Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
1. Η παράγραφος 6 του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999, που προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του νόμου 3262/2004 (ΦΕΚ 173/Α/2004), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του νόμου 3472/2006 (ΦΕΚ 135/Α/2006) και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 34 του νόμου 3773/2009 (ΦΕΚ 120/Α/2009), αντικαθίσταται ως εξής:
{6. α. Η ποινή για τις πιο πάνω πράξεις δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται σε περίπτωση που:
(α)α) Ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων ή
(β)β) Από τη βαρύτητα της πράξης, τις περιστάσεις τέλεσής της, από τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και την προσωπικότητά του προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον.
β. Στις παραπάνω περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί, κατ' εξαίρεση, μετά από σχετικό αίτημα του καταδικασθέντος, να μετατρέπει την επιβληθείσα ποινή, ανεξαρτήτως του ύψους της, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τους όρους του άρθρου 82 παράγραφος 6 και επόμενες του Ποινικού Κώδικα, εφόσον κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι η επιβαλλόμενη κατά μετατροπή ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση των εγκλημάτων του παρόντος άρθρου στο μέλλον.
γ. Σε περίπτωση καταδίκης για τις πράξεις των παραγράφων 1, 2, 4 και 5 του παρόντος, δεν επιτρέπεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής όταν:
(α)α) Ο δράστης είναι υπότροπος ή τελεί κατά συνήθεια τις πιο πάνω πράξεις ή
(β)β) ο δράστης κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως ιδιαιτέρως επικίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία τρίτων ή την ομαλή εκτέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων.}
2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999, που προστέθηκε με το άρθρο 7 του νόμου 3057/2002, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του νόμου 3708/2008 (ΦΕΚ 210/Α/2008), αντικαθίσταται ως εξής:
{7. α) Σε περίπτωση καταδίκης για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 4, το δικαστήριο επιβάλλει υποχρεωτικά και για χρονικό διάστημα δύο έως πέντε ετών στο δράστη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήματος, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, στις οποίες μετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να απαγορεύσει την προσέλευση και παρακολούθηση και οποιασδήποτε άλλης αθλητικής εκδήλωσης, αν από τις περιστάσεις και με βάση την προσωπικότητα του δράστη κρίνει ότι αυτός είναι επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων. Για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το δικαστήριο διατάσσει το δράστη να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του ή διαμονής του πριν από την έναρξη της αθλητικής συνάντησης και να παραμένει σε αυτό ή σε χώρο άμεσης εποπτείας της αστυνομικής αρχής, δύο ώρες πριν από την έναρξή της έως δύο ώρες μετά τη λήξη της. Το δικαστήριο μετά από αίτημα του καταδικασθέντος προσδιορίζει στην απόφασή του το άθλημα και τις αθλητικές συναντήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται η ανωτέρω παρεπόμενη ποινή. Αν ο καταδικασθείς παραβιάσει τους πιο πάνω όρους, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 3 μηνών, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ούτε αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Επιπλέον, αν η ανωτέρω παραβίαση συντελεστεί κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα συντάσσει σχετική έκθεση, την οποία διαβιβάζει αμέσως στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης και εφαρμόζεται το άρθρο 101 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα.
β) Εάν ο δράστης κάποιας πράξης από τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 έως 4 είναι ανήλικος, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο η προβλεπόμενη στην περίπτωση α' απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων με τους όρους και τις προϋποθέσεις που πιο πάνω ορίζονται. Εάν ο ανήλικος είναι κάτω των 16 ετών, επιβάλλεται ως αναμορφωτικό μέτρο, αντί του ανωτέρω, η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, τους επιτρόπους ή τους κηδεμόνες του.
γ) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Προστασίας του Πολίτη και Πολιτισμού και Τουρισμού ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εκτέλεση της πιο πάνω παρεπόμενης ποινής ή του πιο πάνω αναμορφωτικού μέτρου.
δ) Η παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επιβολή της παρεπόμενης ποινής τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρεις μήνες, η οποία δεν μετατρέπεται σε χρηματική ούτε αναστέλλεται, και με χρηματική ποινή. Εφόσον η ανωτέρω παραβίαση τελείται κατά τη διάρκεια του χρόνου αναστολής της κύριας ποινής, διακόπτεται η αναστολή και η ποινή εκτίεται χωρίς δυνατότητα μετατροπής της.}
3. Στην παράγραφος 8 του άρθρου 41ΣΤ του νόμου 2725/1999, που αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του νόμου 3057/2002, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παράγραφοι 4 και 5 του νόμου 3262/2004 και με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του νόμου 3472/2006, προστίθεται περίπτωση δ' ως εξής:
{δ) Σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της εκδίκασης των αδικημάτων του παρόντος άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ως περιοριστικό όρο την υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 41ΣΤ. Η παραβίαση του περιοριστικού όρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, η οποία δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται σε χρηματική.}