Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 4377/80

ΣτΕ 4377/1980


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 4377/1980

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Δ

 

κατά του Υπουργού Δημοσίων Έργων, παραστάντος δια του Β. Κολοβού, Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

περί ακυρώσεως του από [ΠΔ] 12-12-1979 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 12/Δ/1980) περί αναστολής των οικοδομικών εργασιών στην εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχή του Δήμου Θεσσαλονίκης, ως και πάσης συναφούς με το ανωτέρω διάταγμα εκτελεστής πράξεως ή παραλείψεως της Διοίκησης.

 

Αφού άκουσε τον εισηγητή, Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Κ. Μενουδάκο, που ανάγνωσε και ανέπτυξε την έκθεση αυτού, καθ' ην το ιστορικό της προκειμένης υποθέσεως έχει ως έπεται:

 

Δια της υπό κρίσιν αιτήσεως ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωσις του από [ΠΔ] 12-12-1979 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 12/Δ/1980) διά του οποίου απαγορεύθηκαν επί εν έτος οι οικοδομικές εργασίες και η χορήγηση οικοδομικών αδειών εις την εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Θεσσαλονίκης ευρισκομένη, περιοχήν Τούμπας, ως αυτή εμφαίνεται εις σχετικό διάγραμμα, συνοπτικό αντίτυπον του οποίου δημοσιεύθηκε μετά του εν λόγω διατάγματος.

 

Επειδή το δικόγραφο της υπό κρίσιν αιτήσεως υπογράφεται υπό δικηγόρου ως πληρεξουσίου των αιτούντων κατά την επ' ακροατηρίου, όμως, συζήτησιν οι τρίτος, έκτος, έβδομος και όγδοος εξ αυτών, ήτοι οι __________, δεν παρέστησαν διά πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε ενεφανίσθησαν διά να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ένδικου τούτου μέσου, δεν προσήχθη δε μέχρι της συζητήσεως συμβολαιογραφική πράξις περί παροχής πληρεξουσιότητας εις τον ως άνω δικηγόρο κατ' εξ ακολουθία, ως προς αυτούς η υπό κρίσιν αίτησις πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος,συμφώνως προς το άρθρο 27 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973 περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΦΕΚ 229/Α/1973).

 

Επειδή ως προς την πέμπτη των αιτούντων ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία Ηλίας Λαζός και Υιός ΑΕ δεν προκύπτει, άτε μηδενός σχετικού στοιχείου προσαχθέντος, αν η υπό κρίσιν αίτησις ασκήθηκε κατόπιν αποφάσεως περί τούτου του αρμοδίου επί του θέματος, κατά τον νόμον και το καταστατικόν της εν λόγω εταιρείας, οργάνου αυτής η έλλειψις δ' αυτής δεν καλύπτει εκ του γενομένου επ' ακροατηρίου διορισμού του υπογράφοντος το δικόγραφο της υπό κρίσιν αιτήσεως δικογράφου ως πληρεξουσίου της ανωτέρω εταιρείας υπό του εμφανισθέντος ως εκπροσώπου αυτής Ηλία Λαζού, καθ' όσον ο διορισμός ούτος αφορά εις διάφορον θέμα, ήτοι εις την νομιμοποίηση του μνησθέντος δικηγόρου ως πληρεξουσίου της εταιρείας. Κατ' ακολουθίαν η υπό κρίσιν αίτησις είναι ως προς την ως άνω εταιρεία απορριπτέα ως απαράδεκτος (βλέπε ΣτΕ 3960/1979, 590/1979, 562/1979, κ.α.).

 

Επειδή οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος των αιτούντων, ήτοι οι __________ - ως προς τους οποίους και μόνον εν όψει των προηγουμένων σκέψεων, η υπό κρίσιν αίτησις είναι εξεταστέα - φερόμενοι ως συγκύριοι εκτάσεως ευρισκομένης εις την περιοχήν, εις την οποίαν αφορά η διά του προβαλλομένου διατάγματος επιβληθείσα απαγόρευσις των οικοδομικών εργασιών, μετ' εννόμου συμφέροντος ασκούν την υπό κρίσιν αίτηση, παραδεκτώς δ' ενώνονται εις κοινόν δικόγραφο καθ' όσον προβάλλουν λόγους έχοντας την αυτήν πραγματική και νομική βάσιν.

