Απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας 3930/08

ΣτΕ 3930/2008


Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο
Είσοδος στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
   
Χρήστης
Κωδικός
  Υπενθύμιση στοιχείων λογαριασμού
   
 
Νέοι χρήστες
Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο.
Δημιουργία νέου λογαριασμού

 

 

Αριθμός 3930/2008

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας

 

Τμήμα Ε

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-03-2007, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Σύμβουλοι, Κ. Κουσούλης, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 25-05-2006 έφεση:

 

της __________, κατοίκου Ερμούπολης, οδός __________, __________ και Σπαρτιατών, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο __________ (αριθμός μητρώου 8211), που τη διόρισε στο ακροατήριο, κατά:

 

1. του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων,

2. της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων,

3. του __________, κατοίκου Ερμούπολης και

4. της __________, κατοίκου Ερμούπολης, οι οποίοι δεν παρέστησαν, και κατά της υπ' αριθμόν 719/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δημήτρη Βασιλειάδη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της εκκαλούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 2867183-2867185/2006 ειδικά έντυπα παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, η εξαφάνιση της υπ' αριθμόν 719/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς και η αποδοχή της από 30-09-2004 αιτήσεως ακυρώσεως στρεφόμενης κατά: α) της αποφάσεως 6685/2004 του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία ανακλήθηκε προγενέστερη απόφαση του ιδίου, περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση τριώροφης οικοδομής των δύο τελευταίων εφεσιβλήτων, __________ και __________, κειμένης στην Ερμούπολη της Σύρου, β) της από 20-09-2004 πράξεως της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, περί αναθεωρήσεως της υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομικής αδείας, δυνάμει της οποίας είχε ανεγερθεί η οικοδομή, γ) της μεταγενέστερης, υπ' αριθμόν 6932/13-09-2004, αποφάσεως του Νομάρχη Κυκλάδων περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση και οριστικής διατηρήσεως της αυτής οικοδομής και δ) του υπ' αριθμόν 7237/22-09-2004 εγγράφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων προς τη Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, με το οποίο επετράπη η ηλεκτροδότηση του κτίσματος. Η προαναφερθείσα αίτηση ακυρώσεως εκδικάσθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, με την εκκαλούμενη δε απόφαση κηρύχθηκε εν μέρει καταργημένη η δίκη, ως προς τις δύο πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις (ανωτέρω α' και β'), και απερρίφθη η αίτηση κατά το μέρος που έπληττε τις λοιπές πράξεις (ανωτέρω γ' και δ').

 

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρά τη μη παράσταση των εφεσιβλήτων στο ακροατήριο, δεδομένου ότι αντίγραφα της κρινομένης εφέσεως και της από 23-06-2006 πράξεως του Προέδρου του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ορίσθηκαν δικάσιμος και εισηγητής για την εκδίκαση της υποθέσεως, επιδόθηκαν νομοτύπως στους ανωτέρω, δηλαδή στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων και τους Αντώνιο Βεκρή και Ευαγγελία Σοφικίτου, (βλέπε αντιστοίχως, το από 27-06-2006 αποδεικτικό της επιμελήτριας δικαστηρίων Ειρήνη Γιαννούτσου, και τα από 05-07-2006 και 03-07-2006 αποδεικτικά του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σύρου Γ. Βαρθαλίτη).

 

4. Επειδή, στο άρθρο 62 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 (ΦΕΚ 8/Α/1989) ορίζεται ότι:

 

{Πρόσθετοι λόγοι έφεσης υποβάλλονται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται σε πρωτότυπο στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας και κοινοποιείται με επιμέλεια του εκκαλούντος στον εφεσίβλητο, επί ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από την συζήτηση.}

 

Η παράγραφος 6 του άρθρου 21 έχει εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση, στο δε άρθρο 21 παράγραφος 6 του αυτού διατάγματος ορίζεται ότι:

 

{Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αν οι διάδικοι παρίστανται και δεν αντιλέγουν, το Δικαστήριο χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης ακόμη και δεν έχουν τηρηθεί ως προς αυτούς οι διατάξεις του παρόντος άρθρου για τις κοινοποιήσεις.}

 

Εν όψει των οριζομένων στις ανωτέρω διατάξεις, το από 27-02-2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως (αριθμός κατάθεσης 235/2007) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, δεδομένου ότι ουδείς εκ των εφεσιβλήτων παρέστη στο ακροατήριο, δεν προσκομίσθηκαν δε, πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως, αποδεικτικά επιδόσεως του δικογράφου αυτού στους εφεσίβλητους (ΣτΕ 381/1981, παράβαλε ΣτΕ 620/2004, 579/1984, 1800/1983).

 

5. Επειδή, οι προσβληθείσες με την από 30-09-2004 αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσης διοικητικές πράξεις εκδόθηκαν μετά την ακύρωση της υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομικής άδειας, που είχε χορηγηθεί για την ανέγερση της επίμαχης οικοδομής, και την, εν συνεχεία, εξαίρεση της οικοδομής από την κατεδάφιση. Συγκεκριμένα, το ιστορικό της υποθέσεως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τις υπ' αριθμόν 84/2001, 178/2003, 2526/2003, 3366/2005 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει ως εξής:

 

Με το από 19-01-1976 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 47/Δ/1976), καθορίστηκαν οι όροι και οι περιορισμοί δομήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της Ερμούπολης, η οποία μεταγενεστέρως χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά παραδοσιακός οικισμός, με το άρθρο 1 του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 594/Δ/1978). Με τα άρθρα 2 έως 7 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος θεσπίστηκαν όροι και περιορισμοί δομήσεως και χρήσεις εφαρμοστέοι, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 8 αυτού δι' όλους τους οικισμούς τους χαρακτηρισθέντες ως παραδοσιακούς με το άρθρο 1, ενώ με την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου 8 ορίστηκε ότι ειδικές διατάξεις χαρακτηρισμού οικισμού ως παραδοσιακού και επιβολής ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως προς προστασία του παραδοσιακού χαρακτήρος αυτού, κατισχύουν των διατάξεων του παρόντος διατάγματος των ρυθμιζόντων το αυτό θέμα.

