Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3837/12

ΣτΕ 3837/2012


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3837/2012

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17-03-2010, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, καθώς και της αρχαιότερης του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ιωάννης Μαντζουράνης, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Θ. Αραβάνης, Μ. Τριπολιτσιώτη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη.

 

Για να δικάσει την από 22-02-2007 αίτηση:

 

των: 1) __________, ... 5) __________, οι οποίοι παρέστησαν με την δικηγόρο Μαρία Σταυροπούλου (αριθμός μητρώου 17832), που την διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά των:

 

1) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικηφόρο Παλαιοδήμο (αριθμός μητρώου 18869), που τον διόρισε με πρακτικό συνεδριάσεως της Νομαρχιακής της Επιτροπής και

 

2) Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Καστανά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και

 

κατά του παρεμβαίνοντος Νικολάου Παπουτσά του Αγγέλου ή Αγγελή, κατοίκου Μυκόνου, ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Ελένη Μπακή (αριθμός μητρώου 13827), που την διόρισε στο ακροατήριο.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν:

 

1) η υπ' αριθμόν 378/2006 οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Σύρου,

2) η από 06-12-2005 (αριθμός πρωτοκόλλου διαβίβασης σε ΤΣΜΝΑ 3978/06-12-2005) εισήγηση της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής,

3) η υπ' αριθμόν 23 γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Νοτίου Αιγαίου από την πράξη του 8/12-12-2005,

4) η υπ' αριθμόν 537/17-02-2006 απόφαση της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής,

5) η υπ' αριθμόν 858/07-03-2006 απόφαση της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Θ. Αραβάνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξουσία του παρεμβαίνοντος, τον πληρεξούσιο της καθ' ης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία νομίμως παραπέμφθηκε στο Δικαστήριο με την απόφαση 6/2007 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς σε συμβούλιο, λόγω αρμοδιότητας, ζητείται η ακύρωση α) της αποφάσεως 858/07-03-2006 της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής, με την οποία εγκρίθηκε, κατά τις διατάξεις του νόμου 3028/2002 Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς (ΦΕΚ 153/Α/2002), η αρχιτεκτονική μελέτη ανακατασκευής του πρώτου ορόφου ερειπωμένης οικίας φερομένης ως ανήκουσας στον Ν. Παπουτσά και κειμένης επί της οδού Μητροπόλεως στη θέση Άγιος Ευθύμιος της Χώρας Μυκόνου, β) της οικοδομικής άδειας 378/09-10-2006 της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, με την οποία επιτράπηκαν οι σχετικές οικοδομικές εργασίες, γ) της 23/2005 γνωμοδοτήσεως (πράξη 8/12-12-2005) του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Νοτίου Αιγαίου, δ) της 537/17-02-2006 αποφάσεως της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής και ε) της από 06-12-2005 εισηγήσεως της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής.

 

2. Επειδή, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως είναι, καθ' όσον αυτή στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξεως, με την οποία εγκρίνεται από αρχαιολογικής απόψεως, η ανακατασκευή της επίδικης οικοδομής, το Συμβούλιο της Επικρατείας και μάλιστα το Ε' Τμήμα αυτού (άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση β' του προεδρικού διατάγματος [ΠΔ] 361/2001 (ΦΕΚ 244/Α/2001)), καθ' όσον δε στρέφεται κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης οικοδομικής άδειας το Διοικητικό Εφετείο (άρθρο 1 παράγραφος 1 περίπτωση θ' του νόμου [Ν] 702/1977 (ΦΕΚ 268/Α/1977), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του νόμου 2944/2001 (ΦΕΚ 222/Α/2001)). Λόγω, όμως, της συνάφειας των προσβαλλόμενων πράξεων, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στην οικονομία της δίκης, να διακρατηθεί η υπόθεση και να εκδικασθεί, στο σύνολό της, από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του νόμου [Ν] 1968/1991 ((ΦΕΚ 150/Α/1991), βλέπε ΣτΕ 669/2010 επταμελές, 4541/2009, 668/2007 κ.ά.)

 

3. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (3745801 - 3 γραμμάτια παραβόλου σειράς Α').

 

4. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει με πρόδηλο έννομο συμφέρον ο Ν. Παπουτσάς.

 

5. Επειδή, απαραδέκτως προσβάλλονται οι αναφερόμενες στη σκέψη 1 υπό στοιχεία γ, δ και ε πράξεις, η μεν πρώτη και η τελευταία διότι στερούνται εκτελεστότητας, ως απλή γνώμη η πρώτη και ως εισήγηση προς έκδοση εκτελεστής πράξεως η τελευταία, η δε δεύτερη διότι αντικαταστάθηκε από την υπό στοιχείο α.

 

6. Επειδή, οι αιτούντες, φερόμενοι ως κύριοι γειτονικών ακινήτων, προβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πάσχουν πλημμέλειες οι οποίες θίγουν τον προστατευόμενο χαρακτήρα της Μυκόνου. Επομένως έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, ανεξαρτήτως αν έχουν υποπέσει και οι ίδιοι σε πολεοδομικές παραβάσεις (βλέπε ΣτΕ 3095/2001, 2640/2009, 827/2009 κ.ά.), αβασίμως δε ο παρεμβαίνων υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν προβάλλοντες λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην αυτή νομική και πραγματική βάση. Εξ άλλου η αίτηση είναι εμπρόθεσμη διότι δεν προκύπτει ότι οι αιτούντες, στους οποίους δεν προκύπτει ότι είχαν κοινοποιηθεί οι προσβαλλόμενες πράξεις, είχαν πλήρη γνώση αυτών σε χρόνο πέραν των 60 ημερών από την άσκηση της αιτήσεως.

