Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 1372/1997
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Εμμανουήλ Χαριτάκη, Θεόδωρο Πρασουλίδη, Κωνσταντίνο Παπαλάκη και Εμμανουήλ Αντωνίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24-09-1997, με την παρουσία και της Γραμματέως Αικατερίνης Μακρυνιώτη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Μ. του Ν., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κ. Βουτσά.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Τ. του Ν., 2) Ε. σύζυγος Γ. ή Αλεξάνδρου Καϊμάκη, το γένος Δ. Χατζηζανή, 3) Κ. Β. του Ι., 4) Δ. Κ. του Β., 5) Β. σύζυγος Δ. Κ., το γένος Α. Τ. και 6) Μ. Φ. του Κ., κατοίκων όλων Θεσσαλονίκης, συνιδιοκτητών διαμερισμάτων της επί της οδού Χ. αριθμού 29 τετραωρόφου οικοδομής, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Αθανάσιος Λιούμας. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 01-11-1994 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 305/1996 του ίδιου Δικαστηρίου και 3112/1996 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των παραπάνω αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-08-1996 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Αντωνίου ανάγνωσε την από 15-09-1997 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει ότι, όταν η δικαζόμενη υπόθεση πέρασε και από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της ουσίας, με το ένδικο μέσο αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία ενσωματώθηκε και εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό. Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ' αριθμού 305/1996 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο φέρεται ότι δίκασε σε πρώτο βαθμό την ένδικη υπόθεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με το ένδικο μέσο της εφέσεως, επί του οποίου, μετά από κατ' ουσία έρευνα, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 3112/1996 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που αυτή και μόνο παραδεκτώς προσβάλλεται.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 17 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται και οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 648 - 657 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 647 παραγράφους 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι διενέξεις μεταξύ των συνιδιοκτητών που απορρέουν από τη σχέση της οροφοκτησίας, στις οποίες περιλαμβάνεται και εκείνη που έχει αντικείμενο την επιδίωξη της άρσεως κατασκευάσματος που έγινε από συνιδιοκτήτη καθ' υπέρβαση των ορίων της συνιδιοκτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από το περιεχόμενο αυτής προκύπτει, οι αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες εξέθεσαν ότι καθένας απ' αυτούς είναι ιδιοκτήτης αυτοτελούς και διακεκριμένης ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στο συνοικισμό Κωρί της Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, επί της οδού Χ. αριθμός 29 και διέπεται από τις διατάξεις της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος, ο οποίος και αυτός είναι ιδιοκτήτης διακεκριμένων ιδιοκτησιών της ίδιας πολυκατοικίας, κατασκεύασε αυθαίρετα και παράνομα κατάστημα και βοηθητικούς χώρους τούτου στον ισόγειο και ακάλυπτο χώρος αυτής (πιλοτή) και προέβη στην περίφραξή τους, με συνέπεια να παρακωλύεται η σύγχρηση αυτών στο τμήμα αυτό που κατέλαβε ο τελευταίος με την κατασκευή του καταστήματος και των βοηθητικών του χώρων και να παραβλάπτεται η αισθητική της οικοδομής, ο αερισμός και ο φωτισμός της και επίσης να μειώνεται η αξία των διαμερισμάτων - κατοικιών της οικοδομής και με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων - εναγόμενος να εκκενώσει και στη συνέχεια κατεδαφίσει τα κτίσματα αυτά και την περίφραξη που τα περιβάλλει, αλλιώς να επιτραπεί σ' αυτούς τούτο με δικές τους δαπάνες. Από το παραπάνω περιεχόμενο της ένδικης αγωγής καθίσταται σαφές ότι με αυτή δεν επιζητείται η αναγνώριση υπέρ των εναγόντων κυριότητας επί του εν λόγω χώρου, αλλά η επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ως συνιδιοκτητών της προαναφερόμενης πολυώροφης οικοδομής, που διέπεται από τις διατάξεις του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα επιδιώκεται