 

Επειδή διά του άρθρου 8, παράγραφος 1 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών προβλέπεται ότι:

 

{προκειμένης της ενάρξεως των σχετικών εργασιών διά την εκπόνηση νέου σχεδίου πόλεως ή κώμης κ.λ.π. επιτρέπεται ίνα διά βασιλικού διατάγματος, εκδιδομένου μετά γνώμη του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, επιβάλλεται εν όλω ή εν μέρει, και μέχρις ενός το πολύ έτους, η πλήρης απαγόρευσις των εργασιών δομήσεως εφ' όλης της πόλεως ή κώμης κ.λ.π. μετά της περιοχής της ή και επί τμημάτων αυτής μόνον ή και η εκτέλεσις τοιούτων εργασιών υπό όρους και περιορισμού κανονιζομένους διά του αυτού διατάγματος. Η ανωτέρω ετήσια προθεσμία δύναται να παραταθεί κατά τον αυτόν τρόπον και επί δύο έτη, εάν εν τω μεταξύ εξακριβωθεί ότι οι προς εκπόνηση του νέου σχεδίου εργασίες προόδευσαν σημαντικώς...},

 

ενώ διά του άρθρου 70, παράγραφος 1 ορίζεται ότι:

 

{ως σχέδια πόλεων, κωμών κ.λ.π. κατά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος διατάγματος νοούνται ου μόνον τα αρχικώς εγκρινόμενα νέα σχέδια αυτών, αλλά και πάσα μεταγενεστέρα τροποποίησις και επέκτασις των σχεδίων τούτων.}

 

Εξ' άλλου, διά του από [ΒΔ] 14-10-1947 βασιλικού διατάγματος (ΦΕΚ 234/Α/1947) διά του οποίου, εκδοθέντος κατ' επίκληση, πλην άλλων και του ως άνω άρθρου 8 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος αντικαταστάθηκε η παράγραφος 7 - διατηρουμένου εν ισχύι δυνάμει του άρθρου 128, παράγραφος 1 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1973 (νομοθετικό διάταγμα 8/1973) - άρθρου 19 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του έτους 1929 (από 03-04-1929 προεδρικού διατάγματος), ορίσθηκε ότι:

 

{αναστολή οικοδομικών εργασιών επί εκτάσεως εφ' ης υφίσταται εγκεκριμένο σχέδιον, προς τροποποίηση αυτού αποκλείεται κατά κανόνα. Επιτρέπεται αυτή εις τις κάτωθι περιπτώσεις: α) Εφ' όσον πρόκειται περί μελέτης νέου σχεδίου επί τμημάτων, δι' α δεν προϋπήρχε τοιούτον εγκεκριμένο, β) Εφ' όσον πρόκειται περί αναθεωρήσεως εγκεκριμένων σχεδίων κατά τις διατάξεις του άρθρου 80 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, γ) Εφ' όσον πρόκειται περί αναθεωρήσεως εγκεκριμένων σχεδίων οικισμών, εις ους λόγω θεομηνιών ή ραγδαίας εξελίξεως υφίστανται προδήλως οι προϋποθέσεις που επιβάλλουν ριζική αναθεώρηση του εγκεκριμένου σχεδίου},

 

περαιτέρω δε, θεσπίσθηκαν η διαδικασία και οι προϋποθέσεις διά την κατά το εν λόγω βασιλικόν διάταγμα αναστολή οικοδομικών εργασιών.

 

Επειδή εκ του συνδυασμού των μνησθεισών διατάξεων των άρθρων 8 παράγραφος 1 και 20 παράγραφος 1 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος προκύπτει ότι η απαγόρευσις των εργασιών δομήσεως δύναται να επιβληθεί είτε εν όψει εκπονήσεως ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως ή κώμης στερούμενης τοιούτου είτε εν όψει τροποποιήσεως υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου (ΣτΕ 1941/1979, 2320/1978, 2602/1977, 1480/1973 κ.α.) και δη ασχέτως εάν η εν λόγω τροποποίησις είναι ευρεία ή εντετοπισμένη (ΣτΕ 1941/1979, ΣτΕ 2320/1978).