 

Επακολούθησε το από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 345/Δ/1989), με το άρθρο 1 του οποίου καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων των οικισμών του νομού Κυκλάδων που έχουν χαρακτηρισθεί παραδοσιακοί με το ανωτέρω από 19-10-1978 προεδρικό διάταγμα. Ακολούθως, με την υπ' αριθμόν 428/1998 οικοδομική άδεια, εκδοθείσα από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Σύρου (Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων) υπέρ των εφεσιβλήτων __________ και __________, επετράπη η ανέγερση τριώροφης οικοδομής με γκαράζ και υπόγειο σε οικόπεδο ευρισκόμενο επί των οδών Περακάκη, Αγίου Νικολάου και Πλατείας Αγίου Νικολάου στην Ερμούπολη της Σύρου. Οι βάσει της άδειας αυτής εργασίες διεκόπησαν, ύστερα από καταγγελία της εκκαλούσης, φερομένης ως δικαιούχου εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί διατηρητέου μνημείου, κειμένου έναντι του προαναφερομένου οικοπέδου (Περακάκη 6 και Σπαρτιατών). Στη συνέχεια, με τις υπ' αριθμόν 2428/1999 και 2614/1999 αποφάσεις του Προϊσταμένου της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και της Προϊσταμένης της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, αντιστοίχως, επετράπη η χορήγηση άδειας ανεγέρσεως τριώροφης οικοδομής στην ίδια θέση και, ακολούθως, εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων η από 11-05-2000 αναθεώρηση της προαναφερθείσης οικοδομικής αδείας. Κατόπιν αιτήσεως της νυν εκκαλούσης, οι ανωτέρω πράξεις των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και η πράξη αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας, ακυρώθηκαν με την απόφαση 84/2001 του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι οι πράξεις αυτές είχαν εκδοθεί σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς δομήσεως του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος, ενώ εφαρμοστέοι ήσαν οι προβλεπόμενοι στο από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα όροι δομήσεως.

 

Μετά την έκδοση της ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου δημοσιεύτηκε ο νόμος 2940/2001 (ΦΕΚ 180/Α/2001), με το άρθρο 5 παράγραφος 12 του οποίου ορίσθηκαν τα εξής:

 

{α) Για τον οικισμό Ερμούπολης Σύρου ισχύουν αναδρομικά από της δημοσιεύσεώς του, οι διατάξεις του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 47/Δ/1976) Περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Ερμούπολης (Σύρου) ως και των υφισταμένων προ του 1923 οικισμών Ανάστασις, Καρναρόλες, Καμίνια, Ταξιάρχες και Λαζαρέτα.

 

β) Η ως άνω διάταξη ισχύει μέχρι την 31-07-2003.}

 

Επακολούθησε η έκδοση, κατ' επίκληση των τελευταίων αυτών διατάξεων, των υπ' αριθμόν 2194/2001 και 2751/2001 πράξεων, της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αντιστοίχως, με τις οποίες επετράπη εκ νέου στους εφεσίβλητους __________ και __________ η ανέγερση στο ίδιο οικόπεδο τριώροφης οικοδομής υπό τους αυτούς όρους που έθεταν οι ακυρωθείσες πράξεις και στη συνέχεια χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων η σχετική υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομική άδεια. Κατόπιν νέας αιτήσεως της ήδη εκκαλούσης, στρεφόμενης κατά των πράξεων αυτών των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, που είχαν επιτρέψει την εκ νέου ανέγερση της οικοδομής, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 178/2003 απόφαση του Ε' Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το ζήτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 12 του νόμου 2940/2001 είναι σύμφωνες προς το άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος. Ακολούθως, με την απόφαση 2526/2003 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε, εν όψει της συνταγματικής προστασίας των παραδοσιακών οικισμών, ότι η ανωτέρω διάταξη του νόμου αντίκειται στο άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος, κατόπιν δε τούτου ακυρώθηκαν οι προαναφερόμενες πράξεις των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού. Μετά ταύτα, με την απόφαση 356/2004 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ακυρώθηκε και η ανωτέρω υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων με την οποία, είχε επιτραπεί εκ νέου στους __________ και __________ η ανέγερση της οικοδομής, έφεση δε των τελευταίων κατά της αποφάσεως αυτής του Διοικητικού Εφετείου απορρίφθηκε με την υπ' αριθμόν 3366/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

6. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας που απέστειλε στο Δικαστήριο η Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, δοθέντος ότι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων δεν απέστειλε φάκελο της υποθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκύπτει ότι, μετά την ακύρωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, της υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομικής άδειας, ανακλήθηκε τυπικώς η εν λόγω άδεια με την υπ' αριθμόν 5181/2004 πράξη της πολεοδομικής υπηρεσίας (βλέπε το υπ' αριθμόν 3454/2005 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων προς το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς και σχετική σημείωση επί της αδείας), στη συνέχεια δε εκδόθηκαν η υπ' αριθμόν 5228/2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία εξαιρέθηκε, αρχικώς, από την κατεδάφιση η επίμαχη οικοδομή καθώς και η από 12-08-2004 πράξη του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας, με την οποία αναθεωρήθηκε η προαναφερόμενη οικοδομική άδεια, για την ολοκλήρωση των υπολειπομένων οικοδομικών εργασιών για την αποπεράτωση του κτίσματος. Μεταγενεστέρως, για το ίδιο κτίσμα εκδόθηκαν οι ακόλουθες πράξεις:

 

α) η υπ' αριθμόν 6685/2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω υπ' αριθμόν 5228/2004, απόφασή του περί εξαιρέσεως της οικοδομής από την κατεδάφιση,

 

β) η από 20-09-2004 πράξη του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας, τεθείσα, επίσης, επί του σώματος της οικοδομικής αδείας, με την οποία αναθεωρήθηκε και πάλι η άδεια αυτή για την ολοκλήρωση των υλοποιημένων οικοδομικών εργασιών για την αποπεράτωση του κτίσματος,

 

γ) η νεότερη υπ' αριθμόν οίκοθεν 6932/2004 απόφαση του αυτού Νομάρχη, με την οποία, κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 15 παράγραφος 1, 16 παράγραφος 3 και 17 παράγραφοι 2 και 14 του νόμου 1337/1983, εξαιρέθηκε οριστικά από την κατεδάφιση η επίμαχη οικοδομή και, τέλος,

 

δ) το υπ' αριθμόν ΔΠ/7237/2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων απευθυνόμενο προς τη Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, προκειμένου να επιτραπεί η ηλεκτροδότηση της τριώροφης οικοδομής.

 

Κατά των τελευταίων αυτών πράξεων (α' έως δ'), η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς την από 30-09-2004 αίτηση ακυρώσεως, συμπληρωθείσα με το από 26-10-2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων ακυρώσεως. Με την εκκαλούμενη απόφαση το δικάσαν διοικητικό εφετείο κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς τις δύο πρώτες πράξεις (α' και β'), κατ' εφαρμογήν, αντιστοίχως, των παραγράφων 2 και 1 του άρθρου 32 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 και, συγκεκριμένα, ως προς μεν την υπ' αριθμόν 6685/2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την αιτιολογία ότι έπαυσε η ισχύς της αποφάσεως αυτής μετά την έκδοση της υπ' αριθμόν 6932/2004 νεότερης αποφάσεως του Νομάρχη με το αυτό αντικείμενο, ως προς δε την από 20-09-2004 πράξη συνεχίσεως των οικοδομικών εργασιών λόγω ακυρώσεως της πράξεως αυτής από τη Διοίκηση, ενώ απέρριψε την αίτηση κατά το μέρος που έπληττε τις λοιπές δύο προσβαλλόμενες πράξεις (ανωτέρω γ' και δ'), κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ως αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως περί αντιθέσεως στο Σύνταγμα των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002, οι οποίες, όπως αναφέρεται σε επόμενη σκέψη, επιτρέπουν την εξαίρεση από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών.

 

7. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση προβάλλεται ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 32 παράγραφος 2 και 52 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 το δικάσαν εφετείο κήρυξε τη δίκη καταργημένη ως προς την υπ' αριθμόν 6685/2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, ανακλητική της αρχικής πράξεως (υπ' αριθμόν 5228/2004) περί εξαιρέσεως της οικοδομής από την κατεδάφιση, με την αιτιολογία ότι είχε εκδοθεί νεότερη απόφαση με το αυτό περιεχόμενο, αφού η εκκαλούσα είχε επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, ισχυριζόμενη ότι η ανάκληση, η οποία εχώρησε κατά τη διάρκεια ισχύος προσωρινής διαταγής του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς με την οποία ανεστάλη η εκτέλεσή της, ήταν προσχηματική με σκοπό να βελτιωθεί η αιτιολογία της πράξεως εξαιρέσεως από την κατεδάφιση και να επιτραπεί η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών. Όπως, όμως, προκύπτει από την αιτιολογία της υπ' αριθμόν 6685/3.9.2004 αποφάσεως του Νομάρχη Κυκλάδων, η αρχική πράξη εξαιρέσεως από την κατεδάφιση της επίμαχης οικοδομής ανακλήθηκε, προκειμένου να υπαχθεί το κτίριο στις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του νόμου 1337/1983, οι οποίες, κατά τη Διοίκηση, τυγχάνουν εφαρμογής δυνάμει της παραγράφου 14 του άρθρου 17 του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002, και πάντως, από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν αποδεικνύεται ότι η ανακλητική απόφαση εκδόθηκε με σκοπό τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η προαναφερομένη απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων είχε προσβληθεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και, όπως προβάλλει η εκκαλούσα, είχε ανασταλεί η εκτέλεσή της, δεν εμπόδιζε, κατ' αρχήν, την ανάκλησή της από τη Διοίκηση (παράβαλε ΣτΕ 3668/1999). Κατά συνέπεια, ορθώς κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι, εν προκειμένω, δεν συνέτρεχε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον της εκκαλούσας για τη συνέχιση της δίκης ως προς την υπ' αριθμόν 6685/2004 πράξη του Νομάρχη Κυκλάδων, πρέπει δε να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος εφέσεως.

