Νόμος 4152/13 - Άρθρο a

Παράγραφος Α: Τροποποίηση διατάξεων νομοθετικού διατάγματος 356/1974, 2238/1994, 2859/2000


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Υποπαράγραφος Α.1: Διατάξεις για τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

 

1. Οι ληξιπρόθεσμες έως την 31-12-2012 οφειλές, που είναι βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και στα Τελωνεία του Κράτους σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (νομοθετικό διάταγμα [Ν] 356/1974), δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών και εφόσον συντρέχει πραγματική οικονομική αδυναμία και δυνατότητα τήρησης προγράμματος δόσεων να ρυθμίζονται έως και σε 48 ισόποσες μηνιαίες δόσεις και πάντως όχι πέραν της 30-06-2017 και να καταβάλλονται ως εξής:

 

α) με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά ποσοστό 50%, εφόσον η καταβολή πραγματοποιηθεί εφάπαξ έως και την 30-06-2013,

 

β) με απαλλαγή ποσοστού 40% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η υπαχθείσα στη ρύθμιση οφειλή εξοφληθεί έως και την 30-06-2014,

 

γ) με απαλλαγή ποσοστού 35% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η υπαχθείσα στη ρύθμιση οφειλή εξοφληθεί έως και την 30-06-2015,

 

δ) με απαλλαγή ποσοστού 30% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η υπαχθείσα στη ρύθμιση οφειλή εξοφληθεί έως και την 30-06-2016,

 

ε) με απαλλαγή ποσοστού 25% των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, εφόσον η υπαχθείσα στη ρύθμιση οφειλή εξοφληθεί έως και την 30-06-2017.

 

Ως προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για την εφαρμογή των ως άνω απαλλαγών λογίζονται σε κάθε περίπτωση οι προσαυξήσεις όπως έχουν διαμορφωθεί την 01-01-2013.

 

στ) Οι οφειλέτες πρέπει να έχουν υποβάλει τις φορολογικές τους δηλώσεις, καθώς και να είναι ενήμεροι για τις οφειλές τους με ημερομηνία καταβολής από την 01-01-2013.

 

Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως ποσού οφειλής χορηγείται η ρύθμιση μόνο εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης.

 

2. Κατ' εξαίρεση, τα φυσικά πρόσωπα μη επιτηδευματίες οι οποίοι αδυνατούν να ανταποκριθούν σε πρόγραμμα δόσεων της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου, έχουν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν σε περισσότερες ισόποσες μηνιαίες δόσεις χωρίς όμως το ευεργέτημα της απαλλαγής των προσαυξήσεων ανάλογα με τα εισοδήματά τους. Για ποσό βασικής οφειλής άνω των 5.000 € απαιτείται η προσκόμιση στοιχείων που αποδεικνύουν ότι δεν δύνανται να αποπληρώσουν την οφειλή τους αλλά μπορούν να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένο πρόγραμμα δόσεων.

 

3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή από την 01-01-2013, επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες υπολογίζονται με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, πλέον οκτώ εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο, το οποίο και παραμένει σταθερό καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, αντί των κατά Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.

 

4. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων έως και την 31-12-2012 οφειλών που δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και:

 

α) βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες έως και την 31-12-2012 οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή,

 

β) βεβαιωμένες έως και την 31-12-2012 οφειλές,

 

γ) βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες έως και την 31-12-2012 οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, των οποίων οι όροι τηρούνται, εφόσον υφίστανται και άλλες ληξιπρόθεσμες έως και την ανωτέρω ημερομηνία μη ρυθμισμένες οφειλές οι οποίες υπάγονται υποχρεωτικά,

 

δ) βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες έως και την 31-12-2012 οφειλές που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, των οποίων οι όροι τηρούνται, εφόσον επιλεγεί πρόγραμμα ρύθμισης με μικρότερο ή ίσο αριθμό δόσεων.

 

5. Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση:

 

α) οφειλέτες των οποίων οι οφειλές έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής η οποία απωλέσθη μετά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος στη Βουλή των Ελλήνων,

 

β) οφειλέτες που κατά το χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για φοροδιαφυγή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Α1.5 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 80 του νόμου 4174/2013 (ΦΕΚ 170/Α/2013).

 

6. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:

 

α) αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,

 

β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και

 

γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 75.000 €, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 300.000 € πέραν των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίζει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.

 

7. Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Η καταβολή της οφειλής δύναται να πραγματοποιείται μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης. Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.

 

8. Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, τηρουμένων και των διατάξεων περί δημοσιοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του άρθρου 9 του νόμου 3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/2011) εάν ο οφειλέτης:

 

α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,

 

β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μήνα,

 

γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ' όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,

 

δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,

 

ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.

 

9. Η υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής και η συνεπής συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:

 

α) χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μηνιαίας ισχύος, σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του νόμου 1882/1990, όπως ισχύει και με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου,

 

β) αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 όπως ισχύει σήμερα ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται,

 

γ) αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτής της υποπαραγράφου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται,

 

δ) αναστέλλεται η εκτέλεση του μέτρου που προβλέπεται από το άρθρο 7 του νόμου [Ν] 2120/1993 (ΦΕΚ 24/Α/1993), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παράγραφος 3 του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997).

 

10. Το Δημόσιο προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων) και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε.

 

11. Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:

 

α) να επιβάλλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,

 

β) να μην χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στα πρόσωπα της προηγούμενης υποπερίπτωσης, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,

 

γ) να δίνει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας.

 

12. Τα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή κατόπιν συμψηφισμού καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης.

 

13. Η παραγραφή των οφειλών για τα οποία υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

 

14. Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της ρύθμισης του άρθρου αυτού είναι ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ο οποίος δύναται με απόφασή του να εκχωρεί την αρμοδιότητα αυτή.

 

15. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται:

 

α) οι προϋποθέσεις υπαγωγής στις ανωτέρω διατάξεις και μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων,

 

β) οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτης που έχει υπαχθεί στη ρύθμιση δύναται να υπαχθεί σε άλλο πρόγραμμα της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου,

 

γ) τα απαιτούμενα στοιχεία, ανά ύψος βασικής οφειλής, τα οποία θα δηλώνονται ή και προσκομίζονται, καθώς και η επαγγελματική ιδιότητα των ανεξάρτητων εκτιμητών, όπου προβλέπονται,

 

δ) οι φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται για να μην απωλεσθεί η ρύθμιση,

 

ε) επιπλέον όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να καθίσταται ενεργή η ρύθμιση,

 

στ) οι περιπτώσεις για τις οποίες φορολογική διοίκηση θα απαιτεί υποχρεωτικά την πληρωμή της ρύθμισης μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης και

 

ζ) οι λεπτομέρειες και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής των διατάξεων της υποπαραγράφου αυτής. Με όμοια απόφαση καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου που δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 01-07-2013.

 

Υποπαράγραφος Α.2: Διατάξεις για την πάγια ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

 

1. α. Οφειλές βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (νομοθετικό διάταγμα [Ν] 356/1974 (ΦΕΚ 90/Α/1974), τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (νόμος 4174/2013, (ΦΕΚ 170/Α/2013)) και τον Τελωνειακό Κώδικα, δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:

 

(i) σε 2 έως 24 μηνιαίες δόσεις,

 

(ii) σε 2 έως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στα επόμενα εδάφια.

 

β. Ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης για οφειλές που ρυθμίζονται σύμφωνα με την ανωτέρω υποπερίπτωση α) (ii) σε έως 48 δόσεις καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, κατά τα επόμενα, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης της υποπερίπτωσης δ'.

