Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 964/1998
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 06-06-1997 με την εξής σύνθεση: Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Λ. Οικονόμου, Γ. Δεληγιάννης, Ν. Παπαδημητρίου, Ηλίας Παπαγεωργίου, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης, Θ. Χατζηπαύλου, Φ. Στεργιόπουλος, Γ. Σταυρόπουλος, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Κ. Μενουδάκος, Ε. Γαλανού, Γ. Ανεμογιάννης, Σ. Ρίζος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Εμμανουήλ Δαρζέντας, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Αθανάσιος Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ελ. Δανδουλάκη, Σύμβουλοι, Ι. Μαντζουράνης, Σ. Μαρκάτης, Πάρεδροι, Φ. Καμπάνης, Γραμματέας.
Για να δικάσει την από 30-05-1996 αίτηση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, οδός __________ αριθμός __________, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Ελένη Τροβά (Αριθμός Μητρώου 13581), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Ν. Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της παρεμβαίνουσας εταιρείας με την επωνυμία __________, που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, οδός __________ αριθμός __________, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Προκόπη Παυλόπουλο (Αριθμός Μητρώου 7107), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 12-11-1996 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 εδάφιο α του προεδρικού διατάγματος 18/1989.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί:
α) η υπ' αριθμόν 4102/1996 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας/τέως 3η ΠΥΔΕ/ Διεύθυνση Υδραυλικών Έργων,
β) η υπ' αριθμόν 4127/1996 απόφαση που υπογράφει με εντολή του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Υδραυλικών Έργων,
γ) το από 05-06-1996 πρακτικό της Επιτροπής Εισήγησης για Ανάθεση του έργου Ύδρευση Θεσσαλονίκης από ποταμό Αλιάκμονα - Ολοκλήρωση αγωγού προσαγωγής από ποταμό Αξιό μέχρι αντλιοστασίου Σίνδου,
δ) η από 04-07-1996 εντολή κατάπτωσης εγγυητικής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Μ. Βροντάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της αιτούσης εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας εταιρείας και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και ,
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, η οποία λόγω μείζονος σπουδαιότητος εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια, με πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (1068817 και 1068818/1996 διπλότυπα εισπράξεως της Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 3139446 και 7873191/1996 γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή η Διεύθυνση Υδραυλικών Έργων τέως 3ης ΠΥΔΕ της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας με διακήρυξή της, που εγκρίθηκε από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας (απόφαση 5030/4.8.1995) προσκάλεσε εργοληπτικές επιχειρήσεις να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για προεπιλογή προς συμμετοχή στο διαγωνισμό για την ανάδειξη αναδόχου εκτελέσεως του έργου: Ύδρευση Θεσσαλονίκης από ποταμό Αλιάκμονα - Ολοκλήρωση αγωγού προσαγωγής από ποταμό Αξιό μέχρι Αντλιοστάσιο Σίνδου, προϋπολογισμού κατά την μελέτη 5.200.000.000 δραχμών. Η αιτούσα, η οποία εξεδήλωσε ενδιαφέρον προς τούτο, προεπιλέχθηκε να συμμετάσχει στη β' φάση του διαγωνισμού με το από 20-11-1995 πρακτικό της Επιτροπής Προεπιλογής, που εγκρίθηκε με την απόφαση 8426/ΠΕ/1996 του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Ακολούθως, η ίδια Διεύθυνση Υδραυλικών Έργων, με διακήρυξή της, που εγκρίθηκε με εντολή Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας από τον Προϊστάμενο της Διευθύνσεως αυτής (απόφαση 9059/1996), προσκάλεσε τις προεπιλεγείσες εργοληπτικές επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στη β' φάση του διαγωνισμού προς ανάδειξη αναδόχου για την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου. Στην δε β' φάση του διαγωνισμού αυτού έλαβε μέρος και η αιτούσα εταιρεία. Με το από 04-05-1996 πρακτικό της, η Επιτροπή Εισηγήσεως για ανάθεση έργων της τέως 3ης ΠΥΔΕ γνωμοδότησε να απορριφθεί η προσφορά της αιτούσης ως αναιτιολόγητα χαμηλή και να ανατεθεί το έργο στην εταιρεία Εργομηχανική ΑΤΕ.
Ακολούθως, με την 4102/7.6.1996 πράξη του, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ενέκρινε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού και ανέθεσε την εκτέλεση του έργου στην πιο πάνω εταιρεία. Περαιτέρω, με την απόφαση 4127/1996 που εξέδωσε με εντολή Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ο Προϊστάμενος της Διευθύνσεως Υδραυλικών Έργων της τέως 3ης ΠΥΔΕ επεβλήθη στην αιτούσα η κατάπτωση ποσοστού 10% της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της στη δημοπρασία.