 

8. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 32 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 το δικάσαν κατάργησε τη δίκη και ως προς την από 20-09-2004 πράξη αναθεωρήσεως της υπ' αριθμόν 264/2004 οικοδομικής αδείας, δεδομένου ότι αφενός η εκτέλεση της πράξεως αυτής είχε ανασταλεί με την υπ' αριθμόν 107/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς σε συμβούλιο και αφετέρου η εκκαλούσα είχε επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, ερειδόμενο στον ισχυρισμό, ότι η ως άνω πράξη αναθεωρήσεως εκδόθηκε με σκοπό την συνέχιση των οικοδομικών εργασιών. Όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, το δικάσαν διοικητικό εφετείο κήρυξε καταργημένη τη δίκη, καθ' ο μέρος εζητείτο η ακύρωση της από 20-09-2004 πράξεως αναθεωρήσεως της υπ' αριθμόν 264/2004 οικοδομικής αδείας, κατ' επίκληση των υπ' αριθμόν 429/2005 και 5782/2005 εγγράφων της πολεοδομικής υπηρεσίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, στα οποία βεβαιώνεται ότι η ως άνω αναθεώρηση είχε ακυρωθεί με την από 25.1.2005 πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων. Η κρίση αυτή της εκκαλουμένης αποφάσεως ευρίσκει, κατ' αρχήν, έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου και, συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το πρώτο μεν σκέλος διότι, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη, η Διοίκηση δεν κωλύεται να ακυρώσει την διοικητική πράξη κατά το χρόνο που έχει ανασταλεί η εκτέλεσή της, κατά το δεύτερο δε σκέλος διότι σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης σύμφωνα με το άρθρου 32 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 δεν υφίσταται, κατά το νόμο, δυνατότητα συνεχίσεως της δίκης με την επίκληση, προς το σκοπό αυτό, ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος από τον ενδιαφερόμενο διάδικο (ΣτΕ 3845/2006 κ.ά).

 

9. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 06-04-2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84/Α/2001), ορίζεται ότι:

 

{1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (...)

 

2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης (...).}

 

Οι επόμενες παράγραφος 3, 5 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος, οι οποίες δεν αναθεωρήθηκαν, ορίζουν τα εξής:

 

{3. Για να αναγνωριστεί μια περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτήτες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς (...)

 

5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. (...)

 

6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος (...)}

 

10. Επειδή, οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, οι οποίες τέθηκαν για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1975, απευθύνουν στο νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, την επιταγή να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ουσιώδες στοιχείο του σχεδιασμού αυτού είναι ο καθορισμός ή η τροποποίηση των χρήσεων γης της πόλεως (ΣτΕ 451/2003), κριτήρια δε για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομέλεια 1528/2003, 965/2007, Ολομέλεια 123/2007) μη επιτρεπομένης της χειροτερεύσεώς τους με οποιονδήποτε τρόπο, όπως στην περίπτωση μεταβολής επί το δυσμενέστερο των επιτρεπόμενων χρήσεων γης ή της νόθευσής τους (ΣτΕ 451/2003, 3756/2000).

 

Τούτων έπεται, ότι μέχρις ότου τεθούν για πρώτη φορά από το νομοθέτη, προς εκπλήρωση της ανωτέρω, το πρώτον επίσης τεθείσης συνταγματικής επιταγής, οι βασικοί κανόνες πολεοδόμησης, είναι συνταγματικώς ανεκτή η πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεως από την κατεδάφιση κατασκευών που έχουν αυθαιρέτως ανεγερθεί πριν τη θέσπιση των κανόνων αυτών, οι οποίοι έχουν τεθεί εν γνώσει ακριβώς αυτής της δυνατότητας (παλαιές κατασκευές), αλλά κατ' εξαίρεση και υπό όρους, ώστε αφενός να μην αποδυναμώνεται ουσιωδώς η αποτελεσματικότητα των θεσπιζόμενων κανόνων και, αφετέρου, να μην προκαλείται βλάβη σε φυσικά οικοσυστήματα, οικιστικά σύνολα και πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Είναι όμως αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπεται η υπό τους αυτούς όρους εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που ανεγείρονται μεταγενεστέρως, μετά δηλαδή τη θέσπιση των ανωτέρω πολεοδομικών κανόνων, και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους όρους και περιορισμούς δομήσεως ή τις χρήσεις γης (νέες κατασκευές). Και τούτο, διότι η εξαίρεση αυτή από την κατεδάφιση συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία, είτε αφορά τα κτίρια και τον τρόπο δομήσεώς τους είτε τη χρήση τους, έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως, πολλώ δε μάλλον όταν οι όροι εξαιρέσεως από την κατεδάφιση μιας νέας αυθαίρετης κατασκευής ή η επανεμφάνιση της μη επιτρεπομένης χρήσεως επιβάλλουν να εκτιμάται η πολεοδομική επιβάρυνση της περιοχής από την μη κατεδάφιση της κατασκευής αυτής και όχι από το σύνολο τόσο των ήδη εξαιρεθεισών όσο και των εξαιρουμένων από την κατεδάφιση νέων αυθαιρέτων της περιοχής αυτής, προς τις οποίες ταυτίζονται και οι επανεμφανιζόμενες χρήσεις.

