Συνδεθείτε στην Υπηρεσία Νομοσκόπιο | | | Νέοι χρήστες | Εάν είστε νέος χρήστης, θα πρέπει να δημιουργήσετε ένα ΔΩΡΕΑΝ λογαριασμό προκειμένου να φύγει το παράθυρο αυτό και να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση στην υπηρεσία Νομοσκόπιο. | Δημιουργία νέου λογαριασμού | | |
Αριθμός 3921/2010
Το Συμβούλιο της Επικρατείας
Ολομέλεια
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 05-03-2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Κ. Μενουδάκος, Αθανάσιος Ράντος, Αντιπρόεδροι, Αγγελική Θεοφιλοπούλου, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Σ. Μαρκάτης, Δ Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπύρου Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Τ. Κόμβου, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Σταματόπουλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.
Για να δικάσει την από 25-05-2006 έφεση:
της __________, κατοίκου Ερμούπολης, οδός __________, αριθμός __________ και __________, η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Φύλλω Τζιλίνη (Αριθμός Μητρώου 8211), που τη διόρισε στο ακροατήριο,
κατά:
1) του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και
2) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, οι οποίοι δεν παρέστησαν,
και κατά των παρεμβαινόντων:
1) του __________, κατοίκου Ερμούπολης και
2) της __________, κατοίκου Ερμούπολης, οι οποίοι δεν παρέστησαν,
και κατά της υπ' αριθμόν 719/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η πιο πάνω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμόν 3930/2008 αποφάσεως του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την Εισηγητή, Σύμβουλο Αικατερίνη Σακελλαροπούλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της εκκαλούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 2867183-2867185/2006 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την 6685/03-09-2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων ανακλήθηκε προηγούμενη απόφασή του περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση τριώροφης οικοδομής των εφεσίβλητων __________ και __________ στην Ερμούπολη της Σύρου. Ακολούθως με την 6932/13-09-2004 απόφαση του ίδιου Νομάρχη εξαιρέθηκε οριστικά από την κατεδάφιση η ως άνω οικοδομή, κατ' επίκληση των άρθρων 15 και 16 του νόμου 1337/1983 και 8 παράγραφος 5 του νόμου 3044/2002. Στη συνέχεια, με την από 20-09-2004 πράξη του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας Σύρου αναθεωρήθηκε η επίμαχη οικοδομική άδεια για την αποπεράτωση του κτίσματος και τέλος με το ΔΠ/7237/22-09-2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων προς τη Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού επετράπη η ηλεκτροδότηση της επίμαχης οικοδομής. Κατά των ανωτέρω πράξεων η εκκαλούσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την ήδη εκκαλούμενη, υπ' αριθμόν 719/2006 απόφασή του κατάργησε εν μέρει τη δίκη, κατά τα λοιπά δε απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομέλειας μετά την 3930/2008 παραπεμπτική απόφαση του Ε' Τμήματος, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος προκειμένου να κριθεί η συνταγματικότητα του άρθρου 8 παράγραφος 5 του νόμου 3044/2002.
4. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση, παρά τη μη παράσταση των εφεσίβλητων στο ακροατήριο, δεδομένου ότι αντίγραφα της κρινομένης εφέσεως και της παραπεμπτικής αποφάσεως επιδόθηκαν σ' αυτούς (βλέπε τα από 12-02-2009 και 13-02-2009 σχετικά αποδεικτικά του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σύρου Γ. Βαρθαλίτη).
5. Επειδή, στο άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 06-04-2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84/Α/2001), ορίζεται ότι:
{1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας (...)
2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης (...)
3. Για να αναγνωριστεί μια περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτήτες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς
[...] 5. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν.