Με την πράξη δε 21243/1996 του Προϊσταμένου της 1ης ΔΕΚΕ (τέως 3ης ΠΥΔΕ) εκλήθη η Δωρική Τράπεζα να καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό της εκδοθείσης υπ' αυτής εγγυητικής συμμετοχής της αιτούσης στη δημοπρασία, του οποίου διατάχθηκε η κατάπτωση. Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί την ακύρωση των ανωτέρω πράξεων, που αφορούν την έγκριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού μετά την απόρριψη της προσφοράς της και την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της στο διαγωνισμό. Από αυτές, το πρακτικό της Επιτροπής Εισηγήσεως για ανάθεση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και προσβάλλεται απαραδέκτως με την κρινόμενη αίτηση, που ασκείται παραδεκτώς κατά της ανωτέρω πράξεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία ενέκρινε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού και ανέθεσε την εκτέλεση του έργου στην προαναφερθείσα εταιρεία.
3. Επειδή, εξ άλλου, η τρίτη των ανωτέρω πράξεων, με την οποία επεβλήθη στην αιτούσα, κατ' εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενεστέρως με τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 2229/1994 και του άρθρου δεκάτου τρίτου παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995, ως ειδική ποινική ρήτρα, η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου ποσοστού 20% της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της στη δημοπρασία, για τον λόγο ότι, κληθείσα να δικαιολογήσει την προσφορά της, που ήταν η τρίτη κατά σειράν χαμηλότερη από τις υποβληθείσες, προσκόμισε προς επαλήθευσή της στοιχεία που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη πράξη περί εγκρίσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού ανεπαρκή, με συνέπεια την απόρριψη της προσφοράς, συναρτάται ευθέως εκ του νόμου προς το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης περί αποκλεισμού της αιτούσης και υπάγεται, για τον δικαστικό της έλεγχο, στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, συμπροσβαλλόμενη παραδεκτώς με την κρινόμενη αίτηση.
Οι Σύμβουλοι Μ. Βροντάκης, Γ. Σταυρόπουλος, Ν. Σκλίας, Α. Ράντος και Ελ. Δανδουλάκη, μειοψήφησαν και διετύπωσαν την εξής γνώμη: Η πράξη του διοικητικού οργάνου που επιφέρει, βάσει της προαναφερθείσης διατάξεως, την κατάπτωση ποσοστού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής στο διαγωνισμό, δημιουργεί διοικητική διαφορά, κατά το μέρος που συνεπάγεται σύσταση χρηματικής οφειλής της συμμετεχούσης στο διαγωνισμό εταιρείας, ενώ αντιθέτως, κατά το μέρος που ασκείται με την πράξη αυτή το συμβατικό δικαίωμα του Δημοσίου, στο οποίο εδόθη η εγγυητική επιστολή, έναντι της Τραπέζης που την εξέδωσε, παραμένει στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου. Κατ' ακολουθίαν, η έκδοση της τρίτης προσβαλλομένης πράξεως, που διατάσσει την κατάπτωση κατά το αναφερθέν ποσοστό της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της αιτούσης στο διαγωνισμό, γεννά για την εκδότρια Τράπεζα συμβατική υποχρέωση προς άμεση καταβολή. Αυτή δε, προβαίνοντας στην καταβολή, δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά της αιτούσης, δυνάμει της εννόμου σχέσεως που την συνδέει με εκείνη, η δ' αιτούσα, μετά την καταβολή των αναγωγικά ζητηθέντων, δικαιούται περαιτέρω να στραφεί αναγωγικά κατά του Δημοσίου, αμφισβητώντας τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για την κατάπτωση ποσοστού της εγγυητικής επιστολής. Η αγωγή αυτή, ασκουμένη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων εν όψει του χρόνου καταβολής από την αιτούσα του ποσού ίσον προς το ποσοστό της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής που κατέπεσε (άρθρο 9 του νόμου [Ν] 1406/1983), συνιστά, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, εν σχέσει προς την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως που βάλλει κατά της ανωτέρω πράξεως, παράλληλη προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 45 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, διότι επάγεται ισοδύναμο με εκείνην έννομο αποτέλεσμα. Τέλος, η τέταρτη προσβαλλόμενη πράξη, που συνιστά πράξη εκτελέσεως της τρίτης εξ αυτών, στερείται εκτελεστού χαρακτήρος και προσβάλλεται απαραδέκτως με την κρινόμενη αίτηση.
