Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 409/95

ΝΣΚ 409/1995


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 409/1995 (15-06-1995)

 

Αριθμός ερωτήματος: 8616/1669/1995 Γενικής Διεύθυνσης - Διεύθυνσης Νομοθετικού Έργου - Τμήμα Κρίσεως Προσφυγών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

 

Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται: α) Αν επί αναθεωρήσεως οικοδομικής άδειας που παρέτεινε το χρόνο ισχύος της αρχικής λόγω λήξεως χρόνου και η οποία χορηγήθηκε ολίγες ημέρες πριν την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος που τροποποίησε το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής και επηρέασε και το ακίνητο αφού η αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας (αύξηση προκηπίου, ρυμοτόμηση τούτου για τη διάνοιξη της λεωφόρου Σταυρού - Ελευσίνας) έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 23 παράγραφος 1 από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος οπότε η δοθείσα αναθεώρηση πρέπει να ανακληθεί λαμβανομένου υπόψη ότι με τη διάνοιξη του β' εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του νόμου 1337/1983 καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του νόμου 5269/1931 για την ανέγερση νέων οικοδομών, και β) εάν είναι νόμιμη και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση αποφάσεως επί ασκηθείσης προσφυγής κατά το άρθρο 8 του νόμου 3200/1955, η υποβολή νέων λόγων ακυρώσεως που δεν περιλαμβάνονται στην αρχική προσφυγή, δι' υπομνήματος το οποίο υπεβλήθη μετά την πάροδο τριακονθημέρου από την κατάθεση της αρχικής προσφυγής.

 

Ι. Επί των ανωτέρων ερωτημάτων το Δ' Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ομόφωνα ως ακολούθως:

 

Α. Πρώτο Ερώτημα

 

1. Ρυμοτόμηση ακινήτου

 

α. Το άρθρο 23 παράγραφος 1 από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος ορίζει ότι:

 

{Απαγορεύεται απολύτως η καθ' οιονδήποτε τρόπο ανέγερσις οικοδομών, περιτοιχισμάτων, φρακτών και εν γένει η εκτέλεσις οιονδήποτε εργασιών δομήσεως και οιαδήποτε προσωρινή ή μόνιμος εγκατάσταση:

 

Α) επί των οικοπέδων των περιλαμβανομένων εντός του όλου εγκεκριμένου σχεδίου και καταλαμβανόμενων υπό των στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α' αναφερομένων χώρων και γενικώς υπέρ ή υπό τους χώρους τούτους.}

 

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α' του αυτού νομοθετικού διατάγματος ορίζει ότι:

 

{Τα κατά το προηγούμενο άρθρο σχέδια καθορίζουν αναλόγως των προβλεπομένων αναγκών, πλην των άλλων:

 

α) Τις οδούς και πλατείας, τους κοινοχρήστους κήπους, πρασιάς και άλση και εν γένει τους προς κοινωφελείς σκοπούς αναγκαίους κοινοχρήστους χώρους...}

 

Εξάλλου το άρθρο 30 παράγραφος 1 από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος ότι:

 

{Ο στο εγκεκριμένο σχέδιο καθορισμός των εν τη παράγραφο 1 του άρθρου 2 υπό στοιχεία α' και β' αναφερομένων εν γένει χώρων και οικοπέδων χορηγεί δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως λόγω δημοσίας ωφελείας των υπό των χώρων τούτων καταλαμβανόμενων ακινήτων.}

 

Τέλος στο άρθρο 36 παράγραφος 4 εδάφιο β' του νόμου 1337/1983 ορίζεται ότι:

 

{Για τα ήδη υπάρχοντα εγκεκριμένα σχέδια πόλεων οι διατάξεις των άρθρων 1 μέχρι και 5 του νόμου 5269/1931 εφαρμόζονται μόνο για επισκευές κτιρίων που βρίσκονται σε ρυμοτομούμενα οικόπεδα και όχι για προσθήκες σε υπάρχοντα κτίρια ή ανέγερση νέων στα οικόπεδα αυτά.}

 

