Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 945/2010
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Τμήμα Ε
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 02-12-2009, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Χρήστος Ντουχάνης, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.
Για να δικάσει την από 08-10-2008 αίτηση:
του Ε. Π. Γ., κατοίκου Α., οδός Μ., αριθμός 9, ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους:
α) Κωνσταντίνο Σωτηρίου (Αριθμός Μητρώου 934),
β) Ζαχαρούλα Χρυσάγη (Αριθμός Μητρώου 14746),
που τους διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά:
1) του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με τον Βασίλειο Κυριαζόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
2) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς, η οποία δεν παρέστη,
3) του Δήμου Πειραιά, ο οποίος παρέστη με τον Εμμανουήλ Δρυλεράκη (Αριθμός Μητρώου 1596 Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά), που τον διόρισε με απόφασή της η Δημαρχιακή Επιτροπή,
και κατά της παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία JAVELIN MICRO - ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής, Λεωφόρος Κηφισίας 304 και Διονύσου 65, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Σπύρο Νικολάου (Αριθμός Μητρώου 13500), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν οι:
1) υπ' αριθμόν ΥΠ.ΠΟ./ΓΔΑΠ.Κ./ΑΡΧ/Α1/Φ26/22974/1080/13-03-2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού,
2) η υπ' αριθμόν 00389/24-07-2007 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, του Δήμου Πειραιά και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. - Ελένη Κωνσταντινίδου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους του αιτούντος, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους του Δήμου και της παρεμβαίνουσας εταιρείας και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 852589/2008 ειδικό έντυπο παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 13-11-2009 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται η ακύρωση:
α) της ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ26/22974/1080/13-03-2007 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η ανέγερση διωρόφου κτηρίου εστίασης στο ακίνητο ιδιοκτησίας Α. Μ., Σ. Μ. και Β. Τ. στην οδό Α. Κ. αριθμός 22 στο Μικρολίμανο Πειραιά, και,
β) της 00389/24-07-2007 οικοδομικής άδειας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιά, με την οποία εγκρίθηκε η ένταξη νέου διωρόφου κτηρίου (υγειονομικού ενδιαφέροντος) σε οικόπεδο - αρχαιολογικό χώρο νεωσοίκων.
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων η εταιρεία με την επωνυμία Javelin M. - Ανάπτυξης ακινήτων ανώνυμη εταιρεία, υπέρ της οποίας εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις.
4. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, δεδομένου ότι έχουν εκδοθεί κατόπιν αιτήσεων των ιδιοκτητών του επίμαχου οικοπέδου για τον αυτό τελικό σκοπό, δηλαδή την ανέγερση του μνημονευθέντος διώροφου κτηρίου, η δε προηγούμενη της οικοδομικής αδείας εγκριτική της σχετικής μελέτης πράξη του Υπουργού Πολιτισμού αποτελεί κατά νόμο αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση της αδείας αυτής. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 34 του νόμου [Ν] 1968/1991 (ΦΕΚ 150/Α/1991), να εκδικαστεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας και κατά το σκέλος αυτής που στρέφεται κατά της οικοδομικής αδείας, η οποία κατ' αρχήν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς (ΣτΕ 3824/2007, 2668/2007, 3487/2003).
5. Επειδή, ο αιτών, φερόμενος ως συνιδιοκτήτης ακινήτου όμορου προς το ακίνητο, για το οποίο εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση. Εξάλλου, η αίτηση αυτή, η οποία έχει κατατεθεί στις 09-10-2008, ασκείται εμπροθέσμως δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις κοινοποιήθηκαν στον αιτούντα ούτε ότι είχαν περιέλθει σε γνώση του, σε χρόνο, από τον οποίο η κατάθεση της αιτήσεως απέχει περισσότερο από εξήντα ημέρες.
6. Επειδή, στο νόμο 3028/2002 Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΦΕΚ 153/Α/2002) και ειδικότερα στο άρθρο 10 που φέρει τον τίτλο Ενέργειες σε ακίνητα μνημεία και στο περιβάλλον τους ορίζονται τα ακόλουθα:
{1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του.
2. ...
3. Η εγκατάσταση ή η λειτουργία βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή εμπορικής επιχείρησης ... καθώς και η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας.
4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου.
5. ...
6. ...
7. ...
8. ...}
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, προκειμένου να εκτελεστεί οποιαδήποτε εργασία ή έργο επί ή πλησίον αρχαίου, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, κρίνοντας επί σχετικού αιτήματος, οφείλει να εξετάζει αιτιολογημένα αν η εκτέλεση του έργου συνάδει με την από το Σύνταγμα απορρέουσα υποχρέωση για την εις το διηνεκές προστασία των αρχαιοτήτων, και, ή να απαγορεύει την εκτέλεση του έργου, προβαίνουσα ενδεχομένως και σε απαλλοτρίωση του χώρου, αν μόνο με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η προστασία του αρχαίου ή να την επιτρέπει, θέτοντας ενδεχομένως και σχετικούς όρους. Εάν δε, κατά την εξέταση του ζητήματος αυτού, προταθούν για την αντιμετώπισή του διάφορες λύσεις, η διοίκηση οφείλει να αιτιολογεί την επιλογή της εγκρινόμενης πάντοτε σε συνάρτηση με την ανάγκη της μείζονος προστασίας του αρχαίου. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι στην περίπτωση αιτήματος εκτελέσεως έργου επί ή πλησίον αρχαίου δεν είναι πάντοτε υποχρεωτική, εκ του Συντάγματος ή του νόμου, η προσφυγή στην λύση της απαλλοτριώσεως του χώρου, ή η προκαταρκτική εξέταση του ζητήματος αυτού σε κάθε περίπτωση (παράβαλε ΣτΕ 3565/1996).
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στο οικόπεδο επί της Ακτής Κ. αριθμός 22 στο Μικρολίμανο του Πειραιά κατόπιν ανασκαφικής έρευνας το έτος 1997 αποκαλύφθηκε μέρος του αριθμού των νεωσοίκων του λιμένα της Μουνιχίας. Τ. κατάλοιπα απαρτίζουν τέσσερις συνολικά νεώσοικοι, τρεις ολόκληροι και ένας κατά το ήμισυ στα πλάγια του οικοπέδου, στους οποίους εντοπίζεται διαρκής χρήση από τον 4ο π.Χ. αιώνα έως τους ρωμαϊκούς χρόνους τεκμηριωμένη από παρεμβάσεις επισκευής, ανακατασκευής και αναδιάταξης της αρχικής φάσης (βλέπε 7263/1005/18-10-2006 έγγραφο της Κ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και 6220/10-12-1997 έγγραφο της Β' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων).
Με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/ΦΟ2/35735/2100/16-07-1998 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εγκρίθηκε η ανέγερση οικοδομής στο οικόπεδο αυτό υπό τον όρο της διατήρησης των αρχαίων ορατών και επισκέψιμων στο υπόγειο της οικοδομής με τη διαμόρφωση αυτόνομου αρχαιολογικού χώρου και με την προοπτική έκδοσης πράξης του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων περί θέσπισης ειδικών όρων δόμησης για την συγκεκριμένη οικοδομή. Η διαδικασία αυτή δεν ολοκληρώθηκε και οι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν νέα αίτηση και σχετική μελέτη περί ανέγερσης διωρόφου κτηρίου στο εν λόγω οικόπεδο (βλέπε 7263/18-10-2006 έγγραφο της Κ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων).