 

7. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφος 1 και 6 του Συντάγματος, καθιερώνεται ειδικώς αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν, λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους, την εν γένει πολιτιστική κληρονομία της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές και συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας, καθώς και της υποχρεώσεως των ιδιοκτητών και νομέων να τα αποκαταστήσουν στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από το χρόνο ή άλλες ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά. Οι περιορισμοί αυτοί, που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος (ΣΕ 2338/2009, 1652/2009, 3050/2004, 1097/1987 Ολομέλεια κ.ά.). Περαιτέρω, το Σύνταγμα προνοεί ιδιαιτέρως για την προστασία και διατήρηση τόσο των παραδοσιακών οικισμών, δηλαδή των οικιστικών συνόλων που διατηρούν τον παραδοσιακό πολεοδομικό τους ιστό, όσο και των μεμονωμένων κτιρίων ή κατασκευών που σώζονται εντός ή εκτός οικισμών και παρουσιάζουν παραδοσιακό χαρακτήρα. Μεταξύ των μέτρων προστασίας των εν λόγω οικισμών συγκαταλέγονται η καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους, η θέσπιση ειδικών προστατευτικών όρων δόμησης, και ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσιακών που συνεπάγεται υπαγωγή τους σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό, αφενός τη διατήρηση στο διηνεκές των παραδοσιακών τους στοιχείων και αφετέρου τον έλεγχο της δόμησης, προκειμένου οι νέες οικοδομές να εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά πρότυπα. Περαιτέρω, εν όψει της συνταγματικής επιταγής για τη λήψη από το Κράτος προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, οι όροι και περιορισμοί δόμησης, που αφορούν σε παραδοσιακούς οικισμούς, πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση και την ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους, δεν επιτρέπεται δε να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως (ΣΕ 2526/2003 Ολομέλεια, 3303/2007, 3077/2006, 4392/1997 κ.ά.).

 

8. Επειδή, με την απόφαση 7122/1963 του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 286/Β/1963), που εκδόθηκε κατ' επίκληση των άρθρων 50 και 52 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932 Περί αρχαιοτήτων (από [ΠΔ] 09-08-1932 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 275/Α/1932)) και 1 και 5 του νόμου [Ν] 1469/1950 Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830 (ΦΕΚ 169/Α/1950), χαρακτηρίσθηκε ως χρήζουσα ειδικής προστασίας ολόκληρος η έκτασις η κατεχόμενη υπό του σημερινού οικισμού της πόλεως Μυκόνου ως αυτή καθορίζεται υπό της υφισταμένης πολεοδομικής καταστάσεως μετά περιθωρίου 200 m πέριξ, διότι η εν λόγω έκτασις εμφανίζει ιδιαιτέρα σημασία από απόψεως νησιώτικης αρχιτεκτονικής και φυσικού κάλλους, ενώ με την απόφαση Φ/31/34381/2777/1973 του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (ΦΕΚ 1212/Β/1973) τροποποιήθηκε η προηγούμενη απόφαση και επεκτάθηκε ο προστατευόμενος χώρος. Με την απόφαση Φ.20/33945/3402/1974 του αυτού Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (ΦΕΚ 913/Β/1974), που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 50 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932, ο Δήμος Μυκονίων χαρακτηρίσθηκε οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος, ενώ με την απόφαση Γ/848/40/1980 του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ 329/Β/1980), εκδοθείσα βάσει των διατάξεων του άρθρου 52 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932 και του νόμου [Ν] 1469/1950, ολόκληρη η νήσος Μύκονος χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ... επειδή το χαρακτηριστικό περιβάλλον της νήσου έχει ελάχιστα αλλοιωθεί από την ανοικοδόμηση και είναι απόλυτη ανάγκη να διαφυλαχθούν οι ενδιαφέροντες παραδοσιακοί οικισμοί της και ο ιδιάζων χαρακτήρας της υπαίθρου της.

 

Εξ άλλου, κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων των άρθρων 68 παράγραφος 1 και 80 παράγραφος 2 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 (νομοθετικό διάταγμα 8/1973 (ΦΕΚ 124/Α/1973)), όπως η πρώτη διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 43 του νομοθετικού διατάγματος 205/1974 (ΦΕΚ 363/Α/1974), οι οποίες επέτρεπαν την επιβολή ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως σε τμήματα πόλεων με παραδοσιακό χαρακτήρα και οικισμούς άξιους ιδιαίτερης προσοχής, εκδόθηκε το από 13-08-1976 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 336/Δ/1976), με το οποίο αναθεωρήθηκαν οι όροι και περιορισμοί δομήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως Μυκόνου, προς το σκοπό της προστασίας του παραδοσιακού χαρακτήρα της Χώρας και δη των παλαιών τμημάτων αυτής, λόγω του ιδιαίτερου πολεοδομικού και αισθητικού χαρακτήρα τους (ΠΕ 440/76). Το διάταγμα αυτό, το οποίο, όπως και οι εν συνεχεία παρατιθέμενες διατάξεις που προσδιορίζουν το πολεοδομικό καθεστώς της Μυκόνου, είναι ληπτέο υπ' όψη από την αρχαιολογική υπηρεσία κατά τη χορήγηση εγκρίσεως δομικών εργασιών κατά τον αρχαιολογικό νόμο (βλέπε ΣτΕ 2526/2003 Ολομέλεια, 669/2010 επταμελές), ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ότι:

 

{2. Επιτρέπονται οι εργασίες επισκευής και μετασκευής υφισταμένων παλαιών παραδοσιακών κτισμάτων, ανεξαρτήτως των καθοριζομένων δια του παρόντος Διατάγματος όρων δομήσεως (ύψος, ποσοστόν καλύψεως, συντελεστής δομήσεως) υπό την προϋπόθεση ότι οιαδήποτε επέμβασις επ' αυτών ουδέν μορφολογικό στοιχείον θα αλλοιώσει και ότι οι εν γένει εργασίες αποκαταστάσεως και συντηρήσεως των κτισμάτων (σοβάδες, κουφώματα, χρωματισμός κ.λ.π.) ακολουθούν την παραδοσιακή τεχνοτροπία.}

 

Το ίδιο προεδρικό διάταγμα στο άρθρο 8 με τίτλο Μορφολογική σύνθεσις κτιρίων ορίζει ότι:

 

{1. Τα επί ερειπίων υφισταμένων κτιρίων ή εις αντικατάστασιν κατεδαφιζόμενων κτιρίων εκ νέου οικοδομούμενα κτίρια δέον όπως, όσον αφορά εις την μορφολογία των προσόψεων των καθώς και των εσωτερικών των χώρων, ακολουθήσουν την αρχήν της αυστηρώς μιμητικής μορφολογήσεως συμφώνως προς τα παραδοσιακά πρότυπα της τοπικής αρχιτεκτονικής. Κατά την ως άνω μορφολόγηση πρέπει να λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ' όψει οι ακόλουθοι αρχές μορφολογικής συνθέσεως:

 

Α. α. ...,

 

β. ...,

 

γ. Επιτρέπεται η κατασκευή ανοικτών εξωστών άνωθεν κοινοχρήστων ή μη χώρων και ανεξαρτήτως του πλάτους των ως άνω χώρων, δεν επιτρέπεται όμως όπως εξέχουν της οικοδομής πλέον του 1 m και όπως απέχουν απόσταση μικροτέρα του 1 m από των πλαγίων και του οπισθίου ορίου του οικοπέδου. Το μήκος ενός εκάστου των εξωστών τούτων ορίζεται εις 2 m. Απαγορεύεται η κατασκευή εξωστών εις απόσταση μικροτέρα του 1 m από των ακμών συναντήσεως των διαφόρων όψεων του κτιρίου. Η κατωτέρω επιφάνεια οιουδήποτε δομικού στοιχείου των εξωστών άνωθεν κοινοχρήστων ή μη χώρων, δέον όπως εις ουδέν σημείον αυτής ευρίσκεται εις ύψος μικρότερο των 2.4 m από του κάτωθεν αυτής φυσικού εδάφους. ...

 

3. Απαγορεύεται οιαδήποτε μορφολογική σύνθεσις πλην των ως άνω προβλεπομένων αποβλέπουσα είτε εις μίαν ελευθέρα παράφραση των παραδοσιακών μορφών, είτε εις συγχρόνους μορφές άσχετες και ξένες προς το παραδοσιακό περιβάλλον.}

 

Στη συνέχεια, με το από 19-10-1978 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 594/Δ/1978) χαρακτηρίσθηκαν παραδοσιακοί περισσότερους οικισμοί του κράτους, μεταξύ των οποίων η Χώρα Μυκόνου, και καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων αυτών. Το διάταγμα αυτό ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 με τίτλο Παρεκκλίσεις ότι:

 

{1. Δια την επισκευή και αποκατάστασιν παλαιών κτιρίων, αντιπροσωπευτικών της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (τούτου αποδεικνυόμενου δια φωτογραφιών, δεόντως θεωρημένων υπό του Προέδρου της Κοινότητος ή της Αστυνομικής Αρχής) κατά την κρίσιν της Επιτροπής Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, χορηγείται άδεια οικοδομής έστω και αν οι αιτούμενες να εκτελεσθούν εργασίες αντίκεινται εις τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος τις αναφερόμενες εις το μέγιστον ποσοστόν καλύψεως, μέγιστον ύψος, τον αριθμόν των ορόφων και τον συντελεστή δομήσεως.