 

Για οφειλέτες φυσικά πρόσωπα, με βάση - το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματός τους (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για το οποίο έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο , και το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής ως εξής:

 

Το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο επόμενο εδάφιο.

 

Για εισόδημα:

 

α)α) από 0,01 € έως 15.000 € με συντελεστή 4%,

β)β) από 15.000,01 € έως 20.000 € με συντελεστή 6%,

γ)γ) από 20.000,01 € έως 25.000 € με συντελεστή 8%,

δ)δ) από 25.000,01 € έως 30.000 € με συντελεστή 10%,

ε)ε) από 30.000,01 € έως 50.000 € με συντελεστή 12%,

στ)στ) από 50.000,01 € έως 75.000 € με συντελεστή 15%,

ζ)ζ) από 75.000,01 € έως 100.000 € με συντελεστή 20%,

η)η) πάνω από 100.000 € με συντελεστή 25%.

 

Ο ανωτέρω συντελεστής μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του νόμου 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α/2013), κατά 1 εκατοστιαία μονάδα για 1 τέκνο, κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες για 2 τέκνα και κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες για 3 τέκνα και άνω. Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για κανένα από τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, ή έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα έτη αυτά, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης. Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής προσμετράται το υπολειπόμενο ρυθμισμένο ποσό από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων, οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α' (ii), στο βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης.

 

Για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, με βάση - το μέσο όρο των συνολικών ακαθάριστων εσόδων των τριών τελευταίων πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, ή - τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα. Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, όπως αυτός ορίζεται στο επόμενο εδάφιο.

 

Για ακαθάριστα έσοδα:

 

α)α) από 0,01 € έως 1.000.000 € με συντελεστή 5%,

β)β) από 1.000.000,01 € έως 1.500.000 € με συντελεστή 7%,

γ)γ) από 1.500.000,01 € και άνω με συντελεστή 10%.

 

Το άθροισμα των γινομένων των ακαθάριστων εσόδων με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης. Για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής λαμβάνονται κάθε φορά υπόψιν και οι οφειλές από ανεξόφλητες κατά τον χρόνο της υπαγωγής δόσεις ρυθμίσεων οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της υποπερίπτωσης α' (ii), στον βαθμό που ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων των προηγουμένων ρυθμίσεων συμπίπτει με τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων της ρύθμισης.

 

Αν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών, ως συνολικά ακαθάριστα έσοδα για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα, του φορολογικού έτους διακοπής εργασιών.

 

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται χαμηλότερος συντελεστής για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που ασκούν αποκλειστικά ή κυρίως ορισμένες δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη κάθε πρόσφορο στοιχείο σχετικά με τους συντελεστές κερδοφορίας των δραστηριοτήτων αυτών.

 

Ο αριθμός των δόσεων που καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για οφειλές της υποπερίπτωσης α' (ii), δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Ο οφειλέτης μπορεί να επιλέξει την αποπληρωμή σε λιγότερες των 24 μηνιαίων δόσεων.

 

γ. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α' και β', η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση του παρόντος για δεύτερη φορά και για αριθμό δόσεων, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης της δεύτερης ρύθμισης. Το ποσό προκαταβολής δηλώνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση και καταβάλλεται εντός 3 εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης. Οι υπόλοιπες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.

 

δ. Το ελάχιστο ποσό μηνιαίας δόσης της ρύθμισης ορίζεται σε 30 €.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 43 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019).

 

2. Σε κάθε περίπτωση και ιδιαιτέρως για ποσά βασικής οφειλής άνω των 5.000 € χορηγείται η ρύθμιση μόνο εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης.

 

3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται, από την ημερομηνία υπαγωγής, αντί των κατά Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και κατά του νόμου 4174/2013 (ΦΕΚ 170/Α/2013) τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, με τόκο ως εξής:

 

α) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως 12 μηνιαίες δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε € χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%), ετησίως υπολογιζόμενο. Το επιτόκιο υπολογισμού του τόκου αναπροσαρμόζεται ετησίως, την πρώτη εργάσιμη ημέρα του επομένου μήνα από αυτόν της δημοσίευσης του ως άνω μέσου ετήσιου επιτοκίου και ισχύει για όλες τις ρυθμίσεις που χορηγούνται μέχρι τον επανακαθορισμό του το επόμενο έτος. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.

 

β) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο της ανωτέρω περίπτωσης α', με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος, προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%). Ο ως άνω τόκος είναι ετησίως υπολογιζόμενος και παραμένει σταθερός καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης .

 

γ) Σε περίπτωση απώλειας και υπαγωγής των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, τα επιτόκια των υποπεριπτώσεων α' και β' προσαυξάνονται κατά μιάμιση (1,5) ποσοστιαία μονάδα.

 

Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν για οφειλές από δασμούς.

 

δ) Τα επιτόκια των προηγουμένων υποπεριπτώσεων δεν υπερβαίνουν τα επιτόκια που ορίζονται για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του νόμου 4174/2013 (ΦΕΚ 170/Α/2013) και της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του νόμου [Ν] 356/1974 (ΦΕΚ 90/Α/1974).

 

ε) Με την υπαγωγή και υπό την προϋπόθεση της τήρησης του προγράμματος ρύθμισης δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα του άρθρου 57 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και του άρθρου 6 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.

 

στ) Για οφειλές από δασμούς, και ανεξαρτήτως του αριθμού των δόσεων της ρύθμισης αυτών, το επιτόκιο υπολογισμού του τόκου ισούται με το εκφρασμένο σε ετήσια βάση και δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησής της την πρώτη ημέρα του μήνα λήξης της προθεσμίας καταβολής τους, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, ή την πρώτη ημέρα του μήνα βεβαίωσής τους, για τις μη ληξιπρόθεσμες οφειλές, προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης και δεν προσαυξάνεται λόγω υπαγωγής της συγκεκριμένης κατηγορίας οφειλών σε ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, ούτε υπόκειται στον περιορισμό της υποπερίπτωσης δ'. Τόκος δεν υπολογίζεται, εφόσον οι ρυθμιζόμενες οφειλές δεν υπερβαίνουν ανά πράξη βεβαίωσης το ποσό των 10 €.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019).

 

4. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία που κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 43 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019).

 

5. Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση οφειλέτες που κατά το χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για φοροδιαφυγή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος A2.5 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 80 του νόμου 4174/2013 (ΦΕΚ 170/Α/2013).

 

6. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:

 

α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,

 

β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και

 

γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 €, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 €, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίσει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος Α2.6)γ ανεστάλη με την παράγραφο 1 του άρθρου 118 του νόμου [Ν] 4537/2018 (ΦΕΚ 84/Α/2018).

 

7. Με την υποβολή από τον οφειλέτη αιτήματος περί υπαγωγής στη ρύθμιση του παρόντος, τα αποδιδόμενα ποσά από συμψηφισμούς του άρθρου 83 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, από παρακρατήσεις αποδεικτικού ενημερότητας και βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του νόμου 4174/2013 και από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης δύνανται να καλύπτουν την πρώτη δόση, εφόσον εισπράττονται εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 7 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 43 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019).

 

8. Η ρύθμιση απόλλυται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, τηρουμένων και των διατάξεων περί δημοσιοποίησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του άρθρου 9 του νόμου 3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/2011), εάν ο οφειλέτης:

 

α) δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,

 

β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,

 

γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ' όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,

 

δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,

 

ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.

 

9. Η υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής και η συνεπής συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:

 

α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μηνιαίας ισχύος, σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του νόμου 1882/1990, όπως ισχύει και με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου.

 

β) Αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.

