ 966/1998 Ολομέλεια).

 

11. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 30 παράγραφος 5 εδάφιο τρίτο του προεδρικού διατάγματος 23/1993 (άρθρο 30 παράγραφος 4 εδάφιο τρίτο της Οδηγίας 1993/37/ΕΟΚ) η Αναθέτουσα Αρχή παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την απόρριψη της προσφοράς της αιτούσης ως υπερβολικά χαμηλής. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν μπορεί να θεωρηθεί ως προβαλλόμενος μετ' εννόμου συμφέροντος, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος, διότι η τυχόν παράλειψη ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του αποκλεισμού εργοληπτικής επιχείρησης από διαγωνισμό, λόγω υποβολής μη δικαιολογημένης, υπερβολικά χαμηλής προσφοράς.

 

12. Επειδή, κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, που ανέρχεται στο ποσό των 14.000 δραχμών.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10-06-1999 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 07-04-2000.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.