Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1443/2006
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Ε
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 05-10-2005, με την εξής σύνθεση : Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Χρήστος Ντουχάνης, Ολ. Παπαδοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σακελλαρίου, Γραμματέας του Ε' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 22-11-2002 έφεση:
του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Γεωργάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του Σταύρου Αριστείδη Ελευθεριάδη, κατοίκου Μάνδρας Αττικής, ο οποίος δεν παρέστη, και κατά της υπ' αριθμόν 1181/2002 απόφασης της Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Χρήστου Ντουχάνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του εκκαλούντος Γενικού Γραμματέα, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή με την υπό κρίση έφεση, η οποία ασκείται ατελώς και χωρίς να καταβληθεί παράβολο, ζητείται η εξαφάνιση της 1181/2002 απόφασης του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η 3335/ΠΕ/23-01-2001 πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Με την πράξη αυτή είχε διαταχθεί η κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων του εφεσίβλητου στη δασική θέση Τσακάλι του Δήμου Μάνδρας Αττικής.
2. Επειδή η υπόθεση νομίμως, κατ' άρθρο 14 παράγραφος 5 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989) εισάγεται στην επταμελή σύνθεση του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την 2395/2005 παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων ζητημάτων και της διακύμανσης της νομολογίας του Δικαστηρίου επ' αυτών.
3. Επειδή νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, αν και δεν παρέστη ο εφεσίβλητος, δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από την από 13-09-2005 έκθεση του Αστυφύλακα, Κωνσταντίνου Δάμου, αντίγραφο της προαναφερόμενης 2395/2005 παραπεμπτικής απόφασης του Ε' Τμήματος του Δικαστηρίου υπό πενταμελή σύνθεση επιδόθηκε σ' αυτόν νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 28 του προεδρικού διατάγματος 18/1989).
4. Επειδή, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 71 του νόμου 998/1979 (ΦΕΚ 289/Α/1979), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 46 του νόμου 2145/1993 (ΦΕΚ 88/Α/1993):
{1. Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί, άνευ δικαιώματος ... την ανέγερση οποιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος ... ή πραγματοποιεί οποιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση ... και με χρηματική ποινή ...}
ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 71 του νόμου 998/1979,
{2. ... Η δασική αρχή διατάσσει και, εν αρνήσει του υπόχρεου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφιση των κτισμάτων.}
Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 114 του νόμου 1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α/1990):
{1. Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά ...},
ενώ, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του νόμου 2880/2001 (ΦΕΚ 9/Α/2001),
{2. Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις στις ανωτέρω εκτάσεις κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας με τεχνική υποστήριξη που διατίθεται και από τεχνική υπηρεσία νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και με την συνδρομή της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας.}
Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του νόμου 2145/1993:
{3. ... Κατά της αποφάσεως του νομάρχη (και ήδη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας) περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου, εντός 5 ημερών από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή από την τοιχοκόλλησή της στο κτίσμα ... Εντός της ίδιας πενθήμερης προθεσμίας, η προσφυγή ... επιδίδονται, μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου και με επιμέλεια του προσφεύγοντος στον εκδόσαντα την απόφαση κατεδαφίσεως νομάρχη (και ήδη στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας), άλλως τα ένδικα αυτά βοηθήματα απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Εντός 10 ημερών από την επίδοση αυτή ο νομάρχης (και ήδη ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας) υποχρεούται να καταρτίσει και αποστείλει στο δικαστήριο τον κατά το άρθρο 82 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας φάκελο ... Η προσφυγή συζητείται υποχρεωτικά εντός 60 ημερών από την κατάθεσή της και η οριστική απόφαση εκδίδεται εντός 15 ημερών από τη συζήτηση και σε κάθε περίπτωση εντός 75 ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Η απόφαση κοινοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου εντός 10 ημερών από τη δημοσίευσή της στους διαδίκους, στον οικείο δασάρχη και στον Υπουργό Οικονομικών, εφαρμοζομένου αναλόγως και για την κοινοποίηση αυτή του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Οι επί της ...προσφυγής αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα ...},
ενώ, κατά την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου:
{6. Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για περιπτώσεις κατεδάφισης κτιρίων ή εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 71 του νόμου 998/1979.}
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διαφορά που γεννάται από την απόφαση του αρμοδίου οργάνου για την κατεδάφιση οικοδομής, κτίσματος και κάθε φύσεως εγκαταστάσεως, που έχουν ανεγερθεί μέσα σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, είναι διαφορά ακυρωτική και όχι διαφορά ουσίας. Εξάλλου, η απόφαση του Προέδρου του οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία εκδίδεται επί της σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως, υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 5 του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977), δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 114 παράγραφος 3 του νόμου 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 του νόμου 2145/1993, κατά το μέρος που απαγορεύει την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της πρωτόδικης απόφασης αντίκειται στο άρθρο 95 παράγραφος 3 του Συντάγματος, όπως ίσχυε κατά τη θέσπιση της απαγόρευσης αυτής, και είναι ανίσχυρη (παράβαλε ΣτΕ 3193/2000 Ολομέλεια κ.ά.).
