Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 798/1998 (23-12-1998)
Αριθμός Ερωτήματος: 28405/5211/21-10-1998 έγγραφο της Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.
Περίληψη Ερωτήματος: άρθρο 5 παράγραφος 4 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος περί επικινδύνων οικοδομών, το οποίο, επί τεσσάρων περιπτώσεων ασφαλείας από στατική και δομική άποψη, παρέχει το δικαίωμα στους ενδιαφερομένους να εφεσιβάλουν την απόφαση του επιθεωρητή στο Υπουργείο, χωρίς να τάσσει σχετική προθεσμία. Στην πράξη έχει επικρατήσει να τάσσει αυτή την προθεσμία ο επιθεωρητής.
Ερωτάται:
α) Αν ορθά καλύπτεται έτσι το κενό του νόμου και
β) Αν η προθεσμία αυτή θεωρείται αποκλειστική ή ενδεικτική, έχοντας βέβαια υπόψη τον εύλογο χρόνο και τον επείγοντα χαρακτήρα των υποθέσεων αυτών.
Επί του ερωτήματος αυτού το Γ' Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:
Α. Κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 52 παράγραφος 1 και 60 παράγραφος 1 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών εκδόθηκε το από 13-04-1929 προεδρικό διάταγμα περί επικινδύνων οικοδομών. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 αυτού γίνεται διάκριση των επικινδύνων οικοδομών από απόψεως: α) στατικής και δομικής, β) υγιεινής, γ) ασφάλειας και του πυρός και δ) κυκλοφορίας του κοινού στους εσωτερικούς χώρους συναθροίσεων, στη δε παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ορίζεται ποια οικοδομή και εν γένει κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από απόψεως στατικής και δομικής (κοινώς ετοιμόρροπη), με τον περαιτέρω χαρακτηρισμό ορισμένων από αυτές τις κατασκευές ως επικινδύνως ετοιμόρροπων, σε περίπτωση που υφίστανται σαφείς ενδείξεις του κινδύνου και ο κίνδυνος είναι άμεσος. Σε αντιδιαστολή προς τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 7 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, που αφορούν τα του χαρακτηρισμού των επικινδύνως ετοιμόρροπων κατασκευών (με έκθεση τριμελούς επιτροπής) και που προβλέπουν την κατεδάφιση αυτών μετά τριήμερο από της κοινοποιήσεως της εκθέσεως ή παραχρήμα (σε περίπτωση διαπιστώσεως σοβαρού και αμέσου κινδύνου), χωρίς να εξετάζεται αν υπάρχει δυνατότητα επισκευών και αποκλειόμενης οποιασδήποτε ενστάσεως ή παρεμβάσεως, τα του χαρακτηρισμού των απλώς ετοιμόρροπων κατασκευών και περί της ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων των ενδιαφερομένων κατά των σχετικών πράξεων ρυθμίζουν, αντιστοίχως, οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του αυτού κανονιστικού διατάγματος.
Ειδικότερα, στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονιστικού νομοθετήματος ορίζεται ότι:
{1. Η επί του ελέγχου του κινδύνου υπηρεσία... κατόπιν καταγγελίας ή αιτήσεως ή ειδοποιήσεως υπό της αστυνομικής αρχής ή και οίκοθεν ενεργούσα, προβαίνει εις την αυτοψία προς εξακρίβωση του κινδύνου, συντάσσουσα περί τούτου σχετική έκθεση (πρωτόκολλον)...
2. Η ως άνω έκθεσις πρέπει να διασαφηνίζει το εξετασθέν ακίνητο και να καθορίζει το είδος και την έκταση του κινδύνου, ως επίσης και λεπτομερώς τα εφαρμοστέα προς άρση αυτού μέτρα, το αναγκαίο ή ου της εν λόγω ή εν μέρει εκκενώσεως των διαμερισμάτων δια την πραγματοποίηση των μέτρων τούτων...
3. Δια την αποτροπήν του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται τα ηπιότερα κατά προτίμηση μέτρα, οίον επισκευές, ενισχύσεις...}
Επίσης, στο άρθρο 5 του αυτού διατάγματος ορίζονται τα εξής:
{1. Αντίγραφον της κατά το προηγούμενον άρθρον εκθέσεως κοινοποιείται υπό της τεχνικής υπηρεσίας δια της αστυνομικής αρχής εις τον ιδιοκτήτη και τους τυχόν ενοίκους... Οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να υποβάλλουν ενστάσεις κατά της τυχόν εκθέσεως της τεχνικής υπηρεσίας εντός ορισμένης ανατρεπτικής προθεσμίας, οριζόμενης εν αυτή τη εκθέσει. Δια τον καθορισμό της προθεσμίας ταύτης λαμβάνεται υπ' όψιν ο βαθμός του κινδύνου και η απόστασις του τόπου εν ω το επικίνδυνο ακίνητο από της έδρας της υπηρεσίας...