 

2. Ειδικώς προκειμένου περί ερειπωμένων κτισμάτων επιτρέπεται η αναστήλωσή των έστω και εάν οι απαιτούμενες να εκτελεσθούν εργασίες αντίκεινται εις τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος. Η αναστήλωσις θα επιτραπεί κατόπιν τεκμηριωμένης έρευνας, η οποία θα αποδεικνύει την ακριβή αρχική μορφήν του κτίσματος...}

 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 παράγραφος 2 του ίδιου διατάγματος:

 

{2. Ειδικές διατάξεις χαρακτηρισμού οικισμού ως παραδοσιακού και επιβολής ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως προς προστασία του παραδοσιακού χαρακτήρος αυτού, κατισχύουν των διατάξεων του παρόντος διατάγματος των ρυθμιζόντων το αυτό θέμα.}

 

Ακολούθως, με το από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 345/Δ/1989) καθορίσθηκαν εκ νέου ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων των οικισμών του νομού Κυκλάδων, που είχαν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί με το από 19-10-1978 προεδρικό διάταγμα, με το δε άρθρο 2 του προεδρικού διατάγματος αυτού ορίσθηκε ότι για τον οικισμό της χώρας Μυκόνου ισχύουν οι διατάξεις του από 13-08-1976 προεδρικού διατάγματος. Τέλος, με το από 05-09-1995 προεδρικό διάταγμα Αναθεώρηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού της Χώρας Μυκόνου του Δήμου Μυκονίων (νομού Κυκλάδων), καθορισμός χρήσεων, όρων και περιορισμών δόμησης αυτού, και ένταξη στο σχέδιο του προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού του ίδιου Δήμου (ΦΕΚ 721/Δ/1995) επιβλήθηκαν επιπλέον όροι και περιορισμοί δομήσεως αφορώντες το παραδοσιακό τμήμα του οικισμού, διατηρουμένων κατά βάση των διατάξεων του από 13-08-1976 προεδρικού διατάγματος (βλέπε ιδίως άρθρα 6 και 7 παράγραφοι 3, 4, 14 και 19).

 

9. Επειδή, οι διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του νόμου [Ν] 1469/1950 και 50 και 52 του κωδικοποιημένου νόμου [Ν] 5351/1932, οι οποίες αναφέρονται στο προοίμιο των μνημονευομένων στην προηγούμενη σκέψη υπουργικών αποφάσεων περί χαρακτηρισμού του οικισμού της Μυκόνου και ολόκληρης της νήσου, όπως ερμηνεύθηκαν παγίως από το Δικαστήριο, προέβλεπαν, χάριν της προστασίας αρχαίου ή νεότερου μνημείου, όπου και αν βρίσκεται αυτό, την έκδοση ειδικής πράξεως πριν την επιχείρηση οποιουδήποτε έργου και προκειμένου να χορηγηθεί οικοδομική άδεια για την ανέγερση οικοδομής σε τόπο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή σε αρχαιολογικό χώρο. Με την ειδική αυτή πράξη μπορούσαν να επιβληθούν εξιδιασμένοι όροι δόμησης της οικοδομής, οι οποίοι συναρτώνται προς τις γενικώς ισχύουσες εκάστοτε πολεοδομικές ρυθμίσεις, προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή προστασία του χώρου (ΣτΕ 2526/2003 Ολομέλεια, 3284/2009, 872/2004 κ.ά.). Ήδη, η προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομίας οργανώνεται από το νόμο 3028/2002 Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΦΕΚ 153/Α/2002), ο οποίος μνημονεύεται στο προοίμιο της προσβαλλόμενης πράξης, και ο οποίος στο άρθρο 10 ορίζει ότι:

 

{1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του.

 

2. ...,

 

3. ...,

 

4. Για κάθε εργασία, επέμβαση, αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου.

 

5. ...,

 

6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. Η έγκριση χορηγείται μέσα σε 3 μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης.}

 

Στο άρθρο 12 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι:

 

{1. Οι αρχαιολογικοί χώροι κηρύσσονται και οριοθετούνται ή αναοριοθετούνται με βάση τα δεδομένα αρχαιολογικής έρευνας πεδίου και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου, συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα και δημοσιεύεται μαζί με αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

2. ...

 

3. ...

 

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους ...,}

 
ενώ στο άρθρο 14 με τίτλο Αρχαιολογικοί χώροι σε οικισμούς. Οικισμοί που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους, ορίζεται ότι:

 

{1. ...,

 

2. Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου: α) η ανέγερση νέων κτισμάτων, εφόσον συνάδουν από πλευράς όγκου, δομικών υλικών και λειτουργίας με το χαρακτήρα του οικισμού, β) η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων, εφόσον τεκμηριώνεται η αρχική τους μορφή, γ) ..., δ) η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου πάντα υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου, ε) ...,

 

3. ...,

 

4. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενη άδεια εκδίδεται πριν από όλες τις άλλες άδειες άλλων αρχών που αφορούν στην εκτέλεση του έργου, σε κάθε περίπτωση μέσα σε 60 ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, τα δε στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας σε αυτές. Η άδεια αλλαγής της χρήσης εκδίδεται μέσα σε 10 ημέρες.

