Εγκύκλιος 172592/12

Έγγραφο 172592/2012: Εφαρμογή διατάξεων νόμου 4056/2012 (ΦΕΚ 52/Α/2012) επί ζητημάτων αρμοδιότητας της δασικής υπηρεσίας


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Έγγραφο 172592/2012: Εφαρμογή διατάξεων νόμου 4056/2012 (ΦΕΚ 52/Α/2012) επί ζητημάτων αρμοδιότητας της δασικής υπηρεσίας, 28-06-2012.

 

Επί της εφαρμογής του νόμου 4056/2012 (ΦΕΚ 52/Α/2012) Ρυθμίσεις για την κτηνοτροφία και τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και άλλες διατάξεις, παρέχονται οι κάτωθι οδηγίες σ' ότι αφορά στα ζητήματα αρμοδιότητας της δασικής υπηρεσίας:

 

Με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του νόμου αυτού, αντικαταστάθηκε η παράγραφος 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, που αφορά στην εγκατάσταση κτηνοτροφικών και άλλων συναφών εγκαταστάσεων σε δάση, δασικές εκτάσεις και δημόσιες χορτολιβαδικές & βραχώδεις, καθορίζοντας συγκεκριμένη διαδικασία έκδοσης της άδειας εγκατάστασης από τη δασική Αρχή.

 

Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτήν, ο Δασάρχης (εννοείται ότι τη θέση αυτού παίρνει ο Διευθυντής Δασών, όταν δεν υφίσταται δασαρχείο νομού), έχει την αρμοδιότητα της σχετικής έγκρισης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τη διάταξη και θα αναλυθούν κατωτέρω.

 

Σύμφωνα με την καθοριζόμενη με τη διάταξη διαδικασία, ο Δασάρχης λαμβάνει από την αρμόδια Επιτροπή Σταυλισμού εισήγηση για την αιτούμενη κτηνοτροφική εγκατάσταση, που διαβιβάζεται σε αυτόν δια της Αδειοδοτούσας Αρχής (AAA), καθότι, επί των γνωμοδοτήσεων της πρώτης, αποφασίζει η δεύτερη και δύναται να τροποποιήσει αυτές (συνδυασμός διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 3 & παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου 4056/2012 και παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του νόμου 4056/2012).

 

Η εισήγηση της Επιτροπής Σταυλισμού, στην περιπτώσεις που απαιτείται σε σχέση με τις κατονομαζόμενες στην παράγραφο 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979 εγκαταστάσεις, αποτελεί στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης, ο οποίος συμπληρώνεται με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 190/1981 (ΦΕΚ 54/Α/1981) δικαιολογητικά.

 

Από τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά στο άρθρο 2 του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος (που αφορά στις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις), η βεβαίωση του οικείου Δήμου, σχετικά με το επάγγελμα του ενδιαφερόμενου, αντικαθίσταται -διότι τούτο προκύπτει από το νεότερο κανονιστικό πλαίσιο- από σχετική βεβαίωση σύμφωνα με το μητρώο αγροτών και αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που χορηγείται από το οικείο ΚΕΠΠΥΕΛ (Κέντρο Πιστοποίησης Πολλαπλασιαστικού Υλικού και Ελέγχου Λιπασμάτων), είτε παρέχεται ηλεκτρονικά μέσω internet, με υπογραφή του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πληροφορικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Το δε έτερο δικαιολογητικό που ζητείται στο άρθρο 2 του προεδρικού διατάγματος, και αφορά στην άδεια ίδρυσης και λειτουργίας της εγκατάστασης, αυτό εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να προσκομισθεί και ν' αποτελέσει στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης, διότι δεν προβλέπεται να εκδοθεί κατά την ισχύουσα αδειοδοτική διαδικασία που αφορά στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση.

 

Η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 του νόμου 998/1979 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη εκδίδεται εφόσον δεν υφίσταται κυρωμένος στην περιοχή δασικός χάρτης, προκειμένου να διαπιστωθεί ο χαρακτήρας της έκτασης και να καθορισθεί η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί αυτής, αλλά και να διασαφηνιστεί το ειδικότερο καθεστώς που τη διέπει ως προς την αντιμετώπισή της, σύμφωνα με τους περιορισμούς που τίθενται στην παράγραφο 5)α του άρθρου 46 του νόμου 998/1979. Δεδομένου ότι, για την τελεσιδικία της πράξης χαρακτηρισμού της έκτασης απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένων χρονικών προθεσμιών, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 14 του νόμου 998/1979, είναι αυτονόητο ότι αυτή πρέπει να εκκινηθεί ενωρίτερα της αίτησης χορήγησης της άδειας εγκατάστασης της εκμετάλλευσης, ούτως ώστε η τελεσιδικία της ν' αποτελέσει στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης.