 

γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια αυτής και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

 

δ) Αναστέλλεται η εκτέλεση του μέτρου που προβλέπεται από το άρθρο 7 του νόμου [Ν] 2120/1993 (ΦΕΚ 24/Α/1993), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παράγραφος 3 του νόμου 2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α/1997).

 

ε. Σε οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της παρούσας ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατόπιν εξόφλησης της τελευταίας δόσης, επιστρέφεται ποσό που ισούται με το 25% των τόκων που ορίζονται στην παράγραφο 2 και έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Το προς επιστροφή ποσό δεν παρακρατείται, δεν κατάσχεται και δεν συμψηφίζεται με άλλες υποχρεώσεις του οφειλέτη προς το Δημόσιο ή τρίτους. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης και υπαγωγής των ίδιων οφειλών από τον ίδιο οφειλέτη σε ρύθμιση για δεύτερη φορά ως βάση υπολογισμού του ποσού των τόκων που επιστρέφονται, λαμβάνεται το σύνολο των τόκων της παραγράφου 2 που επιβαρύνουν τις οφειλές από την πρώτη υπαγωγή τους στη ρύθμιση και ως την εξόφλησή τους.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 9 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 32 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019), με την παράγραφο 5 του άρθρου 43 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019).

 

10. Το Δημόσιο προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων) και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε.

 

11. Το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε:

 

α) να επιβάλει κατασχέσεις και να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,

 

β) να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,

 

γ) να δίνει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται το αποδεικτικό ενημερότητας.

 

12. Τα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή κατόπιν συμψηφισμού, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης.

 

13. Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

 

14. Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της ρύθμισης του άρθρου αυτού είναι ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων ο οποίος δύναται με απόφασή του να εκχωρεί την αρμοδιότητα αυτή.

 

15. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δύνανται να προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής για την υπαγωγή στις διατάξεις της παρούσας, να καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπαγωγής των φορολογικών υποχρεώσεων και μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται για να μην απωλεσθεί η ρύθμιση, οι περιπτώσεις για τις οποίες η Φορολογική Διοίκηση θα απαιτεί υποχρεωτικά την πληρωμή της ρύθμισης μέσω πάγιας εντολής στους φορείς είσπραξης, επιπλέον όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να καθίσταται ενεργή η ρύθμιση, οι λεπτομέρειες και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος 15 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 43 του νόμου 4646/2019 (ΦΕΚ 201/Α/2019).

 

16. Από την ημερομηνία που καθορίζεται κατά την προηγούμενη περίπτωση της παρούσας υποπαραγράφου, δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων - ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 21 του νόμου 2648/1998 (ΦΕΚ 238/Α/1998) και του άρθρου 14 του νόμου [Ν] 3888/2010 (ΦΕΚ 175/Α/2010).

 

Υποπαράγραφος Α.3: Διάκριση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης

 

Το άρθρο 82 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, ΦΕΚ 90/Α/1974) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Άρθρο 82: Διάκριση ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης

 

1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:

 

α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ' οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων, ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, εφόσον πρόκειται για πτωχό ή ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης.

 

β. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω των 10.000 € κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990) δίωξης ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.

 

γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.

 

Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης και η συνδρομή των περιπτώσεων β' και γ'.

 

Προκειμένου για οφειλές που αφορούν κοινότητες ομογενειακών οργανώσεων που έχουν στην κυριότητά τους ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή απαιτείται η συνδρομή της περίπτωσης γ'.

 

2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται:

 

α) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης της αρμόδιας για την αναγκαστική είσπραξη φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και με τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών κατά περίπτωση, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή μέχρι 1.500.000 €,

 

β) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του 1.500.000 €. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ζητήσει τη σύμφωνη γνώμη Κλιμακίου ή Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειας του, εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή κάτω του 1.500.000 €.

 

3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:

 

α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,

 

β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,

 

γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων κατ' ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 14 του νόμου 2523/1997.

 

Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμού και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.

 

4. Με τη διαδικασία της παραγράφου 2 οφειλή που έχει καταχωρισθεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.

 

5. Με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να εκχωρεί τις αρμοδιότητές του και να ορίζει άλλα όργανα για την υποβολή της σύμφωνης γνώμης της περίπτωσης α' της παραγράφου 2, να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείριση και την παρακολούθηση αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και του επαναχαρακτηρισμού τους ως εισπράξιμων και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών της καταχώρισης.}

 

Υποπαράγραφος Α.4: Διαγραφή των οφειλών προς το δημόσιο

 

Το άρθρο 82Α του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 356/1974 (Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 90/Α/1974)) αντικαθίσταται ως εξής:

 

{Άρθρο 82Α: Διαγραφή των οφειλών προς το Δημόσιο

 

1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης, σύμφωνα με το άρθρο 82 δύνανται να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν και πριν από την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:

 

α. έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες στις περιπτώσεις α' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 82 ενέργειες για το χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης,

 

β. έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον με τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

 

γ. έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων,

 

δ. έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α/1990), εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

 

2. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 82 μπορούν να διαγραφούν, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:

 

α. οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά,

 

β. οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.

 

3. Η διαγραφή των απαιτήσεων και η καταχώρισή τους σε ειδικά βιβλία διαγραφών γίνεται:

 

α) με απόφαση του αρμόδιου Κλιμακίου, Τμήματος ή Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών, κατά περίπτωση, και μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1,

 

β) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών κατά περίπτωση για τις περιπτώσεις της παραγράφου 2.

 

γ) με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων ή της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών κατά περίπτωση μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 82.

 

4. Μέχρι 31-12-2013 προκειμένου να εκκαθαριστεί το χαρτοφυλάκιο ληξιπρόθεσμων οφειλών παρέχεται η δυνατότητα διαγραφής βασικών οφειλών που έχουν γεννηθεί προ του 1993 και είναι μικρότερες του ποσού των 200 € ανά φορολογούμενο, υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες βασικές οφειλές του ίδιου προσώπου. Η διαγραφή των παραπάνω οφειλών γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

 

5. Με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ρυθμίζει τον ειδικότερο τρόπο και τη διαδικασία καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών, να ορίζει κάθε σχετικό θέμα με τη διαχείρισή τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να μεταβάλλονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις καταχώρισης των οφειλών στα βιβλία διαγραφών.}

 

Υποπαράγραφος Α.5: Τροποποίηση διατάξεων σχετικά με τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών

 

1. Μετά το άρθρο 70Α του νόμου 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΦΕΚ 151/Α/1994)) προστίθεται νέο άρθρο 70Β ως εξής:

 

{Άρθρο 70Β: Ειδική Διοικητική Διαδικασία - Ενδικοφανής προσφυγή

 

1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη φορολογική αρχή, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.

 

2. Η φορολογική αρχή αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός 7 ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.

 

3. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής βεβαιώνεται άμεσα από τη φορολογική αρχή και καταβάλλεται ποσοστό 50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, το οποίο καταβάλλεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

 

4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3 ανωτέρω. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την κοινοποίηση της απόφασής της στον υπόχρεο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη φορολογική αρχή, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής προσαυξήσεων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.

 

5. Εντός 60 ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στην αρμόδια φορολογική αρχή, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται με την υπόθεση. Εάν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. Εάν, εντός της προθεσμίας των 60 ημερών, δεν εκδοθεί απόφαση ή δεν κοινοποιηθεί απόφαση στον υπόχρεο, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας. Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28-02-2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε 120 ημέρες.

 

6. Εάν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή / και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας έκθεσης ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.

 

7. Η αρμόδια φορολογική αρχή δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.