 

5. ...}

 

 

Τέλος, στην παράγραφο 10 του άρθρου 73 προβλέπεται ότι:

 

{10. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί κατά κατηγορίες χαρακτηρίζονται εκ νέου σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.}

 

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες ερμηνεύονται εν όψει της αυξημένης προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος που εισάγεται με το άρθρο 24 του Συντάγματος, επιβάλλεται στη Διοίκηση η λήψη κάθε μέτρου το οποίο κρίνεται αρμοδίως ως πρόσφορο για την προστασία των αρχαίων και νεωτέρων μνημείων, καθώς και των ιστορικών και αρχαιολογικών τόπων. Η προστασία αυτή συνίσταται, κατ' αρχήν, στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των ανωτέρω στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου, συνεπάγεται δε δυνατότητα επιβολής των απαιτούμενων για το σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας (ΣτΕ 903/2005). Εξ άλλου, τόσο για την ανέγερση κτίσματος σε αρχαιολογικό χώρο και σε τόπο ο οποίος έχει χαρακτηρισθεί ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και χρήζων ειδικής κρατικής προστασίας, όσο και για οποιαδήποτε επέμβαση σε κτίσμα που βρίσκεται στον χώρο αυτόν ή για την ολική ή μερική κατεδάφισή του, είτε αυτό είναι παλαιότερο του χαρακτηρισμού είτε μεταγενέστερο, απαιτείται άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας, η μη ύπαρξη ή η ανάκληση της οποίας επιφέρει αυτοτελώς την διακοπή κάθε οικοδομικής εργασίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την ισχύ οικοδομικής αδείας (ΣτΕ 3285/2009, 861/2008, 868/2001 επταμελές, 1974/1974 Ολομέλεια κ.ά.). Η χορήγηση ή μη της άδειας συναρτάται, κατ' αρχήν, αποκλειστικώς με την εξυπηρέτηση των σκοπών της αρχαιολογικής νομοθεσίας, οι οποίοι, προκειμένου περί οικισμού που φέρει τους ως άνω χαρακτηρισμούς, συνίστανται στην διατήρηση της μορφής του τόσο ως συνόλου όσο και στα επί μέρους τμήματα και σημεία του, καθώς και στην διατήρηση της σχέσης και των αναλογιών μεταξύ των κτισμάτων που εντάσσονται στο οικιστικό συγκρότημα, το οποίο κρίθηκε προστατευτέο ως ενιαίο σύνολο. Η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής δεν παρακωλύεται από την επίδραση της χορηγήσεως ή μη της άδειας σε τυχόν έννομες σχέσεις ή καταστάσεις του ιδιωτικού δικαίου, διότι οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, στην προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή εννόμου αγαθού του οποίου η διαφύλαξη αποτελεί υποχρέωση της διοικήσεως κατά ρητή συνταγματική επιταγή (ΣτΕ 3285/2009, 868/2001 επταμελές, παράβαλε ΣτΕ 2801/1991 Ολομέλεια, 2063/2002, 575/2000).

 

Περαιτέρω, καθ' ερμηνεία των διατάξεων του νόμου 3028/2002 σε συνδυασμό με τις μνημονευόμενες στην 6η σκέψη διατάξεις που συγκροτούν το ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Μυκόνου, είναι καταρχήν δυνατόν να επιτραπεί στην Μύκονο η ανοικοδόμηση όχι μόνο οικοπέδων επί των οποίων υπήρχαν κτίσματα κατά τη θέση σε ισχύ των ανωτέρω περί χαρακτηρισμού διατάξεων, αλλά και οικοπέδων επί των οποίων κατά την κρίση του Υπουργείου Πολιτισμού, την εκφερόμενη κατά τις αυτές ως άνω διατάξεις αποδεικνύεται, βάσει ιδίως συμβολαίων, αυτοψίας ή άλλων στοιχείων, ότι προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε, έστω δηλαδή και πριν από τη θέση σε ισχύ των ανωτέρω περί προστασίας της νήσου Μυκόνου διατάξεων. Επιτρέπεται, επομένως, η ανακατασκευή οικοδομήματος παρομοίου προς εκείνο, του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί, και, κατά μείζονα λόγο, η αποκατάσταση οικοδομήματος στη μορφή την οποία αποδεικνύεται ότι είχε, και στην περίπτωση όμως αυτή είναι δυνατόν να επιβληθούν από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού, πρόσθετοι όροι και περιορισμοί (βλέπε ΣτΕ 2063/2002 επταμελές, 1529/1993, 2445/1997, 2833/1997).

 

10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: με την από 22-09-2004 (αριθμός πρωτοκόλλου 2556/04-10-2004) αίτηση προς την Α' Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής ο παρεμβαίνων ζήτησε την έγκριση ανακατασκευής, επισκευής και διαρρύθμισης του ορόφου κατοικίας του στη Χώρα Μυκόνου σύμφωνα με συνημμένη στην αίτηση τεχνική έκθεση και αρχιτεκτονική μελέτη. Στην από 17-02-2005 εισήγηση της προϊσταμένης της ανωτέρω Εφορείας αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

 