4. Επειδή στη δίκη παρεμβαίνει παραδεκτώς, προς διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας περί εγκρίσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού και αναθέσεως της εκτελέσεως του έργου σ' εκείνη, η εταιρεία Εργομηχανική ΑΤΕ.
5. Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του νόμου 1418/1984 (ΦΕΚ 23/Α/1984) ως τρόποι επιλογής της εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή του έργου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, α) η ανοικτή δημοπρασία και β) η δημοπρασία με προεπιλογή, στην οποία αρχικά εκδηλώνουν ενδιαφέρον συμμετοχής όλοι όσοι θεωρούν ότι διαθέτουν τα προσόντα που προδιαγράφονται στη διακήρυξη, ακολουθεί δε προεπιλογή και πρόσκληση για συμμετοχή στην κυρίως δημοπρασία και επίδοση προσφοράς εκείνων που έχουν προεπιλεγεί. Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου περιγράφονται τα καθοριζόμενα στη διακήρυξη συστήματα υποβολής των προσφορών. Τα συστήματα αυτά είναι, μεταξύ άλλων, το καθοριζόμενο και στον επίδικο διαγωνισμό σύστημα, που προβλέπει τη συμπλήρωση από το μειοδότη ανοικτού τιμολογίου, με έλεγχο ομαλότητας των τιμών σε σχέση με αντίστοιχο τιμολόγιο, το οποίο περιέχει τιμές της Υπηρεσίας (εδάφιο γ, βλέπε επίσης και άρθρο 8 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 (ΦΕΚ 223/Α/1985)), καθώς και το σύστημα όπου η προσφορά περιλαμβάνει μελέτη και κατασκευή με κατ' αποκοπή εργολαβικό αντάλλαγμα για το έργο ολόκληρο ή κατά τμήματα. Στο σύστημα αυτό αξιολογείται πρώτα η ποιότητα της προσφοράς (μελέτη) και ακολούθως εξετάζεται η οικονομική προσφορά (εδάφιο ε). Το τελευταίο αυτό σύστημα προβλέπεται και στο άρθρο 10 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, στην παράγραφο δε 3 του άρθρου αυτού ορίζονται τα εξής:
{Για την ανάδειξη του αναδόχου κατά το σύστημα αυτού του άρθρου, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές προσφορές, έπειτα από αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών ή και της προθεσμίας για την αποπεράτωση. Η κρίση και αξιολόγηση αυτή γίνεται πριν ανοιχτούν οι οικονομικές προσφορές. Τα κριτήρια της αξιολόγησης και οι συντελεστές επιρροής τους ορίζονται πάντοτε στη διακήρυξη. Οι κρινόμενες μελέτες βαθμολογούνται και η βαθμολογία αυτή ανακοινώνεται σε όλους τους ενδιαφερομένους. Η διακήρυξη μπορεί να προβλέπει την απόρριψη προσφορών που δεν συγκεντρώνουν ένα ελάχιστο όριο ανεκτής βαθμολογίας. Η βέλτιστη προσφορά προκύπτει ως μαθηματική συνάρτηση της οικονομικής προσφοράς και της βαθμολογίας με παραμέτρους που ορίζονται επίσης στη διακήρυξη.}
Εξάλλου, στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 του νόμου 1418/1984 ορίζεται ότι οι δημοπρατήσεις διεξάγονται σε δύο στάδια, με το πρώτο να περιλαμβάνει την κατάθεση των προσφορών στην επιτροπή διαγωνισμού και το δεύτερο την εξέταση των προσφορών από την επιτροπή εισήγησης για ανάθεση.
