Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 2692/2009
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Α
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10-11-2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.
Α. Για να δικάσει την από 10-10-2007 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Κ. Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά των:
1) __________,
2) __________ και
3) __________, κατοίκων Νέας Ιωνίας Αττικής (__________), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Δ. Καραμέτο (Αριθμός Μητρώου 24432), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 4103/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Β. Για να δικάσει την από 07-11-2007 αίτηση:
της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, η οποία παρέστη με την δικηγόρο Σ. Σκουλά (Αριθμός Μητρώου 19004), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1) __________, 2) __________ και 3) __________, κατοίκων Νέας Ιωνίας Αττικής (__________), οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμόν 4103/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ε. Αντωνόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις, και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων που παρέστησαν για την πρώτη αίτηση αναιρέσεως, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή τους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με τις κρινόμενες αιτήσεις, που ασκούνται νόμιμα χωρίς καταβολή παραβόλου (άρθρο 99 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 30/1996 (ΦΕΚ 21/Α/1996), για την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση), ζητείται η αναίρεση της 4103/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση των ήδη αναιρεσίβλητων κατά της 2375/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε έφεση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής κατά της αυτής πρωτόδικης αποφάσεως και, κατά μερική αποδοχή της αγωγής των καθ' ων, αναγνωρίσθηκε ότι το αναιρεσείον Δημόσιο υποχρεούται να τους καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την επίσης αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση στους δύο πρώτους (__________) το ποσό των 103.000 ευρώ και στην τρίτη (__________) το ποσό των 29.000 €. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούσαν χρηματική ικανοποίηση των αναιρεσίβλητων λόγω ψυχικής οδύνης την οποία υπέστησαν συνεπεία του επισυμβάντος την 07-09-1999 θανάτου της κόρης των δύο πρώτων και αδελφής της τρίτης από αυτούς __________ από κατάρρευση του κτιρίου της εταιρείας ΡΙΚΟΜΕΞ εξαιτίας του γενομένου κατά την ημερομηνία αυτή σεισμού, για την οποία κατάρρευση κρίθηκε ότι υπήρχε, κατ' άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ευθύνη οργάνων των αναιρεσειόντων Δημοσίου και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής.
2. Επειδή, η αναιρεσείουσα Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της κρινομένης αιτήσεώς της, εφόσον η αξίωση των αναιρεσιβλήτων θεμελιώθηκε και σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις της Πολεοδομικής Υπηρεσίας Αχαρνών, η οποία, από τη δημοσίευση του από 11-05-1995 Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της αιτούσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (ΦΕΚ 400/Β/1995), αποτελεί υπηρεσία του αυτοτελούς νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο έχει κατ' άρθρο 115 παράγραφος 4 του προεδρικού διατάγματος 30/1996 (ΦΕΚ 21/Α/1996) υπεισέλθει αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις του Δημοσίου που δημιουργήθηκαν από πράξεις και παραλείψεις οργάνων του κατά το διάστημα που τα όργανα αυτά υπάγονταν στην κρατική διοίκηση.
3. Επειδή, οι ως άνω κρινόμενες αιτήσεις είναι συνεκδικαστέες λόγω συνάφειας, εφόσον στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ασκούνται δε παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέες.
4. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (προεδρικό διάταγμα [ΠΔ] 456/1984 (ΦΕΚ 164/Α/1984)) ορίζεται ότι:
{Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος...}
και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι:
{Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.}
Εξάλλου, στο άρθρο 52 παράγραφοι 1 και 2 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών (ΦΕΚ 228/Α/1923), ορίζεται ότι:
{1. Πάσα οικοδομή και εκτέλεσις οιασδήποτε εργασίας δομήσεως... εντός ή εκτός των πόλεων, κωμών κλπ. υπόκειται ως προς την μελέτη, την εκτέλεσιν και την χρησιμοποίηση αυτής από απόψεως υγιεινής, ασφαλείας, αισθητικής και εν γένει τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος διατάγματος και οιωνδήποτε ετέρων (καθ' όλα τα στάδια της κατασκευής και μετά ταύτη) εις τον έλεγχο του Κράτους, ασκούμενο υπό της κατά το παρόν διάταγμα αρμοδίας υπηρεσίας κατά τα ειδικότερα δια διατάγματος κανονισθησόμενα.
2. Προς ανέγερση, επισκευή ή κατεδάφιση οιασδήποτε οικοδομής και προς εκτέλεσιν οιωνδήποτε εργασιών δομήσεως ... υπό οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, απαιτείται η προηγούμενη έγγραφος άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας. ...}
Περαιτέρω, στο Μέρος 1ο του από 10-12-1945 βασιλικού διατάγματος Περί κανονισμού φορτίσεων δομικών έργων (ΦΕΚ 171/Α/1946) ορίζεται ότι:
{1. Τα φορτία των οικοδομικών έργων υπολογίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού, λαμβανόμενα κατά την δυσμενεστέρα πραγματοποίηση από απόψεως αντοχής ή ευστάθειας του οικοδομικού στοιχείου διάταξη, πλην αν άλλως εξ ειδικής διατάξεως ως προς τον στατικό υπολογισμό ορίζεται ...}
Επίσης, στο άρθρο 2 του από [ΒΔ] 18-02-1954 βασιλικού διατάγματος Περί Κανονισμών δια την μελέτη και εκτέλεσιν οικοδομικών έργων εξ ωπλισμένου σκυροδέματος (ΦΕΚ 160/Α/1954) ορίζεται ότι:
{1. Εκάστη μελέτη εξ ωπλισμένου σκυροδέματος υποβαλλομένη προς την αρμοδία Κρατική Υπηρεσία Ελέγχου δι' έκδοση αδείας δέον να περιλαμβάνει τα κάτωθι στοιχεία:
Α) Στατικό υπολογισμό περιέχοντα:
α) Τις γενόμενες παραδοχές ως προς τα φορτία και τις επιτρεπόμενες τάσεις των υλικών.
β) Διάταξη και υπολογισμούς ενός εκάστου μέλους της κατασκευής εξ ων να εμφαίνονται το στατικό σύστημα του φορέως και η ενεργούσα επ' αυτού φόρτισις, οι αναπτυσσόμενες αντιδράσεις, ροπές κάμψεως, τέμνουσες και αξονικές δυνάμεις και να διαπιστώνεται η επάρκεια των διατομών. Οι υπολογισμοί δέον να συνοδεύονται απαραιτήτως υπό του διαγράμματος φορτίσεως, επίσης δε και υπό του διαγράμματος τεμνουσών δυνάμεων, όπερ παραλείπεται μεν προκειμένου περί πλακών, επιτρέπεται δε να συντάσσεται σε σκαρίφημα στις απλούστερες των μορφών και φορτίσεων. Επί φορέων συνθετότερων διατάξεων φορτίσεως και σημαντικότερων επιβαρυνόμενων θα συντάσσεται και διάγραμμα ροπών κάμψεως. Εις τους υπολογισμούς τούτους οι συμβολισμοί των διαφόρων μελών θα είναι οι αυτοί με τους στα σχέδια αναγεγραμμένους.
γ) Προκειμένου περί κατασκευής σοβαρών έργων υποβάλλονται και στατικοί υπολογισμοί των ικριωμάτων.
Β) Σχέδια γενικής διατάξεως ανά όροφο και δια την θεμελίωση υπό κλίμακα 1: 50, η 1:100 εφ' ων να εμφαίνονται:
α) Οι θέσεις και συμβολισμοί των διαφόρων μελών μεθ' απασών και αναγκαίων διαστάσεων, ήτοι αποστάσεων δοκών και υποστυλωμάτων, ... Εφ' όσον πρόκειται περί συνήθων κατασκευών, σε κατάκλιση οι διατομές πλακών, δοκών, υποστυλωμάτων, ενισχύσεων δοκών, προβόλων, πεδίλων, εδράνων κλπ. μετά των διαστάσεων αυτών, καθώς και των οπλισμών, περιλαμβανομένων και των συνδετήρων.
Γ) Σχέδια οπλισμών και δη: Εφ' όσον προβλέπονται κατασκευές πλαισίων, δοκών ανοίγματος μεγαλυτέρου των 8,00 m και γενικώς φορέων άλλου τύπου πλην των απλών ή συνεχών δοκών μικρότερων ανοιγμάτων, δέον όπως δι' έκαστον τοιούτον φορέα συντάσσεται επιπροσθέτως σχέδιον ... εις ο να εμφαίνονται λεπτομερώς η διάταξις, τα αναπτύγματα και μήκη των οπλισμών αυτού και οι θέσεις των ενώσεων, ως επίσης και διαγράμματα τομών εις τις χαρακτηριστικές θέσεις. Επί των διατομών τούτων δέον να εμφαίνονται οι συνδετήρες και η διάταξις των οπλισμών. ...
Δ) Προκειμένου περί φορέων, ως στο εδάφιο 1Α, γ' του παρόντος άρθρου, θα υποβάλλεται και σχέδιον ικριωμάτων.
2. Επί εκάστου των υποβαλλομένων σχεδίων θα αναγράφονται σαφώς:
α) Τα ληφθέντα υπ' όψιν δια τον υπολογισμό φορτία.
β) Η προβλεπομένη ποιότης σκυροδέματος.
γ) Το προβλεπόμενο είδος οπλισμού.}
Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ίδιου βασιλικού διατάγματος ορίζεται ότι:
{1. Η σύνταξις μελέτης έργων ωπλισμένου σκυροδέματος δέον απαραιτήτως να πληρεί τα ακόλουθα:
α) Να είναι σύμφωνος προς τους παρόντες Κανονισμούς και να ανταποκρίνεται προς τους αναγνωρισμένους κανόνας της Τεχνικής.
β) Οι υπολογισμοί να διαπραγματεύονται εξαντλητικά και επιτυχώς πάντα τα ουσιώδη δια την ασφάλειαν του έργου στοιχεία, να είναι απηλλαγμένοι λογιστικών σφαλμάτων και απολύτως ακριβείς.
2. ...
3. Ο έλεγχος της κατά τα ανωτέρω μελέτης, εφ' όσον αυτή έχει συνταχθεί υπό διπλωματούχου Μηχανικού Ανωτάτης Σχολής, περιορίζεται εις την διαπίστωσιν του γεγονότος ότι οι βασικές προϋποθέσεις των υπολογισμών και οι εφαρμοσθείσες μέθοδοι υπολογισμού είναι ορθές. ... Μετά τον κατά τα ανωτέρω γενόμενο έλεγχο ακολουθεί η έγκρισις της μελέτης ήτις χορηγείται κατόπιν της διαπιστώσεως ότι έχει πραγματοποιηθεί ο κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου έλεγχος.}
στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος ορίζεται ότι:
{Η εποπτεία της εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών ασκείται παρά των εκάστοτε Πολεοδομικών Γραφείων ή λοιπών αρμοδίων δια τον έλεγχο Κρατικών Υπηρεσιών}
και στο άρθρο 59 του βασιλικού διατάγματος τούτου ορίζεται ότι:
{1. Ως μυκητοειδείς πλάκες χαρακτηρίζονται οι σταυροειδώς ωπλισμένες πλάκες, που εδράζονται άνευ μεσολαβήσεως δοκών απ' ευθείας επί υποστυλωμάτων, μεθ' ων αυτές συνδέονται άκαμπτα.
2. ... Δια την άκαμπτη σύνδεση του υποστυλώματος μετά της πλάκας αλλά και δια την κανονική μετάδοση των φορτίων της πλάκας επί του υποστυλώματος η κεφαλή του υποστυλώματος διαπλατύνεται συμφώνως προς μίαν των στο σχέδιο 27 διδόμενων διατάξεων. ...
3. Ο υπολογισμός των μυκητοειδών πατωμάτων με τετραγωνική ή ορθογωνική διάταξη των υποστυλωμάτων δέον να εκτελείται κατά τινά των επί της θεωρίας της ελαστικότητας στηριζόμενων μεθόδων...}
Εξάλλου, το από [ΒΔ] 19-02-1959 βασιλικού διατάγματος Περί αντισεισμικού κανονισμού οικοδομικών έργων (ΦΕΚ 36/Α/1959) ορίζει στο άρθρο 1 ότι:
{Άπαντα τα οικοδομικά έργα της Χώρας θα μελετώνται και κατασκευάζονται συμφώνως προς τα στο επόμενα καθοριζόμενα και κατά τρόπον ώστε να καθίστανται ικανά να αναλάβουν, εκτός των προβλεπομένων συνήθων φορτίσεων, και τις εκ των σεισμικών ενεργειών προκαλούμενες επιβαρύνσεις}
στο άρθρο 2, ότι:
{1. Επί τη βάσει των μέχρι τούδε δεδομένων και των αποτελεσμάτων των δονήσεων οι περιοχές της Χώρας κατατάσσονται από απόψεως σεισμικότητας εις τρεις κατηγορίας:
Ι. Ασθενώς σεισμόπληκτοι περιοχές.
ΙΙ. Μετρίως σεισμόπληκτοι περιοχές.
ΙΙΙ. Ισχυρώς σεισμόπληκτοι περιοχές.
2. Οικισμοί της Χώρας αντιστοιχούντες χαρακτηριστικώς εις τις κατηγορίας αυτές εμφαίνονται εις τον ακόλουθο πίνακα Ι. ... Αθήναι Ι...}
στο άρθρο 3 παράγραφος 1 ότι:
{Από της απόψεως της σεισμικής επικινδυνότητας τα εδάφη κατατάσσονται εις τέσσερις κατηγορίας:
α) Εδάφη μικράς σεισμικής επικινδυνότητας.
β) Εδάφη μέτριας σεισμικής επικινδυνότητας.
γ) Εδάφη μεγάλης σεισμικής επικινδυνότητας.
δ) Εδάφη εξαιρετικής σεισμικής επικινδυνότητας. ...}
στο άρθρο 4 ότι:
{1. Προς έλεγχο της εκ σεισμού καταπονήσεως του κτιρίου θα εισάγονται εις τον υπολογισμό, εκτός των υπό των οικείων Κανονισμών προβλεπομένων φορτίσεων, και σεισμικές δυνάμεις. Επιτρέπεται όπως εισάγονται εις τον υπολογισμό μόνες οι οριζόντιες συνιστώσες των σεισμικών δυνάμεων, λαμβανόμενες με φοράν εναλλασσόμενη. Εις ειδικές περιπτώσεις όπου τούτο κατωτέρω καθορίζεται, θα λαμβάνονται υποχρεωτικώς και οι κατακόρυφοι συνιστώσες. ...
2. ...
3. Καθορισμός των επί του κτιρίου ή των στοιχείων αυτού ενεργουσών σεισμικών δυνάμεων κατά τρόπον διάφορον των στο παρόν άρθρο αναφερομένων δύναται να γίνει δεκτός κατόπιν ειδικού δυναμικού υπολογισμού και εγκρίσεως της αρχής που θεωρεί την μελέτη.
4. Δια τον υπολογισμό των σεισμικών δυνάμεων θα λαμβάνονται υπ' όψιν τα σύνολα των μονίμων και κινητών κατακόρυφων φορτίων.
5. ...