β. Από τη σαφή γραμματική διατύπωση των διατάξεων αυτών, ενισχυόμενη και από τον σκοπό της θεσπιζόμενης με αυτές ρυθμίσεις, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός με την ρυμοτομική πράξη, ακινήτων ως προοριζόμενη για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, κ.λ.π. συνεπάγεται την απαγόρευση χρησιμοποιήσεώς τους για σκοπό άλλο από εκείνο για το οποίο προορίσθηκαν. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει την ανωτέρω συνέπεια και όταν έπεται της εκδόσεως της οικοδομικής άδειας ή της αναθεωρήσεως της άδειας αυτής. Η απαγόρευση της δομήσεως στα ρυμοτομούμενα ακίνητα συνιστά περιορισμό της ιδιοκτησίας συμφυή με την έννοια του ρυμοτομικού σχεδίου και επιβεβλημένο για την διασφάλιση της εφαρμογής του που εξασφαλίζει την δημιουργία ή επέκταση κοινοχρήστων χώρων. Η ανωτέρω ρύθμιση είναι συνταγματικά άψογος και μετά την κατάργηση με το άρθρο 36 παράγραφος 4 του νόμου 1337/1983 της δυνατότητας που παρείχε το άρθρο 2 του νόμου 5269/1931 για τη δόμηση των ρυμοτομούμενων ακινήτων μετά την πάροδο ορισμένων προθεσμιών ως και την κατάργηση με την παράγραφο 1 του άρθρου 35 του νόμου 1337/1983 του θεσμού της αυτοδίκαιης άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως λόγω παρόδου οκταετίας από της κηρύξεως της χωρίς να γίνει καθορισμός της αποζημιώσεως και της θεσπίσεως ακολούθως ορισμένου χρόνου διάρκειας του ρυμοτομικού βάρους.

 

γ. Μετά τον χαρακτηρισμό του ακινήτου ως κοινοχρήστου συντρέχει νόμιμος λόγος διακοπής των οικοδομικών εργασιών και ανακλήσεως της σχετικής αδείας σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 23 και 32 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος οι οποίες ως προελέχθη απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση των ακινήτων που προορίζονται για τη δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, για σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο προορίσθηκαν (ΣτΕ 3492/1988).

 

2. Μεταβολή όρων δόμησης

 

α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του νόμου 651/1977 ορίζει ότι:

 

{Εις τις περιπτώσεις της, δια προεδρικών διαταγμάτων ή Νομαρχιακών αποφάσεων, κατά τις κείμενες διατάξεις, επιβολής, εις την περιοχήν εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, όρων δομήσεως επαχθέστερων των πρότερον ισχυόντων δύναται δια των διαταγμάτων τούτων να ορίζεται ότι εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι πρότερον ισχύοντες ευμενέστεροι όροι:

 

α) εάν προ της επιβολής των νέων όρων εξεδόθη νόμιμος άδεια της αρμοδίας αρχής ή εάν υπεβλήθησαν εις ταύτη πάντα τα δια την έκδοση της τοιαύτης αδείας απαιτούμενα στοιχεία. Εις την περίπτωσιν ταύτη η άδεια εκτελείται ως εξεδόθη ή εκδίδεται βάσει των υποβληθέντων στοιχείων, μη επιτρεπομένης της μεταγενέστερης προσθήκης βάσει των παλαιών όρων δομήσεως, αλλά μόνον βάσει των νέων τοιούτων.

 

β) εάν εντός της, προ της επιβολής των νέων όρων, τριετίας η υπό τους πρότερον ισχύοντας όρους οικοδόμησις είχε συμφωνηθεί ή προσυμφωνηθεί δια δημοσίου εγγράφου που αποδεικνύει την ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους του κυρίου του ακινήτου προς τρίτους.}

 

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η δια προεδρικού διατάγματος επιβολή στην περιοχή εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, όρων δομήσεως επαχθέστερων των πρότερον ισχυόντων, καταλαμβάνει και τις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες, εάν το προεδρικό διάταγμα αυτό δεν περιλάβει την προβλεπομένη υπό των ανωτέρω διατάξεων ρήτρα περί εφαρμογής υπό τις αναφερόμενες προϋποθέσεις των προϊσχυόντων ευμενέστερων όρων. Και παρά την έλλειψη της ρήτρας αυτής, έχει κριθεί ΣτΕ 19/1982, 272/1983) ότι είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση της υπό τους παλαιούς όρους ανεγειρόμενης οικοδομής, η οποία είναι αναγκαία για τη λειτουργική αρτιότητά της ήτοι κατά το μέρος που έχει ήδη κατά τον χρόνον επιβολής τω νέων όρων, κατασκευασθεί ο φέρων οργανισμός του κτιρίου διότι δεν προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις πρόθεση του νομοθέτη περί ανατροπής και πραγματικών καταστάσεων οι οποίες δημιουργήθησαν με βάση νόμιμο οικοδομική άδεια.

 

β. Με το αναφερόμενο στο ερώτημα προεδρικό διάταγμα τροποποιήθηκε επί το δυσμενέστερον σχέδιο της περιοχής στην οποία αφορά. Μεταξύ των επαχθέστερων ρυθμίσεων περιλαμβάνονται και τοιαύτες αφορώσες στο προκήπιο, το οποίο ως έχει κριθεί (ΣτΕ 1096/1977, 50/1977, 2601/1975, 2955/1973, 3336/1973, Γνωμοδότηση ΝΣΚ 88/1982) αποτελεί όρο δομήσεως ενώ δεν περιέχεται ρήτρα περί εφαρμογής των προϊσχυόντων πλέον ευνοϊκών όρων επί των εκκρεμών οικοδομικών αδειών.