Η δε παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου 4, όπως η παράγραφος αυτή αρχικά ίσχυε, πριν, δηλαδή, να τροποποιηθεί με τους νόμους 2229/1994 ((ΦΕΚ 138/Α/1994) άρθρο 1 παράγραφοι 4 και 5)α) και 2338/1995 ((ΦΕΚ 202/Α/1995) άρθρο δέκατο τρίτο παράγραφος 4), όριζε τα εξής:
{Με τη δημοπρασία επιδιώκεται η ανάδειξη αναδόχου ικανού για την έγκαιρη, άρτια και οικονομική κατασκευή του έργου. Για την ανάδειξη αναδόχου δεν αποτελεί μοναδικό κριτήριο η μικρότερη προσφορά. Η έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας απόκειται στην κρίση του αρμόδιου οργάνου και γίνεται μετά από σύμφωνη γνώμη Επιτροπής Εισήγησης για Ανάθεση (ΕΕΑ). Η Επιτροπή, κατά τη διατύπωση της γνώμης της λαμβάνει υπόψη της το ύψος της προσφοράς και συνεκτιμά κάθε άλλο πρόσφορο κατά την κρίση των μελών της τεκμηριωμένο στοιχείο από την υπηρεσία του μητρώου του άρθρου 16 σχετικά με την ικανότητα και αξιοπιστία της επιχείρησης για την καλή και έγκαιρη κατασκευή του έργου σε συνδυασμό και με τις υποχρεώσεις της από έργα υπό κατασκευή.}
Η διαδικασία κατάθεσης των προσφορών προβλέπεται στο άρθρο 17 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, στις παραγράφους δε 7 και 8 του άρθρου αυτού ορίζονται τα εξής:
{7. Όταν ολοκληρωθεί η παραλαβή των προσφορών, η Επιτροπή διαγωνισμού σε μυστική συνεδρίαση αποφασίζει αν έχουν τηρηθεί οι τυπικές προϋποθέσεις από όσους υπέβαλαν προσφορά. Για όσους η Επιτροπή κρίνει ότι δεν πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις για την υποβολή προσφοράς, οι κλειστοί φάκελοι οικονομικής ή και τεχνικής προσφοράς επιστρέφονται χωρίς να ανοιχτούν. Αν οι ενδιαφερόμενοι διαφωνούν και δηλώσουν ότι θα διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους, συμπληρώνοντας και τις επουσιώδεις τυπικές προϋποθέσεις που λείπουν, οι φάκελοί τους κρατούνται χωρίς να ανοιχτούν μέχρι την έκδοση απόφασης επί των αντιρρήσεων ή την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για υποβολή τους.
8. Αν πρόκειται για δημοπρασία με αξιολόγηση προσφορών, η Επιτροπή διαγωνισμού διαβιβάζει το σύνολο των κλειστών προσφορών στην Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση για να γίνει αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών. Στις λοιπές περιπτώσεις η Επιτροπή αποσφραγίζει σε δημόσια συνεδρίαση τις οικονομικές προσφορές, και ανακοινώνει συνοπτικά, ανάλογα με το εφαρμοζόμενο σύστημα, τα σημαντικά στοιχεία των προσφορών, όπως π.χ. προσφερόμενα ποσοστά έκπτωσης ή συνολικό ύψος προϋπολογισμού προσφοράς, τα οποία καταχωρούνται και στα πρακτικά. Τα έγγραφα της οικονομικής προσφοράς μονογράφονται από τα μέλη της Επιτροπής, και το σύνολο των προσφορών με τα πρακτικά της δημοπρασίας διαβιβάζονται στην Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση. Σε κάθε περίπτωση αντίγραφο των πρακτικών με τις τυχόν αντιρρήσεις των ενδιαφερομένων και τη γνώμη της Επιτροπής για τις αντιρρήσεις αυτές υποβάλλεται στην Προϊσταμένη Αρχή.}
Ακολούθως, στο άρθρο 18 του πιο πάνω διατάγματος ορίζονται τα εξής:
{1. Η Επιτροπή Εισήγησης για Ανάθεση (ΕΕΑ) εξετάζει τις προσφορές σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984 και γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για το αποτέλεσμα της δημοπρασίας. Στις περιπτώσεις δημοπρασιών με αξιολόγηση προσφορών προηγείται η αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 10. Μετά την κρίση από μέρους της Προϊσταμένης Αρχής σε τυχόν αντιρρήσεις που υποβλήθηκαν σχετικά με την αξιολόγηση, ανοίγονται σε δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής οι φάκελοι των οικονομικών προσφορών και εφαρμόζεται η οριστικοποιημένη βαθμολόγηση για την ανεύρεση της βέλτιστης προσφοράς.