 

8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά της πράξης προσδιορισμού φόρου που εξέδωσε η φορολογική αρχή είναι απαράδεκτη.

 

9. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεών της.}

 

2. α. Οι διατάξεις της περίπτωσης 1 της παρούσας υποπαραγράφου ισχύουν για πράξεις που εκδίδονται από 01-08-2013.

 

β. Οι διατάξεις του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ισχύουν για πράξεις που εκδίδονται μέχρι 31-07-2013.

 

3. Το άρθρο 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τροποποιείται ως εξής:

 

α. Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{3. Αν το ποσό της διαφοράς είναι μικρότερο των 300.000 €, η κατάθεση της αίτησης προς την Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθιστά αυτήν αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και συνιστά παραίτηση του αιτούντος από προγενέστερη αίτηση που τυχόν έχει υποβάλει για τη διοικητική επίλυση αυτής ενώπιον άλλου διοικητικού οργάνου με βάση άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει το ποσό των 300.000 €, η Επιτροπή του παρόντος άρθρου είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται της διοικητικής επίλυσης του συνόλου των διαφορών των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τον ίδιο έλεγχο, εφόσον η διαφορά σε μία τουλάχιστον από αυτές καθιστά την Επιτροπή αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση αυτής.}

 

β. Η παράγραφος 4 του άρθρου 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

 

{4.α. Ο φορολογούμενος, εφόσον αμφισβητεί την πράξη προσδιορισμού του κύριου ή πρόσθετου φόρου, προστίμου, προσαυξήσεων, ή / και τελών ή πράξη επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας που έχει εκδοθεί σε βάρος του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, μπορεί να ζητήσει, με αίτησή του την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών.

 

β. Η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς απευθύνεται στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών και υποβάλλεται στην υπηρεσία, η οποία έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης προσδιορισμού του κύριου ή πρόσθετου φόρου, προστίμου, προσαυξήσεων, ή / και τελών ή πράξη επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο φορολογούμενος βασίζει το αίτημά του. Η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, τη διαβιβάζει, μαζί με το σχετικό φάκελο, στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την κατάθεσή της συνοδευόμενη από πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας φορολογικής αρχής με την οποία ορίζεται εισηγητής για την ενώπιον της Επιτροπής συζήτηση της υπόθεσης. Ως εισηγητές ορίζονται υπάλληλοι κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Οικονομικών ή υπάλληλοι με δεκαετή τουλάχιστον εμπειρία σε φορολογικούς ελέγχους. Οι εισηγητές οφείλουν να υποβάλουν στη Γραμματεία της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών γραπτή εισήγηση μέσα σε προθεσμία 10 εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση σε αυτούς της πράξης ορισμού τους ως εισηγητών, προκειμένου να προσδιορισθεί με πράξη του προέδρου της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Η εισήγηση πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη με νομικούς ή / και πραγματικούς ισχυρισμούς και να περιλαμβάνει συγκεκριμένη πρόταση για τη δυνατότητα ή μη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις.}

 

γ. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 70Α προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

 

{Αν έχει υποβληθεί προγενέστερα άλλη αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς σε άλλο υφιστάμενο όργανο, η αίτηση προς την Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών διαβιβάζεται σε αυτήν, εφόσον ο φορολογούμενος παραιτηθεί από την προγενέστερη αίτηση πριν από τη συζήτηση αυτής στο υφιστάμενο όργανο.}

 

δ. Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

 

{6.α. Εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά υπερβαίνει το ποσό των 300.000 €, για την άσκηση προσφυγής του φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η οποία στην περίπτωση αυτή έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της.

 

β. Εντός 4 μηνών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στην αρμόδια φορολογική αρχή, η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον φορολογούμενο, λαμβάνοντας υπόψη την αίτηση, τις πληροφορίες που έλαβε από τον φορολογούμενο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής. Εάν, εντός της προθεσμίας των 4 μηνών, δεν εκδοθεί απόφαση ή δεν κοινοποιηθεί απόφαση στον φορολογούμενο, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών και ο φορολογούμενος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας.

 

γ. Για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι αποφάσεις της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών εκδίδονται εντός προθεσμίας 4 μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

7. α. Εάν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή / και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας έκθεσης ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.

 

β. Η αρμόδια φορολογική αρχή δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών.

 

γ. Για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι ισχύουσες διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.

 

δ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Επιτροπής και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών.}

 

ε. Στο τέλος του άρθρου 70Α προστίθεται νέα παράγραφος ως εξής:

 

{11. Οι διατάξεις του άρθρου 70Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα νόμο, ισχύουν για πράξεις της φορολογικής αρχής που εκδίδονται μέχρι 31-07-2013.}

 

Υποπαράγραφος Α.6: Τροποποίηση των διατάξεων του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

 

Οι διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (νόμος 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α/2000)) τροποποιούνται ως εξής:

 

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{2. Η διαφορά φόρου που προκύπτει με τις παραπάνω δηλώσεις, αν είναι θετική και άνω των 3 € καταβάλλεται στο Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54, αν είναι θετική μέχρι 3 € μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο, και αν είναι αρνητική μεταφέρεται για έκπτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34. Με την υποβολή περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης καταβάλλεται το συνολικά οφειλόμενο ποσό. Η περιοδική δήλωση, είναι αποδεκτή, και εφόσον με την υποβολή της καταβάλλεται ποσό τουλάχιστον 10 €. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλόμενος φόρος βεβαιώνεται με την υποβολή της δήλωσης. Το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται ως εξής:

 

α) Στην περίπτωση εμπρόθεσμης δήλωσης σε 2 δόσεις, η πρώτη των οποίων καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η δήλωση και η οποία ισούται με το ποσό που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του 50% του οφειλόμενου φόρου, και η δεύτερη δόση καθίσταται ληξιπρόθεσμη την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα. Στην περίπτωση που το σύνολο του οφειλόμενου φόρου δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 €, το υπόλοιπο του μη καταβληθέντος με τη δήλωση φόρου καθίσταται ληξιπρόθεσμο, στο σύνολό του, την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η δήλωση. Το ποσό που βεβαιώνεται για καταβολή στον επόμενο μήνα προσαυξάνεται κατά 2% και η προσαύξηση αυτή βεβαιώνεται με την υποβολή της δήλωσης. Στην περίπτωση που με την υποβολή της δήλωσης καταβάλλεται τουλάχιστον 50% του οφειλόμενου φόρου, δεν βεβαιώνεται προς καταβολή ποσό στο τέλος του μήνα που υποβάλλεται η δήλωση.

