Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Νομικό Συμβούλιο του Κράτους 66/1992 (10-02-1992)
Αριθμός ερωτήματος: Υπ' αριθμόν οίκοθεν 98267/3357/1991 έγγραφα της Διεύθυνσης Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.
Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται αν κατά την εκπόνηση πράξης εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου 1337/1983 σε έκταση όπου έχει συσταθεί νομίμως διαιρεμένη ιδιοκτησία επί οικοδομών ή τμημάτων αυτών κατά το νομοθετικό διάταγμα 1024/1971.
Α. Για την αποκατάσταση συγκυρίου του οποίου ρυμοτομείται ολόκληρο το τμήμα του οικοπέδου στο οποίο έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, μπορεί να παραχωρηθεί σ' αυτόν άλλο οικόπεδο σχηματισθέν από εισφορές τρίτων, χωρίς τη συμμετοχή σ' αυτό των λοιπών συγκυριών.
Β. Η δέσμευση της εισφοράς σε γη, που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε ιδιοκτήτη πρέπει απαραιτήτως να γίνεται στο τμήμα του οικοπέδου που ανήκει στην αποκλειστική χρήση αυτού με αλλαγή των ποσοστών συνιδιοκτησίας κάθε συγκύριου στο όλο οικόπεδο και τροποποίηση των ορίων του τμήματος της αποκλειστικής χρήσης κάθε συγκύριου.
Γ. Για την ένταξη στο ρυμοτομικό σχέδιο οικοπέδου που έχει συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία και το οποίο τέμνεται με το εγκρινόμενο παλαιό κοινόχρηστο χώρο ως συγκύριοι κάθε τμήματος που προκύπτει από τη διαίρεση του οικοπέδου θεωρούνται εκείνοι που έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σ' αυτό.
Για το παραπάνω ερώτημα το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ως ακολούθως:
I. Στο άρθρο 8 του νόμου 1337/1983 επέκταση των ρυμοτομικών σχεδίων κ.λ.π. με το οποίο ρυθμίζεται η ένταξη στο ρυμοτομικό σχέδιο οικισμών και η επέκταση των υφισταμένων οικισμών κατά τρόπο διάφορο έναντι των διατάξεων των άρθρων 1 και επόμενα του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π. ορίζεται ότι:
{1. Οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε ζώνες πυκνοδομημένες και οι οποίες εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο με τις διατάξεις του νόμου αυτού, υποχρεούνται να συμμετάσχουν στην δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη. Για το ποσοστό συμμετοχής την διαδικασία προορισμού, και τον τρόπο βεβαίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 32 - 39 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π. του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931 και των εκτελεστικών του διαταγμάτων όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα.
2. ...
3. ... Οι ιδιοκτησίες που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και βρίσκονται σε ζώνες αραιοδομημένες ή αδόμητες υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις...
5. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 10-03-1982.
Για την εφαρμογή της παραγράφου 4 ως ιδιοκτησία νοείται το άθροισμα των ιδιοκτησιών γης ενός και του αυτού ιδιοκτήτη που περιλαμβάνονται στα όρια της προς ένταξη περιοχής η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πολεοδομικής ενότητας. Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας τα ποσοστά εισφοράς γης εφαρμόζονται στο εμβαδόν που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιο κάθε συνιδιοκτήτη όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την 10-03-1982.}
Περαιτέρω κατά το άρθρο 12 του ίδιου ως άνω νόμου όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 παράγραφος 5)α του νόμου 1512/1985 και το άρθρο 98 παράγραφος 7 του νόμου 1892/1990:
{1. Η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης πραγματοποιείται με την σύνταξη πράξεων εφαρμογής και με επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 8 του νόμου αυτού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση οι πράξεις αναλογισμού που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνονται σε πράξη εφαρμογής.
2. Η πράξη εφαρμογής περιλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στην οποία αναφέρεται η πολεοδομική μελέτη ή τμήμα της. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η πράξη εφαρμογής μπορεί να συντάσσεται και για μεμονωμένη ιδιοκτησία, πάντως δε σε ολόκληρη την πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου.