2. Κατ' αρχή εξετάζεται η ανάθεση στην επιχείρηση που υπέβαλε τη μικρότερη ή τη βέλτιστη αντίστοιχα προσφορά και αν η επιχείρηση αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του νόμου 1418/1984 εξετάζεται η αμέσως επόμενη προσφορά κατά σειρά ύψους και ούτω καθεξής, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, άρτια και οικονομική κατασκευή του έργου.}
Για τη διαδικασία της προεπιλογής προβλέπει ειδικότερα το άρθρο 19 του ίδιου διατάγματος, στην παράγραφο δε 2 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι:
{2. Η επιλογή στηρίζεται στη μελέτη των φακέλων των ενδιαφερομένων και στα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του νόμου 1418/1984, που εκτιμώνται ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Το αποτέλεσμα της προεπιλογής ανακοινώνεται εγγράφως από την αρμόδια υπηρεσία σε όλους όσοι υπέβαλαν αίτηση είτε έχουν επιλεγεί είτε όχι. Οι αντιρρήσεις για την προεπιλογή υποβάλλονται ειδικά μέσα σε 5 μέρες από την πιο πάνω ανακοίνωση και απευθύνονται στην Προϊσταμένη Αρχή η οποία αποφασίζει σ' αυτές.}
Τέλος, στο άρθρο 20 του διατάγματος αυτού ορίζονται τα εξής:
{Αντιρρήσεις κατά του κύρους των δημοπρασιών μπορεί να υποβληθούν μόνο από επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο διαγωνισμό ή αποκλείστηκαν απ' αυτόν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας του. Οι αντιρρήσεις μπορεί να υποβληθούν μόνο για τα στάδια προεπιλογής, κατάθεσης προσφορών και αξιολόγησης και για λόγους που ανακύπτουν κατά το αντίστοιχο στάδιο. Στην περίπτωση της παραγράφου 7 του άρθρου 17 με τις αντιρρήσεις υποβάλλονται και τα απαιτούμενα συμπληρωματικά τυπικά στοιχεία. Οι αντιρρήσεις, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου, υποβάλλονται μέσα σε δύο μέρες από την ανακοίνωση του αποτελέσματος του αντίστοιχου σταδίου και απευθύνονται στον Πρόεδρο της αντίστοιχης Επιτροπής. Στις αντιρρήσεις αποφασίζει η Προϊσταμένη Αρχή.}
6. Επειδή, από τις μνημονευμένες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, προκύπτει ότι όσοι συμμετέχουν σε διαγωνισμό μπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις μόνο για τα στάδια προεπιλογής, κατάθεσης των προσφορών (τεχνικών και οικονομικών) και αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών και μόνο για λόγους που ανακύπτουν κατά το αντίστοιχο στάδιο. Αντιθέτως, για το στάδιο της εξέτασης ή αξιολόγησης - όταν απαιτείται τέτοια αξιολόγηση - των οικονομικών προσφορών, στάδιο κατά το οποίο έχει ήδη επιληφθεί η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση και, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του νόμου 1418/1984, έχει εκφέρει τη σύμφωνη γνώμη της για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, δεν προβλέπεται, ως τυπικό στοιχείο της διαδικασίας, η υποβολή αντιρρήσεων για λόγους που ανακύπτουν κατά το στάδιο αυτό.
Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Λ. Οικονόμου, Π. Χριστόφορος, Μ. Βροντάκης, Σ. Ρίζος, Π. Πικραμμένος, Ε. Δαρζέντας, Αθανάσιος Ράντος, Δ. Μπριόλας και Ε. Δανδουλάκη, τη γνώμη των οποίων υποστήριξαν και οι Πάρεδροι Ι. Μαντζουράνης και Σ. Μαρκάτης. Η άποψη της μειοψηφίας είναι η ακόλουθη: κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 20 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 (κατά την οποία αντιρρήσεις μπορεί να υποβληθούν μόνο για τα στάδια ... κατάθεσης των προσφορών και αξιολόγησης), ερμηνευόμενης σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 5 του νόμου 1418/1984 (κατά την οποία η δημοπράτηση διεξάγεται σε δύο στάδια.
Στο πρώτο περιλαμβάνει την κατάθεση των προσφορών στην επιτροπή διαγωνισμού και το δεύτερο την εξέταση των προσφορών από την επιτροπή εισήγησης για ανάθεση), αντιρρήσεις κατά το δεύτερο στάδιο της εξέτασης των προσφορών μπορούν να υποβληθούν σε κάθε περίπτωση, αδιαφόρως συστήματος διενέργειας του διαγωνισμού. Και στη μεν περίπτωση διενέργειας του διαγωνισμού με το σύστημα προσφοράς που περιλαμβάνει μελέτη και κατασκευή, οι αντιρρήσεις μπορούν να αφορούν τόσο την σε πρώτη φάση του σταδίου αυτού αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών, όσο και την σε επακολουθούσα φάση αξιολόγηση των οικονομικών προσφορών. Στη δε περίπτωση διενέργειας του διαγωνισμού με οποιοδήποτε άλλο σύστημα, οι αντιρρήσεις αφορούν την αξιολόγηση των οικονομικών προσφορών. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι ασυμβίβαστη με την αξιούμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984 σύμφωνη γνώμη της επιτροπής εισήγησης για ανάθεση για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας τούτο δε, γιατί η έχουσα την αποφασιστική αρμοδιότητα προϊσταμένη αρχή, αν τυχόν αποδεχθεί τις αντιρρήσεις που στρέφονται κατά της κρίσης της πιο πάνω επιτροπής περί αποκλεισμού της οικονομικής προσφοράς κάποιου διαγωνιζομένου, δεν προβαίνει η ίδια σε έγκριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού αλλά αναπέμπει την προσφορά στην πιο πάνω επιτροπή προς νέα, προσηκόντως αιτιολογημένη, εξέταση και αξιολόγηση και συνέχιση από το σημείο αυτό της διαδικασίας του διαγωνισμού.