2. Υποβληθεισών κανονικώς κατά τα ανωτέρω ενστάσεων εις το γραφείο που συνέταξε την έκθεση, τούτο επιμελείται της αναθεωρήσεως αυτής... Εάν ο εις αναθεώρηση προβαίνων μηχανικός καταλήξει εις σύνταξιν εκθέσεως με συμπεράσματα διαφέροντα των της αρχικής, τότε αμφότερες οι εκθέσεις τίθενται υπ' όψιν του προϊσταμένου του γραφείου νομομηχανικού ή σχεδίου πόλεως της περιφέρειας, όστις κατόπιν αυτοψίας προβαίνει αυτοπροσώπως εις την αναθεώρηση... Ομοίως ενεργείται πάντοτε η αναθεώρησις και οσάκις πρόκειται περί ενστάσεων αναφερομένων εις κίνδυνο ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως: α) επί κατασκευής μονολιθικής εκ σκυροκονιάματος ή εξ ωπλισμένου σκυροδέματος ή εκ σιδήρου, β) επί σοβαρών θεμελιώσεων και υποθεμελιώσεων, γ) επί των περιπτώσεων περί ων το άρθρο 2 παράγραφος 3 και δ) επί μεσοτοίχων και των εις την κατεδάφιση και ανοικοδόμηση αυτών εις περίπτωσιν ανεπάρκειας παρομαρτυρούντων συναφών ζητημάτων ασφαλείας (Κεφάλαια XVI και XVII οικοδομικού κανονισμού).
3. Η αναθεωρητική έκθεσις συντάσσεται και κοινοποιείται καθ' ον και η αρχική τρόπον, επιτρέπονται δε κατ' αυτής ενστάσεις, μόνον εφόσον πρόκειται περί των εις την προηγούμενη παράγραφο αναφερομένων τεσσάρων περιπτώσεων ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως. Ο τρόπος υποβολής των ενστάσεων κατά της δευτέρας εκθέσεως είναι ο αυτός ως ανωτέρω και διαπέμπονται αυτές υπό του εις ο υποβάλλονται γραφείου εις τον αρμόδιο επιθεωρητή δημοσίων έργων, όστις αποφαίνεται επ' αυτών οριστικώς.
4. Ο οικείος επιθεωρητής δικαιούται και οίκοθεν να ελέγχει τις περί αναγνωρίσεως επικινδύνων οικοδομών πράξεις των τεχνικών υπηρεσιών της περιφέρειας του και να προβαίνει εις αναθεώρηση των σχετικών εκθέσεων, αποφαινόμενος επ' αυτών τελικώς. Επί των εις την ανωτέρω παράγραφο 3 μνημονευόμενων τεσσάρων περιπτώσεων ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι να εφεσιβάλουν την απόφαση του επιθεωρητού εις το υπουργείον, ούτινος και ο τελευταίος δύναται, εάν κρίνει αναγκαίο, να ζητεί την επέμβασιν, εάν η απόφασις αντιτίθεται προς έκθεση δύο ιδιωτών πολιτικών μηχανικών διπλωματούχων ανωτάτων αναγνωρισμένων τεχνικών σχολών, συντασσομένων με φροντίδα των ενδιαφερομένων. Το υπουργείον αποφαίνεται αφού εξετάσει την υπόθεση δι' επιτροπής και δοκιμών ή καθ' ον έτερον νομίσει κατάλληλο τρόπον.}
Β. Όπως ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου 2503/1997 (ΦΕΚ 107/Α/1997), στο Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Εφαρμογών της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωροταξίας των Περιφερειών περιήλθαν, μεταξύ άλλων:
{...Οι αρμοδιότητες επιθεωρητή που αναφέρονται σε θέματα επικίνδυνων οικοδομών, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 5 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 153/Α/1929)...}
Επίσης, στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του αυτού νόμου ορίζεται ότι:
{Οι διατάξεις του άρθρου 8 του νόμου 3200/1955 (ΦΕΚ 97/Α/1955) εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Οι σχετικές προσφυγές ασκούνται ενώπιον του κατά περίπτωσιν αρμόδιου υπουργού.}
Γ. Στοιχεία της έννοιας της ενδικοφανούς προσφυγής είναι τα εξής: α) να προβλέπεται από ειδική διάταξη, που καθορίζει ορισμένη (αποκλειστική) προθεσμία προς άσκηση αυτής και β) να καθιστά δυνατή την επανεξέταση της υποθέσεως και κατ' ουσίαν (άρθρο 45 παράγραφος 2 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΦΕΚ 8/Α/1989).