 

Επιπροσθέτως, το Σύνταγμα, κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 6 αυτού, προνοεί ιδιαιτέρως για την προστασία και διατήρηση τόσο των παραδοσιακών οικισμών, δηλαδή των οικιστικών συνόλων που διατηρούν τον παραδοσιακό πολεοδομικό τους ιστό και παραδοσιακά οικοδομήματα και στοιχεία, όσο και των μεμονωμένων κτιρίων ή κατασκευών που σώζονται εντός ή εκτός οικισμών και παρουσιάζουν παραδοσιακό χαρακτήρα. Μεταξύ των μέτρων προστασίας των εν λόγω οικισμών συγκαταλέγονται η καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους, η θέσπιση ειδικών προστατευτικών όρων δομήσεως, η σύνταξη πολεοδομικής μελέτης και ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσιακών που συνιστά υπαγωγή τους σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό, αφενός τη διατήρηση στο διηνεκές των παραδοσιακών τους στοιχείων και αφετέρου τον έλεγχο της δομήσεως, προκειμένου οι νέες οικοδομές να εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά πρότυπα, υποκείμενες στους προστατευτικούς όρους δομήσεως. Περαιτέρω, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για τη λήψη από το Κράτος προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, οι όροι και περιορισμοί δομήσεως και, εν γένει, οι ρυθμίσεις πολεοδομικού χαρακτήρα που αφορούν σε παραδοσιακούς οικισμούς πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση και την ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους, δεν επιτρέπεται δε να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως ή να έχουν ως αποτέλεσμα την μελλοντική καταστροφή ή την υποβάθμιση της φυσιογνωμίας των παραδοσιακών στοιχείων του οικισμού.

 

11. Επειδή, προς εκπλήρωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής εκδόθηκαν οι νόμοι 947/1979 Περί οικιστικών περιοχών (ΦΕΚ 169/Α/1979) και 1337/1983 Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (ΦΕΚ 33/Α/1983). Με τον τελευταίο αυτό νόμο, οι διατάξεις του οποίου περιελήφθησαν στον Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας που εγκρίθηκε με το από 14-07-1999 προεδρικό διάταγμα ((ΦΕΚ 580/Δ/1999), εφεξής Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), προβλέπεται, πλην άλλων, ο πολεοδομικός σχεδιασμός σε δύο επίπεδα.

 

Στο πρώτο επίπεδο συντάσσεται Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ), το οποίο καλύπτει όλες τις πολεοδομημένες ή προς πολεοδόμηση περιοχές ενός τουλάχιστον Δήμου ή Κοινότητας (άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983, άρθρο 38 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), περιλαμβάνει, πλην άλλων:

 

{(...) τη γενική εκτίμηση των αναγκών (...) σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις ή ενισχύσεις στον τομέα της στέγης, τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης (...) σε συνάρτηση με τις παραπάνω ανάγκες, που αναφέρεται στις χρήσεις γης, τα κέντρα, το κύριο δίκτυο κυκλοφορίας, την πυκνότητα και το μέσο συντελεστή δόμησης (...)}

 

(άρθρο 2 παράγραφος 2 του νόμου 1337/1983, άρθρο 38 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) και δημιουργεί, στην περιοχή του εγκεκριμένου σχεδίου:

 

{(...) το πλαίσιο για πιθανές τροποποιήσεις του}

 

(άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου 1337/1983, άρθρο 38 παράγραφος 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας). Στο δεύτερο επίπεδο εκπονείται πολεοδομική μελέτη, η οποία κατά μεν το άρθρο 6 του νόμου 1337/1983:

 

{2. (...) εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του γενικού πολεοδομικού σχεδίου και εξειδικεύει τις προτάσεις και τα σχετικά προγράμματά του}

 

(άρθρο 43 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), κατά δε το άρθρο 7 παράγραφος 2 αυτού, αφού εγκριθεί με προεδρικό διάταγμα:

 

{έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος (...)}

 

(άρθρο 44 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας).

 

Παραλλήλως, με το υπό τον τίτλο Αυθαίρετες κατασκευές Κεφάλαιο Β του αυτού νόμου 1337/1983, που περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 22, ρυθμίστηκαν τα της αντιμετωπίσεως των κατασκευών αυτών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του αυτού νόμου 1337/1983, (άρθρο 386 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) ορίζεται ότι:

 

{Αναστέλλεται η κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων που έχουν ανεγερθεί μέχρι 31-01-1983 και που βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή εντός οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, αν οι ιδιοκτήτες τους υποβάλλουν εμπρόθεσμα τις δηλώσεις που προβλέπονται από τις παράγραφος 4 και 5 του άρθρου αυτού}

 

και, περαιτέρω, ότι:

 

{Η αναστολή ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή μη κάθε συγκεκριμένου αυθαιρέτου}

 

(όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 8 παράγραφος 6 του νόμου 1512/1985 (ΦΕΚ 4/Α/1985) και τελικώς με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του νόμου 1772/1988, (ΦΕΚ 91/Α/1988) και ότι:

 

{Επίσης αναστέλλεται η κατεδάφιση των κτισμάτων που ανεγείρονται με άδεια που εκδόθηκε μετά από έλεγχο της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και που μεταγενέστερα ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο, εκτός αν η ανάκληση οφείλεται σε υποβληθέντα αναληθή στοιχεία ή σε ανακριβείς αποτυπώσεις της υπάρχουσας πραγματικής κατάστασης. Η αναστολή από την κατεδάφιση ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή όχι του κτίσματος, που γίνεται με απόφαση του νομάρχη, με σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού το οποίο λαμβάνει υπόψη του και τις περιπτώσεις α, β και γ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του νόμου αυτού. Για τα αυθαίρετα αυτά έχουν εφαρμογή μόνον οι παράγραφος 2 και 3 του παρόντος άρθρου 15}

 

(όπως τα τρία εδάφια αυτού προστέθηκαν με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του νόμου 1512/1985). Στις δε παράγραφος 2 και 3 του ίδιου άρθρου 15 (άρθρο 386 παράγραφοι 2 και 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) ορίζεται ότι:

 

{2. Δεν υπάγονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις τα κτίσματα που βρίσκονται:

 

α) σε κοινόχρηστους χώρους της πόλης (...)