3. Η πράξη εφαρμογής καθορίζει τα τμήματα που αφαιρούνται από κάθε ιδιοκτησία για εισφορά γης, τα τμήματα που μετατρέπονται σε χρηματική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του νόμου αυτού και προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους. Με την πράξη εφαρμογής γης τα οικόπεδα που δεν είναι άρτια κατά το εμβαδόν τους και δεν μπορούν να τακτοποιηθούν κατά το άρθρο 3 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος 690/1948 περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων προσκυρώνονται στα γειτονικά οικόπεδα ή συνενώνονται για τη δημιουργία ενιαίων εξ αδιαιρέτου οικοπέδων ή ανταλλάσσονται με ίσης αξίας οικόπεδα ή ιδανικά μερίδια οικοπέδων ή τμήματα διαιρεμένης ιδιοκτησίας κατά το νόμο 3741/1929 και το νομοθετικό διάταγμα 1024/1971, με την επιφύλαξη του άρθρου 25 του νόμου αυτού. Τα οικόπεδα που δεν είναι άρτια κατά τις διαστάσεις τακτοποιούνται και αν αυτό δεν είναι δυνατό εφαρμόζεται και σ' αυτά το προηγούμενο εδάφιο. Με την πράξη εφαρμογής πραγματοποιείται επίσης η τακτοποίηση ή η εφαρμογή του β' εδαφίου της παραγράφου αυτής για τμήματα των ιδιοκτησιών που προβλέπονται από την πολεοδομική μελέτη για κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους και που είναι μεγαλύτερα της οφειλόμενης εισφοράς γης ή τα τμήματα της εισφοράς σε γη εφόσον δεν είναι πολεοδομικά αξιοποιήσιμα στην αρχική τους θέση.
Κατά την παραπάνω τακτοποίηση των οικοπέδων επιτρέπεται να μεταβληθεί και η θέση τους ώστε να γίνονται άρτια και οικοδομήσιμα. Για την εφαρμογή της παραγράφου 8 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου επιτρέπεται μέσα στην περιοχή επέκτασης ή ένταξης που περιλαμβάνεται κάθε φορά στην πολεοδομική μελέτη, η συνένωση των τμημάτων που αποτελούν την εισφορά γης, η μετακίνηση σε άλλη θέση και η μεταβολή τους κατά το σχήμα το μέγεθος και τις διαστάσεις τους. Επιτρέπεται επίσης για τον ίδιο λόγο η μετακίνηση σε άλλη θέση των λοιπών ιδιοκτησιών της ίδιας περιοχής και η μεταβολή τους κατά το σχήμα...
7. Η πράξη εφαρμογής κυρώνεται με πράξη του Νομάρχη αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη και μεταγράφεται στα οικεία βιβλία Υποθηκοφυλακείων...
Με την μεταγραφή επέρχονται όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες εκτός απ' αυτές που οφείλεται αποζημίωση και για την εκτέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος και του νομοθετικού διατάγματος 797/1971.}
II. Από τις ως άνω παρατεθείσες διατάξεις, προκύπτει ότι η εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης σε ζώνες αραιοδομημένες ή αδόμητες οι οποίες εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο ή στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 1337/1983 γίνεται με την πράξη εφαρμογής κατά την οποία οι ιδιοκτησίες συνεισφέρουν σε γη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του νόμου αυτού, ενώ προκειμένου περί πυκνοδομημένων περιοχών, εφαρμόζονται καταρχήν οι διατάξεις των άρθρων 32 - 39 του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος περί σχεδίων πόλεων κ.λ.π. του άρθρου 6 του νόμου 5269/1931 και των εκτελεστικών τους διαταγμάτων ήτοι συντάσσεται η πράξη αναλογισμού αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας (βλέπε Χριστοφιλόπουλο στο Νομικό Βήμα 38 σελίδα 1374 και επόμενα).