6. ...}
στο άρθρο 5 ότι:
{1. Κατά την σύνταξιν των αρχιτεκτονικών σχεδίων θα απαιτείται διάταξις επιτρέπουσα την διαμόρφωση ενός κατά το δυνατόν σαφούς σταθερού στο χώρο στατικού οργανισμού. Κατά την μεταξύ των κατακόρυφων οριζοντίων ή κεκλιμένων μερών του στατικού οργανισμού σύνδεση πρέπει να εξασφαλίζεται ο υπό του στατικού υπολογισμού προβλεπόμενος τρόπος λειτουργίας των συνδέσεων.
2. Τα στοιχεία του οργανισμού συμπληρώσεως και διαχωριστικά τοιχώματα θα κατασκευάζονται και εν ανάγκη θα υπολογίζονται ώστε να δύναται να κατέχουν εις τα υπ' αυτών δυνάμενες να ενεργήσουν οριζόντιες δυνάμεις και να μεταφέρουν αυτές επί του οργανισμού αντοχής, συνδεόμενα καταλλήλως μετ' αυτού.
3. ...
4. ...
5. ...
6. ...
7. Συνιστάται όπως αποφεύγεται η διάταξις φυτευτών υποστηλωμάτων ή τοιχωμάτων. Οσάκις τούτο δεν είναι δυνατόν θα απαιτείται ειδικός υπολογισμός κατά τα στο άρθρο 6 καθοριζόμενα}
στο άρθρο 6 ότι:
{1. ...
2. ...
3. α) Επί οικοδομών μετά φέροντος σκελετού εξ ωπλισμένου σκυροδέματος έκαστον των επί του πολυγώνου της περιμετρικής στηρίξεως φερόντων στοιχείων κατακόρυφων και οριζοντίων θα ελέγχεται αφ' ενός μεν βάσει των εξαγομένων του κατά την ακριβή μέθοδο κανονικού αντισεισμικού υπολογισμού, αφ' ετέρου δε βάσει των εξαγομένων ειδικού υπολογισμού εις παραλαβή των κανονικών στατικών φορτίων και οριζόντιας σεισμικής δυνάμεως μεγέθους ίσου προς τα ε/2 (ένθα είναι ο σεισμικός συντελεστής) της κατακορύφου φορτίσεως και πάντως ουχί μεγαλυτέρου των 6% ταύτης που δρα κατά την διεύθυνση της αντιστοίχου πλευράς της περιμέτρου κατά φοράν εναλλασσόμενη. Ο ειδικός ούτος υπολογισμός θα εκτελείται και εις ας περιπτώσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 προβλέπεται απαλλαγή από του κανονικού αντισεισμικού υπολογισμού. ...
β) δια τα γωνιακά υποστυλώματα ο κατά τ' ανωτέρω ειδικός υπολογισμός θα εκτελείται μεμονωμένως δι' έκαστον τούτων ...
γ) Ο εκ του κανονικού ή ειδικού αντισεισμικού υπολογισμού προκύπτων ενισχυτικός οπλισμός της κεφαλής και του ποδός εκάστου των ως άνω υποστυλωμάτων, περιμετρικών ή γωνιακών, ο επί πλέον του απαιτουμένου δια μόνην την κεντρική θλίψη, δέον να μη είναι μείζον του 50% του τελευταίου.
4. ...
5. ...
6. ...}
στο άρθρο 13 παράγραφος 2 ορίζεται ότι:
{Οι υποβαλλόμενες στατικές μελέτες θα περιλαμβάνουν και αντισεισμικό στατικό υπολογισμό, που ενσωματώνεται στον γενικόν τοιούτον}
και στο άρθρο 16 παράγραφος 1 ότι:
{Η εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος ασκείται υπό των αρμοδίων δια τον έλεγχο Κρατικών Υπηρεσιών.}
5. Επειδή, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα το οποίο έχει ως αφετηρία το χρόνο εκδόσεως της πρώτης οικοδομικής αδείας για την καταρρεύσασα οικοδομή (26-05-1976), εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος 194/1969 (ΦΕΚ 103/Α/1969) τρεις αποφάσεις του τότε αρμόδιου Υπουργού Δημοσίων Έργων, οι οποίες διείπαν τις τρεις διαδοχικά εκδοθείσες οικοδομικές άδειες και ρύθμιζαν τα θέματα διαδικασίας εκδόσεως των οικοδομικών αδειών, τροποποιώντας κατά τούτο την κυρωθείσα με το άρθρο 2 του ίδιουνομοθετικού διατάγματος Ε/39441/2287/1967 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ 114/Β/1968), όπως προέβλεπε ρητώς η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου 2.
Έτσι, με την Ε18241/1976 υπουργική απόφαση Περί εκδόσεως οικοδομικών αδειών (ΦΕΚ 147/Δ/1976), οριζόταν ότι:
{1. Από της ισχύος της παρούσης οι οικοδομικές άδειες θα εκδίδονται κατόπιν ελέγχου υπό των αρμοδίων Πολεοδομικών Υπηρεσιών της σχετικής μελέτης, εις ό,τι αφορά την επιτρεπομένη κάλυψη σε επιφάνεια, και τον επιτρεπόμενο όγκον των κτισμάτων (περιτύπωμα CABARIT) εις τα οποία αυτή αναφέρεται.
2. Οι Πολεοδομικές Υπηρεσίες υποχρεούνται όπως προ της χορηγήσεως της αδείας ελέγχουν:
α) Την ακρίβεια του υποβαλλομένου τοπογραφικού διαγράμματος, βάσει των επί τόπου μονίμων υλικών ορίων και των οικείων τίτλων ιδιοκτησίας.
β) Το σύννομο της καλύψεως και του όγκου.
γ) Το σύννομο των κατόψεων, τομών, προσόψεων.
δ) Την καταβολή φόρων, εισφορών, κρατήσεων, τελών κ.λ.π.
3. Η Υπηρεσία θα ελέγχει κατά το εφικτό και κατά την κρίσιν αυτής τους τίτλους ιδιοκτησίας του εφ' ου τα εκτελεσθησόμενα έργα οικοπέδου, ως και παν έτερον στοιχείον που αποσαφηνίζει τα όρια και την εν γένει κατάστασιν αυτού και την ταύτιση αυτού με τις επί τόπου πραγματικές και νομίμους συνθήκες, αίτινες συναρτώνται με που αφορούν αυτό Πολεοδομικές διατάξεις και παροχές.
4. Ο ανωτέρω έλεγχος των τίτλων θα περιορίζεται εις τα στοιχεία άτινα απαιτούνται προς διαπίστωσιν, κατ' αρχήν, αυτής ταύτης της υπάρξεως του οικοπέδου και περαιτέρω των διαστάσεων, της επιφανείας, της αρτιότητας, της μορφής και της θέσεως αυτού και ουχί προς διαπίστωσιν της κυριότητας αυτού. ...
4)α. Ο έλεγχος των τίτλων καθίσταται υποχρεωτικός με μέριμνα των υπογραφόντων την άδεια υπαλλήλων, προκειμένου περί δομήσεως εκτός σχεδίου γενικώς... και τούτο προς εξακρίβωση των αναγραφομένων διαστάσεων και την διαπίστωσιν του χρόνου της τελευταίας κατατμήσεως του οικοπέδου.
4)β. ...
5. ...
5)α. Η ευθύνη δια την σύνταξιν της στατικής μελέτης, δια την ακρίβεια των υπολογισμών, ως και δια την επίβλεψη της εκτελέσεως ανήκει εξ ολοκλήρου εις τον μελετητή και τον επιβλέποντα μηχανικόν ως και εις τον εκτελεστή του έργου, της υπηρεσίας μη βαρυνόμενης με ουδεμίαν σχετική ευθύνη. Οπωσδήποτε όμως η στατική μελέτη πρέπει να είναι πλήρης και ανταποκρινόμενη απολύτως προς την αρχιτεκτονική μελέτη. ...
8. Η διαδικασία της χορηγήσεως αυτής θα πραγματοποιείται εις δύο φάσεις:
α) Πρώτη Φάσις: Εντός δεκαπενθημέρου από της υποβολής της μελέτης θα διενεργείται και αυτοψία και γενική θεώρησις απάντων των σχεδίων της μελέτης, αναγραφομένων των αποτελεσμάτων εις Φύλλον Ελέγχου, ευθύνη του ενεργούντος την αυτοψία και τον έλεγχο υπαλλήλου. Όλες οι τυχόν ελλείψεις ή ατέλειες θα ανακοινώνονται εγγράφως, σαφώς και λεπτομερώς, εις τον συντάξαντα την μελέτη μηχανικόν και ιδιοκτήτη. ...
β) Δευτέρα Φάσις: Εντός δεκαπενθημέρου από της υποβολής των αιτηθέντων συμπληρωματικών στοιχείων ως και του διπλοτύπου καταβολής των φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, και εφόσον ταύτα είναι πλήρη και ακριβή, η υπηρεσία προβαίνει εις γενική θεώρηση της μελέτης κατά τ' ανωτέρω και χορηγεί την αιτηθείσα οικοδομική άδεια. ...
9. Οι πολεοδομικές άδειες ισχύουν, εφόσον δι' οιονδήποτε λόγο δεν ανακληθούν, ως κατωτέρω ορίζεται:
α) Αυτές που αφορούν μονώροφες οικοδομές απλές ή μεθ' υπογείων επί εν έτος ...
β) ...
γ) ...
δ) ...
10. ...
11. ...
12. Κατά την διάρκεια της κατασκευής δέον όπως διενεργείται εις τουλάχιστον έλεγχος κατ' έτος υπό των κατά τόπους αρμοδίων Πολεοδομικών Υπηρεσιών, με μέριμνα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Πολεοδομίας. Ο έλεγχος θα ασκείται ειδικότερα εις ό,τι αφορά την ταύτιση, την κάλυψη, την εκμετάλλευση του οικοπέδου, εις το ύψος της οικοδομής, την διαμόρφωση του υπογείου και τις υπερκείμενες του δώματος κατασκευές, εφαρμοζόμενης της περί αυθαιρέτων διαδικασίας εν περιπτώσει διαπιστώσεως υπερβάσεως της αδείας ή των κειμένων διατάξεων ή μη συμμορφώσεως προς τις υποδείξεις των Επιτροπών Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου.}
Επίσης, με την Ε37608/1976 απόφαση του Υπουργού Δημόσιων Έργων Περί αντικαταστάσεως της υπ' αριθμόν Ε18241/1976 αποφάσεως ... (ΦΕΚ 361/Δ/1976) ορίζεται ότι:
{1. Από της ισχύος της παρούσης αποφάσεως οι οικοδομικές άδειες θα εκδίδονται ως κάτωθι:
1)α. Οι ενδιαφερόμενοι θα υποβάλλουν μελέτη η οποία πρέπει να περιέχει πλήρη και ακριβή όλα τα τεύχη και στοιχεία τα οποία προβλέπονται. Εις τα ως άνω στοιχεία περιλαμβάνονται και οι τίτλοι του οικοπέδου, προκειμένου περί εκτός σχεδίου δομήσεως γενικώς, ως και δι' οικόπεδα κατά παρέκκλιση άρτια, κείμενα είτε εντός πόλεων εχουσών εγκεκριμένο σχέδιον, είτε οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923, προς εξακρίβωση των διαστάσεων και του χρόνου τελευταίας κατατμήσεως αυτών ή εις όσες περιπτώσεις κρίνεται υπό της υπηρεσίας ως απαραίτητον (ασάφειες ορίων κ.λ.π.).
1)β. Βάσει των συνυποβαλλόμενων πλήρων τοπογραφικών διαγραμμάτων και άνευ αρχικής αυτοψίας, η αρμοδία πολεοδομική υπηρεσία υποχρεούται εντός 10 ημερών από της υποβολής της μελέτης να προβεί εις τον πλήρη έλεγχο του σύννομου αυτής από της απόψεως του να εντάσσεται, δια το δεδομένον οικόπεδον, η προβλεπόμενη κατασκευή εντός των επιτρεπομένων, βάσει των ισχυουσών γενικών και ειδικών πολεοδομικών διατάξεων, ορίων καλύψεως, ύψους, όγκου, κ.λ.π. κατά θέσιν και μέγεθος.
1)γ. Εφόσον μετά τον έλεγχο διαπιστωθεί το σύννομο της υποβληθείσης μελέτης, η άδεια θα εκδίδεται εντός δεκαημέρου από της προσκομίσεως αποδείξεων καταβολής των κατά νόμον απαιτουμένων τελών κρατήσεων, εισφορών κ.λ.π. άνευ διενέργειας αυτοψίας κατά το στάδιον τούτο. ...
1)δ. ...
1)ε. Η ούτω άνευ αυτοψίας χορηγούμενη άδεια έχει προσωρινό χαρακτήρα και ισχύει υπό την προϋπόθεση ακριβείας του τοπογραφικού διαγράμματος της υποβληθείσης μελέτης και ακριβούς και ορθής τοποθετήσεως της οικοδομής επί του οικοπέδου. Την ευθύνη των ως άνω προϋποθέσεων φέρει ακέραια ο ιδιώτης Μηχανικός, ο δε έλεγχος τούτων θα γίνει κατά την πρώτην αυτοψία, οπότε και ολοκληρώνεται η έκδοσις της αδείας ως κατά τα επόμενα αναφέρεται.
2. Η ως άνω χορηγούμενη άδεια ισχύει μόνον δια την κατασκευήν της πρώτης υπέρ το ισόγειο πλάκας δια τις νέας οικοδομές ή της πρώτης πλάκας επικαλύψεως άνωθεν της υπαρχούσης κατασκευής, δια τις καθ' ύψος προσθήκες και εν πάσει περιπτώσει ουχί πέραν του τριμήνου, δεδομένου ότι προς ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως αδείας είναι απαραίτητος η αυτοψία και η θεώρησις της αδείας.
2)α. Η αυτοψία και η θεώρησις της αδείας προς ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως αυτής δύναται να γίνει και προ της παρελεύσεως του τριμήνου, αρκεί να πληρούται η ετέρα προϋπόθεσις της διαστρώσεως της, κατά την παράγραφο 2, πλάκας. Πάντως μετά την παρέλευσιν του τριμήνου διακόπτονται οι εργασίες και αυτεπαγγέλτως γίνεται η αυτοψία και ο έλεγχος της οικοδομής εις οιονδήποτε στάδιον και εάν ευρίσκονται οι εργασίες. Οίκοθεν νοείται ότι δεν διακόπτονται οι εργασίες εφόσον έχει υποβληθεί αίτησις περί αυτοψίας εντός του τριμήνου και η αυτοψία καθυστερεί με υπαιτιότητα της υπηρεσίας. Εις την περίπτωσιν ταύτη οι εργασίες μέχρι της αυτοψίας συνεχίζονται υπό την ευθύνη του ιδιώτη Μηχανικού όσον αφορά την ακρίβεια του τοπογραφικού και ορθή τοποθέτηση της οικοδομής - βάσει της μελέτης - επί του οικοπέδου και την πιστή εφαρμογήν της εγκεκριμένης μελέτης.
2)β) Εάν κατά την αυτοψία προς θεώρηση της ως άνω αδείας διαπιστωθεί ασυμφωνία τοπογραφικού και πραγματικής καταστάσεως ή μη σύννομος εκτέλεσις των εργασιών, η άδεια παύει ισχύουσα, ο δε φάκελος διαβιβάζεται οίκοθεν εις το αρμόδιο επί των αυθαιρέτων τμήμα της υπηρεσίας δια τις περαιτέρω κατά νόμον ενεργείας.