β) μέσα στη ζώνη ασφαλείας των διεθνών, εθνικών, επαρχιακών και δημοτικών ή κοινοτικών οδών (...)

γ) μέσα στον αιγιαλό και τη ζώνη παραλίας (...)

δ) σε δημόσια κτήματα,

ε) σε δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις,

στ) σε αρχαιολογικούς χώρους και

ζ) σε ρέματα.

 

3. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος είναι δυνατό να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού περιοχές ή κτίσματα για λόγους ασφαλείας ή που αποβαίνουν σε βάρος του πολιτιστικού ή φυσικού περιβάλλοντος ή, προκειμένου περί περιοχών σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του έτους 1923, που αποβαίνουν υπέρμετρα σε βάρος της πόλης ή του οικισμού, ή στοιχείου της πόλης ή του οικισμού που έχει ιδιάζουσα σημασία (...).}

 

Με το άρθρο 16 του αυτού νόμου 1337/1983 ορίζεται ότι:

 

{1. Τα εκτός σχεδίου πόλεων (...) αυθαίρετα κτίσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 που εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο και βρίσκονται σε δομήσιμους χώρους μπορεί να εξαιρούνται οριστικά της κατεδάφισης, έστω και αν αντιβαίνουν στους όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής εφ' όσον ταυτόχρονα:

 

α) δεν παραβλάπτουν υπέρμετρα την πόλη ή τον οικισμό ή στοιχείο αυτών που έχει ιδιάζουσα σημασία, με σημαντική υπέρβαση του συντελεστή δόμησης και των ακάλυπτων χώρων ή με αύξηση του ύψους,

β) δεν παραβλάπτουν το άμεσο ή πλατύτερο περιβάλλον γενικά ή με την ειδική χρήση που έχουν και

γ) δεν είναι επικίνδυνα από στατική άποψη (...)

 

2. Δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται τα αυθαίρετα κτίσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 15.

 

3. Η απόφαση για την εξαίρεση από την κατεδάφιση εκδίδεται από το νομάρχη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας (...)

 

7. Οι παράγραφος 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για τα αυθαίρετα κτίσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων : (...)}

 

(όπως η παράγραφος 7 αναριθμήθηκε από 6 με την παράγραφο 8 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985 (άρθρο 387 παράγραφος 1, 2 και 8 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας). Περαιτέρω, με το υπό τον τίτλο Νέα αυθαίρετα άρθρο 17 του αυτού νόμου 1337/1983 προβλέπεται ότι:

 

{1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει που ανεγείρονται μετά την 31-01-1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων (...) καθώς και όσα δεν εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο.

 

2. (...)}

 

(άρθρο 382 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), ενώ με το άρθρο 18 ότι:

 

{1 (...)

 

4. Αυθαίρετα για την εφαρμογή των άρθρων του Κεφαλαίου Β' του νόμου αυτού νοούνται όσα εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 118 του νομοθετικού διατάγματος 8/1983 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού όπως ισχύει (...)}

 

(άρθρο 383 παράγραφος 4 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας).

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 22 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 (νόμος 1577/1985 (ΦΕΚ 210/Α/1985)) ορίζεται ότι:

 

{1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως (...) η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση (...) κτιρίων (...)

 

2. (...)

 

3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παραγράφου 1 ή β) καθ' υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του νόμου 1337/1983 όπως ισχύουν (...).}

 

Στην ίδια παράγραφο 3 του άρθρου 22 αρχικώς είχε ορισθεί ότι:

 

{Σε περίπτωση αυθαίρετης κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευής, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο ελέγχου της από την πολεοδομική υπηρεσία, ειδοποιούνται εγγράφως οι υπόχρεοι (...) να μεριμνήσουν ώστε να υποβληθούν τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά (...) για να εκδοθεί ή αναθεωρηθεί τυχόν υφιστάμενη οικοδομική άδεια, μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η κατασκευή υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει (...),}

 

τα εδάφια όμως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000) ως εξής:

 

{Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής άδειας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνον τα πρόστιμα (...).}

 

Τέλος, με το από 08-07-1993 προεδρικό διάταγμα Τρόπος έκδοσης οικοδομικών αδειών και έλεγχος των ανεγειρομένων οικοδομών, (ΦΕΚ 795/Δ/1993), ορίζεται στο άρθρο 1 ότι:

 

{Η οικοδομική άδεια είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που επιτρέπει την εκτέλεση σε οικόπεδο ή γήπεδο των οικοδομικών εργασιών που προβλέπονται στις μελέτες που τις συνοδεύουν, εφόσον οι εργασίες αυτές είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις}

 

(άρθρο 329 παράγραφος 9 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), στο άρθρο 5 ότι:

 

{1. Ο έλεγχος των υποβαλλομένων μελετών γίνεται από εξουσιοδοτημένους από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας υπαλλήλους διπλωματούχους μηχανικούς (...)

