Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 499/03

ΝΣΚ 499/2003


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 499/2003 (22-12-2003)

 

Αριθμός ερωτήματος: αριθμός πρωτοκόλλου 66210/09-12-2003 Περιφέρειας Αττικής, Γενική Διεύθυνση Περιφέρειας, Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης.

 

Περίληψη ερωτήματος: 1. Αν κατά την διαδικασία λήψης απόφασης για αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών, ενόψει ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, μπορεί το αποφασίζον όργανο (Νομάρχης), να εκδίδει σχετική απόφαση χωρίς την προηγούμενη διερεύνηση της συνδρομής των ελάχιστων νομίμων προϋποθέσεων που απαιτούνται για νόμιμη και έγκυρη λήψη απόφασης - πρότασης από τον οικείο Δήμο, περί τροποποίησης εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου για δημιουργία κοινόχρηστου χώρου, που μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούσα σαφή συγκεκριμένη πρόθεση για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας.

 

2. Αν στην περίπτωση που κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης - πρότασης του οικείου Δήμου για τροποποίηση - απαλλοτρίωση εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, δεν υπάρχει εγγεγραμμένη πίστωση στον τρέχοντα προϋπολογισμό ή υπάρχει γενικός κωδικός στον προϋπολογισμό με τίτλο Απαλλοτριώσεις - Αγορές Οικοπέδων, καλύπτονται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εγκυρότητα - νομιμότητα της απόφασης - πρότασης του οικείου Δήμου, που μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούσα σαφή συγκεκριμένη πρόθεση για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας.

 

3. Αν στην περίπτωση κατά την οποία, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, προκύπτει ότι η προτεινόμενη τροποποίηση ρυμοτομικού κοινοχρήστου χώρου, αφορά επανεπιβολή απαλλοτρίωσης για την ίδια ιδιοκτησία, οφείλει ο Νομάρχης κατά την διαδικασία λήψης απόφασης περί αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών σε βάρος της συγκεκριμένης ιδιοκτησίας να εξετάζει και διαπιστώσει αν υφίσταται τέτοιο ζήτημα, ή μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης χωρίς να λάβει υπ' όψιν του το ζήτημα αυτό.

 

Επί των ανωτέρω ερωτημάτων το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως εξής:

 

Ι. α. Στο άρθρο 152 παράγραφοι 1, 3 και 6 του από 14-07-1999 προεδρικού διατάγματος Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΦΕΚ 580/Δ/1999) ορίζονται τα εξής:

 

{1. Το σχέδιο πόλης που εγκρίνεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να εξασφαλίζει την ικανοποίηση των προβλεπομένων αναγκών του οικισμού και να συντάσσεται σύμφωνα με τους όρους που απαιτούνται από τους κανόνες της υγιεινής, της ασφάλειας, της οικονομίας και της αισθητικής.

 

2 ...

 

3. Υπόχρεοι για την εκπόνηση των παραπάνω σχεδίων και την εκτέλεση προπαρασκευαστικών τεχνικών εργασιών που είναι συναφείς με την μελέτη και την εφαρμογή αυτών είναι οι οικείοι δήμοι και κοινότητες, ενώ είναι δυνατό να επιβαρύνονται άμεσα και οι ιδιοκτήτες με μέρος των σχετικών δαπανών. Τις εργασίες αυτές μπορεί να εκτελεί εν μέρει ή στο σύνολο τους σε βάρος και για λογαριασμό των υπόχρεων και το Δημόσιο μετά σχετική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων που εκδίδεται μετά γνωμοδότηση του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος ...

 

6. Ως σχέδια πόλεων κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου νοούνται όχι μόνο τα αρχικώς εγκρινόμενα νέα σχέδια, αλλά και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.}

 

β. Στο άρθρο 159 παράγραφος 2 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι:

 

{2. Αν πρόκειται να αρχίσουν σχετικές εργασίες για την εκπόνηση νέου σχεδίου πόλης επιτρέπεται, με απόφαση της αρμόδιας αρχής που εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, να επιβάλλεται συνολικά ή εν μέρει και μέχρι ένα το πολύ χρόνο, η πλήρης απαγόρευση των οικοδομικών εργασιών σε όλη την πόλη και στην περιοχή της ή και σε τμήματα αυτής μόνο ή και η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών με όρους και περιορισμούς που κανονίζονται με την ίδια απόφαση...}

 

γ. Στο άρθρο 29 παράγραφος 1 β' του νόμου 2831/2000, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 του νόμου 3044/2002 ορίζονται τα εξής:

 

{1. Με απόφαση του οικείου νομάρχη και με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 γίνονται οι ακόλουθες πολεοδομικές ρυθμίσεις:

 

α ...