3. Οι κατά τα ανωτέρω θεωρούμενες άδειες ισχύουν, εφόσον δεν ανακληθούν δι' οιονδήποτε νόμιμο λόγον, επί διετία δια τις μέχρι 3 ορόφων οικοδομές, επί τριετία δε δια τις άνω των 3 ορόφων τοιαύτας.
3)α. Κατά το στάδιον της κατασκευής και μόλις αποπερατωθεί ο φέρων οργανισμός και ο οργανισμός συμπληρώσεως (καραγιαπί), επιβάλλεται η διενέργεια ελέγχου εκ μέρους της υπηρεσίας κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, άλλως οι συνεχιζόμενες εργασίες πέραν του σταδίου αυτού θεωρούνται κατά παράβασιν της αδείας και καθίστανται αυθαίρετοι, νομιμοποιούμενες μόνον κατόπιν του κατά τα ανωτέρω ελέγχου και θεωρήσεως.
3)β. Η ως άνω εν παραγράφω 3)α θεώρησις της αδείας δι' ειδικής σφραγίδας αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεση δια να γίνει δεκτή αίτησις προς οργανισμό αποχετεύσεως και εταιρία υδάτων προς σύνδεση του κτιρίου εις τα δίκτυα των ως άνω οργανισμών.
3)γ. ...
4. ...
5. ...
12. ...}
Περαιτέρω, με την 27067/1978 απόφαση του Υπουργού Δημόσιων Έργων Περί της διαδικασίας και του τρόπου εκδόσεως οικοδομικών αδειών και του ελέγχου των ανεγειρομένων οικοδομών (ΦΕΚ 585/Δ/1978) ορίζεται ότι:
{Ι. Έκδοση αδείας οικοδομικών εργασιών:
1. Η άδεια οικοδομικών εργασιών χορηγείται υπό της αρμοδίας Υπηρεσίας κατόπιν εγγράφου αιτήσεως του ενδιαφερομένου, υποβάλλοντος την μελέτη του εκτελεσθησομένου έργου και τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
α) Τίτλο ακινήτου (οικοπέδου ή γηπέδου) προκειμένου περί δομήσεως: εκτός εγκεκριμένου σχεδίου γενικώς ...
β) Σχέδιον με το διάγραμμα καλύψεως του οικοπέδου και σχηματική τομή του υπό ανέγερση ή επέκτασιν κτιρίου ή του συγκροτήματος κτιρίων, υπό κλίμακα 1/100 ή 1/200 εις περιπτώσεις εξαιρετικώς μεγάλων οικοπέδων. Εις το σχέδιον τούτο θα σημειώνεται η ακριβής μορφή και διαστάσεις του οικοπέδου και τα σχετικά με την αρτιότητά του στοιχεία, η χρήσις της οικοδομής, οι υπολογισμοί της καλύψεως και του συντελεστού δομήσεως του οικοπέδου, οι πλάγιες και οπίσθιες αποστάσεις της οικοδομής από τα όρια καθώς και το ύψος, ο πραγματοποιούμενος αριθμός ορόφων της οικοδομής, η κατασκευή και χρήσις υπογείων και το πλάτος των προεξοχών. ...
γ) Τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα 1/500, εις το οποίον θα σημειώνεται το ακριβές σχήμα και η θέσις του οικοπέδου εντός του οικοδομικού τετραγώνου. Εις το σχέδιον τούτο θα εμφαίνονται η υπό ανέγερση οικοδομή και τα τυχόν υπάρχοντα κτίσματα και ως και τα κτίσματα των ομόρων ιδιοκτησιών, ώστε να δύναται να ελεγχθεί η αρτιότης και το οικοδομήσιμο αυτών ή η ανάγκη τακτοποιήσεώς των, οπότε εις την περίπτωσιν αυτήν απαιτείται τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα 1:200. Εις το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα θα σημειώνεται επίσης ο αριθμός και το σχήμα του οικοδομικού τετραγώνου, οι περιβάλλοντες τούτο κοινόχρηστοι χώροι (οδοί, πλατείες), τα ονόματα και τα πλάτη των οδών, όπως έχουν διαμορφωθεί ακριβώς, καθώς και τα τυχόν υπάρχοντα ρέματα. Επίσης θ' αναγράφεται ο τρόπος καθορισμού της οικοδομικής ή ρυμοτομικής γραμμής και όπου απαιτείται εις περίπτωσιν μη διαμορφωμένης και ασαφούς καταστάσεως, θα σημειώνεται ο αριθμός της σχετικής τεχνικής εκθέσεως, η οποία θα έχει συνταχθεί εκ των προτέρων από την υπηρεσία τη αιτήσει των ενδιαφερομένων. Εάν το οικόπεδο παρουσιάζει κλίση μεγαλύτερη του 15%, είναι υποχρεωτική η απεικόνιση υψομετρικών καμπυλών εις το τοπογραφικό διάγραμμα.
δ) Λοιπά απαιτούμενα εκ των διατάξεων δικαιολογητικά ήτοι: έγκρισις αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Πολιτικής Αεροπορίας, Υπουργείου Βιομηχανίας, Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού ή άλλης Αρχής, υψόμετρο Δήμου κ.λ.π.
Δια περιοχές εκτός εγκεκριμένου σχεδίου ή οικισμούς υφισταμένους προ του έτους 1923 άνευ εγκεκριμένου σχεδίου, απαιτείται σκαρίφημα της ευρύτερης περιοχής με τις αποστάσεις του γηπέδου από τους πλησιέστερους οικισμούς ή λοιπά χαρακτηριστικά σημεία της περιοχής (π.χ. χιλιομετρικοί δείκτες, τεχνικά έργα, εκκλησίες κ.λ.π.).
2. Η στατική και μηχανολογική μελέτη του έργου δύνανται να υποβληθούν είτε με την αρχική αίτηση, είτε μετά τον έλεγχο των ανωτέρω δικαιολογητικών και της αρχιτεκτονικής μελέτης.
3. ...
4. Η αρμοδία Τεχνική Υπηρεσία υποχρεούται εντός 30 ημερών από της υποβολής της αιτήσεως να ελέγξει τα υποβληθέντα στοιχεία και να ενημερώσει εγγράφως τον ενδιαφερόμενον σχετικώς με την δυνατότητα εκδόσεως της αιτουμένης αδείας ή σχετικώς με την έλλειψη στοιχείων του φακέλλου.
5. Μετά την υποβολή υπό των ενδιαφερομένων εις την αρμοδία τεχνική υπηρεσία προς συμπλήρωση του φακέλλου όλων των απαιτουμένων δικαιολογητικών και εφ' όσον ταύτα είναι πλήρη και ακριβή, η Υπηρεσία υποχρεούται εντός 15 ημερών να προβεί εις την έκδοση της αδείας ή να ενημερώσει εγγράφως τον ενδιαφερόμενον όπως ορίζεται και ανωτέρω.
6. Η αρμόδια τεχνική Υπηρεσία δύναται να επιφέρει μικρές διορθώσεις της μελέτης δι' ερυθράς μελάνης δια την προσαρμογή της προς τις ισχύουσες διατάξεις. Η υπηρεσία δύναται να επιστρέψει την υποβληθείσα μελέτη εις τον ενδιαφερόμενον, όταν αυτή παρουσιάζει ασάφειες ή ελλείψεις, μετά τρίμηνον από την έγγραφη ενημέρωση του ενδιαφερομένου και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Μετά πάροδο δε εξαμήνου υποχρεούται να επιστρέψει αυτήν.
7. ...
8. Η στατική μελέτη με τον κατά περίπτωσιν αντισεισμικό υπολογισμό και τα συνοδεύοντα ταύτη διαγράμματα ξυλότυπων θα υποβάλλονται πλήρη εις την τεχνική Υπηρεσία, της ευθύνης δια την εφαρμοζόμενη μέθοδο ως και δια τις πράξεις υπολογισμού ανηκούσης εις τον μελετητή.
9. ...
10. ...
11. Η άδεια οικοδομής πρέπει να θεωρείται εις το οικείον αστυνομικό τμήμα της περιοχής 10 τουλάχιστον ημέρας προ της ενάρξεως των οικοδομικών εργασιών. Εάν παρέλθουν 20 ημέρες από της θεωρήσεως άνευ ενάρξεως των εργασιών, απαιτείται νέα θεώρησις της αδείας.
ΙΙ. Ισχύς - Αναθεώρησις αδειών
1. Οι εκδιδόμενες κατά τα ανωτέρω άδειες ισχύουν επί τρία έτη, εφ' όσον δεν ανακληθούν δι' οιονδήποτε λόγον. Μετά την παρέλευσιν της τριετίας είναι δυνατή η αναθεώρησις της αδείας επί δύο ακόμη έτη. ...
2. Αναθεώρησις της αδείας εντός του χρονικού διαστήματος ισχύος της τριετίας απαιτείται και επιβάλλεται εις τις κάτωθι περιπτώσεις:
α) ...
β) Εις περίπτωσιν μερικής ή γενικής τροποποιήσεως της αρχιτεκτονικής ή στατικής μελέτης του έργου. ...
3. ...
4. ...
Ι. ...
ΙΙ. ...
ΙΙΙ. Έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών.
1. Ο ιδιοκτήτης του έργου και ο επιβλέπων μηχανικός οφείλουν να δηλώνουν εγγράφως και 10 ημέρες νωρίτερα εις την αρμοδία τεχνική υπηρεσία:
α) Την έναρξη των οικοδομικών εργασιών,
β) Την αποπεράτωση του φέροντος οργανισμού του έργου και πληρώσεως αυτού (καρά-γιαπί) και
γ) Την περαίωση του έργου (περαιωμένο θεωρείται το έργον και άνευ βαφών ή εσωτερικών τελειωμάτων),
δ) Τυχόν διακοπή των οικοδομικών εργασιών δια διάστημα υπερβαίνον τις 30 ημέρες.
2. Κατά την έναρξη των οικοδομικών εργασιών επιβάλλεται η τοποθέτησις πινακίδας εις το εργοτάξιον και εις εμφανή θέσιν, εις την οποίαν θα αναγράφεται ο αριθμός αδείας και η ημερομηνία εκδόσεώς της. Παράλειψις τοποθετήσεως της πινακίδας υποχρεώνει τα αστυνομικά όργανα καθώς και τις τεχνικές υπηρεσίες όπως διακόψουν αμέσως τις εργασίας και εφαρμόσουν τις εκ του νόμου επιβαλλόμενες κυρώσεις.
3. Ο έλεγχος των οικοδομών διενεργείται υπό της Υπηρεσίας εις οιονδήποτε στάδιον της κατασκευής. Εάν διαπιστωθεί ασυμφωνία μεταξύ των εκτελούμενων εργασιών και των σχεδίων της αδείας σε βαθμό αναθεωρήσεως, διακόπτονται οι οικοδομικές εργασίες και τίθεται εύλογος προθεσμία εις τον ενδιαφερόμενον δια την αναθεώρηση της αδείας. ... Εάν κατά την διενεργούμενη αυτοψία διαπιστωθεί ότι η οικοδομή ανεγείρεται κατά παράβασιν των ισχυουσών πολεοδομικών διατάξεων, διακόπτονται οι οικοδομικές εργασίες και εφαρμόζονται οι οικείες περί αυθαιρέτων διατάξεις.
4. Κατά το στάδιον αποπερατώσεως του φέροντος οργανισμού του κτιρίου και συμπληρώσεως αυτού (καρά-γιαπί), γνωστοποιούμενου εις την Υπηρεσία κατά τα ανωτέρω, διενεργείται αυτοψία και εφ' όσον οι οικοδομικές εργασίες είναι σύμφωνοι προς την εγκριθείσα μελέτη, γίνεται θεώρησις της αδείας της οικοδομής. Η ως άνω θεώρησις αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεση δια να γίνει δεκτή αίτησις του ενδιαφερομένου προς την Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού δια την προεργασία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, πλην της τελικής συνδέσεως με το δίκτυον. Εφ' όσον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από της υποβολής της αιτήσεως προς διενέργειαν του ανωτέρω ελέγχου δεν πραγματοποιηθεί υπό της Υπηρεσίας αυτοψία, η άδεια θεωρείται δι' ειδικής σφραγίδας και υπογράφεται υπό του αρμοδίου υπαλλήλου (εις την σφραγίδα αναφέρεται ο αριθμός αιτήσεως και η άπρακτος παρέλευσις της ανατρεπτικής ως άνω προθεσμίας) και ούτω παρέχεται η δυνατότης υποβολής αιτήσεως προς την Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού δια την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.
5. Όταν περαιωθεί το έργον, γνωστοποιούμενου τούτου εις την Υπηρεσία κατά τα ανωτέρω, διενεργείται αυτοψία και εφ' όσον οι οικοδομικές εργασίες είναι σύμφωνες προς την εγκριθείσα μελέτη, γίνεται η τελική θεώρησις της αδείας. Η ως άνω θεώρησις αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεση δια να γίνει δεκτή η αίτησις του ενδιαφερομένου προς την Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού δια την τελική σύνδεση του κτιρίου μετά του δικτύου της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού. Η σύνδεσις του κτιρίου μετά του δικτύου της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού πραγματοποιείται και εις περίπτωσιν κατά την οποίαν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από της υποβολής αιτήσεως δι' αυτοψία και θεώρηση της αδείας δεν πραγματοποιηθεί ο έλεγχος υπό της Υπηρεσίας και εις την περίπτωσιν αυτήν τίθεται επί του στελέχους της αδείας η εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερομένη ειδική σφραγίδα.
6. Οι κατά το παρόν κεφάλαιον έλεγχοι γίνονται παρουσία του επιβλέποντος μηχανικού δια της συμπληρώσεως ειδικού εντύπου επί τόπου του εργοταξίου, του οποίου αντίγραφον λαμβάνει ούτος.
7. Ο έλεγχος δύναται να πραγματοποιείται και εις τμήμα της οικοδομής (π.χ. διαμέρισμα, όροφο κ.λ.π.) προς τελική σύνδεση τούτου μετά του δικτύου της Δημόσιας Επιχείρισης Ηλεκτρισμού, εφ' όσον ή οικοδομή είναι σύμφωνη ως προς το νόμιμο περιτύπωμα (CABARI). ...
8. Εις περίπτωσιν διαφωνίας ελέγχοντος και ελεγχομένου, αυτή λύεται υπό του Προϊσταμένου της αρμοδίας τεχνικής Υπηρεσίας μετά γνώμη των τμηματαρχών της ως άνω υπηρεσίας.
9. Οικοδομές που περατώθηκαν άνευ των κατά τα ανωτέρω γνωστοποιήσεων υπό των ενδιαφερομένων προς την Υπηρεσία, εις περίπτωσιν μεταβολής του νομικού καθεστώτος ελέγχονται βάσει των κατά τον χρόνον του ελέγχου ισχυουσών διατάξεων.
10. Δια λοιπές εργασίες δια τις οποίες απαιτείται άδεια από τις αρμοδίας τεχνικές υπηρεσίας, αυτή θα χορηγείται κατόπιν υποβολής των σχετικών δικαιολογητικών κατά περίπτωσιν. Η αρμοδία τεχνική υπηρεσία διενεργεί αυτόν εις οιονδήποτε στάδιον της εργασίας.
IV. Οργάνωση και αρμοδιότητες τεχνικών Υπηρεσιών.
Οι Προϊστάμενοι των αρμοδίων τεχνικών υπηρεσιών εξουσιοδοτούνται όπως:
α) Ρυθμίσουν πάσαν λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν της παρούσης.