7. Επειδή, ακολούθησαν οι νόμοι 2229/1994 και 2338/1995, οι οποίοι τροποποίησαν την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του νόμου 1418/1984 (βλέπε αντιστοίχως άρθρα 1 παράγραφοι 4 και 5)α του πρώτου νόμου και δέκατο τρίτο παράγραφος 4 του δεύτερου) και εισήγαγαν ειδική διαδικασία αποκλεισμού από διαγωνισμό εταιριών που υποβάλλουν υπερβολικά χαμηλές προσφορές. Μετά τις τροποποιήσεις αυτές, στην πιο πάνω διάταξη ορίζονται τα εξής:
{6. Με τη δημοπρασία επιδιώκεται ανάδειξη αναδόχου ικανού για την έγκαιρη, άρτια και οικονομική κατασκευή του έργου. Για την ανάδειξη αναδόχου δεν αποτελεί μοναδικό κριτήριο η μικρότερη προσφορά. Η έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας απόκειται στην κρίση του αρμόδιου οργάνου και γίνεται μετά από σύμφωνη γνώμη Επιτροπής Εισήγησης για Ανάθεση (ΕΕΑ). Η επιτροπή κατά τη διατύπωση της γνώμης της λαμβάνει υπόψη της όλα όσα περιλαμβάνονται στην παράγραφο αυτή, το ύψος της προσφοράς και συνεκτιμά κάθε άλλο πρόσφορο, κατά την κρίση των μελών της, τεκμηριωμένο στοιχείο, κυρίως από την υπηρεσία του μητρώου του άρθρου 16, σχετικά με την ικανότητα και αξιοπιστία της επιχείρησης για την καλή και έγκαιρη κατασκευή του έργου, σε συνδυασμό και με τις υποχρεώσεις της από έργα υπό κατασκευή. Σε κάθε δημοπρασία έργου, που υποβάλλονται υπερβολικά χαμηλές προσφορές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, καλούνται από την αναθέτουσα αρχή τουλάχιστον οι τρεις πρώτες μειοδότριες επιχειρήσεις, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις προσφορές τους. Για τη δικαιολόγηση αυτή συντάσσεται και υποβάλλεται σχετικό υπόμνημα από καθεμιά επιχείρηση και προσκομίζονται τα απαραίτητα στοιχεία επαλήθευσης της προσφοράς. Αν τα προσκομισθέντα στοιχεία κριθούν ανεπαρκή ή ανακριβή κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης, αποκλείονται οι επιχειρήσεις αυτές από διαγωνισμό και διαβιβάζονται αμέσως αντίγραφα των στοιχείων στην υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων που είναι αρμόδια για την τήρηση των Μητρώων Εργοληπτικών Επιχειρήσεων. Στις εργοληπτικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν είτε μόνες τους είτε σε κοινοπραξία σε διαγωνισμό και αποκλείονται από αυτό κατά την ανωτέρω διαδικασία, επιβάλλεται στις πρώτες τρεις, κατά σειρά χαμηλότερων προσφορών, ως ειδική ποινική ρήτρα, η κατάπτωση, υπέρ του κυρίου του έργου, ποσοστού 20%, 15% και 10% αντίστοιχα του ποσού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής στη δημοπρασία με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής. Αν επαναληφθούν από εργοληπτικές επιχειρήσεις τα ανωτέρω πέραν από δύο φορές, εκτός από την επιβολή της ανωτέρω ειδικής ποινικής ρήτρας, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με βάση τα στοιχεία που υποβάλλονται στην υπηρεσία τήρησης του Μητρώου Εργοληπτικών Επιχειρήσεων, αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση της υπηρεσίας αυτής για το μέχρι ένα (1) έτος αποκλεισμό συμμετοχής αυτών σε δημοπρασίες. Η τελευταία αυτή διάταξη, για τον αποκλεισμό συμμετοχής σε δημοπρασίες, ισχύει και για όλες τις εργοληπτικές επιχειρήσεις που είτε μόνες τους είτε σε κοινοπραξία αποκλείονται