{Στον όροφο σήμερα διατηρούνται τοίχοι ύψους περίπου 5,30 m στην ανατολική πλευρά του κτιρίου οι οποίοι περιορίζονται σε τμήμα και όχι σε ολόκληρο τον όροφο. Επίσης οι τοίχοι αυτοί έχουν σαμαρωτή απόληξη και λούκια απορροής υδάτων που υποδεικνύουν κατάληξη στηθαίου. Επιπλέον στην ανατολική όψη ζητείται ξύλινο μπαλκόνι για το οποίο δεν υπάρχουν σημεία αναφοράς ή αποτυπώματα στο υπάρχον κτήριο. Μετά τα πιο πάνω η αιτούμενη προσθήκη που αφορά την ανακατασκευή ολόκληρου του ορόφου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κατά την γνώμη μας από τα προσκομισθέντα στοιχεία και την αυτοψία που έγινε στο κτήριο από μηχανικό της Εφορείας. Γνώμη της Εφορείας μας είναι να μην εγκριθεί η αρχιτεκτονική μελέτη ανακατασκευής ολόκληρου του ορόφου και του καμαριού πάνω από αυτόν αλλά να εγκριθεί η ανακατασκευή μόνο στο τμήμα που υπάρχουν οι εναπομείναντες τοίχοι.}

 

Το Τοπικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων Νοτίου Αιγαίου με τη γνωμοδότηση 2/31-03-2005 (Θέμα 39) ετάχθη κατά της χορηγήσεως εγκρίσεως με την εξής αιτιολογία:

 

{Δεν εγκρίνεται η υποβληθείσα αρχιτεκτονική μελέτη που αφορά την ανακατασκευή ολόκληρου ορόφου φερομένης ιδιοκτησίας Ν. Παπουτσά επί της οδού Μητροπόλεως στη Χώρα Μυκόνου, επί υφισταμένου ισογείου κτίσματος άλλης ιδιοκτησίας, καθώς και στη δημιουργία εξωτερικής κλίμακας ανόδου στον όροφο και ξύλινου εξώστη, διότι δεν στοιχειοθετείται ανακατασκευή του συνόλου των προβλεπόμενων στην υπόψη μελέτη και οι νέες κατασκευές δεν εντάσσονται ομαλά, από αρχιτεκτονική και αισθητική άποψη, στο υπάρχον ήδη κτίσμα και τη φυσιογνωμία του οικισμού στη συγκεκριμένη περιοχή.}

 

Κατόπιν τούτου η υποβληθείσα αίτηση απερρίφθη με την απόφαση 1531/25-05-2005 της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής με την εξής αιτιολογία:

 

{Δεν εγκρίνεται η υποβληθείσα αρχιτεκτονική μελέτη που αφορά στην ανακατασκευή ολόκληρου ορόφου φερόμενης ιδιοκτησίας Ν. Παπουτσά (...) επί υφισταμένου ισογείου κτίσματος άλλης ιδιοκτησίας, καθώς και στη δημιουργία εξωτερικής κλίμακας ανόδου στον όροφο και ξύλινου εξώστη, διότι δεν στοιχειοθετείται ανακατασκευή του συνόλου των προβλεπόμενων στην υπόψη μελέτη. Προτείνεται να υποβληθεί νέα μελέτη, στην οποία θα προβλέπεται η ανακατασκευή ορόφου μόνο στο τμήμα με τους εναπομείναντες τοίχους.}

 

Στη συνέχεια ο παρεμβαίνων με νεώτερες αιτήσεις (βλέπε από 17-06-2005 (αριθμός πρωτοκόλλου 2175/29-06-2005) αίτηση του ιδίου και από 18-10-2005 (αριθμός πρωτοκόλλου 3644/18-10-2005) και από 04-11-2005 (αριθμός πρωτοκόλλου 3978/07-11-2005) αιτήσεις της αρχιτέκτονος - μηχανικού Ανδριανής Θεοχάρη για λογαριασμό του), οι οποίες συνοδεύονταν από νεώτερα στοιχεία (τεχνικές εκθέσεις, φωτογραφικό υλικό, σειρά συμβολαίων από το έτος 1899 και εξής κ.λ.π.), ζήτησε την έγκριση τροποποιημένης αρχιτεκτονικής μελέτης ανακατασκευής και διαρρύθμισης του ορόφου της εν λόγω οικίας. Στην από 06-12-2005 εισήγηση της προϊσταμένης της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής προς το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων, στο οποίο αναπέμφθηκε η υπόθεση, αναφέρονται τα εξής:

 