η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με την κατεδάφιση των κατασκευασθέντων από τον εναγόμενο κτισμάτων, με τα οποία παρακωλύεται η χρήση από τους ενάγοντες του ισογείου ακάλυπτου χώρου της οικοδομής στον οποίο υπάρχουν αυτά. Με το περιεχόμενο που εκτέθηκε πριν η αγωγή αυτή δεν είναι εμπράγματη, μικτή ή περί νομής και σαν τέτοια δεν απαιτείται να εγγραφεί για το παραδεκτό της ασκήσεώς της στα βιβλία διεκδικήσεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 220 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Άρειος Πάγος [ΑΠ] 528/1987, [ΑΠ] 1231/1979). Το δευτεροβάθμιο συνεπώς δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον αντίθετο λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε επίσης η σχετική ένσταση αυτού, καθόλου δεν έσφαλε και όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 του Αστικού Κώδικα, 1, 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του νόμου 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διαιρεμένη) κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών κατά τα άρθρα 4 παράγραφος 1, 5 και 13 του παραπάνω νόμου 3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από την εν λόγω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση κριτήριο για τον χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινοχρήστου είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Η πιλοτή της πολυκατοικίας, η οποία είναι ο χώρος στο οικόπεδο που παραμένει άνωθεν στεγασμένος και γύρωθεν ανοικτός μετά την κατασκευή επ' αυτού κτιρίου επί υποστηλωμάτων (άρθρα 22 παράγραφος 9 και 32 παράγραφος 4 του νομοθετικού διατάγματος 8/1973, όπως αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως με τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος 205/1974), είναι κοινόχρηστος χώρος, ακόμη και αν δεν αναφέρεται στην πράξη συστάσεως της οριζόντιας ιδιοκτησίας μεταξύ των πραγμάτων της κοινής χρήσεως, αφού χρησιμεύει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας για τον αερισμό της οικοδομής και για την εξυπηρέτηση όλων των ιδιοκτητών αυτής (Ολομέλεια Αρείου Πάγου [ΑΠ] 5/1991). Μέχρι την έναρξη της ισχύος της διατάξεως του άρθρου 1 του νόμου 1221/1981, η οποία αντικατέστησε την διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 5 εδάφιο τελευταίο του νόμου 960/1979 περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων, ήταν έγκυρη η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της πιλοτής και η μεταβίβαση του χώρου αυτής κατά κυριότητα σε όλους ή ορισμένους απ' αυτούς, εφόσον όμως η σχετική συμφωνία καταρτιζόταν μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωριζόταν στα οικεία βιβλία μεταγραφών (Άρειος Πάγος [ΑΠ] 901/1990).
Εάν δεν υπήρξε τέτοια αντίθετη συμφωνία και ο χώρος της πιλοτής χαρακτηρίσθηκε ως κοινόχρηστος αρχικά ή παραλείφθηκε ο τοιούτος χαρακτηρισμός της, δεν ορίσθηκε δε τίποτα το διαφορετικό σχετικά με την χρήση αυτής με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, δηλαδή με σύμβαση που να καταρτίσθηκε μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών ενώπιον συμβολαιογράφου και που να υποβλήθηκε σε νόμιμη μεταγραφή, καθένας από τους συνιδιοκτήτες, διατηρώντας το εκ της συγκυριότητας δικαίωμά του, έχει και δικαίωμα συγχωρήσεως του χώρου αυτής και επομένως, εάν ένας συνιδιοκτήτης καταλάβει μέρος του χώρου της πιλοτής προς αποκλειστική του χρήση, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του αυτή με τη διαμόρφωση του τμήματος που κατέλαβε σε διαμέρισμα ή κατάστημα, παρέχεται το δικαίωμα στους λοιπούς συνιδιοκτήτες, την έγγραφη συμβολαιογραφική συναίνεση των οποίων δεν έλαβε προς τούτο, να ζητήσουν την κατεδάφιση του κτίσματος που κατασκεύασε. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία συγχωρείται αναίρεση και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, θεωρούνται πράγματα οι ουσιώδεις και αυτοτελείς ισχυρισμοί που αποτελούν αναγκαίο και υποχρεωτικό στοιχείο για τη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που προβάλλει ο διάδικος εγείροντας μια αγωγή ή ασκώντας μια ένσταση ή μια αντένσταση, περίπτωση που δεν συντρέχει όταν οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν άρνηση, έστω και ανεπτυγμένη, των παραπάνω ενδίκων ενεργειών ή επιχειρήματα για την αντίκρουση της βασιμότητάς τους.
Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Με το 23052/1979 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Λιάτση ο πατέρας του αναιρεσείοντος Ν. Μ. ανέθεσε στην εργολάβο εταιρία με την επωνυμία Αφοί Σαχπεκίδη Ομόρρυθμη Εταιρεία την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής, κατά το σύστημα της αντιπαροχής, σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στο Δήμο Καλαμαριάς, στο συνοικισμό Κωρί, επί της οδού Χ. αριθμού 29, η οποία θα αποτελείτο από υπόγειο, τέσσερις ορόφους και ισόγειο αδιαμόρφωτο χώρο επί των υποστηλωμάτων (Pilotis) και οι καθ' έκαστον χώροι της οποίας θα διέπονται από τις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα. Η αντιπαροχή της εργολάβου εταιρίας συνίστατο στη μεταβίβαση προς τον οικοπεδούχο, δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος, διαιρετών χώρων της οικοδομής μετά των αναλογούντων ποσοστών 32, 20% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, σε αντάλλαγμα των μεταβιβασθέντων προς την εργολάβο εταιρία ποσοστών 47,80% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου τούτου, Με το εν λόγω εργολαβικό προσύμφωνο ο οικοπεδούχος παρακράτησε την κυριότητα, νομή και κατοχή, πέραν των ανωτέρω 32,20% εξ αδιαιρέτου και άλλα ποσοστά 20% εξ αδιαιρέτου για την καθ' ύψος και εις βάθος κάτωθεν του πρώτου κυρίου ορόφου επέκταση της υπό ανέγερση οικοδομής. Επίσης, στον με αριθμό 13 όρο του άνω εργολαβικού, συμφωνήθηκε ότι τρίτος αγοραστής ουδέν δικαίωμα εμπράγματο αποκτά επί της καθ' ύψος επεκτάσεως της οικοδομής, ουδέ επί της πιλοτής, ταύτης που θα χρησιμοποιηθεί κατά τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, ήτοι δι' απλή στάθμευση αυτοκινήτων των ιδιοκτητών, αποδεχόμενοι ανεπιφυλάκτως και τον συνταχθησόμενον κανονισμόν της πολυκατοικίας.
Ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό 696/1980 οικοδομική άδεια του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Καλαμαριάς, με βάση την οποία η εργολάβος εταιρία κατασκεύασε οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο, τέσσερις ορόφους και ισόγεια ακάλυπτη πιλοτή, συνεστήθη δε οριζόντιος ιδιοκτησία με το 24761/1991 συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, με το οποίο (συμβόλαιο) ρυθμίσθηκαν επίσης οι σχέσεις των συνιδιοκτητών, προσδιορίσθηκαν τα κοινά μέρη της οικοδομής κ.λ.π. Ειδικότερα με το δεύτερο άρθρο του τελευταίου συμβολαίου προσδιορίσθηκαν τα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής, χωρίς όμως να συμπεριληφθεί σ' αυτά η ισόγεια ακάλυπτη πιλοτή, πλην όμως ορίσθηκε στο άρθρο αυτό ότι είναι κοινόχρηστο και κοινόκτητο και παν έτερον μη ειδικώς αναφερόμενο, χαρακτηριζόμενο όμως ως τοιούτο υπό του νόμου 3741/1929 ή εκ κατασκευής προοριζόμενο ως τοιούτο.
Οι αναιρεσίβλητοι αγόρασαν πέντε διαμερίσματα της οικοδομής με τα υπ' αριθμούς 24762/1991, 25001/1981, 25238/1982, 26770/1984 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Λιάτση και το υπ' αριθμό 8263/1992 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χριστίνας Λιάτση, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα. Σύμφωνα με τα ανωτέρω συμβόλαια οι αναιρεσίβλητοι αγοραστές αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα τον συνταχθέντα με το προαναφερόμενο υπ' αριθμόν 24761/1981 συμβόλαιο κανονισμό της οικοδομής, καθώς και το αποκλειστικό δικαίωμα του οικοπεδούχου επί της καθ' ύψος επεκτάσεως της οικοδομής. Σε όλα τα παραπάνω συμβόλαια δεν αναφέρεται ότι ο οικοπεδούχος είναι αποκλειστικός κύριος της πιλοτής ή έχει αυτός δικαίωμα να την οικοδομήσει. Έτσι ο χώρος της πυλωτής είναι κοινόχρηστος και έχουν δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας άρα και ακώλυτου συγχρήσεως όλοι οι κύριοι των διαμερισμάτων της οικοδομής, καθένας κατά το ιδανικό εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του οικοπέδου που του ανήκει. Για το λόγο αυτό η ισόγεια ακάλυπτη πιλοτή από το έτος 1981 χρησιμοποιήθηκε από όλους τους συνιδιοκτήτες ως χώρος σταθμεύσεως των αυτοκινήτων τους, χρήση που είχε προβλεφθεί, ως ελέγχθηκε πριν και με το εργολαβικό συμβόλαιο, αν και η οικοδομική άδεια είχε εκδοθεί χωρίς την υποχρέωση δέσμευσης συγκεκριμένου χώρου για τη στάθμευση των αυτοκινήτων.
Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος - πατέρας του μεταβίβασε σ' αυτόν με το 3378/1992 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χριστίνας Λιάτση, που μεταγράφηκε νόμιμα, το δικαίωμα της καθ' ύψος, ως και εις βάθος επέκτασης της οικοδομής, κάτωθεν του πρώτου κυρίου ορόφου αυτής, μετά του αναλογούντος σε αυτό ποσοστού οικοπέδου 20% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και στη συνέχεια ο αναιρεσείων έλαβε την με αριθμό 64/1994 άδεια προσθήκης του Τμήματος Πολεοδομίας Δήμου Καλαμαριάς και κατασκεύασε ένα κατάστημα στη δεξιά πλευρά της πιλοτής, για αυτός που προσβλέπει αυτήν από την οδό Χ., εμβαδού 31,16 m2, μία αποθήκη εμβαδού 4,13 m2 και ένα WC εμβαδού 3,5 m, τα οποία κτίσματα και περιέφραξε. Αυτός επικαλείται ότι έχει δικαίωμα επεκτάσεως και στον ισόγειο όροφο (πιλοτή), αφενός μεν γιατί η παρακράτηση ποσοστού 20% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου αφορούσε το δικαίωμα της καθ' ύψος είτε εις βάθος επέκτασης της οικοδομής, αφετέρου δε γιατί, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο 13ο όρο του εργολαβικού συμβολαίου, οι αγοραστές ουδέν εμπράγματο δικαίωμα αποκτούν επί της πιλοτής. Όμως το δικαίωμα αυτό του δικαιοπαρόχου του και κατ' επέκταση και του ιδίου επί της πιλοτής δεν περιελήφθη στην πράξη της συστάσεως της οριζόντιας ιδιοκτησίας, ούτε στα πωλητήρια συμβόλαια προς τους αναιρεσίβλητους και συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει νόμιμος τρόπος αποκτήσεως κυριότητας επ' αυτής (άρθρο 1033 του Αστικού Κώδικα), δεν μεταβιβάσθηκε σ' αυτόν η κυριότητα επί της πιλοτής, η αναφορά δε των ανωτέρω όρων στο εργολαβικό συμβόλαιο, ενόψει μάλιστα και του ότι τούτο δεν μεταγράφηκε, μόνο ενοχική ενέργεια έχει και δεν δεσμεύει αυτούς (αναιρεσίβλητους) και κανένα εμπράγματο δικαίωμα δεν του παρέχει.
Κατόπιν των παραδοχών αυτών το Εφετείο έκρινε ότι η κατασκευή από τον αναιρεσείοντα του καταστήματος και των λοιπών βοηθητικών αυτού χώρων στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής είναι παράνομη, έστω και αν για την κατασκευή τους χορηγήθηκε αρμοδίως η 64/1994 οικοδομική άδεια, γιατί με την κατασκευή αυτών θίγεται η ενάσκηση των δικαιωμάτων των αναιρεσιβλήτων ως συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, τα οποία απορρέουν από το νόμο 3741/1929, όπως είναι ο φωτισμός και αερισμός της οικοδομής και η αισθητική αυτής και μειώνεται η αγοραία αξία των κατοικιών τους από την ύπαρξη ισογείου καταστήματος στην πιλοτή, αλλά και τα ιδιωτικά δικαιώματα αυτών επί της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή των αναιρεσιβλήτων και υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να προβεί στην κατεδάφιση των κτισμάτων που βρίσκονται στην πιλοτή της επί της οδού Χ. αριθμός 29, στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, πολυώροφης οικοδομής, ήτοι του καταστήματος, της αποθήκης και του WC, καθώς και της περιφράξεως που τα περιβάλλει και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του επέτρεψε τις ενέργειες αυτές στους αναιρεσίβλητους με δαπάνες του. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις, εφόσον, σύμφωνα με όσα δέχθηκε, η πιλοτή είναι κοινόκτητη και κοινόχρηστος χώρος, αφού δεν υπήρξε έγκυρη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών για ρητή εξαίρεση αυτής από τα κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής και για απόκτηση δικαιώματος κυριότητας επ' αυτής ή δικαιώματος οικοδομήσεώς της από τον δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος ή τον ίδιο.
Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς, που προέβαλε ο αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προς απόκρουση της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων και επανέφερε με τους λόγους της εφέσεώς του κατά της αποφάσεως αυτού, τους οποίους αντιμετώπισε ειδικά και με τα γενόμενα δεκτά στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ανεξαρτήτως του ότι τα περιστατικά που επικαλέσθηκε δεν αποτελούν πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γιατί συνιστούν ανεπτυγμένη άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών των αναιρεσιβλήτων και απλά επιχειρήματα αυτού και συνεπώς δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει λεπτομερώς. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο αντίθετος τέταρτος λόγος αναιρέσεως κατά τα μέρη του με τα οποία αποδίδονται πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθμούς 1 και 8 του άρθρου 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και δη κατά το πρώτο μέρος του ως αβάσιμος και κατά το δεύτερο μέρος του ως απαράδεκτος, αλλά και αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του που περιέχει την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα μη προταθέντα και επίσης έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπόμενα από το νόμο, ενώ παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδείξεις μη προσαχθείσας ή δεν έλαβε υπόψη του επικληθέντα και προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα, πρέπει, ως προβάλλων τις πλημμέλειες των αριθμών 8 και 11 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, να απορριφθεί ως αόριστος, γιατί δεν αναφέρονται συγκεκριμένα ποιους ισχυρισμούς (πράγματα) έλαβε υπόψη του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χωρίς να προταθούν και ποία αποδεικτικά μέσα μη επιτρεπόμενα από το νόμο έλαβε υπόψη του, όπως επίσης και ποιες αποδείξεις έλαβε υπόψη του ενώ δεν προσήχθησαν ή δεν έλαβε υπόψη του παρόλο ότι έγινε επίκληση και προσαγωγή αυτών.
IV. Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεως του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολομέλεια Αρείου Πάγου [ΑΠ] 17/1995). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται στο δεύτερο λόγο αναιρέσεως και προκύπτει και από το δικόγραφο της εφέσεως του αναιρεσείοντος, ο τελευταίος προέβαλε στο Εφετείο τα εξής περιστατικά, τα οποία είχε ισχυρισθεί και με τις πρωτόδικες προτάσεις του: Ότι το δικαίωμα της αποκλειστικής κυριότητος επί της πιλοτής του αρχικού οικοπεδούχου πατρός του και στη συνέχεια αυτού και της προσθήκης εις βάθος κάτωθεν του πρώτου ορόφου είναι καταφανώς υπέρτερο, σε βαρύτητα και αξία, του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων για απλή στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Ότι η νομική αυτή κατάσταση της πιλοτής, όπως είχε διαμορφωθεί με το εργολαβικό συμβόλαιο, ήταν από την αρχή γνωστή στους αντιδίκους του. Ότι αυτός προέβη στην ανοικοδόμηση ενός μικρού τμήματος της πιλοτής, εμβαδού περίπου 35 m2 σε σχέση με το συνολικό εμβαδόν αυτής των 220 περίπου m2 και έτσι δεν στέρησε τους αντιδίκους του από το δικαίωμα τους της χρήσεως της πιλοτής, το οποίο περιορίζεται σε πολύ μικρό βαθμό και δεν θίγεται στην πραγματικότητα, αφού οι θέσεις σταθμεύσεως είναι πέντε και είναι πέντε και οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι εξακολουθούν να σταθμεύουν στην πιλοτή τα αυτοκίνητά τους. Ότι η τυχόν αποδοχή της ένδικης αγωγής των αντιδίκων του θα καταστήσει κενό περιεχομένου και θα αχρηστεύσει το δικαίωμά του της επεκτάσεως της οικοδομής, αφού, λόγω των νέων ισχυόντων αντισεισμικών κανονισμών, δεν του επιτρέπεται επέκταση της οικοδομής καθ' ύψος, γιατί απαιτούνται αυξημένοι όροι θεμελιώσεως, οι οποίοι δεν υφίστανται και δεν μπορούν να δημιουργηθούν. Ότι για την κατασκευή του καταστήματός του και των βοηθητικών χώρων αυτού υποβλήθηκε σε δαπάνες ύψους 3.000.000 δραχμών και ότι με βάση τα περιστατικά αυτά η άσκηση της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, με την οποία επιδιώκεται η κατεδάφιση των εν λόγω κτισμάτων, είναι καταχρηστική, γιατί υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και το κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός τους, αφού η αποδοχή της θα προκαλέσει στον αναιρεσείοντα σημαντική ζημία, ενώ δεν θα ωφελήσει τους αναιρεσίβλητους.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την προσβληθείσα πιο πάνω ένσταση καταχρηστικής, κατ' άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, ασκήσεως του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, δεχθέν ανελέγκτως ότι:
{Η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμη, απορριφθεί δε η σχετική ένσταση - λόγος του αναιρεσείοντα - περί καταχρηστικής ασκήσεώς της, δεδομένου ότι η άσκηση νομίμου δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι καταχρηστική, ενόψει και του ότι ο αναιρεσείων παράνομα προσπάθησε να ανοικοδομήσει χώρο που δεν του ανήκει αποκλειστικά, καλύπτοντας, ως ο ίδιος αναφέρει, τις ισχύουσες σήμερα γι' αυτόν πολεοδομικές ρυθμίσεις, αντισεισμικές κατασκευές, που δεν του επιτρέπουν, χωρίς νέες ενισχύσεις στον σκελετό της οικοδομής, νέες προσθήκες καθ' ύψος.}
Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εισάγει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι η άσκηση του δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων να παραδοθεί στην κοινή χρήση των ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών ο χώρος της πιλοτής που καταλήφθηκε με τις παράνομες κατασκευές του αναιρεσείοντος και εν συνδρομή ακόμη των παραπάνω περιστάσεων, δεν είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, ενόψει των εν λόγω παραδοχών του και μάλιστα του ότι, όπως δέχθηκε επίσης το Εφετείο, οι αναιρεσίβλητοι έκαναν χρήση του χώρου αυτού και για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους από το έτος 1981. Επομένως και ο δεύτερος από το άρθρο 559 αριθμός 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ευθεία παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει ότι ως αίτηση, η οποία αφέθηκε αδίκαστη νοείται εκείνη που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης και όχι οποιαδήποτε αίτηση, που υποβάλλεται από τους διαδίκους, όπως οι ενστάσεις και αντενστάσεις, η μη λήψη υπόψη των οποίων καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 ίδιου Κώδικα (Άρειος Πάγος [ΑΠ] 144/1993, [ΑΠ] 925/1991). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι άφησε αδίκαστη την ένστασή του από τα άρθρα 1004 και 1005 του Αστικού Κώδικα, την οποία προέβαλε προς απόκρουση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφασή του. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Αλλά εκτιμώμενος ο λόγος αυτός και ως αιτίαση από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 είναι και πάλι απορριπτέος, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η ένδικη αγωγή έχει βάση τις διατάξεις περί οροφοκτησίας και όχι τις αναφερόμενες στο γειτονικό δίκαιο πιο πάνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 559 αριθμός 9 και 577 παράγραφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει σαφώς ότι την αναίρεση δικαστικής αποφάσεως, γιατί το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη, δικαιούται να ζητήσει ο διάδικος όταν έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, όχι δε και όταν δεν βλάπτεται από την επιδίκαση ή την παράλειψη αποδοχής ενός αιτήματος. Τούτο σημαίνει ότι τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμός 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να προβάλλει μόνο εκείνος, σε βάρος του οποίου έγινε η επιδίκαση αυτού που δεν ζητήθηκε ή εκείνος του οποίου το αίτημα δεν ερευνήθηκε. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στο δευτεροβάθμιο και την πλημμέλεια ότι, ενώ οι αναιρεσίβλητοι με την ένδικη αγωγή τους ζήτησαν, εκτός από την κατεδάφιση των επιδίκων κτισμάτων της πιλοτής και την προηγούμενη εκκένωση αυτών από τρίτα πρόσωπα στα οποία έχουν εκμισθωθεί αυτά από τον αναιρεσείοντα, τούτο αντιπαρήλθε και άφησε αδίκαστο το αίτημά τους αυτό. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει με λόγο αναιρέσεως την παραπάνω πλημμέλεια του Εφετείου.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 20-08-1996 αίτηση του Ι. Ν. Μ. για αναίρεση των α) υπ' αριθμού 3112/1996 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και β) υπ' αριθμού 305/1996 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσιβλήτων, της οποίας το ποσό ορίζει σε διακόσιες είκοσι χιλιάδες (220.000) δραχμές.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14-10-1997.
Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στην Αθήνα, στις 22-10-1997.