 

Ο πλήρης φάκελος, υποβάλλεται με αίτηση στον αρμόδιο Δασάρχη, προκειμένου ν' αποφανθεί για την επέμβαση στην έκταση εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης. Στην περίπτωση που η προθεσμία των τριών μηνών για την κρίση του παρέλθει άπρακτη, η αίτηση του ενδιαφερόμενου θεωρείται ως εγκριθείσα. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος εγκαθίσταται στην έκταση με πρωτόκολλο εγκατάστασης που εκδίδει η δασική Αρχή, κατόπιν αυτοψίας δασολόγου της υπηρεσίας, στην οποία θα αναφέρονται τα στοιχεία της έκτασης επέμβασης και θα εφαρμόζεται επί του εδάφους το υποβληθέν τοπογραφικό διάγραμμα αυτής.

 

Η υποχρέωση που θέτει η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, μετά την αντικατάστασή της από την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του νόμου 4056/2012, στον Δασάρχη για την απόφασή του, αφορά στην ενέργειά του σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή, κι όχι στην κρίση του για την επέμβαση στην έκταση, για την οποία προφανώς δεν μπορεί να υποχρεωθεί, διότι διαφορετικά θα του στερείτο η αποφασιστική αρμοδιότητα που του δίδει η ίδια η διάταξη.

 

Η χορηγηθείσα άδεια εγκατάστασης ισχύει για 15 έτη, με δυνατότητα παράτασής της. Είναι αυτονόητο ότι η χρονική διάρκεια των 5 ετών για την εγκατάσταση που καθορίζονταν στην παράγραφο 4 άρθρου 3 του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 190/1981 δεν ισχύει, αφού νεότερα με την παρούσα διάταξη νόμου, αυτή άλλαξε.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του νόμου 4056/2012, διατηρήθηκε το προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 190/1981 ως προς τις ειδικές ρυθμίσεις του για τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, και με δεδομένο ότι, η παράγραφος 2 άρθρου 3 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος επιβάλλει οι κατασκευές να είναι άνευ θεμελίων, πρόχειρου χαρακτήρα και να αποσυναρμολογούνται εύκολα, προκύπτει ότι οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που ο νομοθέτης έδωσε τη δυνατότητα να επιτρέπονται στις εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, είναι οι πρόχειρες, όπως τις προσδιορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του νόμου 4056/2012. Συνεπώς, οι άδειες εγκατάστασης που χορηγούν οι δασικές υπηρεσίες, θ' αφορούν μόνον σε αυτές.

 

Η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του νόμου 4056/2012, κατονόμασε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις που μπορεί να εγκατασταθούν στις εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία. Αυτές είναι οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις (στις οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 άρθρου 1 του προαναφερόμενου νόμου, υπάγονται και οι χοιροτροφικές και οι πτηνοτροφικές εγκαταστάσεις), τα εκτροφεία θηραμάτων, τα ιχθυοτροφεία, τα εκτροφεία γουνοφόρων ζώων και επισκέψιμων κτηνοτροφικών μονάδων εκτροφής απειλούμενων με εξαφάνιση αυτόχθονων φυλών αγροτικών ζώων, με σκοπό τη διάσωση, διάδοση, προβολή και παραδοσιακή διαχείριση του προαναφερθέντος ζωικού κεφαλαίου και των προϊόντων του.

 

Στις ανωτέρω εγκαταστάσεις δεν περιλαμβάνονται τα μελισσοκομεία, τα οποία προβλέπονταν στην αρχική μη τροποποιηθείσα διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979. Το γεγονός ότι στην επόμενη παράγραφο 5)α, που προστέθηκε στο άρθρο 46 του νόμου 998/1979, αναφέρονται τα μελισσοκομεία σε σχέση με την εγκατάστασή τους σε προστατευόμενες περιοχές, προφανώς εκ παραδρομής συμπεριελήφθη από το νομοθέτη, αφού αυτός δεν τα ενέταξε στις επιτρεπόμενες εγκαταστάσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979. Τούτο σημαίνει ότι στο εξής (από την εφαρμογή του νόμου 4056/2012 και μετέπειτα), μελισσοκομεία δεν εγκρίνονται σε εκτάσεις που προστατεύει η δασική νομοθεσία με την παρούσα διάταξη, ούτε στα υφιστάμενα ανανεώνεται η ισχύς τους με αυτήν (αφού η διάταξη δεν εφαρμόζεται πλέον για την εγκατάσταση μελισσοκομείων), αλλά εγκρίνονται με τη διάταξη της παραγράφου 2Β του άρθρου 13 του νόμου 1734/1987, όπως ισχύει με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του νόμου 3208/2003 (δηλαδή, επιτρέπονται μόνον επί δημοσίων δασικών εκτάσεων).