 

γ. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων και στην περίπτωση αυτή συντρέχει νόμιμος λόγος διακοπής των οικοδομικών εργασιών ή ανακλήσεως της σχετικής αδείας σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του νόμου 651/1977, οι οποίες επιβάλλουν την ισχύ των νέων επαχθέστερων όρων δομήσεως και στις εκκρεμείς οικοδομικές άδειες εφόσον δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο προεδρικό διάταγμα που μετέβαλε τους όρους αυτούς.

 

3. Συμπέρασμα

 

Με βάση τα ανωτέρω το τμήμα έχει τη γνώμη ότι μετά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στην αναφερόμενη περιοχή και αφενός με τον χαρακτηρισμό μέρους του ακινήτου ως κοινοχρήστου, αφετέρου, δε την επαύξηση του πλάτους του προκηπίου, επί της αναφερόμενης αναθεωρήσεως οικοδομικής άδειας έχουν εφαρμογή, κατά τις προαναφερθείσες διακρίσεις οι διατάξεις των άρθρων 23 παράγραφος 1 και 30 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος (ρυμοτόμηση, χαρακτηρισμός ως κοινοχρήστου) ως και εκείνες της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του νόμου 651/1977 (μεταβολή όρων δομήσεως, προκήπιο) κατ' επίκληση και εφαρμογή των οποίων χωρεί διακοπή των οικοδομικών εργασιών και ανάκληση της σχετικής άδειας.

 

Β. Δεύτερο ερώτημα

 

1. Το άρθρο 8 του νόμου 3200/1955 (ΦΕΚ 97/Α/1955) Προσφυγή κατ' αποφάσεων του Νομάρχου, ορίζει ότι:

 

{Άρθρο 8

 

1. Κατά των αποφάσεων του Νομάρχου επιτρέπεται εις πάντα ενδιαφερόμενον προσφυγή δια παράβασιν Νόμου ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από της δημοσιεύσεως ή εάν η απόφασις δεν δημοσιεύεται από της κοινοποίησης ή άλλως αφ' ης έλαβε γνώση.

 

2. Η προσφυγή κατατίθεται εις την Νομαρχία ή το αρμόδιο Υπουργείον επί αποδείξει παρεχομένη υποχρεωτικώς εις τον προσφεύγοντα και μνημονεύσει και τον αριθμόν πρωτοκόλλου υφ' ον καταχωρήθηκε η προσφυγή ή αποστέλλεται ταχυδρομικώς επί αποδείξει.

 

3. Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει να αποφασίσει εντός 60 ημερών από της υποβολής της προσφυγής εις αυτόν.

 

4. Ασκηθείσης της προσφυγής δύναται να διαταχθεί υπό του Νομάρχου ή του αρμοδίου Υπουργού η επί 30 το πολύ ημέρας αναστολή εκτελέσεως της καθ' ης προσφυγή πράξεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο Υπουργός υποχρεούται να αποφασίσει επί της προσφυγής εντός της προθεσμίας των 30 ημερών.

 

5. Ο Υπουργός δύναται και αυτεπαγγέλτως να ακυρώνει παράνομη πράξη του Νομάρχου εντός 3 μηνών από της εκδόσεώς της.}

 

2. Από τη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως προκύπτουν αφ' ενός μεν ότι η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής κατά των αποφάσεων του Νομάρχου είναι αποκλειστική αφετέρου δε ότι ο Υπουργός δύναται να ασκεί και αυτεπαγγέλτως έλεγχο νομιμότητος των αυτών αποφάσεων του Νομάρχου.

 

Η δυνατότητα υποβολής νέων λόγων ακυρώσεως μετά την πάροδο της ως άνω αποκλειστικής προθεσμίας ισοδυναμεί με άσκηση συμπληρωματικής προσφυγής, η οποία αποκλείεται από το χαρακτηρισμό της σχετικής προθεσμίας ασκούμενοι με οποιαδήποτε ονομασία (συμπληρωματική προσφυγή, υπόμνημα) νέοι λόγοι ακυρώσεως είναι απαράδεκτοι και δεν χρήζουν απαντήσεως δια της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού επί της προσφυγής.

 

3. Οι προαναφερθέντες απαράδεκτοι νέοι λόγοι ακυρώσεως δύνανται κατά την κρίσιν του Υπουργού να αποτελέσουν βάση του αυτεπαγγέλτου ελέγχου νομιμότητος των αποφάσεων του Νομάρχου.

 

4. Με βάση τα ανωτέρω στο δεύτερο ερώτημα αρμόζει απάντηση αρνητική.

 

Θεωρήθηκε

Αθήνα 23-06-1995

Ο Προεδρεύων

Ο Εισηγητής

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.