β) Μεριμνήσουν δια την εξουσιοδότηση του αναγκαίου αριθμού τεχνικών υπαλλήλων Α' κατηγορίας δια τον έλεγχο των υποβαλλομένων μελετών και υπογραφή των αδειών ...
γ) Ελέγχουν είτε αυτοπροσώπως, είτε δι' αναπληρωτών των την υπό των υπαλλήλων της Υπηρεσίας ακριβή άσκηση ελέγχου στις ανεγειρόμενες οικοδομές.
δ) Συστήσουν εις την Υπηρεσία αυτών Γραφείον παροχής πληροφοριών προς τους ιδιώτες μηχανικούς και το κοινόν σχετικώς με την εφαρμογήν των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων.
ε) Εφαρμόζουν και παν έτερον μέτρον που θα συνέτεινε εις την περαιτέρω απλούστευση της διαδικασίας και μόνον τόσον της εκδόσεως αδειών όσον και τον έλεγχο των οικοδομών.
V. Μεταβατικές διατάξεις και έναρξις ισχύος της παρούσης αποφάσεως.
1. Οικοδομικές άδειες εκδοθείσες μέχρι της ημέρας ενάρξεως ισχύος της παρούσης ισχύουν επί τριετία, μετρούμενη από της 25-05-1976 (ημερομηνίας δημοσιεύσεως της υπ' αριθμόν Ε18241/1976 αποφάσεως περί τρόπου εκδόσεως οικοδομικών αδειών) ή από της μεταγενέστερης ημερομηνίας εκδόσεώς των, εφαρμοζομένων και δια αυτές των διατάξεων της παρούσης.
2. Από της ισχύος της παρούσης αντικαθίσταται η υπ' αριθμόν Ε37608/1976 απόφασις.
3. Η ισχύς της παρούσης άρχεται από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.}
6. Επειδή, ακολούθως, στο άρθρο 22 του νόμου 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΦΕΚ 210/Α/1985), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι:
{1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. ...
2. ...
3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται:
α) χωρίς την άδεια της παραγράφου 1 ή
β) καθ' υπέρβαση της άδειας ή
γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή
δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων,
είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του νόμου 1337/1983, όπως ισχύουν. Σε περίπτωση αυθαίρετης κατασκευής, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του ελέγχου της από την πολεοδομική υπηρεσία, ειδοποιούνται εγγράφως οι υπόχρεοι για την καταβολή του προστίμου ... να μεριμνήσουν ώστε να υποβληθούν τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για να εκδοθεί ή να αναθεωρηθεί τυχόν υφισταμένη οικοδομική άδεια, μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η κατασκευή υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983 ... Αν η άδεια εκδοθεί ή αναθεωρηθεί μέσα στην παραπάνω προθεσμία, επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983 ...}
Εξάλλου, στο άρθρου 17 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 (ΦΕΚ 33/Δ/1983) ορίζεται ότι:
{1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ... κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο. ...
2. ...
3. ...
7. Με προεδρικό διάταγμα ... καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία διαπιστώσεως και ο χαρακτηρισμός του αυθαιρέτου ...}
Κατ' επίκληση της τελευταίας εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε αρχικώς το από 05-07-1983 προεδρικό διάταγμα Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδαφίσεως νέων αυθαιρέτων κατασκευών και ρύθμιση συναφών θεμάτων (ΦΕΚ 291/Δ/1983), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι:
{1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου, όταν δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 3 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του. ...
2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα και οι διαστάσεις του. Περιλαμβάνει επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης να υποβάλει ένσταση στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, το αυθαίρετο θα κατεδαφιστεί.
3. Η πιο πάνω έκθεση, που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνία της τοιχοκόλλησης και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης στέλνεται με απόδειξη αμέσως στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα και την αρμόδια αστυνομική αρχή. Η αστυνομική αρχή διακόπτει αμέσως χωρίς άλλη ειδοποίηση τις οικοδομικές εργασίες και παρακολουθεί την τήρηση της διακοπής. ...}
Ακολούθως, εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα 267/1998 Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαίρετων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών (ΦΕΚ 195/Α/1998), με το άρθρο 9 του οποίου καταργήθηκε το προηγούμενο. Στο άρθρο 1 του προεδρικού διατάγματος τούτου ορίζεται ότι:
{1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του. ...
2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει. Περιλαμβάνεται επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 30 ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης, να υποβάλλει ένσταση η αίτηση και δήλωση ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα την έκθεση και τις τυχόν διορθώσεις που θα επιφέρει η υπηρεσία στον υπολογισμό του ύψους των προστίμων κατά τις διατάξεις της παραγράφου 6)α του άρθρου 23 του νόμου 2300/1990 στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, το αυθαίρετο θα κατεδαφισθεί, τα δε επιβληθέντα πρόστιμα θα καταστούν οριστικά και θα βεβαιωθούν στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία φορολογίας εισοδήματος των υπόχρεων, κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 4 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει.
3. Η πιο πάνω έκθεση, που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνία και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται με αποδεικτικό αμέσως στον οικείο δήμο ή κοινότητα και την αρμόδια Αστυνομική Αρχή. Η Αστυνομική Αρχή διακόπτει αμέσως χωρίς άλλη ειδοποίηση τις οικοδομικές εργασίες και παρακολουθεί την τήρηση της διακοπής. ...}
7. Επειδή, στο άρθρο 1 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος και ήδη άρθρο 422 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΦΕΚ 580/Δ/1999) ορίζεται ότι:
{1. Διακρίνονται τέσσερις περιπτώσεις επικίνδυνων οικοδομών: Επικίνδυνες από άποψη στατικής και δομικής, από άποψη υγιεινής, από άποψη ασφάλειας κατά του πυρός και από άποψη κυκλοφορίας του κοινού στο εσωτερικό χώρων συνάθροισης.
2. Οικοδομή και εν γένει κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από άποψη στατική και δομική (κοινώς ετοιμόρροπη), όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελίωσης, κακής ποιότητας ή σύνθεσης των υλικών από τα οποία αποτελείται, κακότεχνης εργασίας δόμησης, υποσκαφής ή διάβρωσης από ύδατα ή άλλα υγρά, ακατάλληλης διάταξης ή σύνδεσης ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων της, δεν παρουσιάζει εν όλω ή εν μέρει την απαιτούμενη για τα φορτία που θα βαστάζει και γενικά για τον προορισμό της ασφάλεια. Για όποιες περιπτώσεις δεν έχει εκδοθεί ειδικός κανονισμός ασφάλειας (δηλαδή όρια ασφάλειας υλικών, τηρητέοι κανόνες υπολογισμού, όροι ποιότητας, επεξεργασίας και εφαρμογής υλικών, κανόνες δόμησης και δοκιμές υλικών και κατασκευών), λαμβάνονται υπόψη τα γενικώς στην επιστήμη ισχύοντα σε σχέση προς την ειδική φύση και επεξεργασία των υλικών και τον τρόπο δόμησης της υπό έλεγχο κατασκευής. Όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις του κινδύνου που εκδηλώνονται με σημαντικές καθιζήσεις, παρεκκλίσεις, αποσύνθεση μαζών τοιχοποιίας, ρωγμές δηλωτικές στατικής ανεπάρκειας σε σημείο επικίνδυνο, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπη. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν υπάρχουν οι παραπάνω εξωτερικές ενδείξεις, αλλά από τον υπολογισμό ή τον τρόπο δόμησης (για τα υπό εκτέλεση έργα) ή την επενέργεια ορισμένων γνωστών αιτίων προκύπτει αναμφισβήτητα η ύπαρξη του κινδύνου.}
Στο άρθρο 4 του ίδιου προεδρικού διατάγματος (ήδη άρθρο 425 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) ορίζεται ότι:
{1. Η αρμόδια για τον έλεγχο του κινδύνου πολεοδομική υπηρεσία, ύστερα από καταγγελία ή αίτηση ή ειδοποίηση της αστυνομίας ή και αυτεπάγγελτα, προβαίνει σε αυτοψία για την εξακρίβωση του κινδύνου και συντάσσει σχετική έκθεση (πρωτόκολλο) ...
2. Η παραπάνω έκθεση πρέπει να περιγράφει σαφώς το ακίνητο που εξετάστηκε και να καθορίζει το είδος και την έκταση του κινδύνου, καθώς επίσης και λεπτομερώς τα εφαρμοστέα για την άρση του μέτρα, το αναγκαίο ή όχι της εν όλω ή εν μέρει εκκένωσης των διαμερισμάτων για την πραγματοποίηση των μέτρων αυτών και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει αυτά να αρθούν (ανάλογα με τον κίνδυνο). Αν με την αυτοψία διαπιστωθεί ότι πρόκειται για κίνδυνο που ανάγεται στην ασφάλεια κατά του πυρός ή στην κυκλοφορία χώρων συνάθροισης του κοινού και τα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν δεν προβλέπονται από ειδικό κανονισμό, τότε η έκθεση παραπέμπει την εξέταση του ζητήματος στην επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 429. Η έκθεση, εκτός των άλλων, πρέπει να μνημονεύει αν η κατεδάφιση επιβάλλεται επειδή αποκλείονται οι επισκευές (βλέπε επόμενη παράγραφο 3), καθώς επίσης να ορίζει σαφώς και λεπτομερώς τις συνέπειες των υποδεικνυόμενων από αυτή μέτρων (παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου).
3. Για την αποτροπή του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται κατά προτίμηση τα ηπιότερα μέτρα, όπως επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λ.π. και σε έσχατη περίπτωση οριστικές κατεδαφίσεις. Πάντως, οι υποδεικνυόμενες εργασίες πρέπει να επιτρέπονται από τις κείμενες διατάξεις (π.χ. περίπτωση μη επισκευής αλλά κατεδάφισης επισκευάσιμου μεν αλλά ρυμοτομούμενου επικίνδυνου τμήματος κτιρίου). Σε περίπτωση κατεδάφισης μεσότοιχου για ανοικοδόμηση ασφαλέστερου και για τις συνέπειες της κατεδάφισης αυτής πρέπει να επιβάλλεται μόνιμος τρόπος αποσόβησης του κινδύνου και όχι πρόχειρα μέτρα. Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να εφαρμόζει ταχέως και εμπροθέσμως τα υποδεικνυόμενα στην έκθεση αυτοψίας μέτρα, δικαιούμενος να πραγματοποιεί και ριζικότερα...
4. Αν δεν πραγματοποιήσει ο ιδιοκτήτης εμπρόθεσμα την εφαρμογή των υποδεικνυόμενων από την έκθεση μέτρων, τότε η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην άρση του κινδύνου, με την αναγκαστική εκκένωση και αχρησία των επικίνδυνων διαμερισμάτων μέχρι την οριστική άρση του κινδύνου από τον ιδιοκτήτη, εφόσον πρόκειται για κίνδυνο από τους προβλεπόμενους από τις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 422, και η αχρησία κρίνεται ως επαρκές μέτρο για την αποσόβηση του κινδύνου για κίνδυνο προβλεπόμενο από την παράγραφο 2 του άρθρου 422 ή και των υπόλοιπων παραγράφων του ίδιου άρθρου. Αν η κατά τα παραπάνω αχρησία δεν κρίνεται επαρκής για την αποσόβηση του κινδύνου, η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην κατεδάφιση των επικίνδυνων μερών της κατασκευής. Αν το επικίνδυνο της κατασκευής οφείλεται σε παράβαση ρητών διατάξεων των οικοδομικών κανονισμών, των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική, τότε η παραπάνω αχρησία δεν είναι επαρκής και επιβάλλεται η κατεδάφιση του επικίνδυνου μέρους και η προσαρμογή προς τους κανονισμούς αυτούς. Για την παραπάνω αποσόβηση του κινδύνου από την αρμόδια υπηρεσία δεν απαιτείται ειδική διατύπωση, δικαιούται δε αυτή να αχρηστεύει ή και κατεδαφίζει και μη επικίνδυνα τμήματα της κατασκευής, εφόσον αυτό απαιτείται κατά την κρίση της για την αποσόβηση και άρση του κινδύνου από τα επικίνδυνα διαμερίσματα ή αποτελεί συνέπεια της κατεδάφισής τους. Η αρμόδια υπηρεσία δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση για την υποστύλωση, ενίσχυση και επισκευή της κατασκευής. Εφόσον πρόκειται για οικοδομή που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, η σύνταξη της παραπάνω έκθεσης συνεπάγεται εν γένει την αναστολή των εργασιών μέχρι την οριστική άρση του κινδύνου.}
Τέλος, στο άρθρο 17 του Οργανισμού Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής (ΦΕΚ 229/Β/1995) ορίζεται ότι:
{1. Η Διεύθυνση Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος έχει ως αποστολή τη μέριμνα για τη μελέτη και ανάπτυξη της χωροταξικής κατανομής των δραστηριοτήτων, που αναπτύσσονται στα πλαίσια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και τη λήψη μέτρων για τη προστασία και αναβάθμιση των περιβαλλοντικών συνθηκών στο Νομό, καθώς και στην οικιστική ανάπτυξη και πολεοδομική ανασυγκρότηση της περιοχής.
2. Η Διεύθυνση αυτή ασκεί και τις συναφείς αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση από τις Κεντρικές Υπηρεσίες.
3. Τη Διεύθυνση Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος, συγκροτούν τα πιο κάτω τμήματα:
Τμήμα Χωροταξίας.
Τμήμα Πολεοδομικών Σχεδίων και Κανονισμών.
Τμήμα Χορήγησης Αδειών.
Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών.
Τμήμα Προστασίας Περιβάλλοντος.
4. Στη Διεύθυνση Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος λειτουργούν και το Γραφείο ΕΠΑ και Πράξεων Εφαρμογής, υπαγόμενο στο Τμήμα Πολεοδομίας.
5. Οι αρμοδιότητες της Διευθύνσεως Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος, κατανέμονται ως εξής:
Γ. Τμήμα Χορήγησης Αδειών, στο οποίο ανήκουν οι πιο κάτω αρμοδιότητες:
1. Η έκδοση οικοδομικών αδειών ανεγέρσεως κτιρίων, σε εφαρμογή του εκάστοτε ισχύοντος Οικοδομικού Κανονισμού.
2. Η παροχή Οδηγιών και έλεγχος εφαρμογής του ισχύοντος Οικοδομικού Κανονισμού, στα πλαίσια των γεωλογικών χαρτογραφικών υπόβαθρων, εδαφοτεχνικών χαρτών και κανονισμών σεισμικής ή γεωλογικής επικινδυνότητας, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς του Δημοσίου ή Ιδιωτικού τομέα και
3. Κάθε άλλο συναφές θέμα, σχετικό με την εφαρμογή της πολεοδομικής Νομοθεσίας, το οποίο δεν ανατίθεται ρητώς σε άλλο τμήμα ή Διεύθυνση.
Δ. Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών, στο οποίο ανήκουν οι πιο κάτω αρμοδιότητες:
1. Ο έλεγχος εφαρμογής των προτύπων, προδιαγραφών και κανονισμών ειδικών οικοδομικών εργασιών, όπως υγρομόνωση, θερμομόνωση, πυροπροστασία κ.λ.π.