{... ο ιδιοκτήτης υπέβαλε στην Εφορεία (...) νέα στοιχεία βάσει των οποίων ζητείται η επανεξέταση του θέματος από το ΤΣΝΜΑ. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα υποβληθέντα συμβόλαια και κύρια από το με αριθμό 1107 του 1899, όπου αναφέρεται ότι ο όροφος αποτελείται από δύο ανώγεια, άστεγα δωμάτια, που αποτελούν και τη σημερινή ιδιοκτησία του κ. Νικολάου Παπουτσά. Στον όροφο σήμερα διατηρούνται στην δυτική όψη τοίχοι ύψους περίπου 4.80 m, οι οποίοι έχουν σαμαρωτή απόληξη, και στην ανατολική όψη τοίχοι ύψους περίπου 5.05 m, που κατά τη γνώμη μας αυτά τα ύψη θα πρέπει να παραμείνουν ως τελικά ύψη της ιδιοκτησίας. Η νέα μελέτη, η οποία υποβλήθηκε, προτείνει την ανακατασκευή του ορόφου με τελικά ύψη 4.80 για την δυτική όψη, και το 5.05 για την ανατολική. Επιπλέον στην ανατολική όψη ζητείται ξύλινο μπαλκόνι λόγω της ύπαρξης μπαλκονόπορτας στον όροφο, καθώς και μικρό ξύλινο πατάρι πάνω από την κουζίνα. Επειδή η πιο πάνω ιδιοκτησία αφορά μόνο τον όροφο του υπάρχοντος κτίσματος, και το ισόγειο ανήκει σε άλλον ιδιοκτήτη, θα πρέπει να κατασκευαστεί εξωτερική σκάλα ανόδου στον όροφο, για την οποία υπάρχει προέγκριση από τον Δήμο Μυκόνου. Τέλος προτείνεται η κατασκευή παραδοσιακής καταπακτής, διαστάσεων 1.50 Χ 1.20 και ύψος 1.20 για τον καθαρισμό και τη συντήρηση του δώματος. Εισηγούμαστε την έγκριση της αρχιτεκτονικής μελέτης που αφορά την ανακατασκευή του ορόφου, την κατασκευή μικρού παταριού πάνω από την κουζίνα, την εξωτερική σκάλα ανόδου στον όροφο και την παραδοσιακή καταπακτή στο δώμα, με τον όρο τα τελικά ύψη της ιδιοκτησίας (που είναι ο όροφος του κτηρίου) να μην υπερβαίνουν τα ύψη των υπαρχόντων τοίχων που είναι 4.80 m και 5.05 m αντίστοιχα στην δυτική και ανατολική όψη της, μετρούμενα από την επάνω στάθμη της πλάκας ορόφου ισογείου.}

 

Κατ' αποδοχή της εισηγήσεως αυτής, το Τοπικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων Αττικής, με την γνωμοδότηση 8/12-12-2005 (Θέμα 23), ενέκρινε (α) την ανακατασκευή ολόκληρου του ορόφου, αφού διαπίστωσε βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων την ύπαρξη τοίχων στην ανατολική και δυτική πλευρά του ορόφου, ύψους 4,80 m και 5,05 m αντιστοίχως, (β) την κατασκευή εξωτερικής κλίμακας ανόδου, δεδομένου ότι το ισόγειο ανήκει σε άλλον ιδιοκτήτη, καθώς επίσης την κατασκευή (γ) μικρού παταριού στην κουζίνα και (δ) παραδοσιακής καταπακτής στο δώμα. Κατόπιν τούτου εκδόθηκε η 537/17-02-2006 πράξη της Εφορείας νεωτέρων Μνημείων Αττικής, η οποία διαλαμβάνει τα εξής:

 

{Εγκρίνεται η υποβληθείσα αρχιτεκτονική μελέτη για ανακατασκευή μικρού παταριού επάνω από την κουζίνα, εξωτερικής σκάλας ανόδου στον όροφο και παραδοσιακής καταπακτής στο δώμα, σε υπάρχουσα οικοδομή, φερόμενης ιδιοκτησίας κ. Νικολάου Παπουτσά (...) υπό τους εξής όρους: α) Τα τελικά ύψη της ιδιοκτησίας (που είναι ο όροφος του κτηρίου) να μην υπερβαίνουν τα ύψη των υπαρχόντων τοίχων, που είναι 4,80 m στη δυτική και 5,05 m στην ανατολική όψη, μετρούμενα από την επάνω στάθμη της πλάκας ορόφου ισογείου. β) Η διαμόρφωση εξόδου στο δώμα να γίνει σε συνεννόηση με την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής.}

 

Σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή, με την από 03-03-2006 αίτηση του παρεμβαίνοντος (αριθμός πρωτοκόλλου 858/03-03-2006) υπεβλήθη νέα τροποποιημένη αρχιτεκτονική μελέτη, η οποία εγκρίθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση 858/07-03-2006 της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής, εν συνεχεία δε εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη 378/09-10-2006 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, με την οποία επιτράπηκαν οι σχετικές οικοδομικές εργασίες, πλην της κατασκευής παταριού πάνω από την κουζίνα.

 

11. Επειδή, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα από 06-12-2005 εισήγηση της προϊσταμένης της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής, στην οποία ερείδεται η γνωμοδότηση 8/12-12-2005 του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων, που ελήφθη υπ' όψη για την έκδοση των αποφάσεων 537/17-02-2006 και 858/07-03-2006 (προσβαλλομένης) της εν λόγω Εφορείας, μετά την απορριπτική απόφαση 1531/25-05-2005 της υπηρεσίας, ο ιδιοκτήτης υπέβαλε νέα στοιχεία, μεταξύ των οποίων το 1107/1899 συμβόλαιο, από τα οποία προκύπτει ότι ο επίμαχος όροφος υπήρχε το 1899 και ότι, κατά το χρόνο εξετάσεως της υποθέσεως από την αρχαιολογική υπηρεσία, ο δυτικός και ο ανατολικός τοίχος αυτού σώζονται στο ύψος που τελικά εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη. Με τα δεδομένα αυτά, η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται πλήρως και νομίμως καθ' ο μέρος με αυτή εγκρίνεται η αποκατάσταση του εν λόγω ορόφου. Η αιτιολογία αυτή ευρίσκει έρεισμα και στα λοιπά στοιχεία του φακέλου (βλέπε ιδίως συμβόλαια 8644/13-10-1921 και 7997/24-03-1977, στα οποία μνημονεύεται άνω όροφος στην επίμαχη οικοδομή, καθώς και προσκομισθέν ενώπιον της Διοικήσεως φωτογραφικό υλικό), ενώ δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο επίμαχος όροφος παρέμεινε ημιτελής (χωρίς σκεπή), ότι ήταν ακατοίκητος, ή ότι δεν ηλεκτροδοτήθηκε, δεδομένου ότι κατά τις κρίσιμες διατάξεις επιτρέπεται η επισκευή και η ανακατασκευή και ερειπωμένων και ημιτελών κτιρίων. Κατ' ακολουθίαν τούτου νομίμως επιτράπηκαν οι σχετικές οικοδομικές εργασίες με την δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, και επομένως όλοι οι λόγοι με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