 

Εξ' άλλου, διά των διατάξεων αυτών ρυθμίζεται κατά τρόπον εξαντλητικό το θέμα της, εις τις ως άνω περιπτώσεις, αναστολής των οικοδομικών εργασιών, ουδόλως δε παρέχεται εξουσιοδότησις προς θέσπιση, διά της κανονιστικής οδού, γενικώς όρων και περιορισμών δια την επιβολή του εν λόγω μέτρου, επιτρεπομένου απλώς όπως διά των πράξεων, που επιβάλλουν την αναστολή εις εκάστην συγκεκριμένη περίπτωσιν, προβλέπονται οι ειδικότεροι όροι επιβολής του μέτρου τούτου. Κατά συνέπειαν, το μνησθέν από [ΒΔ] 14-10-1947 βασιλικό διάταγμα, δια του οποίου θεσπίζονται, γενικώς περιορισμοί και προϋποθέσεις διά την επιβολή της, κατά τα άνω, αναστολής οικοδομικών εργασιών, δεν βρίσκει έρεισμα εις το άρθρο 8 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος συμφώνως προς τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ούτε εις τις προοίμιον αυτού μνημονευόμενες λοιπές διατάξεις του ιδίου νομαρχιακού διατάγματος (ήτοι των άρθρων 6, 80 και 85), αναφερόμενες εις διαφορετικά ζητήματα, είναι ανίσχυρο ως εκδοθέν άνευ εξουσιοδοτήσεως. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ο περί παραβάσεως του εν λόγω κανονιστικού διατάγματος λόγος ακυρώσεως, διά του οποίου, ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα, αφορών εις έκταση ευρισκομένη εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Θεσσαλονίκης και εκδοθέν εν όψει τροποποιήσεως του σχεδίου τούτου, είναι ακυρωτέο ως εκδοθέν άνευ συνδρομής των υπό του ως άνω από [ΒΔ] 14-10-1947 βασιλικού διατάγματος τασσομένων προϋποθέσεων.

 

Επειδή διά της υπό κρίσιν αιτήσεως προβάλλεται ότι διά του προσβαλλόμενου διατάγματος παραβιάζεται η περί προστασίας της ιδιοκτησίας συνταγματική αρχή, καθ' όσον δι' αυτού η έκτασις των αιτούντων υποβάλλεται διά πολλοστή φοράν εις παρόμοιο περιορισμό, ειδικότερα, δε, διότι, μια των επί της εκτάσεως ταύτης επιβληθεισών δεσμεύσεων, που διήρκεσαν επί αρκετά έτη, κατέληξε εις απαλλοτρίωση τμήματος της εν λόγω εκτάσεως, κηρυχθείσα διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Οικονομικών του έτους 1977 και αρθείσα δι' όμοιας αποφάσεως του έτους 1979, συνεπεία αυτοδίκαιας ανακλήσεως της λόγω μη εμπροθέσμου συντελέσεως αυτής. Ο λόγος ούτος, καθ' ο μέρος στηρίζεται εις τον ισχυρισμό ότι προ του προσβαλλόμενου διατάγματος η έκτασις των αιτούντων είχε υποβληθεί και εις ετέρας δεσμεύσεις, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος καθ' όσον δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένως οι δεσμεύσεις αυτές, καθ' ο δε μέρος επικαλείται την εις το παρελθόν κηρυχθείσα ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση τμήματος της εν λόγω εκτάσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι εκ της απαλλοτριώσεως ταύτης ουδόλως αποκλείεται από της απόψεως των συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την ιδιοκτησία, η επιβολή του, εις έτερον σκοπόν αποβλέποντος, επιδίκου μέτρου της απαγορεύσεως των οικοδομικών εργασιών. Εξ' άλλου η διάταξις της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του νομοθετικού διατάγματος 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων δια της οποίας ως αντικαταστάθηκε δια του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 280/1974 (ΦΕΚ 11/Α/1974) προβλέπεται ότι προ της παρόδου δύο ετών από της, κατά τα άρθρα 11 και 12 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος 797/1971, επερχόμενης ανακλήσεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως δεν χωρεί, άκοντος του ιδιοκτήτου, νέα, διά τον αυτόν σκοπόν, αναγκαστική απαλλοτρίωσις του ιδίου ακινήτου, πλην των εις την διάταξη ταύτη μνημονευομένων εξαιρέσεων, δεν έχει εφαρμογήν επί επιβολής του, υπό του άρθρο 8 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος θεσπιζόμενου, μέτρου της απαγορεύσεως των οικοδομικών εργασιών, που δεν συνιστά, προδήλως, αναγκαστική απαλλοτρίωση και που εξυπηρετεί, ως ήδη εξετέθη, σκοπόν διάφορον του της απαλλοτριώσεως, αβάσιμος δε τυγχάνει ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως.