 

β. Η τροποποίηση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εγκεκριμένων σχεδίων και οικισμών και ο καθορισμός και η τροποποίηση όρων και περιορισμών δόμησης σε αυτό, καθώς και η έγκριση πολεοδομικής μελέτης ανάπλασης και αναμόρφωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 11 και 15 παράγραφος 4 του νόμου 2508/1997.} (Οι παράγραφοι 2 και 3 των διατάξεων των οποίων γίνεται επιφύλαξη αναφέρονται στην αρμοδιότητα του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας να τροποποιεί σχέδια πόλεων σε παράκτιες περιοχές και του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων σε περιπτώσεις καθοριζομένων δι' αποφάσεων του ειδικών αξόνων κ.λ.π).

 

γ. Το Συμβούλιο της Επικρατείας καθ' ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8 παράγραφοι 1 και 2 και 70 παράγραφος 1 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος (οι οποίες έχουν κωδικοποιηθεί στα άρθρα 152 παράγραφος. 6 και 159 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) δέχεται παγίως ότι:

 

{απαγόρευση των εργασιών δομήσεως μπορεί να επιβληθεί και εν όψει τροποποιήσεως υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου και μάλιστα ασχέτως εάν η εν λόγω τροποποίηση είναι ευρεία ή εντοπισμένη (ΣτΕ 2169/1985, 461/1982, 4377/1980, 1941/1979, 2320/1978). Εξ' άλλου η επιβολή αυτής της απαγορεύσεως, η οποία πλήττει την άσκηση των απορρεουσών εκ της ιδιοκτησίας ευχερειών, τελεί υπό την προϋπόθεση της υπάρξεως σαφούς και οριστικής προθέσεως των κατά το νόμο αρμοδίων για την κίνηση της διαδικασίας τροποποιήσεως υφισταμένου σχεδίου φορέων, που εκδηλώνεται δια της ενάρξεως των σχετικών προς την εκπόνηση τέτοιου σχεδίου εργασιών (σύνταξη σχετικών μελετών κ.λ.π.). Η προϋπόθεση δε αυτή, υ την συνδρομή της οποίας αρκείται ο νομοθέτης για την επιβολή της εν λόγω απαγορεύσεως, εν όψει της μακράς κατά το μάλλον ή ήττον διαδικασίας εγκρίσεως ή τροποποιήσεως ρυμοτομικού σχεδίου, υφίσταται βεβαίως όταν υπάρχει συγκεκριμένη πρόταση του αρμόδιου κατά το νόμο φορέως (οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή του κατά νόμον αρμοδίου συμβουλίου της διοικήσεως) δυναμένη να θέση σε κίνηση την σχετική διαδικασία (ΣτΕ 2169/1985, 461/1982, 1941/1979 κ.λ.π.)}

 

Περαιτέρω γίνεται επίσης δεκτό ότι το ρυμοτομικό διάταγμα αποτελεί πράξη κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως των ακινήτων που καταλαμβάνονται από χώρους οριζόμενους ως κοινοχρήστους (ΣτΕ 4610/1986), ενώ στο άρθρο 7 παράγραφος 2 εδάφιο β' του Συντάγματος ορίζεται ότι στην απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Ομοίως στην παράγραφο 7 του άρθρου 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, (νόμος 2882/2001) (ΦΕΚ 17/Α/2001), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος γ' του νόμου 2985/2002 προσαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων στο Σύνταγμα (ΦΕΚ 18/Α/2002), ορίζονται τα εξής:

 

{7. Εφόσον υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης είναι το Δημόσιο ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, απαιτείται βεβαίωση του αρμόδιου για την έκδοση της πράξης οργάνου για το μέγεθος της δαπάνης και τον τρόπο καλύψεώς της, με μνεία του αντίστοιχου φορέα και Κωδικού αριθμού εξόδου του οικείου προϋπολογισμού από την εγγεγραμμένη πίστωση των οποίων πρόκειται να καλυφθεί η εν λόγω δαπάνη. Σε περίπτωση που δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό ή η εγγραμμένη έχει εξαντληθεί ή είναι ανεπαρκής, αναγράφεται η κατά τα άρθρα 15 - 18 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (νόμος 2362/1995 (ΦΕΚ 47/Α/1995) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για εγγραφή ή μεταφορά πιστώσεως ή, εν πάση περιπτώσει, η πηγή από την οποία θα καλυφθεί η σχετική δαπάνη. Η βεβαίωση αυτή μνημονεύεται υποχρεωτικά στο προοίμιο της πράξης κήρυξης της απαλλοτρίωσης.}