2. Ο έλεγχος ειδικών εργασιών κατασκευής κτιριακών έργων.
3. Η παρακολούθηση εφαρμογής των στεγαστικών προγραμμάτων Δημοσίων Φορέων Οργανωτικής Οικιστικής Ανάπτυξης.
4. Η έγκριση σύστασης, ή διάλυσης οικοδομικών συνεταιρισμών και άσκηση εποπτείας επί των συνεταιρισμών αυτών, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση εκτέλεσης των προγραμμάτων τους.
5. Η εφαρμογή προτύπων, προδιαγραφών και κανονισμών, που αφορούν στο σχεδιασμό των κτιρίων, σε σχέση με τη λειτουργία τους και τις γενικές και ειδικές κατασκευές και
6. Κάθε άλλο συναφές θέμα που δεν ανατίθεται ρητώς σε άλλο όργανο ή Υπηρεσία.}
8. Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 7 του από 08-07-1993 προεδρικού διατάγματος Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών (ΦΕΚ 795/Δ/1993), οι οποίες κωδικοποιήθηκαν με το άρθρο 335 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, ορίζεται ότι:
{1. Για την έναρξη των οικοδομικών εργασιών επιβάλλεται η θεώρηση της άδειας από το οικείο αστυνομικό τμήμα.
2. Με την έναρξη των οικοδομικών εργασιών τοποθετείται σε εμφανές σημείο του εργοταξίου πινακίδα διαστάσεων τουλάχιστον 30 cm x 40 cm με τον αριθμό και τη χρονολογία έκδοσης της οικοδομικής άδειας, σύμφωνα με την οποία εκτελούνται οι οικοδομικές εργασίες στο οικόπεδο. Επιβάλλεται επίσης να βρίσκεται στο εργοτάξιο φωτοαντίγραφο της άδειας της οικοδομής, που φέρει την υπογραφή και σφραγίδα του μηχανικού, όταν εκτελούνται οι οικοδομικές εργασίες. Αν έστω και ένα από τα παραπάνω στοιχεία παραλειφθεί, διακόπτονται αμέσως οι οικοδομικές εργασίες από την υπηρεσία που διαπιστώνει την παράβαση (αστυνομία, πολεοδομική υπηρεσία), η οποία τις επιτρέπει μετά τη συμπλήρωσή τους. Αν η παράβαση διαπιστώνεται από την αστυνομία, εκτός από την επιβολή της διακοπής των οικοδομικών εργασιών, ειδοποιείται αμέσως η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία ...}
Εξάλλου, στο άρθρο 4 του νόμου [Ν] 1481/1984 Οργανισμός Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (ΦΕΚ 152/Α/1984) ορίζεται ότι:
{1. Ο κλάδος αστυνομίας τάξης έχει ως ειδικότερη αποστολή να εξασφαλίζει τη δημόσια ειρήνη και ευταξία και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών.
2. Ο κλάδος αστυνομίας τάξης περιλαμβάνει τις ακόλουθες διευθύνσεις:
α. Διεύθυνση γενικής αστυνόμευσης.
β. Διεύθυνση τροχαίας.
3. Στην άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνονται:
α. ...
β. ...
γ. Η φροντίδα για την τήρηση των νόμων με τους οποίους ανατίθεται στην Ελληνική Αστυνομία καθήκοντα σύμφωνα με την αποστολή του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
δ. ...}
Ακολούθως, στο άρθρο 1 της 65220/1986/1996 Περί αποδέσμευσης της Ελληνικής Αστυνομίας από την ευθύνη εκτέλεσης έργων ξένων προς την αποστολή της (ΦΕΚ 203/Β/1996) κοινής υπουργικής απόφασης, ορίζεται ότι:
{Διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις:
1. ...
2. ...
3. ...
4. Της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 291/Δ/1983), που προβλέπει την διακοπή των οικοδομικών εργασιών σε αυθαίρετη κατασκευή και την παρακολούθηση της τήρησης της διακοπής από την οικεία Αστυνομική Αρχή.
5. Της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 291/Δ/1983), που προβλέπει τη δυνατότητα παράστασης αστυνομικών οργάνων κατά την κατεδάφιση για την πρόληψη και καταστολή τυχόν πράξεων και την απομάκρυνση των ενοίκων, όταν συντρέχει περίπτωση.
6. Των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 του από 08-07-1993 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 795/Δ/1993), που προβλέπουν:
α. Τη θεώρηση των οικοδομικών αδειών από τις οικείες Αστυνομικές Αρχές.
β. Τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών, εφόσον στον τόπο των εργασιών δεν υπάρχει φωτοαντίγραφο της άδειας οικοδομής και πινακίδα με τον αριθμό και την χρονολογία έκδοσης της άδειας, καθώς και την ειδοποίηση της Πολεοδομικής Υπηρεσίας από την οικεία Αστυνομική Αρχή στην τελευταία περίπτωση.
7. ...}
9. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου λόγω πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατιθέμενης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η πράξη ή η παράλειψη είναι παράνομη, δηλαδή πρέπει με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου, με τον οποίο να προστατεύεται πέραν του γενικού συμφέροντος και ορισμένο ατομικό δικαίωμα. Εξάλλου, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου στοιχειοθετείται και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή από παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών των οργάνων τους, εφόσον αυτές συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Επίσης, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και στην περίπτωση που με την πράξη ή παράλειψη παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως. (βλέπε ΣτΕ 521/2006, 2579/2006, 2171/2007, 1019/2008).
Περαιτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημιώσεως εις βάρος του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου τους και της επελθούσας ζημίας. Υπάρχει δε αιτιώδης σύνδεσμος όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία (ΣτΕ 1019/2008).
Εξάλλου, η κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικά διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος ζημιογόνου αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Ενώ, αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. (ΣτΕ 334/2008, Άρειος Πάγος 1599/2002).
10. Επειδή, ειδικότερα, από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων, περί εκτελέσεως οικοδομικών έργων από οπλισμένο σκυρόδεμα, περί αντισεισμικού κανονισμού, περί τρόπου και διαδικασίας εκδόσεως οικοδομικών αδειών, περί αυθαιρέτων και περί επικινδύνων κατασκευών που παρατίθενται προηγουμένως, προκύπτει ότι με αυτές, πέραν της προστασίας του γενικού συμφέροντος, προστατεύονται και ατομικά δικαιώματα και ιδίως το δικαίωμα σε ανέγερση οικοδομής που πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλούς διαβιώσεως έναντι κινδύνων από φυσικά ή γεωλογικά φαινόμενα. Εξαιτίας δε του προστατευτικού σκοπού των διατάξεων αυτών η τήρηση των κανόνων που τίθενται με αυτές δεν εναπόκειται μόνο στη βούληση και την τεχνική επάρκεια των ιδιωτών μελετητών, αλλά εντάσσεται στη σφαίρα ευθύνης και των αρμόδιων πολεοδομικών υπηρεσιών, που στελεχώνονται από προσωπικό που διαθέτει τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει την επακριβή τήρησή τους.
Εξάλλου, με τις τρεις υπουργικές αποφάσεις που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ανεγέρσεως του καταρρεύσαντος εργοστασίου προβλέπεται ότι η οικοδομική άδεια εκδίδεται κατόπιν υποβολής συγκεκριμένων δικαιολογητικών και στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνεται και η πλήρης κατά περιεχόμενο στατική μελέτη, ορίζεται δε ότι η ευθύνη για την εφαρμοζόμενη μέθοδο και την ορθότητα των σχετικών πράξεων υπολογισμού ανήκει στον ιδιώτη μελετητή. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο διενεργούμενος από τις πολεοδομικές υπηρεσίες έλεγχος στις υποβαλλόμενες από τους ιδιώτες στατικές μελέτες, στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης οικοδομικής άδειας, περιορίζεται στη διαπίστωση της πληρότητας του περιεχομένου αυτών και όχι στην ακρίβεια των υπολογισμών ή στην επιλογή της μεθόδου, ζητήματα για τα οποία αποκλειστικώς υπεύθυνος είναι ο μελετητής. Στην περίπτωση δε κατά την οποία οι πολεοδομικές υπηρεσίες διαπιστώνουν ότι μία στατική μελέτη δεν είναι πλήρης, διότι δεν περιέχει όλους τους υπολογισμούς, ή δεν πραγματεύεται όλα τα ζητήματα στατικής επάρκειας του κτιρίου, σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, οφείλει να αρνηθεί την έκδοση της οικοδομικής άδειας.
Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ίδιες διατάξεις, οι οποίες επιτρέπουν την έκδοση οικοδομικών αδειών μόνο κατόπιν ελέγχου της πληρότητας, μη απαιτουμένου και ελέγχου της ορθότητας των μελετών, δεν έχουν την έννοια ότι αφαιρούν από τις κατάλληλα στελεχωμένες πολεοδομικές υπηρεσίες την αρμοδιότητα να ελέγξουν και την ορθότητα αυτών, αν από άλλους ελέγχους, στο στάδιο της κατασκευής (αυτοψίες), υπάρξουν ενδείξεις στατικής ανεπάρκειας, δεδομένου ότι οι ίδιες υπηρεσίες είναι αρμόδιες, σε κάθε περίπτωση, να ελέγχουν την επικινδυνότητα από στατική άποψη των ανεγειρομένων ή των ανεγερθεισών σε οιονδήποτε χρόνο οικοδομών. Από τις ίδιες υπουργικές αποφάσεις προβλέπεται η διενέργεια αυτοψιών, από τις πολεοδομικές υπηρεσίες σε διάφορα στάδια της κατασκευής και ειδικότερα στο στάδιο της ολοκλήρωσης του φέροντος οργανισμού και στο στάδιο αποπεράτωσής της και πριν τη σύνδεσή της με τα δίκτυα αποχέτευσης και ύδρευσης, χωρίς να αποκλείεται η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου της οικοδομής σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της κατασκευής.
Αντικείμενο του ελέγχου, κατά τις διατάξεις των αποφάσεων αυτών, αποτελεί οποιαδήποτε ασυμφωνία μεταξύ των εκτελούμενων εργασιών και των εγκριθεισών μελετών, δηλαδή οποιαδήποτε παραβίαση των κανονισμών που εφαρμόσθηκαν στην εγκριθείσα μελέτη. Επομένως, οι πολεοδομικές υπηρεσίες υποχρεούνται τουλάχιστον μια φορά, κατά το στάδιο της κατασκευής και αποπεράτωσης της οικοδομής, να διενεργούν αυτοψία και να επισημαίνουν οποιεσδήποτε παραλείψεις και σφάλματα τα οποία είναι εφικτό κατά τη διενέργεια του ελέγχου να διαπιστωθούν, και να διατάξουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς επανόρθωσή τους. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται εντονότερη αν κατά το στάδιο του ελέγχου της στατικής μελέτης που υποβάλλεται σ' αυτές, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες υπουργικές αποφάσεις, διαπιστωθεί ότι αυτή δεν είναι πλήρης.
Εξάλλου, οι ρυθμίσεις των ως άνω κανονιστικών αποφάσεων, με τις οποίες επιτρέπεται η συνέχιση των εργασιών ή η σύνδεση με τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, ακόμα και στην περίπτωση που η πολεοδομική υπηρεσία δεν έχει διενεργήσει τις προβλεπόμενες αυτοψίες, δεν έχουν την έννοια ότι οι αυτοψίες αυτές είναι προαιρετικές, ούτε ότι η πολεοδομική υπηρεσία δεν φέρει ευθύνη σε περίπτωση που παραλείψει να τις διενεργήσει και κατ' επέκταση να επισημάνει σφάλματα κατά την κατασκευή, αλλά έχουν τεθεί προκειμένου να μην υφίσταται ο ιδιώτης που οικοδομεί τις αρνητικές συνέπειες από την ανεπάρκεια προσωπικού ή την ελλιπή οργάνωση της πολεοδομικής υπηρεσίας.
Την υποχρέωση αυτή έχει η πολεοδομική υπηρεσία και κάθε φορά που διενεργεί αυτοψία σε οικοδομή είτε για να διαπιστώσει την ύπαρξη αυθαίρετων κατασκευών και προσθηκών μετά την ολοκλήρωση της οικοδομής, κατά το άρθρο 7 παράγραφος 3 του από 08-07-1993 προεδρικού διατάγματος, είτε για να διαπιστώσει το επικίνδυνο της οικοδομής κατά το άρθρο 1 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος, εφόσον πρόκειται για εμφανείς παραλείψεις και κακοτεχνίες, αφού στελεχώνεται από άτομα καταρτισμένα και κατέχοντα ειδικές γνώσεις στον τομέα των δομικών κατασκευών, τα οποία μπορούν να διαπιστώσουν τη στατική επάρκεια του κτηρίου. Ενόψει των ανωτέρω, τυχόν παραλείψεις των αρμόδιων πολεοδομικών υπηρεσιών κατά τη διενέργεια ελέγχων στο στάδιο της ανεγέρσεως ή μετά την αποπεράτωση οικοδομής, που αφορούν στη στατική επάρκεια του οικοδομήματος, συνιστούν, κατ' αρχήν, πρόσφορη αιτία για την πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος της κατάρρευσης από σεισμική δόνηση του μη ελεγχθέντος επαρκώς από στατικής απόψεως κτιρίου.
11. Επειδή, εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 7 παράγραφος 6 του από 08-07-1993 προεδρικού διατάγματος, των άρθρων 2 παράγραφοι 1 και 2 και 4 του από 13-04-1929 προεδρικού διατάγματος και των άρθρων 1 παράγραφος 3 και 4 παράγραφος 3 του από 05-07-1983 προεδρικού διατάγματος, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με την κοινή υπουργική απόφαση 65220/1986/1996, συνάγεται ότι τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν απλώς επικουρικές αρμοδιότητες στον τομέα του ελέγχου των οικοδομικών εργασιών και οικοδομών, ο οποίος συνίσταται κατά κύριο λόγο στην παροχή συνδρομής στα κατ' εξοχήν αρμόδια πολεοδομικά όργανα. Στα πλαίσια του επικουρικού αυτού ρόλου προβλέπεται και η αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων να διακόπτουν τις οικοδομικές εργασίες στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχει τοποθετηθεί στο χώρο του εργοταξίου πινακίδα με τον αριθμό της αδείας και να ενημερώνουν σχετικώς την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία.
Με τις διατάξεις αυτές δεν ιδρύεται υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων να διενεργούν περιπολίες για τον εντοπισμό κάθε οικοδομής δραστηριότητας σε εργοτάξια, εφόσον πρόκειται για την ανέγερση νέας οικοδομής, ή σε κατοικίες και επαγγελματικούς χώρους, εφόσον πρόκειται για προσθήκες και μετατροπές ήδη ανεγερθέντων κτηρίων, και την αναζήτηση των πινακίδων με τον αριθμό αδείας εντός των χώρων αυτών. Περιεχόμενο της αρμοδιότητας αυτής είναι η δυνατότητα της Ελληνικής Αστυνομίας να επεμβαίνει, διακόπτοντας τις οικοδομικές εργασίες, εφόσον έχει ενημερωθεί ότι πραγματοποιούνται οικοδομικές εργασίες χωρίς ανάρτηση της σχετικής πινακίδας, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, από την πολεοδομία ή από κάθε άλλο ενδιαφερόμενο. Ως εκ τούτου αν δεν έχει υπάρξει καταγγελία πολίτη σε σχέση με συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες ή σχετική επισήμανση από την πολεοδομική υπηρεσία, η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να διακόψουν οικοδομικές εργασίες που διενεργούνται χωρίς οικοδομική άδεια και άρα και χωρίς ανάρτηση της πινακίδας με τον αριθμό αυτής, δεν συνιστά παράλειψη νόμιμης οφειλομένης ενέργειας και κατ' επέκταση δεν στοιχειοθετεί ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου έναντι τρίτων, θιγομένων από τη διενέργεια των εργασιών αυτών.
