Νόμος 3429/05 - Άρθρο 14a

Άρθρο 14A: Ειδική εκκαθάριση δημόσιων επιχειρήσεων


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

1. Δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες σωρευτικά:

 

α) αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα ή προβλήματα στη διάρθρωση της δομής των ιδίων κεφαλαίων τους ή παρουσιάζουν έκδηλη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους ή έχουν ίδια κεφάλαια τα οποία με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό έχουν απομειωθεί τόσο ώστε να συντρέχει νόμιμη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 2190/1920, και

 

β) έχουν λάβει στο παρελθόν κρατικές ενισχύσεις με αποτέλεσμα η περαιτέρω ενίσχυση τους από το Ελληνικό Δημόσιο να αντίκειται στις διατάξεις του Κοινοτικού Δικαίου,είναι δυνατόν να τεθούν υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Στην περίπτωση αυτή διορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο υποδείξουν οι αιτούντες την εκκαθάριση, οι οποίοι συνυποβάλλουν στο αρμόδιο κατά την επόμενη παράγραφο δικαστήριο δήλωση του προτεινόμενου εκκαθαριστή ότι αποδέχεται την υπόδειξη του ως εκκαθαριστή.

 

2. Τη θέση επιχείρησης της παραγράφου 1 σε ειδική εκκαθάριση ζητούν είτε α) πιστωτές οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 51% των κατά της επιχείρησης υφιστάμενων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, όπως οι απαιτήσεις αυτές εμφανίζονται νομίμως στο τελευταίο, πριν από την αίτηση, νόμιμα καταχωρημένο υπόλοιπο πιστωτών στο γενικό καθολικό και ελλείψει τούτου ή εν περιπτώσει μη νομίμου τηρήσεως του, όπως αποδεικνύονται με κάθε νόμιμο τρόπο, εφόσον μεταξύ των πιστωτών αυτών περιλαμβάνεται κατά το ήμισυ τουλάχιστον των απαιτήσεων το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης κύριας και επικουρικής είτε β) το Ελληνικό Δημόσιο ή πιστωτές της επιχειρήσεως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή πιστωτές οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως είτε γ) εταίροι ή μέτοχοι, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 51% του εταιρικού ή μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης, εφόσον μεταξύ αυτών συμμετέχει κατά το ήμισυ τουλάχιστον το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης κύριας και επικουρικής, με αίτηση τους που υποβάλλεται στο Εφετείο της καταστατικής έδρας της επιχείρησης.

 

3. Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως της παραγράφου 2 ορίζεται σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από τέσσερις ημέρες από την κατάθεση της αιτήσεως. Το Εφετείο δικάζει την αίτηση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι τυχόν παρεμβάσεις ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, είναι δε απαράδεκτες αν δεν ασκηθούν τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης και προσδιορίζονται υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Οι παραπάνω προθεσμίες ισχύουν και σε περίπτωση νέου προσδιορισμού δικασίμου μετά από ματαίωση της συζήτησης κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο. Η κατάθεση προτάσεων σε κάθε περίπτωση μπορεί να γίνει στο ακροατήριο. Η απόφαση του Εφετείου πρέπει να δημοσιευθεί μέσα σε τρεις ημέρες από τη συζήτηση της αίτησης και δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, τακτικό ή έκτακτο.

 

4. Η θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση δεν αποτελεί λόγο λύσεως της εταιρείας, δεν συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας της και δεν επιφέρει τη λύση των πάσης φύσεως συμβάσεων της ούτε αποτελεί λόγο λύσεως αυτών. Η θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση συνιστά πάντως σε κάθε περίπτωση, για τον εκκαθαριστή και μόνο, σπουδαίο λόγο για την καταγγελία οποιασδήποτε συμβάσεως της επιχείρησης. Ο εκκαθαριστής διοικεί, διαχειρίζεται και εκπροσωπεί την επιχείρηση. Ο εκκαθαριστής μπορεί να αποφασίζει την άμεση διακοπή ή το σταδιακό περιορισμό ή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως και τη διατήρηση ή μη των πάσης φύσεως συμβάσεων της επιχείρησης. Ειδικά οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που συνδέεται με την επιχείρηση με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, καθώς και με συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων, μπορούν, όλες ή μερικές από αυτές, μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του Εφετείου, κατά την κρίση του εκκαθαριστή και με αποφάσεις του εκκαθαριστή λαμβανόμενες προς το συμφέρον και τις ανάγκες της εκκαθάρισης, να λύονται με καταγγελία, ή και να αναστέλλονται, αζημίως για την επιχείρηση.