 

β) Στην περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης, καταβάλλεται εφάπαξ και καθίσταται ληξιπρόθεσμο την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα για τον οποίο ισχύει ο πρόσθετος φόρος που υπολογίσθηκε. Ως καταβολή λογίζεται και η απόσβεση της οφειλής δια συμψηφισμού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 83 του νομοθετικού διατάγματος [ΝΔ] 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 90/Α/1974)). Εκκαθαριστική δήλωση χωρίς την καταβολή του οφειλόμενου ποσού δεν επάγει έννομα αποτελέσματα. Εκπρόθεσμη δήλωση είναι αποδεκτή μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης στο οικείο βιβλίο της πράξης προσδιορισμού του φόρου, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 50 παράγραφος 1 ή μέχρι την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης προσδιορισμού του φόρου που εκδίδεται κατόπιν ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48Α και 50 παράγραφος 2, για μη καταλογισθέντα με τις εν λόγω πράξεις επιβολής φόρου ποσά. Μετά τις ανωτέρω ημερομηνίες η υποβολή δήλωσης για καταλογισθέντα ποσά δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.}

 

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{6. Ο υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, τα νομικά πρόσωπα που δεν υπάγονται στο φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 3, καθώς και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, που πραγματοποιούν φορολογητέες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λαμβάνουν υπηρεσίες για τις οποίες είναι υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου, υποχρεούνται να υποβάλλουν εκκαθαριστική δήλωση και για χρήσεις που δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία από τις ανωτέρω πράξεις, καθώς και περιοδική δήλωση μόνο για τις φορολογικές περιόδους κατά τις οποίες πραγματοποιούν τις ως άνω φορολογητέες πράξεις. Οι δηλώσεις αυτές περιλαμβάνουν την αξία των ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και κάθε άλλης πράξης, για τις οποίες ο φόρος κατέστη απαιτητός κατά την ίδια φορολογική περίοδο, καθώς και το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές.}

 

3. Η παράγραφος 11 του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{11. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών:

 

α) ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων, τα στοιχεία που υποβάλλονται με αυτές, ο τρόπος υποβολής των δηλώσεων,

 

β) μπορεί να ορίζεται μεγαλύτερη ή μικρότερη φορολογική περίοδος η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός, για την υποβολή της περιοδικής δήλωσης,

 

γ) μπορεί να χορηγείται διαφορετική προθεσμία για την υποβολή της περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης, ή παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων, καθώς και των ανακεφαλαιωτικών πινάκων των περιπτώσεων α' και δ' της παραγράφου 5 και των παραγράφων 5)α και 5)β του άρθρου 36 λόγω ειδικών συνθηκών. Η απόφαση παράτασης εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας και ισχύει από το χρόνο έκδοσής της,

 

δ) καθορίζεται ο τρόπος άσκησης της επιλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1)α.}

 

4. Στο άρθρο 49 προστίθεται νέα παράγραφος 4)α ως εξής:

 

{4. α. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του νόμου 2523/1997, καθώς και των διατάξεων του νόμου 2648/1998 περί διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων οφειλών και κάθε άλλης ισχύουσας νομοθετικής ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών:

 

α) σε περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού που αφορά πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μειώνεται ο προβλεπόμενος πρόσθετος φόρος,

 

β) οι οφειλές που βεβαιώνονται με τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών.

 

Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξάρτητα εάν ο φορολογικός έλεγχος έχει πραγματοποιηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 48 ή του άρθρου 48Α.}

 

5. Στο άρθρο 50 προστίθεται νέα παράγραφος 6 ως εξής:

 

{6. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του νόμου 2523/1997, καθώς και των διατάξεων του νόμου 2648/1998 περί διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων οφειλών και κάθε άλλης ισχύουσας νομοθετικής ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών:

 

α) σε περίπτωση διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού που αφορά πράξεις του παρόντος άρθρου δεν μειώνεται ο προβλεπόμενος πρόσθετος φόρος,

 

β) οι οφειλές που βεβαιώνονται με τις πράξεις του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται σε οποιαδήποτε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών.}

 

6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 53 καταργείται.

 

7. Οι περιπτώσεις α', β' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 53 αντικαθίστανται ως εξής:

 

{α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.

 

β) Βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50. Στην περίπτωση πράξεων του άρθρου 49, για τις οποίες έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή, η είσπραξη του 50% του ποσού που βεβαιώθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, αναστέλλεται έως την κοινοποίηση στην αρμόδια φορολογική αρχή της οριστικής πρωτόδικης απόφασης.

 

γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.}

 

8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 53 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{3. Η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του νόμου [Ν] 2717/1999 και της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακά του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου που βεβαιώνεται σύμφωνα με την περίπτωση β' της παραγράφου 1.}

 

9. Η παράγραφος 4 του άρθρου 53 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{4. Φόρος που έχει ήδη βεβαιωθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, εκπίπτεται ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση.}

 

10. Το άρθρο 54 αντικαθίσταται ως εξής:

 

{1. Ο φόρος που οφείλεται βάσει περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, καταβάλλεται εφάπαξ, με την υποβολή των δηλώσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 38.

 

2. Ο φόρος που οφείλεται καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β' και γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 53 μετά την αφαίρεση των ενδιάμεσων καταβολών.

 

3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται ο τρόπος καταβολής του φόρου, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου.}

 

11. α) Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 38 με εξαίρεση τα δύο τελευταία εδάφια του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιούνται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου και η παράγραφος 1 του άρθρου 54 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου, ισχύουν για τις εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 01-06-2013 και τις εκπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις που υποβάλλονται από 01-07-2013 και εφεξής.

 

β) Οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιούνται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 54 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως τροποποιούνται με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου και οι παράγραφοι 4, 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου ισχύουν για πράξεις προσδιορισμού ή δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται από 01-07-2013 και εφεξής.

 

γ) Οι λοιπές διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Υποπαράγραφος Α.7: Έκτακτο ειδικό τέλος ακινήτων

 

1. Για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, όπως έχει εγκριθεί με το άρθρο πρώτο του νόμου 4093/2012 και επικαιροποιηθεί με το νόμο 4127/2013, για το έτος 2013, επιβάλλεται έκτακτο ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες, οποτεδήποτε κατά το διάστημα από την 01-05-2013 έως την 31-12-2013, δομημένες επιφάνειες ακινήτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα υποπαράγραφο, το οποίο θα ονομάζεται στο εξής έκτακτο ειδικό τέλος ακινήτων.

 

2. Αντικείμενο του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων είναι οι ηλεκτροδοτούμενες δομημένες επιφάνειες ακινήτων οποιασδήποτε μορφής, ανεξάρτητα αν αυτές είναι αποπερατωμένες ή μη κατά την ως άνω ημερομηνία και ανεξάρτητα από την ορθή αναγραφή των στοιχείων τους στους λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος.

 

3. Υποκείμενο του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων είναι ο κύριος ή επικαρπωτής του ακινήτου ή το πρόσωπο στο οποίο έχει παραχωρηθεί το ακίνητο με προσωρινό παραχωρητήριο ή το δικαίωμα εκμετάλλευσης περιπτέρου, κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας, αυτού, την 01-06-2013.

 

4. Υπόχρεος για την καταβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων είναι ο χρήστης του ακινήτου κατά την ημερομηνία έκδοσης κάθε λογαριασμού κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, που περιλαμβάνει Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων, και ο οποίος το καταβάλλει μαζί με το λογαριασμό κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος. Αν ο χρήστης είναι μισθωτής, εφόσον αποδεικνύει την καταβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων, επέρχεται αυτοδικαίως συμψηφισμός με οφειλόμενα ή μελλοντικά μισθώματα. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου κατισχύει κάθε άλλης αντίθετης συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών, με εξαίρεση τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης του νόμου [Ν] 1665/1986 (ΦΕΚ 194/Α/1986), στις οποίες ο μισθωτής έχει το δικαίωμα αγοράς του ακινήτου κατά τη λήξη της μίσθωσης.