Σύμφωνα με τη νέα αυτή μελέτη, όπως το περιεχόμενό της αποδίδεται συνοπτικά στο ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/1623/198881/07-11-2006 έγγραφο της Διευθύνσεως Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων:
{α. Θα διαμορφωθεί αρχαιολογικός χώρος, ο οποίος θα περιοριστεί στο περίγραμμα κάλυψης της οικοδομής, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Ορατά από τη σύγχρονη πόλη και επισκέψιμα για το ειδικό κοινό θα είναι τα κατάλοιπα των νεωσοίκων στο εμπρόσθιο τμήμα του οικοπέδου. Τα ευρήματα στο οπίσθιο τμήμα του οικοπέδου, η εικόνα των οποίων είναι αρκετά διαταραγμένη, διαχωρίζονται από τον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο και ένα τμήμα τους εμβαδού της τάξης των 55 m2 θα καταχωθεί.
β. Ο αρχαιολογικός χώρος θα είναι προσβάσιμος με ελεγχόμενο τρόπο από το πεζοδρόμιο μέσω μιας κλίμακας καθόδου. Η ίδια κλίμακα θα αποτελεί έξοδο κινδύνου του κτιρίου.
γ. Το ισόγειο του κτιρίου θα βρίσκεται σε υπερύψωση ως προς το πεζοδρόμιο. Εξαιτίας της επικλινούς μορφής του εδάφους του αρχαιολογικού χώρου θα κλιμακώνεται σε δύο επίπεδα. Το εμπρόσθιο τμήμα του ισογείου θα βρίσκεται 1,95 m ψηλότερα από το πεζοδρόμιο και το οπίσθιο τμήμα 3,00 m. Η πρόσβαση στο υπερυψωμένο ισόγειο θα είναι 1,80 m ψηλότερα από το πεζοδρόμιο. Με βάση τη διάταξη αυτή το ελεύθερο ύφος στέγασης του αρχαιολογικού χώρου κυμαίνεται από 3,20 m έως 2,40 m ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις φτάνει τα 2,00 m.
δ. Το κτίριο θα βρίσκεται σε οπισθοχώρηση κατά 5,00 m ως προς την οικοδομική γραμμή. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται ένας ακάλυπτος χώρος στο εμπρόσθιο τμήμα του οικοπέδου, προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή ορατότητα των αρχαίων από το επίπεδο της πόλης.
ε. Στον ανωτέρω ακάλυπτο χώρο του κτιρίου στο εμπρόσθιο τμήμα του οικοπέδου δεν θα υπάρχει καμία φύτευση. Στον ακάλυπτο χώρο στο οπίσθιο τμήμα του οικοπέδου προτείνεται ξύλινη εξέδρα με κινητές ζαρντινιέρες.
στ. Το δάπεδο στις δύο στάθμες και στους εξώστες του ισογείου θα είναι διάφανο, επιτρέποντας την ορατότητα του αρχαιολογικού χώρου από το εσωτερικό του κτιρίου.
ζ. Το κτίριο θα θεμελιωθεί με πασσάλους διαμέτρου της τάξης των 1,20 m σε θέσεις ασφαλείς αρχαιολογικά. Τα εμφανή στον αρχαιολογικό χώρο υποστυλώματα θα είναι κυκλικής διατομής διαμέτρου της τάξης του 1,00 m. Σημειώνεται ότι οι ως άνω διαστάσεις έχουν προκύψει λαμβάνοντας υπ' όψιν τα αποτελέσματα γεωτεχνικής μελέτης που έχει ήδη πραγματοποιηθεί.
η. Οι θεμελιώσεις στα πλευρικά όρια του οικοπέδου θα γίνουν με πασσάλους διαμέτρου της τάξης του 1.00 m, σε θέσεις ασφαλείς αρχαιολογικά. Επί των πασσάλων θα εδραστεί πεδιλοδοκός - κεφαλόδεσμος, ο οποίος θα κατασκευασθεί τουλάχιστον 0,20 - 0,30 m κάτω από τη στάθμη του αρχαιολογικού χώρου. Επί του κεφαλόδεσμου θα κατασκευαστούν τοιχία από οπλισμένο σκυρόδεμα πάχους 0,25 - 0,30 m. Στη συνέχεια το ελεύθερο τμήμα του κεφαλόδεσμου θα καταχωθεί. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στο όριο του οικοπέδου θα απομακρυνθούν προσωρινά κατά τη φάση κατασκευής και θα επανατοποθετηθούν στην ακριβή αρχική τους θέση μετά την κατάχωση του κεφαλόδεσμου.
θ. Ως προς τη διάρθρωση τη κύριας όψης, προτείνεται ένα ήρεμο, συμμετρικό και απέριττο κτίριο, το οποίο συνυπάρχει με τα αρχαία χωρίς να επιβάλλεται μορφολογικά. Προκειμένου μάλιστα να αποφευχθούν ακαλαίσθητες λύσεις σκιασμού, οι οποίες θα διαταράξουν το λιτό ύφος της κατασκευής, η μελέτη προτείνει την τοποθέτηση πετάσματος περσίδων, το οποίο θα παραπέμπει σε ιστία τριήρεων, ως αναφορά στους νεωσοίκους του σε υπόγειο αρχαιολογικού χώρου.
ι. Σημειώνεται ότι σι δεσμεύσεις που προκύπτουν από την ύπαρξη των αρχαίων και σι απαιτήσεις για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία υλοποίησης ωφέλιμων για το κτίριο υπογείων χώρων, τη μη αξιοποίηση όλου του επιτρεπόμενου ωφέλιμου εμβαδού λόγω αδυναμίας υλοποίησης τρίτου ορόφου και την επιβάρυνση των ιδιοκτητών με την απαιτούμενη εισφορά για την εξαγορά του συνολικού αριθμού των θέσεων στάθμευσης που δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν. Εντούτοις, η μελέτη παραιτείται από τη διεκδίκηση της οποιασδήποτε αντισταθμιστικής παρέκκλισης και συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού.}
Στις 13-02-2007 διενεργήθηκε από την Ολομέλεια του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου αυτοψία στο εν λόγω οικόπεδο, κατά την οποία, αφού ελήφθη υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι τα αρχαία θα είναι ορατά από το δρόμο, ότι η μελέτη δεσμεύει μια πολύ μικρή περιοχή, δηλαδή τα 50 m2 από τα 650 m2 του οικοπέδου, ότι έχει γίνει γεωτεχνική έρευνα, πλήρης ανασκαφική έρευνα και ότι οι αρχαιότητες προστατεύονται και δεν καταστρέφονται, τα μέλη του οργάνου αυτού δέχθηκαν ότι η συγκεκριμένη μελέτη μπορεί να εφαρμοστεί, διότι οι αρχαιότητες δεν υφίστανται οποιαδήποτε βλάβη, αντίθετα προστατεύονται επαρκώς και αναδεικνύονται (βλέπε σχετικό πρακτικό αυτοψίας). Σε συνέχεια της αυτοψίας κατά την συνεδρίαση 9/06-03-2007 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε ομόφωνα υπέρ της έγκρισης της μελέτης υπό την προϋπόθεση τήρησης συγκεκριμένων όρων.