 

Στις περιπτώσεις αυτές προϋποτίθεται ότι θα υιοθετηθούν μέτρα, όπως τα όσα στο επόμενο εδάφιο αναφέρονται. Οι Υπουργοί Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών και ο εποπτεύων την επιχείρηση Υπουργός, με αποφάσεις τους οφείλουν να θεσπίζουν μέτρα κοινωνικής προστασίας, όπως ιδίως προγράμματα επιδότησης κατά της ανεργίας, παροχές για απώλεια εισοδήματος, εφάπαξ παροχές ή βοηθήματα, προγράμματα επιμόρφωσης, επανακατάρτισης και επανένταξης στην αγορά εργασίας, μεταφορά σε φορείς και υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μοριοδότηση προς πρόσληψη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, υπέρ των εργαζομένων που συνδέονται με την επιχείρηση με σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς και υπέρ των εμμίσθων δικηγόρων ή νομικών συμβούλων της επιχείρησης, των οποίων οι συμβάσεις λύονται ή αναστέλλονται κατά τα ανωτέρω, πλην περιπτώσεων καταγγελίας συμβάσεως για τέλεση ποινικού αδικήματος ή συνεπεία τελέσεως σοβαρής παραβιάσεως συμβατικής υποχρεώσεως. Οι εν λόγω υπουργικές αποφάσεις μπορούν να θεσπίζουν τα ίδια μέτρα και για συμβάσεις οι οποίες λύθηκαν ή ανεστάλησαν σύμφωνα με τα παραπάνω έως και έξι μήνες πριν από τη θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση.

 

5. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, ο εκκαθαριστής υποχρεούται να προβεί στην πώληση ή εκμίσθωση, με έναν ή και περισσότερους δημόσιους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς, του συνόλου ή επί μέρους στοιχείων που συνθέτουν το ενεργητικό της επιχείρησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται πάσης φύσεως απαιτήσεις, δικαιώματα, σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, λογότυποι, διακριτικά γνωρίσματα και εμπορική επωνυμία. Οι δημόσιοι πλειοδοτικοί διαγωνισμοί διενεργούνται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις επόμενες παραγράφους. Σε επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον τούτο υπαγορεύεται από τις ανάγκες της εκκαθάρισης και το συμφέρον της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, ο εκκαθαριστής μπορεί να εκμισθώνει περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης για χρονικό διάστημα όχι πέραν των έξι μηνών και χωρίς δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό. Οι μισθώσεις αυτές είναι δυνατόν να ανανεώνονται άλλη μία φορά εφόσον συντρέχουν οι ίδιοι λόγοι.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 5 προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 40 του νόμου 3844/2010 (ΦΕΚ 63/Α/2010).

 

6. Αμελλητί μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου με την οποία τίθεται η επιχείρηση σε ειδική εκκαθάριση, ο εκκαθαριστής δημοσιεύει πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την αγορά της πωλούμενης επιχείρησης στο σύνολο της ή περισσότερες προσκλήσεις για επί μέρους στοιχεία του ενεργητικού της ή κλάδων της, τη σύνθεση των οποίων καθορίζει ο εκκαθαριστής κατά την κρίση του. Κάθε πρόσκληση περιέχει σύντομη γενική περιγραφή της επιχείρησης και των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού της. Με την πρόσκληση καλούνται οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να υποβάλουν εντός προθεσμίας είκοσι ημερών μη δεσμευτική έγγραφη δήλωση ενδιαφέροντος. Η πρόσκληση δημοσιεύεται τουλάχιστον δύο φορές στα κύρια φύλλα δύο τουλάχιστον ημερήσιων πολιτικών εφημερίδων και μιας ημερήσιας οικονομικής εφημερίδας, που εκδίδονται στην Αθήνα και έχουν ευρεία κυκλοφορία σε όλη τη χώρα και, εάν ο εκκαθαριστής το κρίνει απαραίτητο, και σε μια διεθνούς κυκλοφορίας οικονομική εφημερίδα που εκδίδεται στην αλλοδαπή.