 

Επειδή, κατά την έννοια της ανωτέρω παρατιθέμενης διατάξεως του άρθρο 8 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος η επιβολή του μέτρου της απαγορεύσεως των οικοδομικών εργασιών, που περιορίζει την άσκηση των εκ της ιδιοκτησίας απορρεουσών ευχερειών, τελεί υπό την προϋπόθεση της υπάρξεως σαφούς και οριστικής προθέσεως των κατά νόμον αρμοδίων διά την κίνηση της διαδικασίας εγκρίσεως ή τροποποιήσεως υφισταμένου ρυμοτομικού σχεδίου φορέων, εκδηλωθείσης ήδη διά της ενάρξεως των σχετικών προς την εκπόνηση τοιούτου σχεδίου εργασιών (έναρξις σχετικών μελετών κ.λ.π.) η προϋπόθεσις δε αυτή, εις την συνδρομή της οποίας αρκείται ο νομοθέτης διά την επιβολή της εν λόγω απαγορεύσεως εν όψει της μακράς, κατά το μάλλον ή ήττον, διαδικασίας εγκρίσεως ή τροποποιήσεως ρυμοτομικού σχεδίου, κατά μείζονα λόγον υφίσταται οσάκις υπάρχει συγκεκριμένη πρότασις του αρμοδίου κατά νόμον φορέως (οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή του κατά νόμον αρμοδίου συμβουλίου της διοικήσεως) δυναμένη να θέση εις αρμοδίου συμβουλίου της διοικήσεως) δυναμένη να θέση εις κίνηση την σχετική διαδικασίαν (ΣτΕ 1941/1979, 2320/1978).

 