Κατόπιν αυτών εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη, από 13-03-2007, απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίνεται η ανέγερση διωρόφου κτηρίου εστίασης στο οικόπεδο φερόμενης ιδιοκτησίας Α. Μ., Σ. Μ. και Β. Τ. στην οδό Α. Κ. αριθμός 22 στο Μικρολίμανο Πειραιά με διατήρηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του αρχαιολογικού χώρου των αρχαίων νεωσοίκων στο υπόγειο του κτηρίου με υπερύψωση και κλιμακωτή διάταξη του ισογείου του κτηρίου και οπισθοχώρηση του από την οικοδομική γραμμή προκειμένου να εξασφαλιστούν οι βέλτιστες δυνατές συνθήκες επισκεψιμότητας και ορατότητας των αρχαίων και σύμφωνα με συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι παρατίθενται στη πράξη αυτή, είχαν δε τεθεί και στη σχετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου).
8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση και το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη και αιτιολογείται ανεπαρκώς και, περαιτέρω, υποστηρίζεται ειδικότερα ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής είναι πλημμελής, διότι στερεί από τον αρχαιολογικό χώρο και τους νεωσοίκους το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον που τους επιτρέπει να συντίθενται σε ιστορική ενότητα στο πλαίσιο του λιμανιού της Μουνιχίας, δεδομένου ότι επιτρέπεται η κατάχωση τμήματος περίπου 100 m2 και όχι 55 m2, όπως αναφέρεται στα σχετικά έγγραφα, και ότι επιτρέπεται η καταστροφή ή αποξήλωση των αρχαίων μνημείων που βρίσκονται στα σημεία στήριξης του κτιρίου, δηλαδή στις θέσεις πέντε υποστηλωμάτων από οπλισμένο σκυρόδεμα, στις δύο κλίμακες πρόσβασης αφενός προς τον αρχαιολογικό χώρο και αφετέρου προς το κτήριο μαζί με τα τμήματα των ανελκυστήρων, στη μία κλίμακα κινδύνου στο πίσω μέρος του χώρου, σε μία μεταλλική σχάρα συλλογής και απομάκρυνσης των ομβρίων υδάτων του ακάλυπτου τμήματος του αρχαιολογικού χώρου, δηλαδή σε επιφάνειες του αρχαιολογικού χώρου συνολικού εμβαδού 143,4 m2.
Επίσης, ο αιτών ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται δυνατότητα επανατοποθέτησης των αρχαίων ακινήτων μνημείων που θα αποξηλωθούν για τις ως άνω κατασκευές, ενώ κι αν ακόμη επιτευχθεί η επανατοποθέτησή τους, αυτή θα μεταβάλει άρδην τον χαρακτήρα των στοιχείων και ότι η κατασκευή ξύλινης εξέδρας στο πίσω ακάλυπτο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου εμβαδού 64,47 m2 και ξύλινης διαδρομής κάτωθεν του κτηρίου εμβαδού 18,1 m2 θα καταστήσουν αθέατα όλα τα αρχαία ακίνητα μνημεία κάτωθι των επιφανειών αυτών, ενώ με την επίδικη κατασκευή αποκλείεται η ανασκαφή στην υπόλοιπη επιφάνεια του οικοπέδου εμβαδού 110,12 m2. Συναφώς, προβάλλεται ότι στην από 06-03-2007 θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία υιοθετήθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, δεν διαλαμβάνεται πλήρης και ακριβής περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων ακινήτων μνημείων των νεωσοίκων, και ότι δεν έχει προηγηθεί καθαρισμός της έκτασης και φωτογραφική τεκμηρίωση, δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου, δεν περιγράφεται πλήρως το προς εκτέλεση έργο, δεν προσδιορίζονται οι ακριβείς θέσεις των πασσάλων θεμελίωσης, και δεν υφίσταται τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του επίδικου έργου και της κατά προορισμό χρήσης αυτού επί των υφισταμένων αρχαίων μνημείων.
9. Επειδή, από τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 7 και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η μελέτη κατασκευής του επίμαχου κτηρίου εγκρίθηκε κατόπιν εισηγήσεων της οικείας Εφορείας και της αρμόδιας Διευθύνσεως του Υπουργείου Πολιτισμού και ομόφωνης θετικής γνωμοδοτήσεως του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε ύστερα από σχετική αυτοψία. Ειδικότερα, από τη γνωμοδότηση 9/06-03-2007 του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, το από 13-02-2007 πρακτικό αυτοψίας του ίδιου Συμβουλίου και τα σχετικά έγγραφα των αρμόδιων υπηρεσιών συνάγεται ότι εξετάστηκε ο επίμαχος χώρος και οι δυνατότητες προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων, αξιολογήθηκε η σημασία των μνημείων αυτών και οι συνέπειες από την εφαρμογή του σχεδίου της τεχνικής έκθεσης του γραφείου Αρχιτεκτονικών Μελετών, την οποία είχαν υποβάλει οι ιδιοκτήτες του ακινήτου και από την οποία προκύπτει ότι, όπως δέχονται και τα αρμόδια όργανα της Διοικήσεως, η έκταση που καταχώνεται υπολογίζεται σε 55 περίπου m2 και βρίσκεται στο πίσω τμήμα του ακινήτου που έχει συνολικό εμβαδόν 650 m2 και διαπιστώθηκε ότι οι πάσσαλοι θεμελίωσης του κτηρίου τοποθετούνται σε θέσεις ασφαλείς αρχαιολογικά, όπως άλλωστε και οι θεμελιώσεις στα πλευρικά όρια του οικοπέδου. Εξάλλου, λίγες ημέρες μετά την έκδοση της συμπροσβαλλόμενης από 29-07-2007 οικοδομικής άδειας με το υπ' αριθμόν 1533/77145/09-08-2007 έγγραφο της Διευθύνσεως Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων εγκρίθηκε η οριστική θέση των πασσάλων θεμελίωσης, κεντρικών και περιμετρικών, σε εφαρμογή σχετικού όρου της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως. Τέλος, στο ΥΠΠΟ/ΔΑΑΜ/2008/96665/16-10-2007 έγγραφο της Διευθύνσεως Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων διευκρινίζεται ότι:
{- αναπόφευκτο μέτρο για την προστασία των αρχαίων είναι η στέγασή τους.