III. Από την ευρεία διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 12 του νόμου 1337/1983 προκύπτει ότι με αυτές εισάγεται από το νομοθέτη στα πλαίσια των εξαγγελιών και ευχερειών που παρέχει το Σύνταγμα (άρθρο 24 παράγραφοι 3 και 4) εντελώς νέο σύστημα πολεοδομικής ρύθμισης και ενεργοποίησης της ενότητας στην οποία επεκτείνεται το σχέδιο πόλης, για την εξυπηρέτηση και ανάπτυξη της λειτουργικότητας των οικισμών και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των πολιτών κατά το οποίο η εξασφάλιση των κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων επιτυγχάνεται με μια ευρείας έκτασης διαχείριση και μεταβολή των ακινήτων της πολεοδομικής ενότητας και των επ' αυτών υφισταμένων δικαιωμάτων. Στα πλαίσια της πολεοδομικής ενεργοποίησης αυτής προβλέπεται από τις παραπάνω διατάξεις η υποχρεωτική για τον ιδιοκτήτη μετακίνηση, ανταλλαγή, συνένωση κ.λ.π. των ακινήτων, κατά την οποία, ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί κατά την αφαίρεση της εισφοράς σε γη, να λάβει αντί του ακινήτου του άλλο ακίνητο ή διαιρεμένη ιδιοκτησία ίσης αξίας, εφόσον τούτο συμβάλλει στην επίτευξη των ως άνω σκοπών της πολεοδομικής ρύθμισης και στην αποδοτικότερη για το κοινωνικό σύνολο εκμετάλλευση του ακινήτου.
IV. Εξάλλου κατά το άρθρο 1 παράγραφος 1 του νομοθετικού διατάγματος 1024/1971 δύναται να συσταθεί με την έννοια του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα διαιρεμένη ιδιοκτησία και σε περισσότερα αυτοτελή οικοδομήματα ανεγειρόμενα επί ενιαίου οικοπέδου ανήκοντος σε ένα ή περισσότερους ως και σε ορόφους ή μέρη των οικοδομημάτων τούτων, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι στοιχεία της διαιρεμένης επί αυτοτελών οικοδομών ιδιοκτησίας είναι η συγκυριότητα του εδάφους και των λοιπών κοινών της οροφοκτησίας και η διαιρεμένη ιδιοκτησία επί της οικοδομής ή τμήματος αυτής (Κωνσταντοπούλου Η οροφοκτησία εν Ελλάδι παράγραφος 17 σελίδα 76 και επόμενα, Χριστοφιλοπούλου Κάθετος συνιδιοκτησία παράγραφοι 3 και 6, Τσετσέκου Διαιρετή κυριότητα οικοδομημάτων παράγραφος 14 και επόμενα). Περαιτέρω στο πλαίσιο της ιδιοκτησίας αυτής μπορεί να καθορίζονται κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 του νόμου 3741/1929 ιδιαίτερα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συνιδιοκτητών όπως το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης εκάστου αυτών επί τμήματος του εδάφους (Κωνσταντόπουλος όπως παραπάνω παράγραφος 25, δις σελίδα 182, Άρειος Πάγος 388/1965 Νομικό Βήμα 14 σελίδα 244).
V. Κατά τη γνώμη του Νομικού Συμβουλίου από το άρθρο 8 παράγραφος 8 του νόμου 1337/1983 προκύπτει σαφώς ότι η εισφορά σε γη αφορά το δικαίωμα του ιδιοκτήτη ακινήτου που βρίσκεται μέσα στην έκταση στην οποία αναφέρεται η πράξη εφαρμογής η οποία επίσης περιλαμβάνει μεταβολές της κυριότητας των ακινήτων που επιβάλλονται για την πολεοδομική ρύθμιση της ως άνω έκτασης η οποία έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των πολιτών.