 

7. Ο εκκαθαριστής συντάσσει παράλληλα υπόμνημα προσφοράς, το οποίο περιέχει πλήρη περιγραφή της πωλούμενης επιχείρησης και της δραστηριότητας την οποία αυτή ασκεί και αναγράφει επιπλέον τα στοιχεία του ενεργητικού της, τα οποία σύμφωνα με την οικεία πρόσκληση θα περιέλθουν στον αγοραστή που θα αναδειχθεί πλειοδότης, τους τυχόν όρους της πώλησης και γενικώς κάθε πληροφορία χρήσιμη για τους υποψήφιους αγοραστές. Αντίγραφο του υπομνήματος προσφοράς παραδίδεται σε καθέναν από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές. Στα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να παρασχεθούν επιπλέον πληροφορίες για την πωλούμενη επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι θα υποσχεθούν εγγράφως την τήρηση εχεμύθειας και γενικώς τη μη χρήση των ως άνω πληροφοριών. Άρνηση της πληροφόρησης δικαιολογείται για σπουδαίο λόγο.

 

8. Μετά πάροδο τουλάχιστον τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της προσκλήσεως ενδιαφέροντος, ο εκκαθαριστής δημοσιεύει στις εφημερίδες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου διακήρυξη διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη αυτή περιέχει:

 

α) Την επωνυμία, έδρα, δραστηριότητα και συνοπτική περιγραφή της επιχείρησης, χωρίς να απαιτείται η αναγραφή των επί μέρους στοιχείων, που απαρτίζουν το ενεργητικό της και τα οποία αναγράφονται στο υπόμνημα προσφοράς.

 

β) Πρόσκληση κάθε ενδιαφερομένου, ανεξαρτήτως συμμετοχής του ή όχι στη διαδικασία της παραγράφου 6, να παραλάβει από τον εκκαθαριστή το υπόμνημα προσφοράς εφόσον δεν το έχει ήδη παραλάβει και να υποβάλει σφραγισμένη δεσμευτική προσφορά, η οποία θα συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, ή με τραπεζική επιταγή συνοδευόμενη από σχετική επιστολή του ενδιαφερομένου, για ποσό και με όρους που θα προσδιορίζονται στη διακήρυξη.

 

γ) Τους λοιπούς όρους του διαγωνισμού, στους οποίους μπορεί να περιλαμβάνεται και κατώτατη τιμή προσφοράς.

 

δ) Το ονοματεπώνυμο του επί του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού συμβολαιογράφου της περιφέρειας της έδρας της επιχείρησης, στον οποίο θα υποβληθούν οι προσφορές, τυχόν άλλους όρους του πλειοδοτικού διαγωνισμού, την προθεσμία υποβολής προσφορών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των δεκαπέντε ημερών και μεγαλύτερη των είκοσι πέντε ημερών από την ημέρα της τελευταίας δημοσίευσης της διακήρυξης, την ημέρα και ώρα αποσφράγισης των προσφορών κατά την οποία θα παρίσταται ο εκκαθαριστής και θα δικαιούνται επίσης να παραστούν όσοι υπέβαλαν εμπρόθεσμη προσφορά.

 

Εκπρόθεσμες προσφορές δεν γίνονται δεκτές και δεν λαμβάνονται υπόψη.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 8 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 50 του νόμου 4313/2014 (ΦΕΚ 261/Α/2014).