 

12. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος επετράπη η ανακατασκευή ορόφου μη υφισταμένου κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του διατάγματος αυτού, και μάλιστα καθ' υπέρβαση των θεσπιζόμενων με το διάταγμα αυτό όρων δομήσεως. Κατά το πρώτο σκέλος του ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοικήσεως ο επίμαχος όροφος υφίστατο και πριν και μετά το από 19-10-1978 προεδρικό διάταγμα. Κατά το δεύτερο σκέλος ο λόγος είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται ποιες διατάξεις, είτε του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος, είτε των ειδικότερων διαταγμάτων που διέπουν το πολεοδομικό καθεστώς της Μυκόνου, παραβιάσθηκαν εν προκειμένω. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι κατά το άρθρο 5 του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος επί προϋφιστάμενων του διατάγματος αυτού κτισμάτων, όπως εν προκειμένω, επιτρέπεται η επισκευή και η αναστήλωσή τους και καθ' υπέρβαση των θεσπιζόμενων με το διάταγμα αυτό όρων δομήσεως.

 

13. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 10, στην από 17-02-2005 εισήγηση της υπηρεσίας αναφέρεται ότι με την από 22-09-2004 αίτησή του ο παρεμβαίνων ζήτησε την κατασκευή ξύλινου εξώστη (μπαλκονιού) στην ανατολική όψη της οικοδομής, για το οποίο όμως δεν υπάρχουν σημεία αναφοράς ή αποτυπώματα στο υπάρχον κτήριο, στην δε από 06-12-2006 εισήγηση αναφέρεται ότι στην ανατολική όψη ζητείται ξύλινο μπαλκόνι λόγω της ύπαρξης μπαλκονόπορτας στον όροφο. Όμως ούτε με την γνωμοδότηση 23/12-12-2005 του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων, ούτε με τις αποφάσεις 537/17-02-2006 και 858/07-03-2006 (προσβαλλόμενη) της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής εγκρίνεται η κατασκευή εξώστη (μπαλκονιού). Συνεπώς δεν επετράπη η κατασκευή εξώστη με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, ο δε λόγος με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην 9η σκέψη, εφ' όσον δεν προηγήθηκε έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, μη νομίμως επετράπη η κατασκευή του εν λόγω εξώστη με την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια. Επομένως η πράξη αυτή πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος αυτό, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο ακυρώσεως. Είναι διαφορετικό δε το ζήτημα αν, διαπιστουμένης της υπάρξεως μπαλκονόπορτας στον ανατολικό τοίχο της οικοδομής, δύναται, εν όψει των τοπικών παραδοσιακών προτύπων και συνθηκών, να επιτραπεί η κατασκευή εξώστη είτε με τις παραπάνω διαστάσεις, εφ' όσον τεκμηριωθεί η ύπαρξή του στο παρελθόν, είτε με τις διαστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση Α στοιχείο γ του από 13-08-1976 προεδρικού διατάγματος, δεδομένου ότι προς τούτο απαιτείται, πάντως, ρητή έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας.

 

14. Επειδή, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλονται διάφορες πλημμέλειες ως προς τον τρόπο και τα υλικά κατασκευής του ορόφου, το ύψος της οικοδομής, τη συμφωνία των εκτελούμενων εργασιών με τα παραδοσιακά πρότυπα και τη μη πρόβλεψη αποχέτευσης, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι διότι δεν εξειδικεύονται με παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου και μνεία των διατάξεων που παραβιάσθηκαν.

 

15. Επειδή, επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, να απορριφθεί δε η αίτηση κατά τα λοιπά.

 

16. Επειδή, λόγω της εν μέρει αποδοχής και της εν μέρει απορρίψεως της αιτήσεως πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατ' άρθρο 39 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989).

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση καθ' ο μέρος στρέφεται κατά της αποφάσεως 858/07-03-2006 της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Αττικής, Δέχεται την παρέμβαση κατά το μέρος αυτό, Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση, καθ' ο μέρος στρέφεται κατά της οικοδομικής άδειας 378/09-10-2006 της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων και την ακυρώνει καθ' ο μέρος με την άδεια αυτή επιτρέπεται η κατασκευή εξώστη (μπαλκονιού), Δέχεται εν μέρει και απορρίπτει εν μέρει, αντιστοίχως, την ασκηθείσα παρέμβαση, Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 07-06-2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση την 11-10-2012.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.