- Η συμβατότητα μιας νέας χρήσης προς ένα αρχαίο εξαρτάται αφενός από τη συμβατότητα της χρήσης αυτής με τον χαρακτήρα και την λειτουργία του μνημείου στην αρχαιότητα και αφετέρου με τις δυνατότητες που ενδεχομένως η χρήση αυτή προσφέρει για την ανάδειξη του μνημείου, δηλαδή την απόδοσή του ως πολιτιστικού αγαθού στη σύγχρονη κοινωνία. Είναι προφανές ότι ο δημόσιος και καθαρά χρηστικός χαρακτήρας του μνημείου στην αρχαιότητα, το οποίο δεν αποτελούσε ναό ή νεκρόπολη αλλά ήταν ένα υπόστεγο που χρησίμευε για την φύλαξη πλοίων όταν αυτά δεν ταξίδευαν στη θάλασσα (υπενθυμίζεται ότι οι αρχαίοι λεξικογράφοι ονομάζουν τους νεωσοίκους - καταγώγια -), δεν εμποδίζει τη χρήση του οικοπέδου ως χώρου εστίασης, δηλαδή ως χώρου προορισμένου για τη συγκέντρωση κοινού.
- η πρόβλεψη της μελέτης για τοποθέτηση στην όψη του κτιρίου πετάσματος περσίδων, το οποίο θα παραπέμπει σε ιστία τριήρεων, αποτελεί μια επιτυχή αναφορά- υπόμνηση στους αρχαίους νεωσοίκους.
- Υπ' αυτή την έννοια η διαμόρφωση - ανοικτού - στεγασμένου αρχαιολογικού χώρου ορατού από τον δημόσιο δρόμο και από χώρο συνάθροισης όχι μόνο δεν προσβάλλει τις αρχαιότητες αλλά αντιθέτως παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι διαμορφώνει συνθήκες κατάλληλες για τη σύνδεση ενός ευρύτερου κοινού με την πολιτιστική κληρονομιά του ... (παράγραφος Ζ περιπτώσεις 1 και 2).
Περαιτέρω, στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στο όριο του οικοπέδου που θα χρειασθεί να απομακρυνθούν προσωρινά κατά τη φάση κατασκευής θα επανατοποθετηθούν στην ακριβή αρχική τους θέση μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της θεμελίωσης (παράγραφος Ζ περίπτωση 6 υποπερίπτωση β iii) ότι οι κλίμακες πρόσβασης και οι ανελκυστήρες του κτηρίου δεν έχουν επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο και δεν προκαλούν βλάβη στα αρχαία, οι δε κλίμακες καθόδου στον αρχαιολογικό χώρο, θα εδραστούν σε περιοχές ασφαλείς αρχαιολογικά, δηλαδή σε έδαφος χωρίς αρχαίες κτιστές κατασκευές, και δεν εξυπηρετούν το κτίριο αλλά χρησιμεύουν για την πρόσβαση στον αρχαιολογικό χώρο κατ' απαίτηση της αρχαιολογικής υπηρεσίας (παράγραφος Ζ περίπτωση 6 υποπερίπτωση ii), ότι το ίδιο ισχύει για τη σχάρα συλλογής και απομάκρυνσης ομβρίων, σκοπός της οποίας είναι η προστασία των αρχαιοτήτων από τη διάβρωση (παράγραφος Ζ περίπτωση 6 υποπερίπτωση ii) και τέλος, ότι η ξύλινη εξέδρα στο ακάλυπτο από το κτήριο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου έχει τον χαρακτήρα προστατευτικής κάλυψης των αρχαίων, τα οποία διατηρούνται σε αποσπασματική κατάσταση (παράγραφος Ζ περίπτωση 6 υποπερίπτωση β iv).
Τέλος, το αρμόδιο όργανο δεν είχε υποχρέωση να διαλάβει ειδικώς κρίση σχετικά με τη δυνατότητα μεταφοράς συντελεστή δόμησης προκειμένου να παραμείνει το επίμαχο ακίνητο αδόμητο, εφόσον πάντως, κρίθηκε ότι με την εγκριθείσα μελέτη και τους επιβαλλόμενους με την προσβαλλόμενη απόφαση όρους εξασφαλίζεται η προστασία των αρχαιοτήτων. Με τα ανωτέρω δεδομένα, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και, συνεπώς, είναι απορριπτέοι οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως περί του αντιθέτου, δεδομένου ότι κατά τη συνεδρίαση 9/06-03-2007 του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου ελήφθησαν υπόψη τα αποτελέσματα των μέχρι τούδε ανασκαφικών ερευνών, αξιολογήθηκε αναλυτικά η υποβληθείσα μελέτη και οι συνέπειες της εφαρμογής της, το δε Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, κατά την περαιτέρω ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι οι αρχαιότητες δεν υφίστανται οποιαδήποτε βλάβη, αλλά αντιθέτως προστατεύονται επαρκώς και αναδεικνύονται, δεν προκύπτει δε πλάνη της Διοικήσεως ως προς τα πραγματικά δεδομένα βάσει των οποίων εξέφερε την ανωτέρω κρίση.
10. Επειδή, προβάλλεται ότι το επίδικο οικόπεδο είναι αποκλεισμένο από τις οδούς που εγκρίθηκαν για την περιοχή Μικρολίμανο του Πειραιά με το από [ΠΔ] 04-02-1925 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 36/Α/1925), ως εκ τούτου οι όροι δόμησής του έπρεπε να καθορισθούν με απόφαση του Νομάρχη Πειραιά. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, ανεξαρτήτως της χάραξης των οδών που προβλέπει το από [ΠΔ] 04-02-1925 προεδρικό διάταγμα, στο από [ΒΔ] 01-08-1970 βασιλικό διάταγμα περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Πειραιώς στην περιοχή της Καστέλλας (ΦΕΚ 200/Δ/1970), η Ακτή Κ. έμπροσθεν του επίμαχου οικοδομικού τετραγώνου 122 και του οικοπέδου της παρεμβαίνουσας ορίζεται ως δρόμος. Κατ' ακολουθία, είναι απορριπτέοι και οι συναφείς ισχυρισμοί περί παραβίασης του άρθρου 24 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000) με το οποίο αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 29 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985) και του άρθρου 8 παράγραφος 1 του νόμου 2971/2001 Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 285/Α/2001).
11. Επειδή, στις παραγράφους 7 και 8 του ανωτέρω μνημονευόμενου άρθρου 10 του νόμου 3028/2002 ορίζεται ότι:
{7. Για την προστασία των ακινήτων μνημείων είναι δυνατόν με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου να επιβάλλονται περιορισμοί στη χρήση και στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς και στους όρους δόμησής τους κατά παρέκκλιση από κάθε ισχύουσα διάταξη.
8. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Πολιτισμού και γνώμη των οικείων γνωμοδοτικών οργάνων, είναι δυνατόν να επιβάλλονται ειδικοί όροι δόμησης και χρήσης με σκοπό την προστασία των μνημείων.}
Εξάλλου, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του από 27-07-1982 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 410/Δ/1982) περί χαρακτηρισμού τμήματος πόλης Πειραιά ως παραδοσιακού ορίζεται ότι:
{Το παραδοσιακό τμήμα της πόλης του Πειραιά όπως καθορίζεται με το άρθρο 1 του παρόντος ελέγχεται από την αρμόδια Επιτροπή Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (ΕΕΑΕ). Η Πολεοδομική υπηρεσία στέλνει υποχρεωτικά στην Επιτροπή Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου τον φάκελο οποιουδήποτε θέματος που αφορά ανεγέρσεις, μερική η ολική κατεδάφιση ετοιμόρροπων ή μη, επισκευές, αποκαταστάσεις, αναστηλώσεις, ανακατασκευές κτιρίων καθώς και όλα τα θέματα που αφορούν στην χρήση των οδών (πεζοδρόμοι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων) και στους κοινόχρηστους χώρους στο τμήμα αυτό της πόλης για να δώσει σχετική γνώμη.}
Περαιτέρω, στο άρθρο μόνον του από 07-06-1979 προεδρικού διατάγματος: περί συμπληρώσεως διατάξεων τινών αφορωσών εις Παραδοσιακούς Οικισμούς ή διατηρητέα μνημεία (ΦΕΚ 323/Δ/1979) ορίζεται ότι:
{Εις Οικισμούς ή τμήματα ή κτίρια εις τα οποία ο έλεγχος ασκείται υπό του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών δεν απαιτείται εις ουδεμίαν περίπτωσιν έγκρισις της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου. Διατάξεις ορίζουσες έγκριση της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και δια τους ανωτέρω οικισμούς δεν εφαρμόζονται.}
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς τις λοιπές διατάξεις του ως άνω άρθρου 10 του νόμου 3028/2002, οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 6, συνάγεται ότι για την ανέγερση κτηρίου επί ή πλησίον αρχαίου μνημείου, όπως στην προκειμένη υπόθεση, απαιτείται έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να απαγορεύσει τη δόμηση ή να επιβάλει περιορισμούς σε σχέση με τους ισχύοντες όρους δόμησης, ώστε το εγκρινόμενο έργο να οικοδομείται, με τις διαρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου να μην προκληθούν βλάβες στις αρχαιότητες αλλά αυτές να διατηρηθούν και να αναδειχθούν. Ειδικότερα, οι παραπάνω περιορισμοί και συναφείς απαγορεύσεις και υποχρεώσεις, εφόσον δεν συνιστούν υπέρβαση των ισχυόντων στην περιοχή όρων δόμησης, επιβάλλονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, δεν απαιτείται δε η έκδοση προεδρικού διατάγματος με τη σύμπραξη του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, η οποία προβλέπεται κατά νόμο προκειμένου να θεσπιστούν ειδικοί όροι δόμησης αναγκαίοι για την προστασία του μνημείου, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση προς τους γενικώς ισχύοντες κανόνες δόμησης.
Εξάλλου, στις περιπτώσεις δόμησης υποκείμενης στην έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού δεν απαιτείται έλεγχος της μελέτης κατασκευής του έργου και από την Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, αφού η εναρμόνιση του προς ανέγερση κτηρίου με τον αρχαιολογικό και τον πέριξ αυτού χώρου ελέγχεται και εγκρίνεται από τον Υπουργό Πολιτισμού. Τούτο δε ισχύει, και για κτήρια ανεγειρόμενα στο κατά το ως άνω από 27-07-1982 προεδρικό διάταγμα παραδοσιακό τμήμα της πόλης του Πειραιά. Κατά συνέπεια είναι απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται αφενός ότι μη νομίμως θεσπίσθηκαν ειδικοί όροι δόμησης με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, χωρίς τη σύμπραξη του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και αφετέρου ότι η μελέτη του έργου έπρεπε να εγκριθεί και από την Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, δεδομένου ότι οι όροι και περιορισμοί που επιβάλλονται με την προσβαλλόμενοι απόφαση δεν συνιστούν υπέρβαση, με την ανωτέρω έννοια, των ισχυόντων στην περιοχή όρων δόμησης.
12. Επειδή, στην παράγραφο 21 του άρθρου 2 του νόμου 1577/1985 (ΦΕΚ 210/Α/1985) ορίζεται ότι:
{Ειδικά κτίρια είναι τα κτίρια, των οποίων κύριος προορισμός δεν είναι η κατοικία και η διαμόρφωσή τους προσδιορίζει αποκλειστικά ειδική χρήση}
ενώ στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι:
{Στα ειδικά κτίρια ελέγχεται και η λειτουργικότητά τους. Ο έλεγχος αυτός ενεργείται από τον αρμόδιο για κάθε κατηγορία κτιρίων φορέα. Για τα κτίρια, για τα οποία δεν υπάρχει αρμόδιος φορέας, ο παραπάνω έλεγχος ασκείται από την αρμόδια Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου.}
Τέλος, στην υπουργική απόφαση 31252/1530/1987 Σύσταση, σύνθεση και λειτουργία Επιτροπών Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (ΕΠΑΕ) (ΦΕΚ 482/Δ/1987) προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 περίπτωση η', μεταξύ των λοιπών αρμοδιοτήτων της, ότι η πρωτοβάθμια Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ασκεί έλεγχο και σε όλα τα ειδικά κτήρια. Από τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες σε ακολουθία και όσων έγιναν δεκτά με την προηγούμενη σκέψη, συνάγεται ότι στις περιπτώσεις ειδικών κτηρίων, τα οποία, όπως το επίδικο, τοποθετούνται επί αρχαιολογικού χώρου, δεν απαιτείται έλεγχος της λειτουργικότητάς τους από την Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, εφόσον τα κτήρια αυτά υπόκεινται στον ευρύτερο έλεγχο των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίες, προκειμένου να κρίνουν αν είναι επιτρεπτή και με ποιους όρους η δόμηση, δεν εξετάζουν μόνον αν τα αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά στοιχεία εναρμονίζονται με τις υφιστάμενες αρχαιότητες ώστε να εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η προστασία και ανάδειξή τους, αλλά και τις συνέπειες από τη λειτουργία του κτηρίου και οι οποίες, ως εκ τούτου, αποτελούν τον αρμόδιο φορέα ελέγχου στις περιπτώσεις αυτές. Ο έλεγχος δε αυτός που προβλέπεται από τις παραπάνω διατάξεις, είτε ασκείται από την οικεία Επιτροπή Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου είτε από τον κατά περίπτωση αρμόδιο φορέα, δεν υποκαθιστά, πάντως, τον έλεγχο συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων χορήγησης της σχετικής άδειας λειτουργίας ο οποίος ανήκει στην αρμόδια για την έκδοση της άδειας αυτής αρχή. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η οικοδομική άδεια εξεδόθη κατά παράβαση του άρθρου 3 παράγραφος 2 του νόμου 1577/1985, διότι δεν προηγήθηκε έλεγχος λειτουργικότητας, αν και η άδεια αυτή αφορά ειδικό κτήριο.