 

5. Για τον υπολογισμό του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων λαμβάνεται υπόψη το εμβαδόν της δομημένης επιφάνειας, το ύψος της τιμής ζώνης και η παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού ή των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος και με βάση τα οποία υπολογίζεται κατά την 01-05-2013 το τέλος ακίνητης περιουσίας της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του νόμου 2130/1993 (ΦΕΚ 62/Α/1993). To Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων υπολογίζεται ως το γινόμενο του συντελεστή προσδιορισμού του πίνακα α' επί τον συντελεστή προσαύξησης του πίνακα β' επί τον αριθμό των τετραγωνικών μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Στην περίπτωση που η τιμή των τετραγωνικών μέτρων του Τέλους Ακίνητης Περιουσίας είναι ίση με μηδέν (0), το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων υπολογίζεται με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών ή, αν δεν υπολογίστηκαν δημοτικά τέλη, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του δημοτικού φόρου λόγω του συνυπολογισμού σε αυτά αδόμητης επιφάνειας. Αν τα τετραγωνικά μέτρα, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του Τέλους Ακίνητης Περιουσίας, είναι υπερδιπλάσια της μεγαλύτερης τιμής τετραγωνικών μέτρων μεταξύ αυτών που έχουν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών και για τον υπολογισμό του δημοτικού φόρου, το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων υπολογίζεται βάσει των τετραγωνικών μέτρων που έχουν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, όταν δεν έχουν υπολογισθεί δημοτικά τέλη ή τα τετραγωνικά μέτρα που αναγράφονται για τον υπολογισμό τους έχουν τιμή ίση με μηδέν (0). Για τα ακίνητα, για τα οποία δεν αναγράφεται τιμή ζώνης στη βάση πληροφοριών του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας,ως τιμή ζώνης λαμβάνεται ο μέσος όρος των τιμών της δημοτικής ενότητας, όπως αυτές ισχύουν για τον υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τιμές στη δημοτική ενότητα, λαμβάνεται ο μέσος όρος των τιμών του δήμου και σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τιμές στο δήμο λαμβάνεται ο μέσος όρος των τιμών του νομού. Για τη διόρθωση τυχόν λαθών στα στοιχεία της επιφάνειας, της τιμής ζώνης και της παλαιότητας του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο αυτή, οι ενδιαφερόμενοι πολίτες προσέρχονται μέχρι τη 15-05-2013 στον αρμόδιο δήμο υποβάλλοντας σχετικό αίτημα, άλλως θεωρείται ότι αποδέχονται τα στοιχεία ως ακριβή. Οι δήμοι όλης της χώρας ελέγχουν αν στις καταστάσεις που αποστέλλονται στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας περιλαμβάνονται τα τετραγωνικά μέτρα του ακινήτου και αν αποτυπώνονται οι ορθές τιμές ζώνης, όπως ισχύουν για τον υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας ακινήτων και, σε περίπτωση λάθους, προβαίνουν σε διόρθωσή τους, με την αποστολή των νέων στοιχείων στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας μέχρι την 31-05-2013. Στις ίδιες καταστάσεις περιλαμβάνουν και τις διορθώσεις που επήλθαν στα στοιχεία των ακινήτων, μετά από τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων πολιτών. Εάν διαπιστωθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, ότι, με υπαιτιότητα των δήμων, έχουν αποσταλεί στο Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας ανακριβώς τα στοιχεία, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων, με αποτέλεσμα την επιβολή μεγαλύτερου ποσού Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων από το πράγματι οφειλόμενο, διενεργείται νέα εκκαθάριση του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων. Στην περίπτωση που δεν επιβλήθηκε Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων ή αυτό υπολογίστηκε μειωμένο, διενεργείται βεβαίωση αυτού στον κατά την περίπτωση 3 της παρούσας υποπαραγράφου υποκείμενο σε Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων. Οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης ορίζονται με απόφαση, όπως προβλέπεται στην περίπτωση 17 της παρούσας.

 

 

Πίνακας α' - συντελεστής προσδιορισμού Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων

Συντελεστής προσδιορισμού Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων (€/m2)

Τιμή ζώνης

0,5

Πολύτεκνοι και ανάπηροι των περιπτώσεων 10 και 11 για ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ

3

μέχρι 500 ευρώ

4

501 - 1.000 ευρώ

5

1.001 - 1.500 ευρώ

6

1.501 - 2.000 ευρώ

8

2.001 - 2.500 ευρώ

10

2.501 - 3.000 ευρώ

12

3.001 - 4.000 ευρώ

14

4.001 - 5.000 ευρώ

16

άνω των 5.001 ευρώ

 

 

Πίνακας β' - συντελεστής προσαύξησης

Συντελεστής προσαύξησης

Παλαιότητα

1

μέχρι και 26 έτη

1,05

25 μέχρι και 20 έτη

1,10

19 μέχρι και 15

1,15

14 μέχρι και 10

1,20

9 μέχρι και 5

1,25

4 έως 0

1

Ανεξάρτητα από την παλαιότητα, προκειμένου για ακίνητα ιδιοκτησίας πολυτέκνων και αναπήρων των περιπτώσεων 10 και 11, που τα ιδιοχρησιμοποιούν και βρίσκονται σε περιοχές με τιμή ζώνης από 0 - 3.000 ευρώ

1

Αν στη βάση πληροφοριών του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας δεν αναγράφεται ημερομηνία κατασκευής ή παλαιότητα

 

Για τα ακίνητα τα οποία δεν έχουν οικιακή χρήση, όπως αυτή αναγράφεται με κωδικό αριθμό 1 στο πεδίο χρήσης του συστήματος ΕΡΜΗΣ του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, και με εμβαδόν ηλεκτροδοτούμενης επιφάνειας άνω των 1.000 m2, ο συντελεστής προσδιορισμού Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων υπολογίζεται μειωμένος κατά 30% για το άνω των χιλίων τετραγωνικών μέτρων τμήμα και κατά 60% για το άνω των 2.000 m2 τμήμα της επιφάνειας του ακινήτου.

 

6. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση 5 μειώνεται κατά ποσοστό 15% και ορίζεται ως το οφειλόμενο ποσό του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων.

 

7. Στο Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν:

 

α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλην των οριζομένων στην επόμενη περίπτωση, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στις δημοτικές επιχειρήσεις,

 

β) στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ι)γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010), εφόσον ιδιοχρησιμοποιούνται αποκλειστικά για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο τους,

 

γ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης ε' της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του νόμου 2130/1993, εφόσον ιδιοχρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των θρησκευτικών, εκκλησιαστικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή κοινωφελών σκοπών τους,

 

δ) στα νομικά πρόσωπα της περίπτωσης στ' της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του νόμου 2130/1993, εφόσον ιδιοχρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως γήπεδα ή χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους σκοπών και

 

ε) σε ξένα κράτη, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται για την εγκατάσταση πρεσβειών και προξενείων, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.

 

8. Από το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων απαλλάσσονται:

 

α)α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών,

 

β)β) οι κοινόχρηστοι χώροι των κύριων τουριστικών καταλυμάτων (ξενοδοχείων και κάμπινγκ) που αφορούν στους χώρους προσέλευσης, υποδοχής και υγιεινής, οι οποίοι προσδιορίζονται σε ποσοστό 35% της συνολικής επιφάνειας της ξενοδοχειακής επιχείρησης, καθώς και ποσοστό 17% της συνολικής επιφάνειας των επιχειρήσεων ενοικιαζόμενων δωματίων και ενοικιαζόμενων επιπλωμένων διαμερισμάτων, τα οποία διαθέτουν ειδικό σήμα λειτουργίας του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού σε ισχύ, το οποίο έχει εκδοθεί με το σύστημα των κλειδιών σύμφωνα με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 337/2000 (ΦΕΚ 281/Α/2000), όπως ισχύει.

 

γ)γ) Τα ακίνητα που έχουν χαρακτηρισθεί διατηρητέα, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, εφόσον δεν χρησιμοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο.

 

δ)δ) Τα αρχαία μνημεία και οι χώροι ιστορικών ή αρχαιολογικών μνημείων.