 

II. Από το φάκελο του ερωτήματος προκύπτουν τα εξής:

 

Με την υπ' αριθμόν 313/10-04-2003 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ζωγράφου αποφασίστηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στο οικοδομικό τετράγωνο 387 για επέκταση και χαρακτηρισμό ως κοινοχρήστου χώρου πρασίνου και με την υπ' αριθμόν 483/08-05-2003 όμοια απόφαση αποφασίστηκε η αναστολή έκδοσης οικοδομικών αδειών στο ίδιο τετράγωνο για 1 χρόνο.

 

Με την υπ' αριθμόν 8399/11/2003 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού Περιβάλλοντος εγκρίθηκε η αναστολή έκδοση οικοδομικών αδειών, ως είχε αποφασισθεί με την υπ' αριθμόν 483/2003 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ζωγράφου.

 

Κατά της ανωτέρω νομαρχιακής αποφάσεως ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 69 του προεδρικού διατάγματος 30/1996, ο οποίος υπέβαλε το εξεταζόμενο ερώτημα.

 

ΙΙΙ. α. Από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν προκύπτει ότι η πρόταση για τροποποίηση εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως υποβάλλεται από τον Δήμο ή Κοινότητα και επί της προτάσεως αποφασίζει ο οικείος Νομάρχης. Περαιτέρω η απαγόρευση των εργασιών δομήσεως που μπορεί να επιβληθεί σε ακίνητο δι' αποφάσεως του Νομάρχη περί αναστολής εκδόσεως οικοδομικών αδειών, έχει ως προϋπόθεση την νόμιμη και έγκυρη λήψη απόφασης - πρότασης από τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα περί τροποποιήσεως του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Επομένως ο Νομάρχης, ως αποφασίζον (άρθρο 29 παράγραφος 1 β' του νόμου 2831/2000) εν προκειμένω όργανο οφείλει να ελέγχει την συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την λήψη απόφασης από το όργανο που προτείνει την τροποποίηση, όπως είναι η ύπαρξη σαφούς και οριστικής προθέσεως, του Δήμου εν προκειμένω, δια την κίνηση της διαδικασίας εγκρίσεως ή τροποποιήσεως που εκδηλώνεται με την έναρξη των σχετικών για την εκπόνηση τέτοιου σχεδίου εργασιών (σύνταξη σχετικών μελετών κ.λ.π., ΣτΕ 2169/1985).

 

β. Εξάλλου, εάν η συγκεκριμένη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου συνεπάγεται απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας, κατά την προεκτεθείσα συνταγματική διάταξη, θα πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Συνεπώς, κατά την άποψη μου, η αναφορά στον προϋπολογισμό του Δήμου υπό τον γενικό κωδικό Απαλλοτριώσεις - Αγορές οικοπέδων δεν καλύπτει την άνω Συνταγματική απαίτηση περί ειδικής αιτιολογήσεως της δυνατότητας καλύψεως της δαπάνης αποζημίωσης.

 

γ. Η επανεπιβολή απαλλοτριώσεως στην ίδια ιδιοκτησία, απορρέουσα από τη γενική αρμοδιότητα της Διοικήσεως να εγκρίνει, επεκτείνει ή να τροποποιεί τα σχέδια πόλεως έπειτα από εκτίμηση των υφισταμένων ή και μελλοντικών πολεοδομικών αναγκών, γίνεται υπό τις εξής προϋποθέσεις: α)να υπάρχει πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως με την καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως και β) η επιχειρούμενη ρύθμιση να επιβάλλεται, για λόγους σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών εξετάζεται και διαπιστώνεται από το αποφασίζον επί του θέματος όργανο (ΣτΕ 1813/1990, 3805/1987, 3188/1982 κ.λ.π.) Κατά μείζονα λόγο λοιπόν στην περίπτωση που το αποφασίζον όργανο (Νομάρχης) κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης περί αναστολής, έκδοσης οικοδομικών αδειών, διαπιστώνει ότι δια της προτεινομένης τροποποιήσεως επιχειρείται επανεπιβολή απαλλοτριώσεως στην ίδια ιδιοκτησία, θα πρέπει να εξετάζει αν συντρέχουν σωρευτικά οι αναφερόμενες 2 προϋποθέσεις.

 

IV. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω επομένως στα τιθέμενα ερωτήματα πρέπει να δοθούν, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, οι παραπάνω απαντήσεις.

 

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.