Εξάλλου, στο άρθρο 2 παράγραφοι 12 και 13 του ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (νόμος 1577/1985) δίνεται η έννοια επί του ακινήτου, ήτις ορίζεται ότι οικόπεδο δεν είναι η έκταση γης που ανήκει σε έναν ή περισσότερους εξ αδιαιρέτου βρίσκεται δε μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο. Συνεπώς, στην περίπτωση που στην έκταση για την οποία συντάσσεται η πράξη εφαρμογής βρίσκονται ακίνητα στα οποία είχε προ της έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί οικοδομών ή τμημάτων αυτών και δη εγκύρως κατά τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 1024/1971 σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του νόμου 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα πρέπει να γίνει δεκτό ότι για τον καθορισμό της ιδιοκτησίας στην πράξη εφαρμογής πρέπει να ληφθεί υπόψη το έδαφος επί του οποίου έχουν ποσοστά συγκυριότητας όλοι οι συνιδιοκτήτες η εισφορά σε γη των οποίων πρέπει να γίνει με βάση τα ως άνω ποσοστά, δοθέντος ότι κατά τα εκτεθέντα η λειτουργία των παρατεθεισών ως άνω διατάξεων στηρίζεται στο δικαίωμα της κυριότητας ή συγκυριότητας επί του εδάφους. Κατά την σύνταξη όμως της πράξης εφαρμογής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συμφωνηθείσα με την πράξη σύστασης της κάθετης ιδιοκτησίας αποκλειστική χρήση του εδάφους από κάθε συνιδιοκτήτη ιδιαίτερα μάλιστα όταν το τμήμα της αποκλειστικής χρήσης του συνιδιοκτήτη έχει ανεγερθεί οικοδομή. Τούτο πρέπει να γίνει δεκτό ενόψει της νομολογιακά διαπλασθείσας αρχής κατά την οποία η εκπόνηση και εφαρμογή του σχεδίου πόλης κατά την οποία η εκπόνηση και η εφαρμογή του σχεδίου πόλης κυριαρχείται μεν από την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ήτοι από την αρτιότερη κατά το δυνατόν πολεοδομική διαρρύθμιση αλλά όμως επιβοηθητικά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η θεραπεία ιδιωτικών δικαίων (ΣτΕ 5334/1987, 2625/1982 κ.α.) ενώ εξάλλου ο σεβασμός της υφιστάμενης πραγματικής κατάστασης αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου.
Περαιτέρω αν συνεπεία της εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου υφίσταται περίπτωση αναμόρφωσης των δικαιωμάτων αποκλειστικής χρήσης επί τμημάτων του οικοπέδου, τούτο είναι θέμα που αφορά τις σχέσεις συνιδιοκτητών μεταξύ τους στις οποίες δεν μπορεί να επέμβει η Διοίκηση. Τα ανωτέρω υποστηριζόμενα ενισχύονται και από την υπ' αριθμόν 3622/1991 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (πλειοψηφία) κατά την οποία επί προσκυρώσεως καταργηθείσης οδού σε οικόπεδο, στο οποίο είχε συσταθεί κάθετη ιδιοκτησία, η πρσκυρωθείσα οδός περιέχεται κατά συγκυριότητα σε όλους τους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου, οι οποίοι υποχρεούνται σε αποζημίωση του δικαιούχου κατά τον λόγο των ιδανικών μεριδίων τους στο κοινό οικόπεδο, ή τυχόν δεν προκύπτουσα ανάγκη περί τροποποιήσεως των μεταξύ συνιδιοκτητών συμφωνημένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι αδιάφορη από την άποψη της εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας. Λόγω της σπουδαιότητας του ως άνω ζητήματος η υπόθεση παραπέμπεται με την ως άνω απόφαση στην επταμελή σύνθεση του Δικαστηρίου. Αντίθετα περί του θέματος αυτού αποφάνθηκε η υπ' αριθμόν 330/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
VI. Η αντίθετη προς την ως άνω υποστηριζόμενη γνώμη μας αντίκειται στο γράμμα και στο πνεύμα της πολεοδομικής νομοθεσίας διότι:
α) από καμία διάταξη του νόμου 1337/1983 και ειδικότερα τα άρθρα 8 παράγραφος 8 και 12 παράγραφος 1 αυτού δεν προκύπτει εξομοίωση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης προς το δικαίωμα συγκυριότητας του εδάφους, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, του κοινού οικοπέδου δεν είναι απαραίτητο να έχει σε αναφορά προς την έκταση του οικοπέδου την αυτή σχέση που έχει το αντίστοιχο ιδανικό μερίδιο προς την κυριότητα του όλου οικοπέδου (Καλλιμοπούλου Ερμηνεία Αστικού Κώδικα υπ' αριθμόν 1117 παράγραφοι 12 - 15). Εν τούτοις το δικαίωμα της συγκυριότητας αυτής ενέχει μεγάλη σημασία κατά τον καθορισμό των εκ της συστάσεως της κάθετης ιδιοκτησίας απορρεόντων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ανακύπτει δε πλήρες σε περίπτωση λύσης της κάθετης ιδιοκτησίας οπότε παύουν να ισχύουν οι συμφωνίες αυτές περί αποκλειστικής χρήσης του κοινού οικοπέδου.