 

ε)ε) Τα ακίνητα για τα οποία, στο πεδίο χρήσης του συστήματος ΕΡΜΗΣ του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας αναγράφονται οι κωδικοί αριθμοί χρήσης 3 και 4 αντίστοιχα, που αφορούν σε γεωργική ή βιομηχανική χρήση.

 

9. Ο μειωμένος συντελεστής (0,5) προσδιορισμού Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων του πίνακα α' της παραγράφου 5 εφαρμόζεται για ένα μόνο ακίνητο, που ανήκει κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών σε πολύτεκνο, κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου πρώτου του νόμου [Ν] 1910/1944 (ΦΕΚ 229/Α/1944), εφόσον, κατά το οικονομικό έτος 2012, τα τέκνα που ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου [Ν] 1910/1944 (ΦΕΚ 229/Α/1944) τον βαρύνουν φορολογικά, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (νόμος 2238/1994 (ΦΕΚ 151/Α/1994)), με την προϋπόθεση ότι το ακίνητο αποτελεί την κύρια και ιδιοκατοικούμενη κατοικία αυτού. Ο μειωμένος συντελεστής εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η κύρια και ιδιοκατοικούμενη κατοικία ανήκει κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών στον ή στη σύζυγο του ή της δικαιούχου, καθώς και όταν το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί της κύριας ιδιοκατοικούμενης κατοικίας κατανέμεται μεταξύ των συζύγων. Επίσης, ο μειωμένος συντελεστής εφαρμόζεται και όταν κύριος ή επικαρπωτής της κύριας και ιδιοκατοικούμενης κατοικίας κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών είναι ένα ή περισσότερα από τα προστατευόμενα τέκνα, λόγω θανάτου του ενός εκ των γονέων τους. Για την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή απαιτείται να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

 

α) η τιμή ζώνης του ακινήτου να μην υπερβαίνει τις 3.000 €,

 

β) το οικογενειακό εισόδημα κατά το οικονομικό έτος 2013, να μην υπερβαίνει τις 30.000 €,

 

γ) το εμβαδόν του ακινήτου να μην υπερβαίνει τα 120 m2, τα οποία προσαυξάνονται κατά 20 m2 για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τα 200 m2. Εφόσον το εμβαδόν του ακινήτου υπερβαίνει την έκταση που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο, για την επιπλέον επιφάνεια το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων υπολογίζεται χωρίς την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή,

 

δ) η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας έτους 2010 του πολύτεκνου να μην υπερβαίνει τις 150.000 €, οι οποίες προσαυξάνονται κατά 10.000 € για κάθε προστατευόμενο τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Αν το ακίνητο ανήκει κατά ποσοστό στους δύο συζύγους ή μόνο στη σύζυγο και ζητείται ο υπολογισμός του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων με την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή και από τους δύο συζύγους ή μόνο από τη σύζυγο αντίστοιχα, η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας έτους 2010 και των δύο συζύγων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 150.000 €, οι οποίες προσαυξάνονται κατά 10.000 € για κάθε προστατευόμενο τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Αν το ακίνητο ανήκει σε ένα ή περισσότερα από τα προστατευόμενα τέκνα, λόγω θανάτου του ενός εκ των γονέων τους, η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας έτους 2010 του πολύτεκνου και των προστατευόμενων τέκνων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 150.000 €, οι οποίες προσαυξάνονται κατά 10.000 € για κάθε προστατευόμενο τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

 

10. Ο μειωμένος συντελεστής (0,5) προσδιορισμού Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων του πίνακα α' της περίπτωσης 5 εφαρμόζεται για ένα μόνο ακίνητο, που ανήκει κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών σε πρόσωπο, που, το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, παρουσιάζει αναπηρία σε ποσοστό από 80% και άνω, και προκειμένου για πρόσωπα που πάσχουν από εγκεφαλική παράλυση, νοητική αναπηρία, αυτισμό ή σύνδρομο DOWN, ποσοστό από 67% και άνω, με την προϋπόθεση ότι το ακίνητο αποτελεί την κύρια και ιδιοκατοικούμενη κατοικία αυτού. Ο μειωμένος συντελεστής εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η κύρια και ιδιοκατοικούμενη κατοικία ανήκει κατά πλήρη κυριότητα ή κατά συγκυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών στον ή στη σύζυγο του ή της δικαιούχου, καθώς και όταν το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί της κύριας ιδιοκατοικούμενης κατοικίας κατανέμεται μεταξύ των συζύγων.

 

Για την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή απαιτείται να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

 

α) η τιμή ζώνης του ακινήτου να μην υπερβαίνει τις 3.000 €,

 

β) το εμβαδόν του ακινήτου να μην υπερβαίνει τα 120 m2, τα οποία προσαυξάνονται κατά 20 m2 για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τα 200 m2. Εφόσον το εμβαδόν του ακινήτου υπερβαίνει την έκταση που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο, για την επιπλέον επιφάνεια το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων υπολογίζεται χωρίς την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή,

 

γ) η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας έτους 2010 του δικαιούχου να μην υπερβαίνει τις 150.000 €, οι οποίες προσαυξάνονται κατά 10.000 € για κάθε προστατευόμενο τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδημάτων. Αν το ακίνητο ανήκει κατά ποσοστό στους δύο συζύγους ή μόνο στον ή στη σύζυγο του δικαιούχου και ζητείται ο υπολογισμός του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων με την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή και από τους δύο συζύγους ή μόνο από τον άλλο σύζυγο αντίστοιχα, η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας έτους 2010 και των δύο συζύγων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 150.000 €, οι οποίες προσαυξάνονται κατά 10.000 € για κάθε προστατευόμενο τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

 

11. Δεν οφείλεται το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων για ένα ακίνητο που αποτελεί την κύρια και ιδιοκατοικούμενη κατοικία και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών:

 

α) σε μακροχρόνια άνεργο με μη διακοπτόμενο χρόνο ανεργίας ίσο ή μεγαλύτερο του ενός έτους, κατά την ημερομηνία έκδοσης του πρώτου λογαριασμού που περιλαμβάνει Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων, εγγεγραμμένο στα μητρώα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού ή στους καταλόγους προσφερομένων προς εργασία του Γραφείου Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας και των παραρτημάτων του ή του λογαριασμού ανεργίας προσωπικού ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ή του λογαριασμού ανεργίας τεχνικών τύπου Αθηνών και Θεσσαλονίκης και

 

β) σε άνεργο που επιδοτήθηκε λόγω τακτικής επιδότησης από τους ως άνω φορείς και λογαριασμούς κατά τους 6 τουλάχιστον από τους 12 μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας έκδοσης του πρώτου λογαριασμού που περιλαμβάνει Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων. Για την απαλλαγή του ακινήτου από το Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων απαιτείται να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

 

α) ο υποκείμενος στο Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων να είναι άνεργος κατά την ημερομηνία έκδοσης του πρώτου λογαριασμού που περιλαμβάνει Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων,

 

β) η τιμή ζώνης του ακινήτου να μην υπερβαίνει τις 3.000 €,

 

γ) το οικογενειακό εισόδημα, κατά το οικονομικό έτος 2013, να μην υπερβαίνει τις 12.000 €,

 

δ) το εμβαδόν του ακινήτου να μην υπερβαίνει τα 120 m2, τα οποία προσαυξάνονται κατά 20 m2 για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τα 200 m2. Εφόσον το εμβαδόν του ακινήτου υπερβαίνει την έκταση που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο, για την επιπλέον επιφάνεια το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων υπολογίζεται χωρίς την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή,

 

ε) η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας έτους 2010 του δικαιούχου να μην υπερβαίνει τις 150.000 €, οι οποίες προσαυξάνονται κατά 10.000 € για κάθε προστατευόμενο τέκνο, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Για ακίνητα που αποτελούν την κύρια και ιδιοκατοικούμενη κατοικία και ανήκουν κατά κυριότητα ή επικαρπία ή ποσοστό αυτών σε πρόσωπο που ευρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας ή απειλείται με φτώχεια, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα εξειδικευθούν τα κριτήρια και θα καθορισθούν τα αρμόδια όργανα και η εφαρμοστέα διαδικασία για την πληρωμή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων σε περισσότερες δόσεις ή για τη μείωση του ύψους του, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, ή για την πλήρη απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής, έτσι ώστε τα υπόχρεα πρόσωπα να μπορούν να ανταποκριθούν στην καταβολή του, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η διαβίωση των ιδίων ή των προσώπων που συνοικούν με αυτούς και τους βαρύνουν φορολογικά.