κατά την ανωτέρω διαδικασία πέραν από δύο φορές από διαγωνισμούς, ανεξάρτητα αν τους επιβλήθηκε ή όχι η ανωτέρω ειδική ποινική ρήτρα. Στο προοίμιο της σχετικής απόφασης αποκλεισμού, εκτός των άλλων στοιχείων, θα μνημονεύονται τα υπομνήματα που υποβάλλουν κάθε φορά οι επιχειρήσεις, που θεωρούνται ως απολογία της, ή η άρνηση υποβολής. Η τυχόν υποβαλλόμενη προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Οι σχετικές αποφάσεις κοινοποιούνται με κάθε πρόσφορο μέσο σε όλους τους φορείς που εκτελούν δημόσια έργα, ώστε να αποκλείονται οι εργοληπτικές αυτές επιχειρήσεις από όλες τις δημοπρασίες.}
Εξάλλου, σε περίπτωση υπερβολικά χαμηλών, σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες, προσφορών, η απαίτηση για αιτιολόγηση των στοιχείων της προσφοράς, προτού τις απορρίψει η αναθέτουσα αρχή, προβλεπόταν και από την παράγραφο 5 του άρθρου 30 του προεδρικού διατάγματος 23/1993 (ΦΕΚ 8/Α/1993), με το οποίο είχαν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη, μεταξύ άλλων, οι οδηγίες 1971/305/ΕΟΚ και 1989/440/ΕΟΚ (για την αιτιολόγηση της προσφοράς βλέπε άρθρο 29 παράγραφος 5 της πρώτης από τις πιο πάνω οδηγίες, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 20 της δεύτερης οδηγίας, βλέπε επίσης και άρθρο 30 παράγραφος 4 της 1993/37/ΕΟΚ κωδικοποιητικής οδηγίας). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις που μνημονεύθηκαν στην τρίτη σκέψη, συνάγεται ότι δεν προβλέπεται η υποβολή αντιρρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20 του προεδρικού διατάγματος 609/1985, ούτε κατά του πρακτικού με το οποίο η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση, εκφέροντας τη σύμφωνη γνώμη της για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, γνωμοδοτεί για τον αποκλεισμό υποψήφιου αναδόχου που δεν αιτιολόγησε την υπερβολικά χαμηλή προσφορά του. Συνεπώς, η αιτούσα αβασίμως προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων και κατά παράλειψη ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, επειδή δεν της κοινοποιήθηκε προηγουμένως το πρακτικό με το οποίο η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση γνωμοδότησε για να απορριφθεί η οικονομική προσφορά της ως μη αιτιολογημένη και έτσι η αιτούσα δεν μπόρεσε να ασκήσει τις κατά το άρθρο 20 του προεδρικού διατάγματος 609/1985 αντιρρήσεις της κατά του πιο πάνω πρακτικού.
8. Επειδή η εκδοθείσα υπό την ισχύ του νόμου 2338/1995 διακήρυξη δημοπρασίας για την Α' φάση του επιδίκου διαγωνισμού, όπου εκλήθη να συμμετάσχει και η αιτούσα, που είχε προεπιλεγεί κατά την Α' φάση, διαλαμβάνει στο προοίμιό της ότι ο διαγωνισμός θα διενεργηθεί
{... σύμφωνα με:
α) τις διατάξεις του νόμου 1418/1984 ... όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τον νόμο 2229/1994, τις διατάξεις του νόμου 2338/1995 που τροποποιούν και συμπληρώνουν τους προηγούμενους νόμους ... τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 609/1985 ... όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα προεδρικά διατάγματα 286/1994, 368/1994 και τον νόμο 2338/1995 καθώς και τις σχετικές εγκυκλίους και το παράρτημα της εγκυκλίου Ε11/1995.
β) ...}
Στο δε άρθρο δέκατο τρίτο διαλαμβάνει τα εξής:
{1. ...