5. Επειδή, κατά την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδίκαση εφέσεων κατά των αποφάσεων των Προέδρων των Διοικητικών Πρωτοδικείων, που δικάζουν διαφορές, οι οποίες γεννώνται από πράξεις κατεδάφισης οικοδομών, κτισμάτων και κάθε φύσεως εγκαταστάσεων, που έχουν ανεγερθεί μέσα σε δάση και δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 58 έως και 66 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (βλέπε ΣτΕ 5818/1996).
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989:
{Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο ... (ορισμού εισηγητή και δικασίμου).}
Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 περίπτωση α' του ίδιου άρθρου 21 ορίζεται ότι:
{Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 702/1977 Ενώπιον των διοικητικών εφετείων, δικαζόντων κατά τον παρόντα νόμον επί αιτήσεων ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως οι αφορώσες εις το ένδικο τούτο μέσον διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 ..., ως εκάστοτε ισχύουν, με τις ακολούθους τροποποιήσεις: ...}
Τέλος, στο άρθρο 58 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ορίζεται ότι:
{1. Σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκειται η οριστική απόφαση του διοικητικού εφετείου, η οποία εκδίδεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του νόμου [Ν] 702/1977, επί αιτήσεως ακυρώσεως ή τριτανακοπής.
2 ...
3. Έφεση μπορούν να ασκήσουν οι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη διάδικοι ...}
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι στις δίκες επί αιτήσεως ακυρώσεως, κατά τις οποίες προσβάλλεται πράξη οργάνου της κρατικής Διοίκησης, διάδικος είναι το Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται καταρχήν από τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό, εκτός αν από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται ειδικώς η εκπροσώπησή του ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων από άλλο κρατικό όργανο για τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς του (παράβαλε ΣτΕ 129/2003, 240/1998 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό με τις, εν προκειμένω, εφαρμοσθείσες διατάξεις, που μνημονεύονται στην τρίτη σκέψη, στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, ο οποίος έχει ήδη καταστεί αρμόδιος για την έκδοση των πράξεων, με τις οποίες διατάσσεται η κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών εντός αναδασωτέων ή δασικών εκτάσεων (άρθρο 3 παράγραφος 1 του νόμου 2218/1994 (ΦΕΚ 90/Α/1994), 4 παράγραφοι 2 και 6 και 6 παράγραφος 7 του νόμου 2240/1994 (ΦΕΚ 153/Α/1994), 14 παράγραφος 1 του νόμου 2399/1996 (ΦΕΚ 90/Α/1996) και, ήδη, 9 παράγραφος 5 του νόμου 2880/2001 (ΦΕΚ 9/Α/2001)), ανατίθεται η εκπροσώπηση του Δημοσίου ως διαδίκου (παράβαλε ΣτΕ 3744/1995 Ολομέλεια) ενώπιον των δικαστηρίων κατά την εκδίκαση, σε πρώτο βαθμό ή κατ' έφεση, των αιτήσεων ακυρώσεως κατά των εν λόγω αποφάσεων κατεδάφισης αυθαιρέτων κατασκευών εντός αναδασωτέων ή δασικών εκτάσεων, τις οποίες εκδίδει ο ίδιος, δεδομένου ότι κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 114 παράγραφος 3 του νόμου 1892/1990, τόσο η αίτηση ακυρώσεως όσο και η πράξη ορισμού εισηγητή και δικασίμου επ' αυτής επιδίδονται στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, ο οποίος καταρτίζει και αποστέλλει στο δικαστήριο το φάκελο, καθώς και την προβλεπόμενη από το νόμο έκθεση με τις απόψεις του, ενώ η επί της αιτήσεως ακυρώσεως απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου επιδίδεται και στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, τον οποίο η ίδια διάταξη θεωρεί ως διάδικο και αντιδιαστέλλει από τα άλλα διοικητικά όργανα, στα οποία επίσης επιδίδεται η απόφαση αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 114 παράγραφος 3 του νόμου 1892/1990, στο οποίο ορίζεται ότι η επί της αιτήσεως ακυρώσεως απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου επιδίδεται και στον Υπουργό Οικονομικών, το Δημόσιο μπορεί να εκπροσωπηθεί και από τον Υπουργό (ήδη) Οικονομίας και Οικονομικών σε κατ' έφεση δίκη επί των ανωτέρω διαφορών.
7. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, νομίμως το Δημόσιο εκπροσωπήθηκε εν προκειμένω, ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, ενώ, περαιτέρω, νομίμως το εκκαλούν Δημόσιο, ηττηθείς διάδικος κατά την επί της αιτήσεως ακυρώσεως πρωτόδικη δίκη, ασκεί την υπό κρίση έφεση εκπροσωπούμενο τόσο από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής όσο και από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
8. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 του από [ΠΔ] 26-06-1944 κανονιστικού διατάγματος περί κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΦΕΚ 139/Α/1944):
{1. Μόνον οι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών ... γενόμενες κοινοποιήσεις οιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νομίμους συνεπείας.