Επειδή εις την προκειμένη περίπτωσιν το Δημοτικόν Συμβούλιον Θεσσαλονίκης διά της υπ' αριθμόν 480/26-07-1979 πράξεώς του γνωμοδότησε υπέρ της επί δωδεκάμηνο αναστολής των οικοδομικών εργασιών εις περιοχήν του συνοικισμού Τούμπας, περιγραφόμενη εις την πράξη ταύτη, με την αιτιολογία ότι έχει ήδη υποβληθεί, από το Δήμο, πλήρης πολεοδομική μελέτη για την αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου στην ως άνω περιοχή, ακολούθως δε το Συμβούλιον Δημοσίων Έργων διά της υπ' αριθμόν 852/30-08-1979 πράξεως γνωμοδότησε επίσης υπέρ της αναστολής εις την ανωτέρω περιοχήν, αλλά και υπέρ της επεκτάσεως του μέτρου τούτου εις πέντε ακόμη οικοδομικά τετράγωνα με την σκέψη, περιλαμβανομένη εις την δια της πράξεως ταύτης γενομένη δεκτή εισήγηση της αρμοδίας Διευθύνσεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, ότι πρέπει να εξεταστεί όλη η περιοχή, με το σκοπό να εξασφαλιστούν χώροι πρασίνου και χώροι για κοινωφελή κτίρια οι οποίοι ειδικά στην περιοχή αυτή είναι απολύτως απαραίτητοι. Εκ των ανωτέρω πράξεων, τις οποίας επικαλείται στο προοίμιο το προσβαλλόμενο διάταγμα, προκύπτει ότι συνέτρεχαν οι κατά νόμον προϋποθέσεις διά την επιβολή του επιδίκου μέτρου της απαγορεύσεως των οικοδομικών εργασιών, δεδομένου ότι εκδηλώθηκε πρόθεσις των αρμοδίων οργάνων διά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εις την περιοχήν, εις την οποίαν αφορά το μέτρον τούτο, και ειδικότερα του Δήμου Θεσσαλονίκης, ως προς την περιοχήν, την αναφερομένη εις την ως άνω πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου αυτού, και της Διοικήσεως, ως προς τα οικοδομικά τετράγωνα, εις τα οποία το Συμβούλιο Δημοσίων Έργων πρότεινε την επέκταση του μέτρου, διά την επιβολή του οποίου, άλλωστε, δεν είναι απαραίτητη η προηγούμενη γνωμοδότησις του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, εν όψει του άρθρου 85Α του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος, που προστέθηκε διά του άρθρου 3 του νόμου [Ν] 5367/1932 διά του οποίου, ορίζεται ότι:

 

{εξαιρέσει των περιπτώσεων του άρθρου 3, όπου κατά τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος προβλέπεται έκδοσις διατάγματος μετά γνωμοδότηση συμβουλίου, η τήρησις του τύπου τούτου είναι δυνητική, επιτρεπομένης της παραλείψεως της γνωμοδοτήσεως ταύτης} (ΣτΕ 2602/1977 και ΣτΕ 1480/1973) απορριπτέοι, συνεπώς, τυγχάνουν, ως αβάσιμοι, οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.

 

Επειδή το προσβαλλόμενο διάταγμα, έχον κανονιστικό χαρακτήρα, ελέγχεται μόνον από της απόψεως της τηρήσεως των τασσομένων υπό της εξουσιοδοτικής διατάξεως προϋποθέσεων και της μη υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως, συντρεχουσών δε, κατά τ' ανωτέρω, των υπό των μνησθεισών διατάξεων του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος τασσομένων προϋποθέσεων διά την επιβολή του μέτρου της απαγορεύσεως των οικοδομικών εργασιών, το προσβαλλόμενο διάταγμα τυγχάνει νόμιμο, που βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις αυτές, μη απαιτουμένης περαιτέρω αιτιολογήσεως της λήψεως του εν λόγω μέτρου (ΣτΕ 2320/1978, ΣτΕ 1480/1973 κ.λ.π.) συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί υπερβάσεως των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοικήσεως και αναιτιολόγητου λόγοι ακυρώσεως.

 

Επειδή ο λόγος ότι, υπό τις συντρέχουσας εις την προκειμένη περίπτωσιν συνθήκες, συντρέχει κατάχρησις εξουσίας απαραδέκτως προβάλλεται κατά της προσβαλλομένης πράξεως, εχούσης κανονιστικό χαρακτήρα.

 

Επειδή το υπόμνημα των αιτούντων δεν είναι ληπτέο υπ' όψιν ως απαραδέκτως κατατεθέν μετά την επ' ακροατηρίου συζήτησιν της υποθέσεως, εφ' όσον κατ' αυτήν, μη υποβληθέντος σχετικού αιτήματος δεν χορηγήθηκε υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου προθεσμία προς τούτο, συμφώνως προς το άρθρο 25, παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος [Ν] 170/1973.

 

Επειδή, κατά ταύτα, η υπό κρίσιν αίτησις πρέπει να απορριφθεί.

 

Δια ταύτα

 

Απορρίπτει την υπό κρίσιν αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

 

Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου εκ δραχμών 1900.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε εν Αθήναις της 13-12-1980 και δημοσιεύτηκε τη 31-12-1980.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.