Στα ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή η καταργηθείσα με την προαναφερθείσα κοινή υπουργική απόφαση αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων, κατ' άρθρο 27 παράγραφος 3 του νόμου 1577/1985 να ελέγχουν σε γενικές γραμμές αν οι εκτελούμενες εργασίες ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο της οικοδομικής άδειας και σε περίπτωση αμφιβολίας να ειδοποιούν την πολεοδομική υπηρεσία, διότι, ανεξαρτήτως του ότι τα αστυνομικά όργανα στερούνται των απαραιτήτων γνώσεων για να διαπιστώσουν ελλείψεις στη στατική επάρκεια των κτηρίων, η διάταξη αυτή, καταργηθείσα, δεν μπορούσε να επανέλθει σε ισχύ στα πλαίσια της διοικητικής κωδικοποιήσεως της πολεοδομικής νομοθεσίας που επιχειρήθηκε με το από 14-07-1999 προεδρικό διάταγμα και συγκεκριμένα με το άρθρο 327 παράγραφος 6 αυτού. (ΣτΕ 2229/1981).
12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την 07-09-1999, στις 14:57, μετά από ισχυρό σεισμό μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας RICHTER με επίκεντρο 18 km από την Αθήνα, στην περιοχή νοτιοδυτικά της Πάρνηθας, κατέρρευσε το εργοστάσιο RICOMEX που βρισκόταν στην οδό Τατοΐου του Δήμου Αχαρνών, στη θέση Μονομάτι ή Μονοπάτι, προκαλώντας το θάνατο 39 ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και η __________. Με βάση τις 6109, 6157 και 6720/1999 αποφάσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων συστήθηκε Επιτροπή για τον έλεγχο εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας και τη διερεύνηση των αιτίων κατάρρευσης των κτιρίων κατά το σεισμό της 07-09-1999.
Η επιτροπή αυτή, αφού πραγματοποίησε τις αναγκαίες έρευνες, συνέταξε την από Μαρτίου 2001 έκθεση πορίσματος για τη διερεύνηση εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας και των αιτίων καταρρεύσεως του κτιρίου του πιο πάνω εργοστασίου, σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Για την κατασκευή του εν λόγω εργοστασίου, γενικών διαστάσεων 22.8 x 37.6 m, ιδιοκτησίας της RICOMEX Ανώνυμης Εταιρείας Παραγωγής και Επεξεργασίας Αφρώδους Ελαστικής Πολυουρεθάνης (πλαστικά), εκδόθηκαν τρεις οικοδομικές άδειες:
1) η 2914/1976 οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας του Διαμερίσματος Ανατολικής Αττικής της Νομαρχίας Αττικής, για την ανέγερση του ισογείου με τα δύο υπόγεια, ολικής επιφάνειας 2.537,64 m2 και καλυπτόμενης επιφάνειας 845,88 m2, η αίτηση για την έκδοση της οποίας υποβλήθηκε τη 12-12-1975,
2) η 1709/1977 άδεια της ίδιας αρχής, για την προσθήκη καθ' ύψος Α' ορόφου (πλήρους) και Β' ορόφου (σε εσοχή) και
3) η 6022/1979 άδεια της εν λόγω αρχής, για την επέκταση κατά 247 m2 του δεύτερου υπογείου, στο σημείο του κτιρίου που είχε πρόσοψη στον Κηφισό ποταμό.
Για την έκδοση των αδειών αυτών δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις οι προβλεπόμενες από τις ισχύουσες κατά το χρόνο εκδόσεώς τους πολεοδομικές διατάξεις, καθόσον:
α) το εμβαδόν του οικοπέδου παρουσιάστηκε ως τριπλάσιο από αυτό των τίτλων ιδιοκτησίας, σε βάρος του παρακείμενου ρέματος (κεφάλαιο 2.1.3 και κεφάλαιο 9 στοιχείο α' της εκθέσεως),
β) η απόσταση του κτηρίου από την οδό Τατοΐου εμφανίστηκε 14 m περίπου στην πρώτη άδεια και 24 m στη δεύτερη άδεια, ενώ επιτόπου μετρήσεις παρουσιάζουν απόσταση της τάξεως των 19 m (κεφάλαιο 2.1.3 εκθέσεως),
γ) οι ξυλότυποι του υπάρχοντος κτηρίου (ισογείου και δύο υπογείων), που συνόδευαν την αίτηση για τη δεύτερη άδεια, δεν συμφωνούσαν με εκείνους που κατατέθηκαν για να ληφθεί η αρχική άδεια (κεφάλαιο 2.1.2 εκθέσεως),
δ) στη (στατική) μελέτη του κτιρίου για τα φορτία (και μόνιμα και ωφέλιμα), τα τελευταία ήταν αρκετά μειωμένα σε σχέση με αυτά που πραγματικά θα δρούσαν (κεφάλαιο 9 εκθέσεως),
ε) η στατική μελέτη του συνόλου του κτιρίου και των επιμέρους στοιχείων του ήταν απλοποιητική, χωρίς λεπτομερή και ουσιαστικό σχεδιασμό, αναλόγως των φορέων και των φορτίων (κεφάλαιο 9 εκθέσεως) και χωρίς αναφορές ή λεπτομέρειες για την όπλιση κρίσιμων στοιχείων, όπως τα υποστυλώματα (κεφάλαιο 6.1. εκθέσεως) και
στ) οι αντισεισμικές μελέτες ήταν ελλιπείς και πλημμελείς, καθόσον περιορίζονταν μόνο σε ειδικό αντισεισμικό υπολογισμό για τα περιμετρικά στοιχεία - υποστυλώματα (κατά τον αντισεισμικό κανονισμό που ίσχυε τότε) και δεν περιλάμβαναν κανονικό γενικό αντισεισμικό υπολογισμό του συνόλου του κτιρίου και των υποστυλωμάτων ούτε ειδικό αντισεισμικό υπολογισμό των γωνιακών υποστυλωμάτων και των περιμετρικών δοκών, παρά το ότι η επικινδυνότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένη λόγω του αναγλύφου της περιοχής, δηλαδή του έντονου πρανούς προς το ρέμα, με υψομετρική διαφορά της τάξεως των 30 m (κεφάλαια 3.2.1)ζ, 6.2 και 9 στοιχείο β' εκθέσεως).
Το σύνολο του κυρίως κτιρίου κατασκευάστηκε σε μία φάση, μετά την έκδοση της πρώτης και δεύτερης άδειας, κατά τη χρονική περίοδο 1976-1980, ενώ οι εγκαταστάσεις προς τον Κηφισό ποταμό, με βάση την τρίτη άδεια, κατασκευάστηκαν σε δεύτερη φάση, κατά τη δεκαετία του 1980 ή αργότερα. Σε δεύτερη φάση, μετά την ολοκλήρωση του σκελετού, κατασκευάστηκαν και τα στοιχεία των όψεων, καθώς και τα τοιχία των υπογείων, από ανεπίχριστο έγχυτο οπλισμένο σκυρόδεμα (κεφάλαιο 1.1. εκθέσεως).
Η πραγματική κατασκευή του σκελετού του κτιρίου, η οποία προέκυψε από τους ελέγχους και τις μετρήσεις, και για την οποία δεν βρέθηκε μελέτη ή σχέδια ξυλότυπων / οπλίσεως, παρουσιάζει πολλές παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού Φορτίσεως Δομικών Έργων (από 10-12-1945 βασιλικό διάταγμα), του Κανονισμού Οικοδομικών Έργων εξ Ωπλισμένου Σκυροδέματος (από [ΒΔ] 26-07-1954 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 160/Α/1954)) και του Αντισεισμικού Κανονισμού Οικοδομικών Έργων (από [ΒΔ] 19-02-1959 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 36/Α/1959)) και είναι τελείως διαφορετική από τις σχετικές μελέτες-οικοδομικές άδειες (κεφάλαιο 7.3).
Συγκεκριμένα:
α) κατά τις άδειες (και μελέτες) ο σκελετός του κτιρίου έπρεπε να είχε τέσσερις (4) στοίχους υποστυλωμάτων (σε αποστάσεις περίπου 6.75-9.30-6.75=22.80 μέτρα κατά πλάτος), σε διάταξη οκτώ σειρών (σε αποστάσεις περίπου 7Χ5.30=37.10 μέτρα κατά μήκος), δηλαδή συνολικώς τριάντα δύο (32) υποστυλώματα. Αντιθέτως, βρέθηκαν τέσσερις στοίχοι υποστυλωμάτων (σε αποστάσεις περίπου 3Χ7.60=22.80 μέτρα κατά πλάτος), σε διάταξη έξι (6) σειρών (σε μεγαλύτερες αποστάσεις, περίπου 5Χ7.50=37.50 μέτρα κατά μήκος), δηλαδή συνολικώς είκοσι τέσσερα (24) υποστυλώματα,
β) κατά τις άδειες (και μελέτες) οι πλάκες του κτιρίου ήταν δοκιδωτές (Zollner) μιας κατευθύνσεως-κατά πλάτος, πάχους 25 ή 30 cm, με ικανές δοκούς κατά μήκος, διατομής 36/65 cm ή 30/50 cm. Αντιθέτως, οι πλάκες που βρέθηκαν ήταν μυκητοειδείς (συμπαγείς), πάχους 25 έως 35 cm, χωρίς δοκούς (προς οποιαδήποτε κατεύθυνση) είτε στην περίπτερο είτε στο εσωτερικό του κτιρίου, δηλαδή εδράζονταν κατευθείαν στα υποστυλώματα και μάλιστα χωρίς καμιά διαπλάτυνση στις κεφαλές τους, η οποία είναι απαραίτητη στην περίπτωση μυκητοειδών πλακών (άρθρο 59 παράγραφοι 1 και 2 του από [ΒΔ] 18-02-1954 βασιλικού διατάγματος). Και τούτο, παρά το ότι η κατασκευή με μυκητοειδείς πλάκες αποτελούσε δομητικό σύστημα ιδιαιτέρως επικίνδυνο και έναντι σεισμού, το οποίο ουσιαστικά απαγορευόταν από τους ισχύοντες κανονισμούς ή, αν επιτρεπόταν, προϋπέθετε πλήθος ειδικών ελέγχων, μεταξύ των οποίων και έλεγχο διατρήσεως των πλακών (σελίδες 15, 16, 17, 40, 53, 65 και 66 εκθέσεως πορίσματος),
γ) κατά τις άδειες (και μελέτες) το κτίριο είχε δύο πλήρη υπόγεια με πλήρη περιμετρικά τοιχία (πάχους 25 cm), ενώ τα υπόγεια βρέθηκαν ανοιχτά (χωρίς τοιχία) κατά 50% περίπου του μήκους της περιμέτρου τους, και συγκεκριμένα σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική και μερικώς στη νοτιοδυτική πλευρά του κτιρίου (προς το ρέμα και την υπάρχουσα ράμπα), ώστε το κτίριο στις όψεις των πλευρών αυτών παρουσίαζε πρακτικώς 6 ορόφους, δηλαδή, δεν ήταν υπόγεια στην πραγματικότητα ούτε από πολεοδομική ούτε από δομητική (και αντισεισμική) άποψη. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι και όπου υπήρχαν τοιχία, αυτά ήταν ασύνδετα με το σκελετό και χωρίς καμία θεμελίωση. Δηλαδή εδράζονταν χωρίς κανενός είδους πέδιλο κατ' ευθείαν πάνω στο δάπεδο του 2ου υπογείου (σελίδες 3 και 16 της εκθέσεως). Επίσης, ενώ ο Β' όροφος προβλεπόταν, σύμφωνα με τις άδειες, σε εσοχή κατά περίπου 3.5/4.0 m, αυτός κάλυπτε το 100% του εμβαδού της κατόψεως του κτιρίου (κεφάλαια 2.1.3 και 3.2.1)γ εκθέσεως). Τέλος, κατασκευάστηκε, χωρίς να προβλέπεται από τις άδειες, ημιώροφος - πατάρι, στο ισόγειο με κάλυψη του 50% περίπου του εμβαδού της κατόψεως,
δ) κατά τις άδειες (και μελέτες) το κτίριο δεν διέθετε τοιχώματα ακαμψίας και αντοχής, κυρίως έναντι σεισμού. Αντιθέτως, βρέθηκαν αρκετά τοιχώματα με ελλιπή και πλημμελή όμως όπλιση και σύνδεση με τις πλάκες, γύρω και από τους δύο ανελκυστήρες (τον μικρότερο για το προσωπικό και τον μεγάλο για τα φορτία) και από το κύριο κλιμακοστάσιο. Επίσης, πιθανολογείται και η ύπαρξη μη προβλεπόμενου από τις άδειες φυτευτού τοιχώματος πάνω από το στέγαστρο και την είσοδο του κτιρίου, στη Β' γωνία του. Όλα αυτά τα τοιχώματα ήταν κακώς και έκκεντρα διατεταγμένα στην κάτοψη του κτιρίου, με προβληματική συμπεριφορά και επιβαρυντικά έναντι σεισμού (σελίδες 16 και 42 εκθέσεως),
ε) κατά την αρχιτεκτονική μελέτη, που όμως δεν είχε ληφθεί υπόψη στη στατική μελέτη (κεφάλαιο 3.2.1)ε' εκθέσεως), η περίμετρος και οι όψεις του κτιρίου διαμορφώνονταν με βαριά στοιχεία από έγχυτο ελαφρά οπλισμένο σκυρόδεμα. Στην πραγματικότητα, όλα τα στοιχεία των όψεων του κτιρίου, καθώς και τα όποια τοιχία των δύο υπογείων (που είχαν κατασκευαστεί σε δεύτερη φάση μετά το σκελετό) δεν βρίσκονταν σε ουσιαστική σύνδεση με το σκελετό, δημιουργώντας προβλήματα συμπεριφοράς υπό σεισμό (κεφάλαιο 9)γ εκθέσεως). Έτσι, εκτός της μη μονολιθικής συμπεριφοράς, και όσον αφορά στα τοιχία υπογείων και όσον αφορά στις υψίκορμες ανεστραμμένες δοκούς - στηθαία στην περίμετρο των ορόφων, δημιουργήθηκαν σχεδόν σε όλη την περίμετρο ολόκληρου του κτιρίου καθ' ύψος και κοντά υποστυλώματα με μικρό λόγο διατμήσεως και ιδιαίτερα ψαθυρή συμπεριφορά έναντι σεισμού και
στ) κατά τις άδειες (και μελέτες) στους 2 επάνω ορόφους του κτιρίου (προσθήκη) προβλέπεται ωφέλιμο φορτίο της τάξεως των 350 Kg/m2 και αντίστοιχες πλάκες - δοκοί. Αντιθέτως, υπάρχουν ενδείξεις ότι και σε αυτές τις στάθμες λειτουργούσαν μηχανήματα (ή υπήρχαν και αποθήκες) και ως εκ τούτου θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη φορτίο της τάξεως των 500 kg/m2 (όπως είχε γίνει για τα υπόγεια) ή και βαρύτερο ή και προσαυξημένο λόγω κραδασμών / δονήσεων (κεφάλαιο 3.2.1 εκθέσεως).