β) διασπάται η ενότητα του οικοπέδου, καίτοι τούτο κατά τις πολεοδομικές διατάξεις και ιδιαίτερα εκείνες που καθορίζουν τους όρους δόμησης, εκλαμβάνεται ως ενιαίο. Ένεκα της διασπάσεως αυτής καθίστανται ανεφάρμοστες οι κείμενες διατάξεις περί αρτιότητας των οικοπέδων, προσκυρώσεως, τακτοποιήσεως κ.λ.π. Έτσι ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε περίπτωση που η προβλεπόμενη από το σχέδιο οδός διέρχεται σε επαφή με ένα τμήμα αποκλειστικής χρήσης του όλου οικοπέδου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνος ο έχων το δικαίωμα της χρήσης αυτής οφείλεται από την διάνοιξη του δρόμου αυτού, καίτοι το όλο οικόπεδο από τυφλό καθίσταται άρτιο και οικοδομήσιμο προς όφελος όλων των συνιδιοκτητών. Εξάλλου σε περίπτωση προσκύρωσης εδαφικής λωρίδας στο κοινό οικόπεδο, πρέπει να γίνει δεκτό σύμφωνα με την αποκρουόμενη ως άνω γνώμη, ότι καίτοι στη λωρίδα αυτή εκτείνεται η συγκυριότητα όλων των συνιδιοκτητών του οικοπέδου, υπόχρεος προς αποζημίωση καθίσταται ο συνιδιοκτήτης που έχει την αποκλειστική χρήση του συνεχόμενου προς την προσκυρωθείσα λωρίδα τμήματος του κοινού οικοπέδου, δοθέντος μάλιστα ότι δεν μπορεί να συσταθεί ιδιαίτερο δικαίωμα κυριότητας στην προσκυρούμενη λωρίδα η οποία μετά την προσκύρωση ενώνεται με το κοινό οικόπεδο (γνωμοδότηση ΝΣΚ 891/1972).
γ) Το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του οικοπέδου μπορεί να μην ανήκει καν στους συνιδιοκτήτες αλλά να έχει εκχωρηθεί προς τρίτον ή τμήμα του οικοπέδου να τελεί κατά την συμφωνία των συνιδιοκτητών στην κοινή χρήση (σύγχρηση) αυτών, ως επί γηπέδου αθλοπαιδιών κ.λ.π.
δ) Το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης τμήματος του οικοπέδου απόκειται στις κατ' ιδίαν συμφωνίες και εκτιμήσεις των συνιδιοκτητών που εδράζονται στο ιδιωτικό δίκαιο, στις οποίες δεν μπορεί να υπεισέλθει η διοίκηση με την πράξη εφαρμογής, μεταβάλλοντας, χωρίς τη συναίνεση των συνιδιοκτητών τον τρόπο χρήσης του κοινού οικοπέδου.