 

Επίσης, τα ιχθυοτροφεία επιτρέπονται σε εκτάσεις που προστατεύει η δασική νομοθεσία, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, κι όχι με τη διάταξη της παραγράφου 2Β του άρθρου 13 του νόμου 1734/1987, όπως ίσχυε με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του νόμου 3208/2003, καθότι η πρώτη, ως νεότερη διάταξη της δεύτερης, κατισχύει ως προς την εφαρμογή της. Ομοίως, τα εκτροφεία θηραμάτων επιτρέπονται σε εκτάσεις που προστατεύει η δασική νομοθεσία, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, κι όχι σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 άρθρου 254 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 10 του άρθρου 4 του νόμου 3208/2003.

 

Προϋπόθεση εγκατάστασης κτηνοτροφικής ή συναφούς εγκατάστασης σε έκταση που βρίσκεται σε προστατευόμενη περιοχή των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 5)α του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, είναι να προβλέπεται στο σχέδιο διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής η εγκατάσταση τέτοιας μονάδας ή να δίνεται η δυνατότητα κατασκευής της κατόπιν εγκεκριμένης ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης.

 

Όπως για κάθε περίπτωση επιτρεπτής επέμβασης, έτσι και στις συγκεκριμένες, καταβάλλεται το αντάλλαγμα χρήσης που προβλέπεται στην παράγραφο 12 του άρθρου 45 του νόμου 998/1979, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ' αριθμόν 165384/405/2012 κοινή υπουργική απόφαση Υπουργών Οικονομικών & Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.

 

Προκειμένου να εγκατασταθεί ο δικαιούχος στην έκταση όπου έχει λάβει άδεια εγκατάστασης της δασικής Αρχής, συντάσσεται πρωτόκολλο εγκατάστασης από την αρμόδια δασική υπηρεσία. Προϋπόθεση για την έκδοσή του είναι η προσκόμιση από τον δικαιούχο της άδειας εγκατάστασης του άρθρου 6 του νόμου 4056/2012. Προς αποφυγήν συγχύσεων, διευκρινίζουμε ότι η άδεια αυτή αφορά στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση και είναι διάφορη της άδειας εγκατάστασης της δασικής Αρχής. Προκειμένου για τις λοιπές προβλεπόμενες στην παράγραφο 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979 εγκαταστάσεις, πρέπει να προσκομίζεται άδεια λειτουργίας ή άλλη τελική της λειτουργίας της εγκατάστασης άδεια, προβλεπόμενη από την οικεία του έργου νομοθεσία, για να εκδοθεί το πρωτόκολλο εγκατάστασης.

 

Οι άδειες εγκατάστασης της δασικής Αρχής εκδίδονται υπέρ του δικαιούχου την επέμβαση και αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτό. Αλλαγή των στοιχείων του, που επιφέρουν τροποποίηση της άδειας εγκατάστασης της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του νόμου 4056/2012 ή οποιαδήποτε αλλαγή αφορά στο πρόσωπο που έχει καταστεί δικαιούχος της επέμβασης ή στα στοιχεία της διοικητικής πράξης, συνεπάγεται την τροποποίησή της (δηλαδή, τροποποίηση της άδειας εγκατάστασης της δασικής Αρχής), ούτως αυτή ν' αναφέρεται στα νέα δεδομένα.

 

Με τη διάταξη της παραγράφου 5)γ του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, δίνεται η δυνατότητα στις εγκαταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, συμπεριλαμβανομένων και των μελισσοκομείων, να συνεχίσουν τη λειτουργία τους για μία τριετία από την έναρξη ισχύος του νόμου 4056/2012 (δηλαδή, από τη 12-03-2012), εντός της οποίας οφείλουν να λάβουν έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή βεβαίωση απαλλαγής από την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Κατά τη διάρκεια ισχύος της προθεσμίας αυτής, οι διοικητικές πράξεις της δασικής Αρχής που τυχόν έχουν εκδοθεί, περί διοικητικής αποβολής και επιβολής προστίμων κατεδάφισης αναστέλλονται, και εφόσον εκδοθούν οι απαιτούμενες διοικητικές πράξεις και εγκρίσεις, αυτές παύουν να ισχύουν. Τούτο επιτυγχάνεται με ανακλητική απόφαση του οργάνου που τις εξέδωσε ή που έχει τη σχετική αρμοδιότητα κατά το χρόνο της ανάκλησης, μετά από εισήγηση του αρμοδίου Δασάρχη (βλέπε σχετικά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του νόμου 4056/2012).