 

9. Ο επί του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη κατάθεσης της κάθε προσφοράς και κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα αποσφράγισης προβαίνει στην αποσφράγιση των προσφορών και συντάσσει σχετική έκθεση, στην οποία προσαρτώνται όλες οι υποβληθείσες προσφορές. Την έκθεση αποσφράγισης προσυπογράφει ο εκκαθαριστής και οι λοιποί παρόντες. Επικυρωμένο αντίγραφο της έκθεσης αποσφράγισης παραδίδεται αυθημερόν στον εκκαθαριστή. Καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει αντίγραφο της έκθεσης αποσφράγισης.

 

10. Ο εκκαθαριστής εντός οκτώ ημερών από την αποσφράγιση των προσφορών συντάσσει και υποβάλλει σε όλους τους πιστωτές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και επί τη αιτήσει του σε οποιονδήποτε άλλο πιστωτή συνοπτική έκθεση αξιολόγησης των προσφορών και προτείνει την κατακύρωση της πώλησης στον πλειοδότη. Εφόσον εντός οκτώ ημερών από την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης δεν αντιλέξουν σε αυτήν και στην προτεινόμενη κατακύρωση είτε το Δημόσιο είτε πιστωτές, οι οποίοι εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον των κατά της επιχείρησης απαιτήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο εκκαθαριστής συνάπτει με τον πλειοδότη ενώπιον του επί του πλειοδοτικού διαγωνισμού συμβολαιογράφου τη σύμβαση μεταβίβασης του ενεργητικού ή των επί μέρους στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, βάσει των όρων της προσφοράς του και των τυχόν άλλων επί τα βελτίω όρων, που υποδείχθηκαν από τους παραπάνω πιστωτές και έγιναν δεκτοί από τον πλειοδότη. Η σύμβαση αυτή επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης των άρθρων 1003 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Ως πλειοδότης λογίζεται, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, εκείνος του οποίου η προσφορά εκρίθη από τον εκκαθαριστή και τους προαναφερθέντες πιστωτές ως η πλέον συμφέρουσα για τους δανειστές.

 

11.Το συνολικό ποσό, το οποίο υποχρεούται, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβάλει στον εκκαθαριστή ο πλειοδότης, επέχει θέση πλειστηριάσματος του άρθρου 1004 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο εκκαθαριστής υποχρεούται να καταθέσει αμελλητί εντόκως το εισπραττόμενο πλειστηριασμό σε τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Μετά την καταβολή του συμφωνηθέντος πλειστηριάσματος, ή του συμφωνηθέντος ως αμέσως καταβλητέου ποσού και εφόσον τηρήθηκαν στην τελευταία περίπτωση οι συμφωνηθέντες όροι εξασφαλίσεως πληρωμής του υπολοίπου, ο εκκαθαριστής συντάσσει αμελλητί, ενώπιον του επί του πλειοδοτικού διαγωνισμού συμβολαιογράφου αντιστοίχως, είτε πράξη εξοφλήσεως είτε πράξη πιστοποιήσεως εκπληρώσεως των παραπάνω υποχρεώσεων του πλειοδότη. Η πράξη αυτή στην οποία προσαρτάται η σύμβαση μεταβίβασης επέχει θέση περιλήψεως εκθέσεως κατακυρώσεως του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εφαρμόζονται επ' αυτής αναλόγως όσα ισχύουν επί της τελευταίας.

 

12. Η ανωτέρω πράξη πιστοποίησης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αγοραστή, η οποία επέχει θέση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έχει ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά τη μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα, την εξάλειψη και διαγραφή των υφιστάμενων υπέρ τρίτων βαρών που έχουν εγγραφεί πριν από τη θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση.

 

13. Επί της μεταβιβάσεως του συνόλου ή μέρους του ενεργητικού της επιχείρησης του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 479 και 939 - 946 του Αστικού Κώδικα. Τα δικαιώματα και οι αμοιβές συμβολαιογράφων, δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, υποθηκοφυλάκων και κτηματολογικών γραφείων περιορίζονται σε ποσοστό 20% αποκλειστικά και μόνον όσον αφορά τη σύνταξη, υπογραφή και μεταγραφή της σύμβασης μεταβίβασης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 13 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 50 του νόμου 4313/2014 (ΦΕΚ 261/Α/2014).