ε) λόγω της κηρυσσόμενης με την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης τμημάτων των οικοπέδων της πολεοδομικής ενότητας μπορούσε να θεωρηθεί σε πολλές περιπτώσεις ότι λύεται η σύσταση της κάθετης ιδιοκτησίας κατά τις περί αυτής ισχύουσες διατάξεις, πράγμα για το οποίο δεν αρμοδία να αποφαίνεται η Διοίκηση κατά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής (βλέπε για τη λύση αυτή Μπουρνιά Η οριζόντιος ιδιοκτησία, παράγραφος 12, σελίδα 94, Χριστοφιλοπούλου όπως ανωτέρω παράγραφος 20 σελίδα 128, Κανέλλου Η οροφοκτησία παράγραφος 22 σελίδα 124).
VII. Με βάση τις ως άνω αρχές στα τιθέμενα επί μέρους ερωτήματα προσήκει καταρχήν η εξής απάντηση επιφυλασσομένων πάντοτε των ειδικότερων λύσεων που στηρίζονται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Α. Σε περίπτωση που με το εγκριθέν ρυμοτομικό σχέδιο ρυμοτομείται ολόκληρο το τμήμα αποκλειστικής χρήσης ενός συνιδιοκτήτη η διοίκηση δια της απονεμόμενης κατά τα εκτεθέντα διακριτικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου για την αναδιανομή των ακινήτων της συγκεκριμένης έκτασης προς επίτευξη του καλύτερου δυνατού πολεοδομικού αποτελέσματος μπορεί για τη διαφύλαξη των συμφωνιών περί της χρήσης του κοινού οικοπέδου να μεταβιβάσει στο συνιδιοκτήτη αυτόν νέο οικόπεδο που σχηματίστηκε με εισφορές τρίτων με σύγχρονη απόσβεση του ποσοστού συγκυριότητας αυτού στο παλαιό οικόπεδο. Τόσο η έκταση του νέου αυτού οικοπέδου όσο και τα ποσοστά συγκυριότητας των λοιπών συνιδιοκτητών, επί του αρχικού οικοπέδου, εξευρίσκονται βάσει των στοιχείων της συγκεκριμένης περίπτωσης (μέγεθος ρυμοτομούμενου τμήματος του οικοπέδου, έκταση εισφοράς σε γη κ.λ.π.).
Β. Η εισφερόμενη εδαφική έκταση πρέπει να αφαιρείται από το συνιδιόκτητο οικόπεδο νοούμενο ως ενιαίο ακίνητο κατά τρόπον ώστε σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, να εξυπηρετείται το κοινωνικό συμφέρον που συνίσταται κατά τα εκτεθέντα στην αρτιότερη πολεοδομική ρύθμιση της πολεοδομικής ενότητας. Κατά τον ως άνω όμως καθορισμό της εισφερόμενης γης η Διοίκηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την υφιστάμενη στο ακίνητο κατάσταση από την άποψη του καθορισμού της χρήσης του οικοπέδου από κάθε συνιδιοκτήτη κατά τρόπον ώστε να επέρχεται κατά το δυνατό η μικρότερη μεταβολή στην συμφωνηθείσα από τους συνιδιοκτήτες χρήση. Η περαιτέρω όμως αναμόρφωση των δικαιωμάτων χρήσης του οικοπέδου λόγω των επερχομένων με την πράξη εφαρμογής μεταβολών δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της Διοίκησης.
Γ. Σε περίπτωση που το κοινό οικόπεδο τέμνεται από διαμορφωμένο κοινόχρηστο χώρο εγκρινόμενο με το ρυμοτομικό σχέδιο κάθε τμήμα του οικοπέδου που προκύπτει από την διαίρεση αυτή ανήκει σε όλους τους συγκυρίους κατά τα ποσοστά συγκυριότητας τα οποία είχαν και επί του όλου οικοπέδου και δεν καθίστανται σε κάθε τμήμα συγκύριοι μόνο οι έχοντες σ' αυτό δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης.
Ο Νομικός Σύμβουλος
Θεωρήθηκε
Αθήνα, 14-02-1992
Ο Αντιπρόεδρος