 

12. Η βεβαίωση του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων συντελείται με την εγγραφή τον Ιούνιο του 2013 του ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου στις μηχανογραφικές καταστάσεις της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίες πρέπει να συμπίπτουν με τα μηχανογραφικά αρχεία του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας. Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις καταστάσεις αυτές αποτελούν τον τίτλο βεβαίωσης για το Ελληνικό Δημόσιο και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο των αρμόδιων Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών. Αρμόδια φορολογική αρχή είναι η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία φορολογίας εισοδήματος του κυρίου ή επικαρπωτή του ακινήτου κατά την ημερομηνία αρχικής έκδοσης του λογαριασμού της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος. Εάν κύριος ή επικαρπωτής του ακινήτου είναι περισσότεροι του ενός, αρμόδια είναι η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία φορολογίας εισοδήματος ενός εξ αυτών. Η βεβαίωση του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων πραγματοποιείται στο όνομα του κυρίου ή επικαρπωτή με το μεγαλύτερο ποσοστό συνιδιοκτησίας ή άλλως στο όνομα ενός οποιουδήποτε εξ αυτών, ο οποίος δικαιούται να απαιτήσει από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες την απόδοση σε αυτόν του ποσοστού που τους αναλογεί. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει βεβαιωθεί Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων για ακίνητο που εμπίπτει στις διατάξεις των περιπτώσεων 7, 8, 9, 10 και 11, τούτο διαγράφεται, κατά τη διαδικασία που θα ορισθεί με την απόφαση της περίπτωσης 16. Αν το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων ή μέρος αυτού έχει καταβληθεί, επιστρέφεται, κατά τη διαδικασία που θα ορισθεί με την ίδια απόφαση.

 

13. Το Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων εισπράττεται από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος σε 5 ισόποσες δόσεις στους λογαριασμούς που εκδίδονται από αυτούς από τον Ιούνιο του 2013 μέχρι το Φεβρουάριο του 2014. Η καταβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων ρυθμίζεται κατά τον ίδιο τρόπο με την καταβολή του ποσού για την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος, εφόσον η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος προβαίνουν σε διακανονισμό ή ρύθμιση με τους καταναλωτές για την εξόφληση των λογαριασμών.

 

14. Τα ποσά του ειδικού τέλους που εισπράττονται από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέχρι τη δέκατη ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα κατά τον οποίο εισπράχθηκαν οι σχετικοί λογαριασμοί, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την υπουργική απόφαση της περίπτωσης 16. Με την ίδια απόφαση ορίζεται Οικονομικός Επιθεωρητής ως αρμόδιος για την παρακολούθηση της απόδοσης του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων. Το Ελληνικό Δημόσιο δικαιούται να ζητήσει από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος να δίνουν χρηματικές προκαταβολές έναντι των ποσών, που πρέπει να αποδοθούν από τις εισπράξεις του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων, και μέχρι 25% του προς είσπραξη ποσού. Για την αντιμετώπιση των δαπανών είσπραξης του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος παρακρατούν από τις εισπράξεις ποσοστό 0,25%. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών ηλεκτρονικά αρχεία που τηρούν προκειμένου να διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή της παρούσας υποπαραγράφου.

 

15. Εάν μετά την παρέλευση της ημερομηνίας λήξης πληρωμής της τελευταίας δόσης του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων το συνολικό οφειλόμενο ποσό δεν έχει καταβληθεί, τότε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος, διαγράφουν τους υπόχρεους καταναλωτές ως προς το Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων, αποστέλλουν κατάσταση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών μέσω της οποίας βεβαιώνεται το οφειλόμενο τέλος και οι αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες μεριμνούν για την είσπραξή του, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Ο κύριος ή επικαρπωτής του ακινήτου μπορεί, με αίτησή του προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, να ζητήσει την αποκοπή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων από το λογαριασμό κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και τη βεβαίωση αυτού στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, αφού καταβάλει τουλάχιστον την τρέχουσα και τις τυχόν ληξιπρόθεσμες δόσεις και, σε περίπτωση επίκλησης αδυναμίας καταβολής αυτών, το ποσό των 50 €. Για την αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος απαιτείται η προσκόμιση, στο νέο προμηθευτή, βεβαίωσης της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ότι ακολουθήθηκε η ανωτέρω διαδικασία από τον κύριο ή τον επικαρπωτή ή από τον μισθωτή ή από τον χρήστη, ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά προς τούτο.

 

16. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ρυθμίζονται:

 

α) ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία για την είσπραξη του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος και την απόδοση αυτού στο Δημόσιο,

 

β) ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, σε περίπτωση μη καταβολής του μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος,

 

γ) ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία επιστροφής του τέλους από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, καθώς και ο τρόπος και η διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης αυτού στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί ότι δεν επιβλήθηκε αυτό, παρότι υπήρχε υποχρέωση, ή υπολογίσθηκε εσφαλμένα,

 

δ) οι ειδικότερες προϋποθέσεις και οι διαδικασίες για την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων 9, 10 και 11 της παρούσας υποπαραγράφου και

 

ε) κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου.

 

Υποπαράγραφος Α.8: Ρυθμίσεις φόρου ακίνητης περιουσίας

 

1. Η περίπτωση ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 35 του νόμου 3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α/2010) καταργείται από την 01-01-2013.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παράγραφος A8.1 καταργήθηκε με το άρθρο 88 του νόμου 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α/2013).

 

2. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 35 του νόμου 3842/2010, οι λέξεις Για τα έτη 2010, 2011 και 2012 αντικαθίστανται από τις λέξεις Για τα έτη 2010, 2011, 2012 και 2013.

 

3. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 38 του νόμου 3842/2010, οι λέξεις Ειδικά για τα έτη 2010 και 2011 αντικαθίστανται από τις λέξεις Το έτος 2010 και προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

 

{Για τα έτη 2011 και 2012 ο φόρος καταβάλλεται σε 7 ίσες μηνιαίες δόσεις, και για το έτος 2013 καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες μηνιαίες δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 50 €, με εξαίρεση την τελευταία, οι οποίες καταβάλλονται στις προθεσμίες που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο. Η προθεσμία καταβολής της τελευταίας δόσης δεν μπορεί να έχει καταληκτική ημερομηνία μεταγενέστερη από την 28-02-2014.}

 

4. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του νόμου 3842/2010 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

 

{Ως συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου, για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας, λαμβάνεται ο συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου που περιλαμβάνεται στις αποφάσεις προσδιορισμού αντικειμενικής αξίας ακινήτων (μικρότερος ή μεγαλύτερος), ανεξάρτητα αν ο συντελεστής δόμησης που ισχύει στην περιοχή είναι διαφορετικός.}

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.