 

14. Ο εκκαθαριστής, εντός δεκαπέντε ημερών από τη μεταβίβαση του ενεργητικού κατά τα προαναφερόμενα, υποχρεούται να δημοσιεύσει σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, μία αθηναϊκή και μία της πρωτεύουσας του νομού της καταστατικής έδρας της επιχείρησης, πρόσκληση αναγγελίας απαιτήσεων προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Ειδική πρόσκληση απευθύνεται ατομικώς στους γνωστούς πιστωτές, το περιεχόμενο της οποίας έχει όπως ορίζεται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 του Κανονισμού 1346/2000 Περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Σχετικώς εφαρμόζονται και τα άρθρα 41 και 42 του Κανονισμού αυτού. Η πρόσκληση μπορεί να γίνει και αμέσως μετά τη θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση. Οι δανειστές, εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση της πρόσκλησης, έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους. Στη συνέχεια ο εκκαθαριστής συντάσσει πίνακα κατάταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975 έως 979 και 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντός δεκαπέντε ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας αναγγελίας. Στη διαδικασία του παρόντος άρθρου, απαιτήσεις κατά τρίτων, οποτεδήποτε και αν γεννήθηκαν, αναγνωρίζονται ως έσοδα της εταιρείας, που έχει υπαχθεί σε ειδική εκκαθάριση και καταχωρούνται στα βιβλία της και στον πίνακα κατάταξης, με την είσπραξή τους. Η πρόσκληση για αναγγελία των απαιτήσεων του Δημοσίου επιδίδεται στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και η προθεσμία του ενός μηνός προς αναγγελία των απαιτήσεων του αρχίζει από την επίδοση της πρόσκλησης.

 

Με τον πίνακα γίνεται η κατάταξη των πιστωτών και για το μέρος του πλειστηριάσματος που τυχόν έχει πιστωθεί. Αρμόδιο για την εκδίκαση ανακοπών κατά του πίνακα είναι το Εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο εκκαθαριστής. Στη δίκη ενώπιον του Εφετείου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 663 - 676 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 14 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 50 του νόμου 4313/2014 (ΦΕΚ 261/Α/2014).

 

15. Εάν δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά, ή αν πιστωτές, οι οποίοι εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον των κατά της επιχείρησης απαιτήσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δηλώσουν εγγράφως προς τον εκκαθαριστή, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 10 του παρόντος, ότι δεν θεωρούν καμία από τις υποβληθείσες προσφορές ως συμφέρουσα για τους πιστωτές, ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται με τη δημοσίευση εντός δεκαπέντε ημερών νέας διακήρυξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

 

Εάν και ο νέος διαγωνισμός δεν τελεσφορήσει, τα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση επιχείρησης που δεν κατέστη δυνατόν να πωληθούν, πωλούνται ως σύνολο ή τμηματικά, με ελεύθερη διαπραγμάτευση, ύστερα από δημόσια πρόσκληση, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Επί των πωλήσεων της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή οι απαλλαγές της παραγράφου 16 του παρόντος άρθρου.

 

Σε περίπτωση που διενεργηθούν τουλάχιστον τρεις πλειοδοτικοί διαγωνισμοί με τη διαδικασία της ελεύθερης διαπραγμάτευσης μετά από δημόσια πρόσκληση για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, και δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά ή οι υποβληθείσες προσφορές δεν θεωρηθούν συμφέρουσες από τον εκκαθαριστή ή τους πιστωτές, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου, τότε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία λογίζονται ιδιαιτέρως μικρής αξίας και ο εκκαθαριστής δύναται να τα μεταβιβάσει χωρίς αντάλλαγμα, κατά την κρίση του, σε δημόσιους φορείς ή υπηρεσίες ή σε κοινωφελή ιδρύματα. Η ως άνω διαδικασία εφαρμόζεται αναλογικά και στις περιπτώσεις της παραγράφου 5)α του παρόντος άρθρου, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 40 του νόμου 3844/2010 (ΦΕΚ 63/Α/2010).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 15 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 119 του νόμου 4199/2013 (ΦΕΚ 216/Α/2013).