13. Επειδή, προβάλλεται ότι ουδέν τμήμα του υποχρεωτικού ακάλυπτου χώρου του επίδικου οικοπέδου προβλέπεται να φυτευτεί, κατά παράβαση του άρθρου 23 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (υπουργική απόφαση 3046/304/1989 (ΦΕΚ 59/Δ/1989)), με το οποίο προβλέπεται υποχρέωση να φυτεύονται δέντρα, στην οριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου αυτού αναλογία, στον υποχρεωτικώς ακάλυπτο χώρο των οικοπέδων. Όπως όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και διευκρινίζεται με το 1438/68665/2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργού Πολιτισμού η φύτευση στο έδαφος του ακαλύπτου χώρου δεν προβλέπεται κατ' απαίτηση της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι:
{αντί της κατάχωσης των αρχαίων στον οπίσθιο ακάλυπτο του οικοπέδου, η οποία θα έδινε τη δυνατότητα για φύτευση φυτών χωρίς ισχυρό ριζικό σύστημα, προκρίθηκε η λύση της ξύλινης εξέδρας. Η εξέδρα αυτή έχει τον χαρακτήρα της ευχερώς αφαιρούμενης προστατευτικής κάλυψης, η οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα επίσκεψης των υπ' αυτής αρχαίων. Επί της εξέδρας αυτής μπορούν να τοποθετηθούν ευχερώς μετακινούμενες ζαρντινιέρες.}
Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή η παράλειψη φύτευσης αποτελεί όρο της έγκρισης της μελέτης με την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού προκειμένου να επιτευχθεί μείζων προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων με την τοποθέτηση ξύλινης εξέδρας, νομίμως δεν προβλέπεται με την συμπροσβαλλόμενη οικοδομική άδεια φύτευση δένδρων στον ακάλυπτο χώρο, διότι η επιβολή του ανωτέρου όρου, που καθιστά ανέφικτη την τήρηση της προβλεπόμενης από τον Κτιριοδομικό Κανονισμό υποχρέωσης φύτευσης, ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού. Συνεπώς είναι απορριπτέος ο ως άνω λόγος ακυρώσεως.
14. Επειδή, στην παράγραφο 7 του άρθρου 9 του νόμου 1577/1985 ορίζεται ότι:
{Το μέγιστο ύψος του κτιρίου σε κάθε σημείο των όψεών του μετριέται από την οριστική στάθμη του εδάφους του οικοπέδου ή από τη στάθμη του πεζοδρομίου, αν οι όψεις τοποθετούνται επί της ρυμοτομικής γραμμής και αυτή ταυτίζεται με την οικοδομική γραμμή. Αν δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί το μέγιστο ύψος στην όψη του κτιρίου, λόγω εσοχής ορόφου από αυτήν ή λόγω επαφής του κτιρίου στο όριο του οικοπέδου, το μέγιστο ύψος μετριέται από τη στάθμη του φυσικού εδάφους στα σημεία προβολής του ορόφου σε αυτό ή στα σημεία επαφής του κτιρίου με το όριο. Το ύψος αυτό, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 17, μπορεί να προσαυξηθεί μέχρι 1,50 m ή και περισσότερο μετά από έγκριση της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ...}
Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παράγραφος 16 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού:
{Οριστική στάθμη εδάφους οικοπέδου ή γηπέδου είναι η στάθμη του εδάφους όπως διαμορφώνεται οριστικά, σύμφωνα με το νόμο, με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση}
κατά δε το άρθρο 17 παράγραφος 1 του αυτού Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, στο οποίο παραπέμπει το ως άνω άρθρο 9 παράγραφος 7 αυτού:
{1. Στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται η μερική εκσκαφή ή επίχωση του εδάφους για την προσαρμογή του κτιρίου σε αυτό, με την προϋπόθεση ότι σε κανένα σημείο η οριστική στάθμη του εδάφους δεν θα βρίσκεται ψηλότερα ή χαμηλότερα από 1,50 m από τη φυσική του στάθμη. Μεγαλύτερη επέμβαση στο έδαφος επιτρέπεται ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου ...}
Όπως έχει γίνει δεκτό, οι διατάξεις αυτές, με τις οποίες οριοθετούνται οι επιτρεπόμενες επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος κατά την ανέγερση οικοδομής, πρέπει να ερμηνεύονται εν όψει της κατά το άρθρο 24 παράγραφος 1 του Συντάγματος προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να κατατείνει στην ανέγερση κτιρίων εναρμονιζόμενων, κατ' αρχήν, προς το φυσικό ανάγλυφο και την μορφολογία του εδάφους, που αποτελούν στοιχεία του προστατευομένου φυσικού περιβάλλοντος και να αποκλείεται η δόμηση με σημαντικές επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος και σοβαρές αλλοιώσεις της αισθητικής του τοπίου. Από τις διατάξεις, συνεπώς, αυτές προκύπτει ότι, κατά την ανέγερση οικοδομής, οι τυχόν επιτρεπόμενες από τον νόμο επεμβάσεις επί της φυσικής στάθμης του εδάφους στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, από τις οποίες είναι ενδεχόμενο να επηρεάζεται και το τελικό νόμιμο ύψος της οικοδομής, επιτρέπονται μόνον αν είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του κτιρίου στο έδαφος, όχι δε και στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή για την προσαρμογή του εδάφους στις διαστάσεις και τα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά που επιθυμεί να προσδώσει στο κτίριο ο κατασκευαστής του. Αντίθετη, άλλωστε, ερμηνευτική εκδοχή θα επέτρεπε στον κατασκευαστή του κτιρίου να αναδιαμορφώσει εκείνος, ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής που επιλέγει, ουσιώδεις όρους δομήσεως του κτιρίου, καταστρατηγώντας, έτσι, τις αντίστοιχες προβλέψεις του πολεοδομικού νομοθέτη, που θεσπίσθηκαν για την εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως στην περιοχή (ΣτΕ 2699/2006, παράβαλε 6500/1995).
15. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την τεχνική έκθεση που συνοδεύει τα σχέδια κατασκευής του επίδικου κτηρίου και εγκρίθηκε από την Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Πειραιά, η υποχώρηση του κτηρίου κατά 5 m από την οικοδομική γραμμή και η υπερύψωση του ισογείου δημιουργούν νέα δεδομένα για την αφετηρία μέτρησης του ύψους, ούτως ώστε το ύψος του κτιρίου να μετράται από την διαμορφωμένη υπερυψωμένη κατά 1,85 m στάθμη εισόδου, που ευρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο έμπροσθεν του κτιρίου του οποίου ουδεμία επιφάνειά του ευρίσκεται χαμηλότερα από τη στάθμη αυτή (σελίδες 14 - 15). Αναφέρεται δε στην ως άνω μελέτη ότι:
{η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου μέσω της υπερύψωσης του ισογείου του κτιρίου συνιστά κατ' ουσίαν διαμόρφωση της στάθμης εδάφους, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού με αφετηρία μέτρησης το +1,85 από τη στάθμη του πεζοδρομίου}
και ότι για το λόγο αυτό οι απολήξεις των κλιμακοστασίων, οι οποίες αποτελούν βοηθητικούς χώρους και πρέπει να ευρίσκονται εντός του μέγιστου επιτρεπομένου ύψους των 10.5 m υπερβαίνουν το ύψος αυτό μετρούμενο από τη στάθμη του πεζοδρομίου, κατά τα λοιπά δε το κτήριο δεν υπερβαίνει το ύψος των 10,5 m, μετρούμενο από την στάθμη της οικοδομικής γραμμής και διατηρείται στην ίδια στάθμη με τα παρακείμενα κτίρια (σελίδα 15). Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι με τη μελέτη προβλέπεται η κατασκευή του κτιρίου, σύμφωνα με τους κανόνες του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, χωρίς να ζητείται η έγκριση παρεκκλίσεων, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες να στερούνται της δυνατότητας κατασκευής τρίτου ορόφου η οποία ήταν επιτρεπτή βάσει του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης (σελίδες 3 - 4).
Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή η ειδική κατασκευή του υπερυψωμένου ισογείου αποσκοπεί στη διαμόρφωση αρχαιολογικού χώρου κάτωθι του κτιρίου για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων κατά τους όρους της εγκριτικής πράξης του Υπουργού Πολιτισμού και, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν συντρέχει περίπτωση διαμόρφωσης οριστικής στάθμης εδάφους βάσει των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, με εκσκαφή, επίχωση ή επίστρωση, αφού η τοποθέτηση του κτιρίου σε σχέση με τη φυσική στάθμη του εδάφους γίνεται με εντελώς ειδικό τρόπο, επιβαλλόμενο με την ανωτέρω εγκριτική πράξη βάσει των υποδείξεων της αρχαιολογικής υπηρεσίας για τον ανωτέρω σκοπό και δεν συνιστά καταστρατήγηση των διατάξεων, του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και του ισχυόντων στην περιοχή όρων δόμησης που καθορίζουν το ανώτατο ύψος, είναι επιτρεπτή η προβλεπόμενη από την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια τοποθέτηση των απολήξεων των κλιμακοστασίων σε ύψος ανώτερο των 10,50 m, κατά τα προεκτεθέντα. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το ύψος της επίδικος οικοδομής υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 4)α του από [ΒΔ] 01-08-1970 βασιλικού διατάγματος, ύψος των 10,50 m κατά 2,07 m και ότι, ως εκ τούτου, η οικοδομική αυτή άδεια είναι μη νόμιμη.
16. Επειδή, προβάλλεται ότι ο χώρος ο οποίος στη μελέτη αναφέρεται ως εξώστης, είναι στην πραγματικότητα ημιυπαίθριος, και ως εκ τούτου η επιφάνειά του (110,7 m2) πρέπει να προσμετρηθεί στην κάλυψη του οικοπέδου, η οποία με τον τρόπο αυτό, ανέρχεται σε 87%, και υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης 70%. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 32 του νόμου 1577/1985 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000):
{Ημιυπαίθριος χώρος είναι ο στεγασμένος χώρος του κτιρίου, του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοιχτή προς τον κοινόχρηστο χώρο ή τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου που δεν προσμετρώνται στην κάλυψη και οι υπόλοιπες πλευρές του ορίζονται από τοίχους ή κατακόρυφα φέροντα ή μη στοιχεία και χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση ή προσωρινή παραμονή ανθρώπων.}
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το 6382/2894/2007 έγγραφο του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών του Δήμου Πειραιώς επισημάνθηκε ότι ο προβλεπόμενος στα σχετικά σχέδια εξώστης του ορόφου είναι ημιυπαίθριος χώρος, ο οποίος δεν είναι επιτρεπτός δεδομένου ότι δεν έχει συνυπολογισθεί στην κάλυψη του οικοπέδου. Σε συμμόρφωση προς την παρατήρηση αυτή της πολεοδομικής υπηρεσίας τροποποιήθηκαν τα σχέδια και στην κάτοψη του ορόφου που φέρει την από 14-08-2007 πράξη θεώρησης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, ο εξώστης δεν εξίκνειται μέχρι τους πλευρικούς τοίχους του κτιρίου διότι προβλέπονται ανοίγματα προς τις δύο άκρες του κατά τρόπο ώστε το δάπεδο του να αποκόπτεται από τους πλευρικούς αυτούς τοίχους και να παραμένει ανοικτός ο εξώστης προς τις αντίστοιχες πλευρές. Αντίστοιχο είναι και το διάγραμμα κάλυψης που εγκρίθηκε από τη Διεύθυνσης Πολεοδομίας, στο οποίο αναφέρεται ότι δεν κατασκευάζονται ημιυπαίθριοι χώροι. Ενόψει των ανωτέρω, είναι απορριπτέος ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως.
17. Επειδή με το άρθρο 2 παράγραφοι 23, 24 του νόμου 1577/1985 ορίζεται ότι όροφοι είναι τα τμήματα του κτηρίου, στα οποία διαχωρίζεται από διαδοχικά δάπεδα καθ' ύψος, και ότι υπόγειο είναι όροφος ή τμήμα ορόφου, του οποίου η οροφή βρίσκεται έως 1,50 m ψηλότερα από την οριστική στάθμη του εδάφους. Ο αιτών προβάλλει ότι ο αναφερόμενος στα σχέδια ως υπόγειος όροφος είναι στην πραγματικότητα ισόγειος, αφού η οροφή του βρίσκεται υψηλότερα από το οριστικό έδαφος που συμπίπτει με το επίπεδο της ανασκαφής, ως εκ τούτου η επιφάνειά του και ο όγκος του πρέπει να προσμετρηθούν στον συντελεστή δόμησης και στον συντελεστή όγκου του κτιρίου με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται υπέρβασή τους κατά 298,08 m2 και κατά 430,07 m3 αντίστοιχα. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι χώροι κάτω από τα κτίρια, οι οποίοι παραμένουν ελεύθεροι ως αρχαιολογικοί χώροι βάσει της σχετικής εγκριτικής πράξης του Υπουργού Πολιτισμού για λόγους προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων και δεν εξυπηρετούν το υπό κατασκευή κτίριο δεν είναι προσμετρητέοι για τον υπολογισμό του πραγματοποιούμενου συντελεστή όγκου και συντελεστή δόμησης, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού καθεστώτος ως προς τη χρήση αυτών.
18. Επειδή, προβάλλεται αφενός ότι η αντοχή των πασσάλων θεμελίωσης με στοιχεία Π1 - ... - Π16 είναι ανεπαρκής, και δεν ανταποκρίνεται στις κατά το κεφάλαιο 6 παράγραφος 6.2 του Ελληνικού Κανονισμού Ωπλισμένου Σκυροδέματος που εγκρίθηκε με την απόφαση Δ17Α/116/4/ΦΝ429/2000 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 1329/Β/2000) προδιαγραφές και αφετέρου ότι οι πάσσαλοι θεμελίωσης δεν συνδέονται με συνδετήρια δοκάρια, παρά το ότι εδράζονται σε επίπεδα που διαφέρουν μεταξύ τους κατά 10,00 περίπου m, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται οι διατάξεις της παραγράφου 5.2 του άρθρου 5 του Αντισεισμικού Κανονισμού που εγκρίθηκε με την απόφαση Δ17Α/141/3/ΦΝ275/1999 του ανωτέρω Υπουργού (ΦΕΚ 2184/Β/1999). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και, σε κάθε περίπτωση, ως αναπόδεικτος διότι, δεν προσδιορίζονται κατ' επίκληση συγκεκριμένων τεχνικών στοιχείων συγκεκριμένα στοιχεία της εγκεκριμένης μελέτης και τεχνικής έκθεσης σε συσχέτιση και προς συγκεκριμένες υποχρεώσεις και προδιαγραφές που προβλέπονται στους εν λόγω Κανονισμούς, προς θεμελίωση του ισχυρισμού περί παραβάσεως των ανωτέρω διατάξεων των Κανονισμών αυτών και προς αντίκρουση των αναγραφομένων στην εγκεκριμένη μελέτη.
19. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι τμήμα της υπό ανέγερση οικοδομής στο ΒΑ αυτής υπό στοιχείο Ε13 (περίπου 5,3 m2) και το τοιχίο υπό στοιχείο Ε12 τοποθετούνται εντός του υποχρεωτικώς ακάλυπτου χώρου κατά παράβαση του άρθρου 9 παράγραφος 1 του νόμου 1577/1985, το οποίο ορίζει την απόσταση Δ μεταξύ του κτηρίου και του ορίου του οικοπέδου. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζονται με την κρινόμενη αίτηση ούτε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων συγκεκριμένα δεδομένα και στοιχεία σχετικά αφενός με τη νόμιμη απόσταση Δ του υπό κατασκευή κτιρίου από το όριο της ιδιοκτησίας του αιτούντος, ως προς το οποίο έχει έννομο συμφέρον ο αιτών να προβάλει την ανωτέρω πλημμέλεια, και αφετέρου με την απόσταση που τηρείται σύμφωνα με την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, η έλλειψη δε των στοιχείων αυτών δεν μπορεί να συμπληρωθεί με το υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε ο αιτών μετά τη συζήτηση της υποθέσεως εντός της προθεσμίας που χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο του Τμήματος.
20. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται έγκριση για ανοικοδόμηση κτιρίου εστίασης, η οικοδομική άδεια διευρύνει ανεπίτρεπτα την έγκριση με αναφορά σε κτίριο υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ο λόγος είναι απορριπτέος, καθόσον με την οικοδομική άδεια, που χορηγήθηκε βάσει των όρων που εγκρίθηκαν με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διευρύνεται η επιτραπείσα με την απόφαση αυτή του Υπουργού Πολιτισμού χρήση του κτιρίου, τυχόν εγκατάσταση οποιασδήποτε άλλης χρήσης, πέραν της εγκεκριμένης από την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη θα αποτελεί παραβίαση των προσβαλλόμενων κατά νόμο πράξεων, συνεπαγόμενη την επιβολή κατά νόμο κυρώσεων.
21. Επειδή, οι λόγοι, με τους οποίους αφενός προβάλλεται ότι δεν κατασκευάζονται ράμπες σύμφωνα με τις προδιαγραφές των διατάξεων του άρθρου 28 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000) για την πρόσβαση ατόμων με ειδικές ανάγκες και αφετέρου αμφισβητείται η νομιμότητα των διαστάσεων των εξόδων διαφυγής, είναι απορριπτέοι διότι, ανεξαρτήτως αν συντρέχουν οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις ώστε να ανακύπτει υποχρέωσης κατασκευής των εν λόγω ραμπών και εξόδων διαφυγής στο συγκεκριμένο κτήριο, δεν προκύπτει ούτε ο αιτών επικαλείται έννομο συμφέρον του να προβάλει τους ανωτέρω λόγους, δεδομένου ότι τυχόν έλλειψη της αδείας σε σχέση με τα ανωτέρω στοιχεία της οικοδομής δεν θα συνεπαγόταν ακύρωση της οικοδομικής αδείας στο σύνολό της. Περαιτέρω, ο λόγος ότι δεν υφίσταται μελέτη πυροπροστασίας κατά παράβαση του προεδρικού διατάγματος 71/1988 (ΦΕΚ 32/Α/1988) πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού η παρεμβαίνουσα προσκομίζει σχετική μελέτη. Οι ισχυρισμοί δε που αναφέρονται με γενικό τρόπο στην πρόβλεψη χώρων υγιεινής στον αρχαιολογικό χώρο, στις εγκαταστάσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, εξαερισμού, ηλεκτροφωτισμού, τηλεφώνου και μικρού γραφείου στον αρχαιολογικό χώρο, και στην έλλειψη αυτοτέλειας του αρχαιολογικού χώρου είναι απορριπτέοι διότι δεν αποδίδουν πλημμέλεια στις προσβαλλόμενες πράξεις.
22. Επειδή ο λόγος ακυρώσεως ότι για την κατασκευή του επίδικου κτιρίου απαιτείτο να έχει εκδοθεί πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζεται σε ποια κατηγορία του νόμου 1650/1986 και της κοινής υπουργικής απόφασης 15393/2332/2002 (ΦΕΚ 1022/Β/2002) για την κατάταξη δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες, εμπίπτει το επίδικο κτίριο, ώστε να απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων.
23. Επειδή στο σημείο 6 της πρώτης προσβαλλόμενης πράξεως αναφέρεται:
{Ο διαμορφούμενος στο υπόγειο αρχαιολογικός χώρος θα βρίσκεται αποκλειστικά στην κατοχή και διαχείριση του Υπουργείου Πολιτισμού κατά τις διατάξεις του νόμου 3028/2002. Προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι θα υποβάλλουν στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου μονομερή σύμβαση δήλωσης για τη σύσταση δουλείας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου στο διηνεκές σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το νόμο οικεία διαδικασία (αναγκαστικός νόμος [Ν] 2039/1939).}
Ήδη, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η παρεμβαίνουσα δεν εκπλήρωσε τον ανωτέρω όρο διότι η σχετική συμβολαιογραφική πράξη δεν μεταγράφηκε. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού με την εγκριτική πράξη του Υπουργού Πολιτισμού επιβάλλεται η υποβολή της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως στην αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου και δεν προβλέπεται υποχρέωση των ιδιοκτητών να προβούν στην μεταγραφή της.
24. Επειδή, τέλος προβάλλεται ότι η κατασκευή του φέροντος οργανισμού του ισογείου ολοκληρώθηκε με τη διάστρωση του σκυροδέματος της οροφής του, που έγινε στις 19-10-2009 κατά παράβαση της Ε1106/2009 που εκδόθηκε στις 12-10-2009 και επομένως είναι αυθαίρετη. Ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται σε πλημμέλεια των προσβαλλόμενων πράξεων.
25. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παράβολου.
Δέχεται την παρέμβαση.
Επιβάλλει εις βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου η οποία ανέρχεται στο ποσό των 460 €, τη δικαστική δαπάνη του Δήμου Πειραιώς η οποία ανέρχεται στο ποσό των 460 € και τη δικαστική δαπάνη της παρεμβαίνουσας η οποία ανέρχεται στο ποσό των 640 €.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11-02-2010
Ο Πρόεδρος του Ε' Τμήματος
Κ. Μενουδάκος
Η Γραμματέας
Π. Μερτζανάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22-03-2010.
Ο Πρόεδρος του Ε' Τμήματος
Κ. Μενουδάκος
Ο Γραμματέας
Κ. Καρυστινός
Στο όνομα του Ελληνικού Λαού
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.