3. Για την ανάδειξη αναδόχου αποτελεί μοναδικό κριτήριο η χαμηλότερη προσφερθείσα τιμή (προσφορά) με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι εφ' όσον υποβληθούν υπερβολικά χαμηλές προσφορές σε σχέση με τις προβλεπόμενες εργασίες η υποψήφια εργοληπτική επιχείρηση οφείλει να αιτιολογήσει πλήρως την οικονομική της προσφορά (άρθρο 1 παράγραφος 5)α του νόμου 2229/1994). Η αιτιολόγηση της υπερβολικά χαμηλής προσφοράς θα γίνει σύμφωνα με το συνημμένο στην παρούσα διακήρυξη παράρτημα της Εγκυκλίου 11 ... της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Επισημαίνεται εν προκειμένω η παράγραφος 4 του άρθρου δεκάτου τρίτου του νόμου 2338/1995 σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση που θεωρηθεί ανεπαρκής η αιτιολόγηση των επιχειρήσεων που θα κληθούν να αιτιολογήσουν την προσφορά τους (λόγω υποβολής υπερβολικά χαμηλής προσφοράς) επιβάλλεται στις πρώτες τρεις εξ αυτών κατά σειρά χαμηλότερων προσφορών ως ειδική ποινική ρήτρα η κατάπτωση υπέρ του κυρίου του έργου ποσοστού 20%, 15% και 10% αντίστοιχα του ποσού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής στη δημοπρασία με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, ενώ για τις υπόλοιπες εργοληπτικές επιχειρήσεις με ανεπαρκή αιτιολόγηση ισχύουν οι προβλεπόμενες από το ίδιο άρθρο συνέπειες ...}
Με την παραπομπή αυτή στις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 2229/1994 και του άρθρου δεκάτου τρίτου παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995, που τροποποίησαν το άρθρο 4 παράγραφος 6 του νόμου 1418/1984, οι διατάξεις αυτές κατέστησαν ρήτρες της ανωτέρω διακηρύξεως. Δοθέντος δ' ότι δεν προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλου, ούτε άλλωστε προβάλλεται από την αιτούσα ότι είχε διατυπωθεί από αυτήν κατά την συμμετοχή της στο διαγωνισμό οιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων που κατέστησαν ρήτρες της διακηρύξεως, ο λόγος ακυρώσεως ότι δεν ήταν εφαρμοστέα ως προς τον επίδικο διαγωνισμό η εκ των προαναφερθεισών διάταξη του άρθρου δεκάτου τρίτου παράγραφος 4 του νόμου 2338/1995, καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν την συνταγματικότητα των διατάξεων τούτων, εν αναφορά προς τα άρθρα 5 και 7 του Συντάγματος και την συνταγματική αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (βλέπε ΣτΕ 5690/1996).
9. Επειδή, εν προκειμένω, μετά από αξιολόγηση της αιτιολογήσεως της προσφοράς της αιτούσης, που αυτή υπέβαλε, κληθείσα προς τούτο, η επιτροπή εισηγήσεως για ανάθεση γνωμοδότησε με το από 04-05-1996 πρακτικό ν' απορριφθεί η προσφορά ως αναιτιολόγητα χαμηλή, ως εκ του ότι η συνολική επιβάρυνση του κόστους, κατά τον παρατιθέμενο υπολογισμό και τα εξαγόμενα από αυτόν,
{... ανέρχεται σε 23.171.000 + 7.692.518 + 44.843.495 - 149.799.990 + 275.943.219 = 201.850.242 δραχμές και υπερκαλύπτει το περιθώριο κέρδους των 77.747.817 δραχμών που εμφανίζει στην αιτιολόγησή της η εν λόγω ΕΕ.}
Κατόπιν αυτού, με την προαναφερθείσα προσβαλλόμενη πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας η προσφορά της αιτούσης απερρίφθη ως μη αιτιολογημένη, ακολούθως δε ενεκρίθη το αποτέλεσμα του διαγωνισμού και η εκτέλεση του έργου ανετέθη στην αναφερόμενη στη δεύτερη σκέψη εταιρεία. Με αυτά τα δεδομένα, η προαναφερθείσα προσβαλλόμενη πράξη φέρει αιτιολογία, κατά της αιτιολογίας δε αυτής δεν προβάλλονται συγκεκριμένες αιτιάσεις. Επομένως, ο περί αναιτιολόγητου της πράξεως αυτής λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
10. Επειδή περαιτέρω λόγοι ακυρώσεως που περιέχονται στο κατατεθέν υπόμνημα και δεν προβάλλονται με δικόγραφο προσθέτων λόγων ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
11. Επειδή, συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Δέχεται την ασκηθείσα παρέμβαση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει στην αιτούσα να καταβάλει στο Δημόσιο δραχμές 14.000 και στην παρεμβαίνουσα δραχμές 19.600, για τη δικαστική τους δαπάνη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 και 20-06-1997 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 06-03-1998.