 

16. Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει αναλόγως η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νόμου 3049/2002 (ΦΕΚ 212/Α/2002).

 

17. Η στα πλαίσια και σε εκτέλεση της εκκαθάρισης μεταβίβαση ονομαστικών ή ανωνύμων μετοχών που δεν έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο που κατατίθεται στην αρμόδια για τον αγοραστή Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, εντός δέκα ημερών από την υπογραφή του, σε περίπτωση δε κατά την οποία για τη μεταβίβαση οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων ή ολόκληρης της επιχείρησης ή των μετοχών απαιτείται προηγούμενη άδεια ή έγκριση οποιασδήποτε αρχής ή η διενέργεια γνωστοποίησης ή τήρησης της διαδικασίας, η άδεια θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί και δεν απαιτείται γνωστοποίηση ή η τήρηση της σχετικής διαδικασίας.

 

18. Με την υπογραφή κάθε συμβάσεως συναπτόμενης στα πλαίσια και σε εκτέλεση της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου, συμμεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον πλειοδότη και οι πάσης φύσεως διοικητικές άδειες που συνδέονται με τη λειτουργία των μεταβιβαζομένων κλάδων ή στοιχείων ενεργητικού. Οι άδειες μεταβιβάζονται για όσο χρόνο ισχύουν και πάντως για περίοδο όχι μικρότερη του έτους ή του τυχόν προβλεπόμενου από ειδική διάταξη χρόνου υποχρεωτικής λειτουργίας της επιχείρησης ή κλάδου της, στη συνέχεια δε εκδίδεται επιβεβαιωτική πράξη μεταβιβάσεως της άδειας στο όνομα του πλειοδότη.

 

19. Σε περίπτωση σπουδαίου λόγου και ιδία σε περίπτωση μη τήρησης από τον εκκαθαριστή υποχρεώσεων και προθεσμιών του παρόντος άρθρου, το Εφετείο, μετά από αίτηση των προσώπων της παραγράφου 2 του παρόντος, προβαίνει σε άμεση αντικατάσταση του εκκαθαριστή και διορίζει ως εκκαθαριστή τον προτεινόμενο από τους παραπάνω πιστωτές κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

 

20. Από τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου περί θέσης της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση και μέχρι την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, απαγορεύεται κάθε μέτρο, εκκρεμές ή όχι, ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της. Η απαγόρευση αφορά τα χρέη της υπό ειδική εκκαθάριση επιχείρησης που δημιουργήθηκαν πριν όσο και εκείνα που δημιουργούνται μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.

 

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις επιχειρήσεις που τελούν υπό ειδική εκκαθάριση κατά την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 20 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 119 του νόμου 4199/2013 (ΦΕΚ 216/Α/2013).

 

21. O εκκαθαριστής και τα υπ' αυτού εξουσιοδοτημένα όργανα δεν υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική, διοικητική ή άλλη ευθύνη: (α) για χρέη της υπό εκκαθάριση επιχείρησης προς το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ασφαλιστικούς και λοιπούς οργανισμούς, ανεξαρτήτως του χρόνου γενέσεως ή βεβαιώσεως της σχετικής οφειλής και (β) για πάσης φύσεως οφειλές προς εργαζομένους εξαιτίας συμβάσεως εργασίας με την υπό εκκαθάριση επιχείρηση, ανεξαρτήτως του χρόνου γενέσεως της σχετικής οφειλής. Οι τυχόν αξιώσεις εκ των ανωτέρω υπό α' και β' περιπτώσεων, ικανοποιούνται από τον πίνακα κατάταξης πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι σχετικές εκκρεμείς ποινικές, διοικητικές και αστικές διώξεις κατά του ειδικού εκκαθαριστή ή των υπ' αυτού εξουσιοδοτημένων οργάνων παύουν από της ισχύος του παρόντος και οι υφιστάμενες ποινικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 21 προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 119 του νόμου 4199/2013 (ΦΕΚ 216/Α/2013).