Δ. Από τα αναφερθέντα προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Η προβλεπόμενη με το άρθρο 5 παράγραφος 4 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος διοικητική προσφυγή (έφεση) κατά της πράξεως του Επιθεωρητή (νυν Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωροταξίας της Περιφέρειας) αφορά την από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων επανεξέταση της υποθέσεως όχι μόνον ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξεως αλλά και κατ' ουσίαν. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την ως άνω προσφυγή (έφεση) από την κατ' άρθρο 8 του νόμου 3200/1955 ειδική προσφυγή, η οποία επιτρέπει μόνον τον έλεγχο νομιμότητος της προσβληθείσης πράξεως. Επίσης, η εν λόγω έφεση, ως ειδικώς προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα, σαφώς διαφοροποιείται από την απλή ιεραρχική προσφυγή, η οποία ερείδεται στη γενική διάταξη του άρθρου 10 του Συντάγματος (δικαίωμα του αναφέρεσθαι προς την διοικητική Αρχή) και επιτρέπει την επανεξέταση της υποθέσεως και κατ' ουσίαν, χωρίς να τάσσεται χρονικός περιορισμός ως προς την άσκηση της προσφυγής αυτής.
Συνεπώς, εφόσον δεν προβλέπεται ορισμένη αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της εν λόγω έφεσης, η έλλειψη του εννοιολογικού αυτού στοιχείου στοιχειοθετεί την ύπαρξη νομοθετικού κενού εν προκειμένω και χαρακτηρίζει την έφεση ως ατελή ενδικοφανή προσφυγή, το δε ως άνω νομοθετικό κενό, κατά την ομόφωνη άποψη του Τμήματος, μέχρι της ισχύος του νόμου 2503/1997 νομίμως καλυπτόταν με την αναλογική εφαρμογή της - αφορώσης την άσκηση ενστάσεως - διατάξεως της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου 5 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος, δηλαδή με το να ορίζει ο επιθεωρητής ορισμένη αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως.
Ε. Περαιτέρω, κατά την κρατήσασα άποψη, που υποστήριξαν ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Α. Κομισόπουλος και οι Νομικοί Σύμβουλοι Κ. Ντούσης, Θ. Ρεντζεπέρης, Ν. Μαυρίκας, Δ. Παπαγεωργόπουλος, Σ. Δελλαπόρτας, Σ. Παπαγεωργακόπουλος και Κ. Μανωλής (ψήφοι 8), μετά την ισχύ, όμως, των ως άνω διατάξεων των άρθρων 6 παράγραφος 6 και 1 παράγραφος 2 του νόμου 2503/1997, οι οποίες ορίζουν, αντιστοίχως, ότι η εν λόγω αρμοδιότητα του επιθεωρητή περιήλθε στο Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Εφαρμογών της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωροταξίας της οικείας Περιφέρειας και ότι κατά των πράξεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας επιτρέπεται προσφυγή, ενώπιον του αρμοδίου κατά περίπτωση Υπουργού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του νόμου 3200/1955, το ως άνω νομοθετικό κενό, μέχρι της κανονιστικής ρυθμίσεως του θέματος, καλύπτεται με την, ως προς το θέμα αυτό, αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του νόμου 3200/1955. Δηλαδή, η έφεση δέον να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως επί της ενστάσεως. Στην άποψη συνηγορούν και οι γενικές αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ίσης μεταχειρίσεως και της εμπιστοσύνης των διοικούμενων έναντι της διοικήσεως. Άλλωστε, το γεγονός, ότι από ειδική διάταξη προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού, δεν αποκλείει την κατά τα λοιπά (λ.χ. ως προς την προθεσμία ασκήσεως της) εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 του νόμου 3200/1955, (λ.χ. άρθρο 10 παράγραφος 4 του νόμου 1963/1991, που προβλέπει την άσκηση προσφυγής, κατ' άρθρο 8 του νόμου 3200/1955, ενώπιον του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, κατά των αποφάσεων του Νομάρχη σε θέματα φαρμακείων και φαρμακαποθηκών και ότι ο υπουργός ελέγχει τις ως άνω νομαρχιακές αποφάσεις και κατ' ουσίαν, δυνάμενος, κατά περίπτωση, ν' ακυρώσει ή να τροποποιήσει αυτές).
Αντιθέτως, κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, που εξέφρασαν οι Νομικοί Σύμβουλοι Ηλίας Παπαδόπουλος, Γ. Κατράνης και Ε. Τριτάς (ψήφοι 3), ακόμα και μετά την ισχύ των ως άνω διατάξεων του νόμου 2503/1997, το εν λόγω νομοθετικό κενό εξακολουθεί να καλύπτεται όπως και προηγουμένως, δηλαδή με το να ορίζεται αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως από το όργανο που εκδίδει την εκκαλούμενη απόφαση.
ΣΤ. Συνεπώς, κατά την κρατήσασα άποψη, μετά την ισχύ του νόμου 2503/1997 η ως άνω έφεση δέον να ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από της κοινοποιήσεως της επί της ενστάσεως αποφάσεως.
Θεωρήθηκε
Αθήνα 08-01-1999
Ο Πρόεδρος του Τμήματος
Ο Εισηγητής