 

2. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει:

 

Α. Τον έλεγχο της Αρχιτεκτονικής Μελέτης που αναφέρεται:

 

α) Στον πλήρη και λεπτομερή έλεγχο του τοπογραφικού διαγράμματος και του διαγράμματος κάλυψης ως προς την τήρηση των γενικών και ειδικών πολεοδομικών διατάξεων και προδιαγραφών και τον έλεγχο όσων στοιχείων περιλαμβάνονται σε αυτά.

 

β) (...)}

 

(άρθρο 333 παράγραφος 1 και 2)α του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) και στο άρθρο 6 ότι:

 

{Οι οικοδομικές άδειες αν δεν ανακληθούν ή ακυρωθούν ισχύουν μέχρι την αποπεράτωση των προβλεπομένων από αυτές οικοδομικών εργασιών (...) και όχι περισσότερο από 4 χρόνια από την έκδοσή τους (...)}

 

(άρθρο 334 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας).

 

12. Επειδή, με τις διατάξεις των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη νομοθετημάτων θεσπίστηκαν, προς εκπλήρωση της αναφερόμενης στην 10η σκέψη συνταγματικής επιταγής, επί νέας βάσεως κανόνες του πολεοδομικού σχεδιασμού και ρυθμίσεις που αποβλέπουν στη διασφάλιση της σύμφωνης με τους κανόνες αυτούς ανέγερσης των οικοδομών και στον έλεγχο της αυθαίρετης δόμησης. Εν όψει δε των κανόνων αυτών ρυθμίστηκαν και τα της τύχης τόσο των παλαιών αυθαιρέτων κατασκευών, οι οποίες είχαν ανεγερθεί μέχρι 31-01-1983, όσο και των νέων αυθαιρέτων, ήτοι των ανεγειρομένων μετά την ημερομηνία αυτή. Ως προς τις κατασκευές της πρώτης κατηγορίας διατηρήθηκε μεν ο σύμφωνος με την ανωτέρω συνταγματική επιταγή κανόνας της κατεδαφίσεως, με παράλληλη όμως πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεώς τους από την κατεδάφιση, η οποία συνιστά πάντως απόκλιση από τον ανωτέρω κανόνα (ΣτΕ 3632/1992, 1700/1995, 3356/2005 επταμελούς κ.ά.) και, ως εκ τούτου, είναι στενώς ερμηνευτέες οι προαναφερόμενες διατάξεις (ΣτΕ 4236/1987, 1041/1990), με τις οποίες επιτρέπεται η εξαίρεση, εάν υποβληθεί σχετική δήλωση και ύστερα από κρίση της πολεοδομικής αρχής ότι για τη συγκεκριμένη κατασκευή πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δεν συντρέχουν τα αντικειμενικά και απόλυτα κωλύματα που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα δε, για τις κατασκευές που ευρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, η κρίση περί οριστικής εξαιρέσεως από την κατεδάφιση είναι επιτρεπτή μόνον εάν προηγηθεί ένταξη της περιοχής αυτής σε πολεοδομικό σχέδιο, διότι διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν η γενικευμένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων που θα καθιστούσε αδύνατο ή λίαν δυσχερή τον ορθολογικό σχεδιασμό κατά τους ανωτέρω κανόνες (ΣτΕ 3356/2005). Ως προς τις αυθαίρετες κατασκευές της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή τις ανεγειρόμενες μετά την 31-01-1983, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985 (ΣτΕ 2565/2004, 3210/1998, 948/1989, 525/1988, 2052/1988), και των οποίων η διατήρηση θα είχε ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως με τη νόθευση του, βάσει των νέων κανόνων που τίθενται με τις διατάξεις αυτές, υπό εκπόνηση ή ήδη εγκριθέντος πολεοδομικού σχεδιασμού, για τον οποίο, κατά τα ανωτέρω, έχουν ληφθεί υπόψη μόνον οι δυνάμενες επιτρεπτώς να εξαιρεθούν της κατεδαφίσεως παλαιές κατασκευές και οι επιτρεπτώς δυνάμενες να διατηρηθούν χρήσεις, ισχύει σύμφωνα με την αυτή συνταγματική επιταγή ο κανόνας της κατεδαφίσεως χωρίς την προαναφερόμενη εξαίρεση. Ο κανόνας δε αυτός επαναλαμβάνεται και από τον εισαχθέντα μετά το Σύνταγμα του 1975 Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό, ο οποίος μάλιστα επιβάλλει την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών ακόμα και αν δεν παραβιάζουν τις πολεοδομικές διατάξεις, εκτός αν οι ενδιαφερόμενοι μεριμνήσουν για την έκδοση ή την αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών, δυνάμει των οποίων θα έπρεπε να είχαν κατασκευαστεί τα σχετικά κτίσματα.

 

13. Επειδή, με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002 (ΦΕΚ 197/Α/2002), στο άρθρο 17 του νόμου 1337/1983 το οποίο, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν επιτρέπει την εξαίρεση από την κατεδάφιση των νέων αυθαιρέτων κατασκευών, εντός ή εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923, προστέθηκε παράγραφος 14 που έχει ως εξής:

 

{Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 15, όπως προστέθηκαν με την παράγραφο 7 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985 (ΦΕΚ 4/Α/1985) εφαρμόζονται και για τα αυθαίρετα του παρόντος άρθρου.}

 

Με την παράγραφο 4 δε του ίδιου άρθρου 8 του νόμου 3044/2002 προστέθηκε στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985, όπως αντικαταστάθηκε με το προαναφερθέν άρθρο 19 παράγραφος 3 του νόμου 2831/2000, το εξής νέο εδάφιο:

 