 

22. Περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, τα οποία είχαν εισαχθεί πριν από την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του παρόντος άρθρου με ατέλεια ή με τα καθεστώτα προσωρινής εισαγωγής και ενεργητικής τελειοποίησης και για τα οποία έχουν βεβαιωθεί ή βεβαιώνονται προ ή μετά την υπαγωγή δασμοί, πρόστιμα και κάθε είδους προσαυξήσεις, ελευθέρως εκποιούνται από τον εκκαθαριστή, καθ' όλη της διάρκεια της εκκαθαριστικής διαδικασίας, κατά τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο διαδικασίες και μετακινούνται εντός ή εκτός της Ελληνικής Επικράτειας. Το Δημόσιο, ως προς τις απαιτήσεις του αυτές, ικανοποιείται από τον πίνακα κατάταξης πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και ο εκκαθαριστής δεν υπέχει οποιαδήποτε αστική, διοικητική ή ποινική ευθύνη για τη μη καταβολή των εν λόγω υποχρεώσεων.

 

Εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων της παραγράφου 22 του άρθρου αυτού που έχουν συντελεσθεί μέχρι την ισχύ του παρόντος, θεωρούνται, ως προς την προαναφερθείσα αιτία, έγκυρες και ισχυρές, οι δε τυχόν εκκρεμείς διοικητικές ή αστικές δίκες κατά των εκκαθαριστών ή των υπ' αυτού εξουσιοδοτημένων οργάνων παύουν από της ισχύος του παρόντος, οι υπάρχουσες ποινικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 22 προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 119 του νόμου 4199/2013 (ΦΕΚ 216/Α/2013).

 

23. Τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του νόμου 3717/2008 (ΦΕΚ 239/Α/2008), όπως αυτά προστέθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 40 του νόμου 3844/2010 (ΦΕΚ 63/Α/2010) έχουν εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που διέπονται από το παρόν άρθρο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 23 προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του νόμου 4244/2014 (ΦΕΚ 60/Α/2014).

 

24. Η Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων Ανώνυμη Εταιρεία καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ειδικής εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται να επιχορηγείται από το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του εποπτεύοντος Υπουργείου, εφόσον η επιχορήγηση διατίθεται αποκλειστικά για τη συνέχιση της αμιγούς στρατιωτικής δραστηριότητας της εταιρίας που αφορά την εκτέλεση υφιστάμενων συμβάσεων με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και την εκπλήρωση της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.

 

Κατά παρέκκλιση των οριζομένων και απαιτούμενων δικαιολογητικών στην υπ' αριθμόν 2014380/377/0026/1998 (ΦΕΚ 284/Β/1998) υπουργική απόφαση, για την εκταμίευση της επιχορήγησης απαιτούνται μόνον: α) η απόφαση ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από το αρμόδιο όργανο για την επιχορήγηση και β) επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου οργάνου για την έγκριση της επιχορήγησης.

 

Η επιχορήγηση της παρούσας παραγράφου διατίθεται αποκλειστικά για την εξόφληση απαιτήσεων του προσωπικού που συνδέεται με την εταιρία με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου, απαιτήσεων του Δημοσίου, φορέων κοινωνικής ασφάλισης, παρόχων ενέργειας και λοιπών δαπανών αναγκαίων για την υλοποίηση των ως άνω συμβάσεων, καθώς και για την κάλυψη της αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και των λοιπών εξόδων και δαπανών για την εκπλήρωση της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης. Ο εκκαθαριστής καθ' όλη τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης οφείλει να υποβάλει προς έγκριση στο Ελληνικό Δημόσιο ειδικά το αιτιολογημένο αίτημα, όπου θα προσδιορίζεται το ύψος του αιτούμενου ποσού, και η χρήση της επιχορήγησης ανά κατηγορία δαπάνης, η δε επιχορήγηση θα καταβάλλεται αποκλειστικά για την κάλυψη της εγκριθείσας δαπάνης. Μετά την πώληση της επιχείρησης στο σύνολό της ή επιμέρους περιουσιακών στοιχείων αυτής, το ισόποσο της ως άνω επιχορήγησης προαφαιρείται από το προϊόν του πλειστηριάσματος, προηγείται κάθε γενικού ή ειδικού προνομίου και αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο.