 

Η κατά τα ανωτέρω ανοχή του νομοθέτη στη συνέχιση της λειτουργίας των χωρίς έγκριση εγκαταστάσεων στις εκτάσεις που προστατεύει η δασική νομοθεσία για μία τριετία από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μέχρι της λήψης των απαιτούμενων αδειών, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην υποχρέωση λήψης της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων ή της απαλλαγής από αυτούς, όπως στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5)α του άρθρου 46 του νόμου 998/1979 διαφαίνεται, αλλά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο αυτής, επεκτείνεται και στη λήψη όλων των απαιτούμενων πράξεων και εγκρίσεων, που καθιστούν πλήρη αδειοδοτικά την εγκατάσταση. Στις άδειες αυτές, προφανώς περιλαμβάνεται και αυτή της δασικής Αρχής, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οικεία διάταξη και σύμφωνα με τις οδηγίες που με την παρούσα δίδονται για την εφαρμογή της. Δε θα μπορούσε εξάλλου να παραβλέπονταν η άδεια της δασικής Αρχής, αφού η διάταξη ρυθμίζει τις περιπτώσεις υφισταμένων εγκαταστάσεων, που λειτουργούν χωρίς άδεια της δασικής υπηρεσίας σε εκτάσεις που προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Η επί τούτου βούληση του νομοθέτη γίνεται σαφής στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του νόμου 4056/2012, όπου απαιτείται, για τις χωρίς άδεια υφιστάμενες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, η λήψη της άδειας εγκατάστασης της δασικής Αρχής.

 

Ειδικά για τα μελισσοκομεία, που δεν περιλαμβάνονται στις κατονομαζόμενες περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του νόμου 998/1979, και δε δύναται να εκδοθεί άδεια εγκατάστασης γι' αυτά σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη, θα εξετασθεί η δυνατότητα παραχώρησης σύμφωνα με την παράγραφο 2Β του άρθρου 13 του νόμου 1734/1987, άλλως δεν μπορεί να συνεχίσουν να λειτουργούν μετά την τριετία (αρχομένης από 12-03-2012).

 

Επισημαίνεται ότι η, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναστολή και κατόπιν η ανάκληση των διοικητικών πράξεων που εξεδόθησαν για την προστασία της έκτασης, περιορίζεται στο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και επιβολής προστίμων κατεδάφισης, και δεν επεκτείνεται στην απόφαση κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας. Τούτο σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν ήθελε η νομιμοποίηση των υφισταμένων εγκαταστάσεων να χωρήσει και επί αναδασωτέων εκτάσεων.

 

Τέλος, η διάταξη του άρθρου 17 του νόμου 4056/2012 αναφέρεται στη διαχείριση ανεπιτήρητων παραγωγικών ζώων (αιγοπρόβατα και βοοειδή). Αντίστοιχα στη δασική νομοθεσία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 277 και 278 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969, που αναφέρονται στη σύλληψη βοσκόντων ζώων σε δάση και δασικές εκτάσεις και στη δήμευση αυτών.

 

Επειδή οι ανωτέρω διατάξεις βρίσκουν κοινό πεδίο εφαρμογής, κατά το μέρος που αφορούν στην περισυλλογή των παραγωγικών ζώων που είναι ανεπιτήρητα και βόσκουν ανεξέλεγκτα και παράνομα σε περιοχές εκτός της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης του ιδιοκτήτη τους, οι οποίες προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, θεωρούμε ότι η διαδικασία και οι ενέργειες που καθιερώνονται με τη διάταξη του άρθρου 17 του νόμου 4056/2012 για την περισυλλογή των ζώων, εφαρμόζονται και για τις περιπτώσεις των αντίστοιχων διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 86/1969, εμπίπτουσες οι τελευταίες (άρθρα 277 & 278), στις καταργητικές της παραγράφου ζ του άρθρου 19 του νόμου 4056/2012.

 

Κατόπιν τούτων, στις περιπτώσεις παράνομης βόσκησης σε εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, θα ειδοποιείται, μετά τον εντοπισμό της παράβασης από το δασικό όργανο, το συνεργείο του αρμοδίου δήμου για τις ενέργειές του σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 του νόμου 4056/2012 και επόμενα.

 

Επισημαίνουμε ότι, οι ειδικότερες περί βοσκής διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, που αναφέρονται στο αδίκημα της παρανόμου βοσκής κ.λ.π. και στις ποινές, παραμένουν, διότι αφορούν σε παραβάσεις που τιμωρούνται από τη δασική νομοθεσία.

 

Με την εφαρμογή της παρούσας, παύει να ισχύει κάθε προηγούμενη με αντίθετο περιεχόμενο.

 

Παρακαλούμε την παρούσα να κοινοποιήσετε στις δασικές υπηρεσίες της Αποκεντρωμένης Διεύθυνσής σας, καθώς και στις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής της περιφέρειάς σας, για γνώση και ανάλογη εφαρμογή.

 

Ο Γενικός Διευθυντής Δασών

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.