{Απαγορεύεται η νομιμοποίηση της κατασκευής, αν κατά το χρόνο που ζητείται η νομιμοποίηση τα κτίσματα βρίσκονται μέσα στους χώρους που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 15 του νόμου 1337/1983 ή σε περιοχές που ορίζονται στην υπουργική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 3 του πιο πάνω άρθρου ή τα κτίσματα συγκεντρώνουν τις οριζόμενες στην ίδια υπουργική απόφαση προϋποθέσεις.}

 

14. Επειδή, με την παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη παράγραφος 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002, παρέχεται η δυνατότητα να εξαιρούνται από την κατεδάφιση νέα αυθαίρετα εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών, εφόσον δε, η διάταξη αυτή δεν διακρίνει, η δυνατότητα της εξαίρεσης από την κατεδάφιση καταλαμβάνει και τα ανεγειρόμενα εντός των παραδοσιακών οικισμών και των προϋφιστάμενων του 1923 οικισμών νέα αυθαίρετα. Κατά την αυτή διάταξη, σε συνδυασμό προς τα τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του νόμου 1337/1983 που προστέθηκαν με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του νόμου 1512/1985, η εξαίρεση, η οποία σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην 11η σκέψη διατάξεις, εγκρίνεται με απόφαση του νομάρχη ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού, έχει εφαρμογή επί κτισμάτων ή χρήσεων που αντίκεινται στις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, αλλά έχουν ανεγερθεί ή εγκατασταθεί βάσει αδείας, η οποία εκδόθηκε ύστερα από έλεγχο της πολεοδομικής αρχής και μεταγενέστερα ανακλήθηκε για λόγο που δεν σχετίζεται με την υποβολή ανακριβών στοιχείων για την έκδοση της αδείας, εφ' όσον συντρέχουν οι σωρευτικά οριζόμενες στην παράγραφο 1 τουάρθρου 16 του νόμου 1337/1983, λοιπές προϋποθέσεις. Λόγω δε της ταυτότητας του νομοθετικού λόγου, η τελευταία αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει, πέραν της περιπτώσεως της ανακλήσεως της οικοδομικής άδειας, και την περίπτωση της ακυρώσεώς της με δικαστική απόφαση (ΣτΕ 3105/1990). Ανατρέπεται, έτσι, ο σύμφωνος με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 κανόνας που έχει τεθεί με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 και το άρθρο 22 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού 1985 και κατά τον οποίο, προκειμένου να μη νοθευτεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός, απαγορεύεται η εξαίρεση από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών ή μη επιτρεπομένων χρήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι χρήσεις που είχαν εγκατασταθεί σε ορισμένο κτήριο στο παρελθόν και είχαν διακοπεί, επανεγκαταστάθηκαν δε μετά την οριζόμενη από την ανωτέρω διάταξη του νόμου 1337/1983 ημερομηνία. Και τούτο, διότι με τη διάταξη αυτή επιτρέπεται η εξαίρεση των ανωτέρω κατασκευών ή χρήσεων, οι οποίες ανατρέπουν ή επηρεάζουν τον ορθολογικό σχεδιασμό και αποδυναμώνουν την εφαρμογή των όρων δομήσεως και των περιορισμών χρήσεως που έχουν θεσπισθεί ως οι προσφορότεροι για ορισμένη περιοχή, και, πάντως, επέρχεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, στην εξασφάλιση των οποίων αποβλέπει το πολεοδομικό σχέδιο, λαμβανομένου επί πλέον υπόψη, ότι σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αναφέρονται αυτοτελώς σε κάθε εξεταζόμενο κτίσμα, χωρίς να εκτιμάται η συνολική επιβάρυνση της περιοχής, όπου το ακίνητο, από την τυχόν εφαρμογή του μέτρου σε άλλες περιπτώσεις νέων αυθαιρέτων. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις σκέψεις 10 και 12, η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη διότι προσκρούει στο άρθρο 24 παράγραφος 1 και 2 του Συντάγματος, προκειμένου δε περί παραδοσιακών οικισμών και στην παράγραφο 6 του αυτού άρθρου του Συντάγματος.

 

15. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται ομοφώνως προς την άποψη ότι η εξαίρεση από την κατεδάφιση της επίμαχης οικοδομής δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002, λόγω της αντιθέσεως της διατάξεως αυτής προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, λόγω του ανίσχυρου αυτής. Κατά συνέπεια, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινομένη έφεση, εσφαλμένως έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση ότι νομίμως εξαιρέθηκε η επίμαχη οικοδομή των εφεσιβλήτων __________ και __________ από την κατεδάφιση, κατ' εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων του νόμου 3044/2002. Λόγω όμως της κρίσεως του Τμήματος περί της αντιθέσεως προς το Σύνταγμα των ανωτέρω διατάξεων τυπικού νόμου, πρέπει το σχετικό ζήτημα να παραπεμφθεί, κατ' άρθρο 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια, να ορισθεί δε εισηγητής ενώπιον αυτής η Σύμβουλος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου.

 

Δια ταύτα

 

Δέχεται την έφεση ως προς το παραδεκτό αυτής.

 

Απορρίπτει τους ως απορριπτέους κριθέντες λόγους εφέσεως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό.

 

Παραπέμπει το ανωτέρω ζήτημα στην Ολομέλεια.

 

Ορίζει Εισηγητή ενώπιον αυτής την Σύμβουλο Αικατερίνη Σακελλαροπούλου.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18-06-2007 και στις 28-02-2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30-12-2008.

 



Copyright © 2020 TechnoLogismiki. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.