2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού ...}
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως δικόγραφο νοείται όχι μόνο εκείνο που επιδίδεται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλεται στο δικαστήριο, αλλά όλα τα διαδικαστικά έγγραφα τα οποία επιδίδονται (άρθρο 122 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η δικαστική απόφαση (παράβαλε ΑΠ 34/1988).
9. Επειδή η διάταξη του άρθρου 19 παράγραφος 28 του νόμου 2386/1996 (ΦΕΚ 43/Α/1996), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 28 παράγραφος 1 του νόμου 2579/1998 (ΦΕΚ 31/Α/1998), και είναι, εν προκειμένω, εφαρμοστέα λόγω του χρόνου συζητήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, (παράβαλε ΣτΕ 2692/2002, 3421/2001 κ.ά.), ορίζει ότι:
{Οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του από [ΠΔ] 26-06-1944 κανονιστικού διατάγματος περί κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΦΕΚ 139/Α/1944), όπως τροποποιηθείσες ισχύουν, έχουν εφαρμογή και στις δικαστικές διαφορές του Δημοσίου, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές, τις υποθέσεις των περιπτώσεων ε' και ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου [Ν] 1406/1983 (ΦΕΚ 182/Α/1983) και τις υποθέσεις της ακυρωτικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Εφετείων ...}
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η εξαίρεση από τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη ρυθμίσεις του άρθρου 5 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου έχει εφαρμογή, όχι μόνο επί των ακυρωτικών υποθέσεων, οι οποίες έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Εφετείων, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 του νόμου 2579/1998, το οποίο απέβλεψε στο συνήθως συμβαίνον, στο γεγονός, δηλαδή, ότι οι ακυρωτικές διαφορές εκδικάζονται, κατά βάση, από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα διοικητικά εφετεία, αλλά επί όλων των κατηγοριών ακυρωτικών υποθέσεων, ακόμη και εκείνων, τις οποίες ο νομοθέτης έχει υπαγάγει στην αρμοδιότητα άλλων διοικητικών δικαστηρίων, όπως είναι οι ακυρωτικές υποθέσεις που γεννώνται από πράξεις, με τις οποίες διατάσσεται η κατεδάφιση ή η καταστροφή αυθαιρέτων κατασκευών εντός αναδασωτέων ή δασικών εκτάσεων κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 71 του νόμου 998/1979 και 114 του νόμου 1892/1990, που παρατίθενται στην τρίτη σκέψη. Συνεπώς, εφόσον επί των τελευταίων αυτών διαφορών δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 5 του προαναφερομένου από [ΠΔ] 26-06-1944 κανονιστικού διατάγματος, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 28 παράγραφος 1 του νόμου 2579/1998, κοινοποιήσεις δικογράφων προς άλλα, πλην του Υπουργού (ήδη) Οικονομίας και Οικονομικών, κρατικά όργανα, τα οποία εκπροσωπούν το Ελληνικό Δημόσιο, είναι δυνατόν, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να παράγουν έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η έναρξη δικονομικών προθεσμιών (βλέπε ΣτΕ 2109/2003).
10. Επειδή, όπως προκύπτει από την από 13-09-2002 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας, Αναστασίας Καππή, αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε κατά την ημερομηνία αυτή στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην επί της αιτήσεως ακυρώσεως δίκη. Η επίδοση αυτή κίνησε, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, την εξηκονθήμερη προθεσμία, την οποία τάσσει το άρθρο 58 παράγραφος 3 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989) για την άσκηση έφεσης εκ μέρους του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως Δημοσίου, οι δε μεταγενέστερες επιδόσεις της εκκαλούμενης απόφασης και προς τους Υπουργούς Γεωργίας και Οικονομίας και Οικονομικών δεν έχουν ως συνέπεια την επανεκκίνηση της προθεσμίας εφέσεως (βλέπε ΣτΕ 2109/2003). Περαιτέρω, η προθεσμία αυτή, η οποία υπολογίζεται από την επομένη της λήξεως των δικαστικών διακοπών, κατά τη διάρκεια των οποίων διενεργήθηκε η επίδοση, δηλαδή από τις 16-09-2002, (παράβαλε ΣτΕ 2808/2002 Ολομέλεια) εξέπνευσε προ της 25-11- 2002, ημερομηνία, κατά την οποία κατατέθηκε η έφεση. Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση έφεση, ασκείται εκπροθέσμως και, συνεπώς, είναι απορριπτέα.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση έφεση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28-11-2005 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 17-05-2006.
Ο Πρόεδρος του Ε' Τμήματος
Η Γραμματέας του Ε' Τμήματος