 

Η επιχορήγηση της παρούσας παραγράφου δεν υπόκειται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζεται με οφειλές της ως άνω εταιρίας προς το Ελληνικό Δημόσιο από οποιαδήποτε αιτία ή προς τα ασφαλιστικά ταμεία.

 

Η απαγόρευση της παραγράφου 20 του παρόντος άρθρου ισχύει και για το ποσό της ως άνω επιχορήγησης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 24 προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 6 του νόμου 4244/2014 (ΦΕΚ 60/Α/2014) και τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 48 του νόμου 4256/2014 (ΦΕΚ 92/Α/2014).

 

25. α. Οι ειδικές εκκαθαρίσεις των δημόσιων επιχειρήσεων του παρόντος άρθρου τίθενται υπό τον έλεγχο και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών. Ειδικότερα, ο Υπουργός Οικονομικών προτείνει τους εκκαθαριστές, οι επιμέρους αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των οποίων καθορίζονται με τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του Υπουργού και των εκκαθαριστών.

 

β. Οι δαπάνες των ειδικών εκκαθαρίσεων των ως άνω δημοσίων επιχειρήσεων, σε περίπτωση μη επάρκειας των ταμειακών διαθεσίμων τους, καλύπτονται από πιστώσεις που εγγράφονται στον ειδικό φορέα των Γενικών Κρατικών Δαπανών του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Η αδυναμία κάλυψης των δαπανών της ειδικής εκκαθάρισης τεκμηριώνεται με αιτιολογημένη έκθεση του ειδικού εκκαθαριστή που υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών.

 

γ. Δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης, κατά τα ανωτέρω, θεωρούνται οι αμοιβές των ειδικών εκκαθαριστών, οι αμοιβές των απασχολούμενων για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, οι λειτουργικές δαπάνες και κάθε άλλου είδους δαπάνη που κρίνεται αναγκαία για την υποστήριξη και επίτευξη του σκοπού της ειδικής εκκαθάρισης, εξαιρουμένων των προς τρίτους οφειλών και υποχρεώσεων των ως άνω επιχειρήσεων.

 

δ. Μπορεί να ορίζεται αμοιβή επιτυχίας για το έργο του ειδικού εκκαθαριστή, η οποία ανέρχεται σε ποσοστό που συμφωνείται ανά περίπτωση επί του τελικού τιμήματος της πώλησης, πλέον φόρου προστιθέμενης αξίας, εάν επιτευχθεί πώληση του υπό ειδική εκκαθάριση φορέα ως σύνολο ή τμηματικά και θα καταβάλλεται εκ του πλειστηριάσματος, μετά την ικανοποίηση των πιστωτών.

 

ε. Το τελικό προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης των ως άνω επιχειρήσεων, μετά την ολοκλήρωση του σκοπού της ειδικής εκκαθάρισης αυτών, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αποτελεί έσοδο που θα αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο και θα εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών.

 

στ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια, διαδικασία και τυχόν άλλο ζήτημα που ανακύπτει κατά την διαδικασία της εφαρμογής των ανωτέρω.

 

ζ. Η ισχύς της παρούσας παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός της ειδικής εκκαθάρισης της εταιρείας με την επωνυμία Μεταλλουργική Βιομηχανία Ηπείρου, για την οποία η ισχύς αρχίζει από 01-01-2017.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 25 προστέθηκε με το άρθρο 33 του νόμου 4484/2017 (ΦΕΚ 110/Α/2017).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο 14Α προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 40 του νόμου 3710/2008 (ΦΕΚ 216/Α/2008).

 



Copyright © 2017 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.