Αργότερα, μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του κυρίως κτιρίου του εργοστασίου, πραγματοποιήθηκαν και οι παρακάτω αυθαίρετες (χωρίς έκδοση σχετικής οικοδομικής άδειας) εργασίες:
α) κατά το έτος 1992 πιθανολογείται (με αρκετή σιγουριά) ότι ο ημιώροφος - πατάρι επεκτάθηκε σε πλήρη όροφο, μάλλον για χρήση γραφείων, έτσι ώστε καλύφθηκε κατά 100% το εμβαδόν της κατόψεως (κεφάλαιο 2.3 εκθέσεως),
β) κατά το ίδιο έτος 1992 κατασκευάστηκαν αυθαίρετες αποθήκες και υπόστεγα εκτάσεως 1.150 m2 σε ακάλυπτα τμήματα του οικοπέδου (στο επίπεδο του ισογείου, του δρόμου), τα οποία δεν συνδέονταν με το κύριο κτίριο (που κατέρρευσε) και για τα οποία επιβλήθηκε πρόστιμο με την 9802/1993 (Φ178/1993) έκθεση αυτοψίας και επιβολής προστίμου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, αλλά δεν διατάχθηκε η κατεδάφισή τους (κεφάλαια 2.1.1 και 2.3 εκθέσεως) και
γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1992-1999 κατασκευάστηκε (χωρίς άδειες και μελέτες) τρίτο υπόγειο από οπλισμένο σκυρόδεμα (ουσιαστικά υποεκσκαφή και επιφόρτιση του πρανούς) αλλά και πρόσθετα υπόστεγα στο επίπεδο του 2ου υπογείου προς το Ρέμα της Χελιδονούς, στο πρανές του (κεφάλαια 2.3 και 4.3 εκθέσεως). Η κατασκευή των αυθαίρετων αυτών κτισμάτων ήταν, κατά την Επιτροπή, και επικίνδυνη καθ' εαυτήν και επιβαρυντική για το κυρίως κτίριο, ιδίως έναντι σεισμού (κεφάλαιο 2.3 εκθέσεως).
Εξάλλου, μετά την παράδοση του κτιρίου σε χρήση, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον ημιώροφο (σύμφωνα με το 1625/1993 έγγραφο του ανακριτικού γραφείου της Διοικήσεως της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αθήνας), η οποία επιβάρυνε τον φέροντα οργανισμό του ισογείου και του ημιώροφου (και ίσως και του Α' ορόφου) και την οποία δεν ακολούθησε μελέτη / άδεια και αποκατάσταση (κεφάλαιο 1.3 εκθέσεως).
Κατόπιν των ανωτέρω διαπιστώσεων, η Επιτροπή παρατηρεί τα εξής σχετικά με τη φέρουσα ικανότητα του κτιρίου:
α) αναφορικά με τα κατακόρυφα φορτία, η ασφάλεια ήταν οριακή και πολλά κρίσιμα υποστυλώματα (και εσωτερικά και περιμετρικά και γωνιακά) μπορούν να θεωρηθούν ως άοπλα, με ιδιαίτερα δυσμενή και ψαθυρή συμπεριφορά, ακόμα και μόνο έναντι κατακόρυφων φορτίων (κεφάλαιο 6.1 εκθέσεως) και
β) αναφορικά με τα οριζόντια φορτία, τα ποσοστά οπλισμών ήταν πολύ μικρότερα από τα απαιτούμενα σε μία κατασκευή με βαριές μυκητοειδείς πλάκες χωρίς δοκούς και χωρίς διαπλατύνσεις στις κεφαλές των υποστυλωμάτων (κεφάλαιο 6.2 εκθέσεως).
Χαρακτηριστικά, η Επιτροπή σημειώνει στις παρατηρήσεις που αναγράφει κάτω από τον Πίνακα ΙΙ της σελίδας 45 της εκθέσεως του πορίσματός της, ο οποίος αναφέρεται στα ποσοστά διαμήκους οπλισμού του συνόλου των υποστυλωμάτων του πρώτου και δεύτερου υπογείου του κτιρίου, τόσο σύμφωνα με την άδεια / μελέτη, όσο και σύμφωνα με την πραγματική κατάσταση, ότι Τα ποσοστά οπλισμού και για τις δύο περιπτώσεις είναι απαράδεκτα χαμηλά (!). Επίσης, η Επιτροπή, μετά από σχετικούς υπολογισμούς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
{... αν είχε γίνει οποιοσδήποτε στοιχειώδης (έστω) αντισεισμικός υπολογισμός, παρά το ότι ουσιαστικώς δεν επιτρεπόταν η δόμηση με τέτοιο σύστημα (μυκητοειδείς πλάκες), θα προέκυπταν σημαντικά ποσοστά οπλισμών υποστυλωμάτων, πολλαπλάσια αυτών με βάση της Άδειες / Μελέτες (που δεν τηρήθηκαν) ή τις αποτυπώσεις (πραγματική κατάσταση) ...} (κεφάλαιο 6.2 εκθέσεως).
Με βάση όλα τα πιο πάνω στοιχεία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η συμπεριφορά του κτιρίου σε περίπτωση σεισμού καθοριζόταν από ένα μηχανισμό αστοχίας (μέχρι καταρρεύσεως) που είχε σχέση με τα κρίσιμα υποστυλώματα (στους πάνω ορόφους) και κυρίως από ένα ψαθυρό μηχανισμό διάτρησης των μυκητοειδών πλακών των υπογείων και (ίσως του ισογείου).
Συγκεκριμένα, ο μηχανισμός αστοχίας εντοπίζεται:
α) στον κίνδυνο ψαθυρής και απότομης θλιπτοδιατμητικής αστοχίας του συνόλου των υποστυλωμάτων, λόγω υψηλής θλιπτικής καταπονήσεως και ανεπάρκειας του εγκάρσιου οπλισμού (αλλά και του διαμήκους),
β) στον κίνδυνο ψαθυρής και απότομης αστοχίας των περιμετρικών υποστυλωμάτων, υπερκαταπόνηση αλλά και υποαντοχή λόγω μικρού λόγου διατμήσεως (κοντά περιμετρικά υποστυλώματα) και
γ) στην ύπαρξη γυμνού σκελετού λυγηρών υποστυλωμάτων (με πλημμελείς κόμβους) και στην ανυπαρξία ανακουφιστικών τοιχοπληρώσεων ή τοιχωμάτων οπλισμένου σκυροδέματος (με ανεκτή όπλιση αλλά και καλή σύνδεση με τα διαφράγματα).
Συναφώς, ο μηχανισμός διατρήσεως των πλακών αποδίδεται:
α) στα μεγάλα κατακόρυφα φορτία, την τοπική υπερκαταπόνηση λόγω ροπών κάμψεως (μονοαξονικών ή και διαξονικών) λόγω φορτίων λειτουργίας και λόγω μικρών (έστω) φορτίων σεισμού, και μάλιστα υπό την επιρροή της ιδιαίτερα επιβαρυντικής κατακόρυφης συνιστώσας του ισχυρού κραδασμού και β) στην πλήρη ανεπάρκεια διατομών σκυροδέματος αλλά και οπλισμών των μυκητοειδών πλακών στις κρίσιμες (για λόγους διατρήσεως) περιοχές γύρω και πάνω από τις κεφαλές των υποστυλωμάτων, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών, σε όλους τους ορόφους του κτιρίου και κυρίως στους κρίσιμους των υπογείων (κεφάλαιο 8 εκθέσεως).
Όσον αφορά στη λειτουργία των παραπάνω μηχανισμών κατά το σεισμό της 07-09-1999, η Επιτροπή καταλήγει ότι αυτοί είχαν ως αποτέλεσμα την άμεση, απότομη και καθολική αστοχία των κρίσιμων περιοχών των πλακών γύρω από τα υποστυλώματα (ίσως καταρχήν στα εσωτερικά) και την κατάρρευση και των υποστυλωμάτων προς το εσωτερικό του κτιρίου και το πρανές (προς τη διεύθυνση του σεισμού), χωρίς δυνατότητες ανακατανομής της εντάσεως. Ταυτοχρόνως, στην περίμετρο των υπογείων συνέβη και αστοχία των αγκυρώσεων των πλακών στα περιμετρικά τοιχία ή και απόσχιση από τα τοιχώματα του κλιμακοστασίου/ανελκυστήρα, δηλαδή πλήρης εξόλκευση ή και θραύση του οπλισμού υπό τη μεμβρανική δράση των καταρρεουσών πλακών.
Συμπληρωματικά, η Επιτροπή τονίζει ότι οι πιο πάνω μηχανισμοί ήταν οι κύριοι λόγοι της ιδιαιτέρως δυσμενούς αποκρίσεως του κτιρίου στο σεισμό της 07-09-1999 (κεφάλαιο 9 περίπτωση ε' εκθέσεως), ενόψει και του ότι το έδαφος ήταν φυσικό και όχι τεχνικές αποθέσεις (μπάζα) και δεν παρατηρήθηκε πρόβλημα ή αστοχία του, ενώ δυσμενή επιρροή άσκησε το ανάγλυφο της περιοχής του κτιρίου, καθώς και η ύπαρξη της πρόσθετης εκσκαφής του ρέματος λόγω του 3ου υπογείου (κεφάλαιο 4.3 εκθέσεως) και των πρόσθετων υπόστεγων στο επίπεδο του δεύτερου υπογείου (κεφάλαιο 2.3 εκθέσεως). Τελικώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι κατακόρυφες επιταχύνσεις του σεισμού της 7-9-1999 ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές (έως καθοριστικές) για την καθολική κατάρρευση του υπόψη κτιρίου αλλά και μόνο οι οριζόντιες επιταχύνσεις (και μάλιστα πολύ μικρότερες από εκείνες που παρατηρήθηκαν) θα ήταν ικανές να οδηγήσουν σε καθολική αστοχία - κατάρρευση.
Οι αναιρεσίβλητοι με την από 26-05-2003 αγωγή τους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίσθηκαν ότι η κατάρρευση του κτηρίου και ο θάνατος της __________, κόρης των δύο πρώτων και αδελφής της τρίτης από αυτούς, επήλθε συνεπεία παρανόμων παραλείψεων των οργάνων της Πολεοδομίας και της Ελληνικής Αστυνομίας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους εφαρμογής των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε την αγωγή κατά το μέρος που εστρέφετο κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ανατολικής Αττικής, καταφάσκοντας την ευθύνη των υπαγόμενων σ' αυτήν πολεοδομικών οργάνων, και την απέρριψε κατά το μέρος που εστρέφετο κατά του Δημοσίου, αφού θεώρησε ότι δεν θεμελιωνόταν ευθύνη του για τις αποδιδόμενες στην Ελληνική Αστυνομία παραλείψεις. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ασκήθηκαν εφέσεις τόσο από τους αναιρεσίβλητους, όσο και από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, έγινε δεκτή η έφεση των αναιρεσίβλητων κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του Δημοσίου και, περαιτέρω, έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή τους και αναγνωρίσθηκε υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλλει σε αυτούς αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής ως ψυχική οδύνη τα ποσά που είχαν επιδικασθεί σ' αυτούς πρωτοδίκως. Στην κρίση αυτή κατέληξε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του ότι:
1) τα αρμόδια όργανα της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως είχαν υποχρέωση να ασκήσουν προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο κατά την κατασκευή του εργοστασίου της ΡΙΚΟΜΕΞ, από την παράλειψη διενέργειας του οποίου ή την πλημμελή άσκησή του γεννάται αυτοτελής ευθύνη της, αφού από τις σχετικές εφαρμοστέες πολεοδομικές διατάξεις δεν θεσπίζεται αποκλειστική ευθύνη των ιδιωτών μηχανικών μελετητών που υποβάλλουν τη μελέτη στην Πολεοδομία,
2) τα όργανα αυτά άσκησαν πλημμελώς τον οφειλόμενο προληπτικό έλεγχο, αφού εξέδωσαν τις σχετικές οικοδομικές άδειες παρά τις ελλείψεις και ανακρίβειες που υπήρχαν στα υποβληθέντα από την εταιρεία στοιχεία, ενώ παρέλειψαν να ασκήσουν και τον προβλεπόμενο κατασταλτικό έλεγχο, όπως προέκυπτε από την έλλειψη υπογραφών των αρμοδίων οργάνων στις θέσεις των οικοδομικών αδειών που αφορούν τη θεώρησή τους. Ειδικότερα, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία εξέδωσε την πρώτη οικοδομική άδεια ασκώντας πλημμελώς τον επιβαλλόμενο έλεγχο της στατικής μελέτης που υποβλήθηκε για την έκδοσή της, εφόσον αυτή, σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής που συνεστήθη για τη διερεύνηση των αιτίων της καταρρεύσεως, ήταν ελλιπής, αφού δεν περιελάμβανε αναφορές ή λεπτομέρειες για την όπλιση κρισίμων στοιχείων, όπως τα υποστυλώματα, δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά τη σύνταξή της η αρχιτεκτονική μελέτη και δεν περιελάμβανε πλήρη αντισεισμικό στατικό υπολογισμό, όπως επέβαλε το άρθρο 12 παράγραφος 3 του τότε ισχύοντος αντισεισμικού κανονισμού, αφού περιοριζόταν μόνο σε ειδικό αντισεισμικό υπολογισμό για τα περιμετρικά στοιχεία - υποστυλώματα και δεν περιελάμβανε τους απαιτούμενους από το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού γενικό αντισεισμικό υπολογισμό του συνόλου του κτηρίου και των υποστυλωμάτων ούτε ειδικό αντισεισμικό υπολογισμό των γωνιακών υποστυλωμάτων και των περιμετρικών δοκών, παρά το ότι η επικινδυνότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένη λόγω του αναγλύφου της περιοχής, δηλαδή του έντονου πρανούς προς το ρέμα, με υψομετρική διαφορά της τάξεως των τριάντα μέτρων. Τον ίδιο πλημμελή έλεγχο άσκησε η πολεοδομική υπηρεσία και στις στατικές μελέτες που υποβλήθηκαν για την έκδοση της δεύτερης και της τρίτης οικοδομικής άδειας, εφόσον και οι εν λόγω μελέτες παρουσίαζαν τις ίδιες ελλείψεις και πλημμέλειες με τη στατική μελέτη της πρώτης άδειας, αφού, όπως διαπίστωσε η προαναφερθείσα Επιτροπή, κατά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση της δεύτερης άδειας, οι ξυλότυποι του υπάρχοντος κτηρίου που συνόδευαν τη σχετική μελέτη, δεν συμφωνούσαν με αυτούς της αρχικής αδείας. Συνέπεια των παραλείψεων αυτών ήταν, μεταξύ άλλων, να προκύψουν με βάση τις άδειες σημαντικά μειωμένα ποσοστά οπλισμών των υποστυλωμάτων σε σχέση με τα απαιτούμενα από τις σχετικές διατάξεις, εφόσον, όπως δέχθηκε και η Επιτροπή, αν γινόταν στοιχειώδης αντισεισμικός υπολογισμός, θα προέκυπταν σημαντικά ποσοστά οπλισμών υποστυλωμάτων, πολλαπλάσια αυτών με βάση τις άδειες ή τις αποτυπώσεις,
3) η πολεοδομική υπηρεσία, κατά παράβαση των διατάξεων της Ε/37608/1976 υπουργικής αποφάσεως που ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της δεύτερης οικοδομικής άδειας, δεν διενήργησε την απαιτούμενη αυτοψία προς ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως της άδειας αυτής προκειμένου να διαπιστώσει, μεταξύ άλλων, όπως είχε υποχρέωση, τη συμφωνία ή μη του τοπογραφικού διαγράμματος του οικοπέδου που συνόδευε τη μελέτη που υποβλήθηκε με τις πραγματικές διαστάσεις του οικοπέδου και το σύννομο ή μη της μελέτης, η οποία είχε συνταχθεί με βάση το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα, σχετικώς με το αν η επιφάνεια της προβλεπόμενης κατασκευής είναι σύμφωνη με το επιτρεπόμενο για το συγκεκριμένο οικόπεδο όριο καλύψεως και σχετικώς με την ακριβή και ορθή τοποθέτηση της οικοδομής στο οικόπεδο. Εξαιτίας της παραλείψεως αυτής, δεν διαπιστώθηκε ότι με το εν λόγω διάγραμμα, αλλά και με το διάγραμμα που συνόδευε τη μελέτη για την πρώτη άδεια, η έκταση του οικοπέδου εμφανίσθηκε μεγαλύτερη από αυτήν των τίτλων ιδιοκτησίας, σε βάρος του παρακειμένου ρέματος, γεγονός που θα είχε ως συνέπεια τη διακοπή των εργασιών και την κίνηση της διαδικασίας περί αυθαιρέτων. Το αυτό θα ίσχυε και για τις εργασίες που έγιναν με βάση την πρώτη άδεια. Έτσι, με τις παραλείψεις αυτές επετράπη η ανέγερση κτηρίου με επιφάνεια πολύ μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη βάσει των πραγματικών διαστάσεων του οικοπέδου, το οποίο πλησίαζε στο έντονο πρανές του ρέματος, λόγω του οποίου η επικινδυνότητα ήταν ιδιαίτερα αυξημένη και επηρεάσθηκε δυσμενώς το κτίριο για την απόκρισή του στο σεισμό της 07-09-1999,
4) η παράλειψη διενέργειας των προβλεπομένων και επιβαλλομένων ελέγχων και αυτοψιών είχε ως συνέπεια να μη διαπιστωθεί από τα πολεοδομικά όργανα ότι:
α) είχαν κατασκευασθεί λιγότερα υποστυλώματα (24 αντί των 32) και σε μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους από τα προβλεπόμενα στις άδειες,
β) οι πλάκες δεν είχαν κατασκευασθεί με δοκούς, όπως προβλεπόταν στις άδειες, αλλά μυκητοειδείς, που στηρίζονταν απευθείας στα υποστυλώματα, και χωρίς διαπλατύνσεις στις κεφαλές των τελευταίων, οι οποίες είναι απαραίτητες στην περίπτωση μυκητοειδών πλακών, δομητικό σύστημα ιδιαιτέρως επικίνδυνο και έναντι σεισμού, το οποίο ουσιαστικώς απαγορεύεται ή επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση διενέργειας ειδικών ελέγχων,
γ) στα υπόγεια δεν είχαν κατασκευασθεί τοιχεία από οπλισμένο σκυρόδεμα στο 100% της περιμέτρου τους, όπως προβλεπόταν στις άδειες, αλλά μόνον στο 50% αυτής,
δ) και τα τοιχεία που υπήρχαν είχαν κατασκευαστεί σε δεύτερη φάση, μετά την ολοκλήρωση του σκελετού, χωρίς καμία θεμελίωση, κατευθείαν στο έδαφος, και ήταν ουσιαστικά ασύνδετα με το σκελετό του κτιρίου, όπως και τα στοιχεία των όψεων,
ε) υπήρχαν φυτευτά τοιχώματα ακαμψίας και αντοχής με ελλιπή και πλημμελή σύνδεση με τις πλάκες και, γενικά, με το σκελετό του κτηρίου γύρω και από τους δύο ανελκυστήρες και το κλιμακοστάσιο, καθώς και φυτευτό τοίχωμα πάνω από το στέγαστρο της εισόδου, κακώς και έκκεντρα διατεταγμένα, με προβληματική συμπεριφορά και επιβάρυνση έναντι σεισμού, η κατασκευή των οποίων κατά τον αντισεισμικό κανονισμό συνιστάται να αποφεύγεται και αν τούτο δεν είναι δυνατό, απαιτείται ειδικός υπολογισμός και
στ) τα φέροντα στοιχεία ήταν πλημμελώς οπλισμένα και είχαν παραβιαστεί οι διατάξεις περί συνδετήρων εγκάρσιου οπλισμού,
5) κατά το πόρισμα της Επιτροπής:
α) κύριο λόγο καταρρεύσεως του κτιρίου αποτέλεσε ο μηχανισμός αστοχίας υπό σεισμό που είχε σχέση με τα κρίσιμα υποστυλώματα (των κοντών περιμετρικών υποστυλωμάτων στους πάνω ορόφους και του συνόλου των εσωτερικών) και κυρίως ο ψαθυρότερος μηχανισμός διατρήσεως των μυκητοειδών πλακών των υπογείων και ίσως του ισογείου, οι οποίοι οδήγησαν στην άμεση, απότομη και καθολική αστοχία των κρίσιμων περιοχών των πλακών γύρω από τα υποστυλώματα (ίσως καταρχήν στα εσωτερικά) και την κατάρρευση των υποστυλωμάτων προς το εσωτερικό του κτιρίου και το πρανές (προς τη διεύθυνση του σεισμού), χωρίς δυνατότητες ανακατανομής της εντάσεως,
β) ταυτόχρονα, στην περίμετρο των υπογείων συνέβη και αστοχία των αγκυρώσεων των πλακών στα περιμετρικά τοιχία ή και απόσχιση από τα τοιχώματα του κλιμακοστασίου / ανελκυστήρα,
γ) ως επιβαρυντικός παράγοντας στο παραπάνω αποτέλεσμα λειτούργησε το ανάγλυφο της περιοχής του κτιρίου (δηλαδή του έντονου πρανούς προς το ρέμα, με υψομετρική διαφορά της τάξεως των 30 m), καθώς και η πρόσθετη εκσκαφή του ρέματος λόγω των αυθαίρετων κατασκευών του 3ου υπογείου και των πρόσθετων υπόστεγων στο επίπεδο του δεύτερου υπογείου,
δ) στην καθολική αστοχία - κατάρρευση του κτιρίου θα μπορούσε να οδηγήσει και σεισμική δόνηση πολύ μικρότερη εκείνης της 07-09-1999.
Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο έκρινε ότι ο θάνατος της κόρης και αδελφής των αναιρεσίβλητων, που προκλήθηκε από την κατάρρευση του κτηρίου, τελούσε σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις προαναφερθείσες πράξεις και παραλείψεις των πολεοδομικών υπηρεσιών της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και απέρριψε τους λόγους εφέσεως που αυτή προέβαλε. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης, με την οποία δέχεται, μεταξύ άλλων, ότι η πολεοδομική υπηρεσία δεν έλεγξε την πληρότητα των στατικών μελετών που υποβλήθηκαν και δεν διενήργησε έστω και μία αυτοψία κατά το στάδιο της ανεγέρσεως και αποπερατώσεως του κτηρίου, είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά σε προηγούμενες σκέψεις περί της έννοιας των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας που παρατέθηκαν προηγουμένως και είναι αβάσιμα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
Εξάλλου, αβασίμως προβάλλεται συναφώς από την αναιρεσείουσα Αυτοδιοίκηση ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται αποκλειστική ευθύνη του ιδιώτη μελετητή κατ' επίκληση της Ε/39941/2287/1967 υπουργικής αποφάσεως, εφόσον, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, η απόφαση αυτή δεν εφαρμοζόταν στην επίδικη περίπτωση ως εκ του χρόνου εκδόσεως των οικοδομικών αδειών (βλέπε ΣτΕ 965/2006, 1800/1977 Ολομέλεια), αλλά και διότι βάσει της διατάξεως του άρθρου 2 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος 194/1969 η απόφαση αυτή νομίμως τροποποιήθηκε από τις προαναφερθείσες τρεις υπουργικές αποφάσεις, βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι άδειες για το καταρρεύσαν κτήριο.
Περαιτέρω, και οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι διεκόπη η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των καταλογιζόμενων με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραλείψεων της πολεοδομικής υπηρεσίας και του ζημιογόνου αποτελέσματος της καταρρεύσεως του κτηρίου, διότι στο αποτέλεσμα αυτό συνετέλεσαν, πέραν των προαναφερομένων παραλείψεων, και άλλοι παράγοντες, όπως η υπέρβαση των ορίων του ωφέλιμου φορτίου λόγω της τοποθετήσεως μηχανημάτων, η πυρκαγιά του έτους 1993, η αυθαίρετη κατασκευή υπογείου προς το ρέμα και οι αυθαίρετες προσθήκες και επεκτάσεις στους ορόφους, γεγονότα τα οποία προέκυπταν από την έκθεση της Επιτροπής που συνεστήθη για να εξετάσει τα αίτια της καταρρεύσεως και τα οποία η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκτίμησε την έκθεση της Επιτροπής και κατέληξε στην ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση (ΣτΕ 334/2008) ότι οι παραλείψεις της πολεοδομικής υπηρεσίας απετέλεσαν την κύρια αιτία της καταρρεύσεως. Επιπλέον, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο και το συναφώς προβαλλόμενο ότι η ένταση του σεισμού της 07-09-1999 ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ένταση του σεισμού που είχε υπόψη του ο νομοθέτης του αντισεισμικού κανονισμού του 1956, εφόσον η απόφαση υιοθετεί στο σημείο αυτό το πόρισμα της Επιτροπής, ότι εξαιτίας των παραλείψεων της πολεοδομικής υπηρεσίας που αφορούν στις ελλείψεις των στατικών μελετών η κατάρρευση του κτηρίου θα προκαλείτο και από σεισμό πολύ μικρότερης έντασης.
13. Επειδή, τα περαιτέρω προβαλλόμενα ότι οι τυχόν διαπιστούμενες από τις πολεοδομικές υπηρεσίες αυθαίρετες προσθήκες και κατασκευές δεν συνιστούν πρόσφορη αιτία καταρρεύσεως του κτηρίου στο οποίο διαπιστώνονται, προβάλλονται αλυσιτελώς, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη δεν στήριξε την κρίση της περί αιτιώδους συνάφειας στο ότι οι αυθαίρετες προσθήκες ήταν το αίτιο της καταρρεύσεως, ενώ αλυσιτελώς επίσης προβάλλεται ότι οι διατάξεις περί αυθαιρέτων έχουν τεθεί αποκλειστικώς χάριν γενικού σκοπού (οικοδομική τάξη, λειτουργικότητα, αισθητική οικισμών) και δεν εξυπηρετούν και την ασφάλεια των ενοίκων.
14. Επειδή, το νομοθετικό διάταγμα [Ν] 476/1974 Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΦΕΚ 204/Α/1974), που εφαρμόζεται και στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις σύμφωνα με το άρθρο 95 του προεδρικού διατάγματος 30/1996 (ΦΕΚ 21/Α/1996), ορίζει στο άρθρο 48 παράγραφος 1 ότι:
{Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι πέντε ετών, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος}
στο άρθρο 49 ότι:
{Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ' ο γεννήθηκε η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις}
και στο άρθρο 51 ότι:
{Φυλασσόμενης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του νομικού προσώπου διακόπτεται μόνον:
α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιο δικαστήριον ...}
Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, η αξίωση αποζημίωσης από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Στην περίπτωση δε που οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή της παράλειψης, η παραγραφή αρχίζει από τότε που η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες συνέπειες (παράβαλε ΣτΕ 2728/2003).
15. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε το λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ότι οι αξιώσεις των αναιρεσίβλητων είχαν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 90 παράγραφος 1 και 91 του νόμου 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, εφόσον από τα έτη 1976, 1978 και 1979, οπότε εκδόθηκαν οι οικοδομικές άδειες για το κτήριο, μέχρι την άσκηση της αγωγής το έτος 2003 είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, με τη σκέψη ότι σε περίπτωση προκλήσεως θανάτου προσώπου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον για τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις εφαρμόζονται, κατ' άρθρο 95 του προεδρικού διατάγματος 30/1996, τα άρθρα 48 παράγραφος 1, 49 και 51 περίπτωση α' του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 476/1974, η αξίωση των μελών της οικογενείας του θανόντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης γεννάται και είναι δικαστικώς επιδιώξιμη με το θάνατο του προσώπου, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση επήλθε στις 07-09-1999, δηλαδή πριν από την πάροδο πενταετίας από την έγερση της αγωγής (2003). Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης στηρίζεται σε ορθή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
16. Επειδή, ως προς το θέμα της ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας η αναιρεσιβαλλόμενη δέχθηκε, εφαρμόζοντας, μεταξύ άλλων, και τη διάταξη του άρθρου 27 παράγραφος 3 του νόμου 1577/1985, ότι τα αστυνομικά όργανα είχαν υποχρέωση να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως αν για τις πραγματοποιούμενες οικοδομικές εργασίες υπήρχε άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και σε περίπτωση που διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει άδεια υποχρεώνονται να διακόπτουν τις εργασίες και να ειδοποιούν την πολεοδομική υπηρεσία.
Περαιτέρω, δέχθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα αστυνομικά όργανα, παρά το ότι υπήρχαν αυθαίρετες κατασκευές και προσθήκες στο κτήριο της ΡΙΚΟΜΕΞ μετά το έτος 1993, παρέλειψαν να διενεργήσουν αυτεπαγγέλτως έλεγχο, να διακόψουν τις εργασίες και να ειδοποιήσουν την πολεοδομία, ούτως ώστε αυτές (οι αυθαίρετες κατασκευές) να καταγραφούν και να ενισχυθούν στατικά ή να κατεδαφισθούν. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης δεν είναι ορθή κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση του Δημοσίου. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη και προβάλλεται από το Δημόσιο, η διάταξη του άρθρου 27 παράγραφος 3 του νόμου 1577/1985, καταργηθείσα με την κοινή υπουργική απόφαση του 1996, δεν μπορούσε να επανέλθει σε ισχύ με το κωδικοποιητικό διάταγμα του 1999, ενώ εξάλλου, και οι λοιπές αρμοδιότητες της Ελληνικής Αστυνομίας είναι καθαρά επιβοηθητικές των οργάνων της πολεοδομίας.
Περαιτέρω, ούτε οι αναιρεσίβλητοι επικαλέσθηκαν, αλλά ούτε και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι για τις συγκεκριμένες κατασκευές τα αστυνομικά όργανα έλαβαν σχετική ειδοποίηση από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία ή τους έγινε καταγγελία και αδράνησαν. Συνεπώς, θα πρέπει για τους λόγους αυτούς να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του Δημοσίου και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να αναπεμφθεί κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
17. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής.
Δέχεται την αίτηση του Δημοσίου.
Αναιρεί την 4103/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό. Και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29-12-2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21-09-2009.