(...) 6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος (...).}
6. Επειδή, οι συνταγματικές αυτές διατάξεις, οι οποίες τέθηκαν για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του 1975, απευθύνουν στο νομοθέτη, τυπικό ή κανονιστικό, την επιταγή να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ουσιώδες στοιχείο του σχεδιασμού αυτού είναι ο καθορισμός ή η τροποποίηση των χρήσεων γης της πόλεως, κριτήρια δε για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομέλεια 1528/2003, Ολομέλεια 123/2007) μη επιτρεπομένης της χειροτερεύσεως τους με οποιοδήποτε τρόπο. Τούτων έπεται, ότι μέχρις ότου τεθούν για πρώτη φορά από το νομοθέτη, προς εκπλήρωση της ανωτέρω, το πρώτον επίσης τεθείσης συνταγματικής επιταγής, οι βασικοί κανόνες πολεοδομήσεως, είναι συνταγματικώς ανεκτή η πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεως από την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών που έχουν ανεγερθεί πριν τη θέσπιση των κανόνων αυτών, που τίθενται εν γνώσει ακριβώς της ανωτέρω κατ' εξαίρεση δυνατότητας (παλαιές κατασκευές), αλλά η σχετική ρύθμιση νοείται ως εξαιρετική και υπό όρους, ώστε αφενός να μην αποδυναμώνεται ουσιωδώς η αποτελεσματικότητα των θεσπιζόμενων κανόνων και, αφετέρου, να μην προκαλείται βλάβη σε φυσικά οικοσυστήματα, οικιστικά σύνολα και πολιτιστικά στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας. Είναι όμως αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπεται η υπό τους αυτούς όρους εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που ανεγείρονται μεταγενεστέρως, μετά δηλαδή τη θέσπιση των ανωτέρω πολεοδομικών κανόνων, και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους όρους και περιορισμούς δομήσεως ή τις χρήσεις γης (νέες κατασκευές). Και τούτο, διότι η εξαίρεση αυτή από την κατεδάφιση συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του γενομένου βάσει των νέων πολεοδομικών κανόνων πολεοδομικού σχεδιασμού, ανατροπή η οποία, είτε αφορά τα κτήρια και τον τρόπο δομήσεώς τους, είτε τη χρήση τους, έχει ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως, πολλώ δε μάλλον όταν οι όροι εξαιρέσεως από την κατεδάφιση μιας νέας, παραβιάζουσας τους όρους δομήσεως αυθαίρετης κατασκευής ή διατηρήσεως μιας επανεμφανιζόμενης, αλλά μη επιτρεπομένης χρήσεως, επιβάλλουν να εκτιμάται η πολεοδομική επιβάρυνση της περιοχής σε σχέση με την εξαιρούμενη από την κατεδάφιση κατασκευή, αλλά και με το σύνολο των νέων αυθαίρετων κατασκευών της συγκεκριμένης περιοχής. Επιπροσθέτως, το Σύνταγμα, κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 6 αυτού, προνοεί ιδιαιτέρως για την προστασία και διατήρηση τόσο των παραδοσιακών οικισμών, δηλαδή των οικιστικών συνόλων που διατηρούν τον παραδοσιακό πολεοδομικό τους ιστό και παραδοσιακά οικοδομήματα και στοιχεία, όσο και των μεμονωμένων κτιρίων ή κατασκευών που σώζονται εντός ή εκτός οικισμών και παρουσιάζουν παραδοσιακό χαρακτήρα.
Μεταξύ των μέτρων προστασίας των εν λόγω οικισμών συγκαταλέγονται η καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους, η θέσπιση ειδικών προστατευτικών όρων δομήσεως, η σύνταξη πολεοδομικής μελέτης και ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσιακών που συνιστά υπαγωγή τους σε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς με σκοπό, αφενός τη διατήρηση στο διηνεκές των παραδοσιακών τους στοιχείων και αφετέρου τον έλεγχο της δομήσεως, προκειμένου οι νέες οικοδομές να εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά πρότυπα, υποκείμενες στους προστατευτικούς όρους δομήσεως. Περαιτέρω, ενόψει της συνταγματικής επιταγής για τη λήψη από το Κράτος προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, οι όροι και περιορισμοί δομήσεως και, εν γένει, οι ρυθμίσεις πολεοδομικού χαρακτήρα που αφορούν σε παραδοσιακούς οικισμούς πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση και την ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους, δεν επιτρέπεται δε να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως ή να έχουν ως αποτέλεσμα την μελλοντική καταστροφή ή την υποβάθμιση της φυσιογνωμίας των παραδοσιακών στοιχείων του οικισμού. (παράβαλε ΣτΕ Ολομέλεια 2526/2003).
7. Επειδή, εξ άλλου, διάταξη νόμου η οποία, για να καμφθεί ο τεθείς - σε συμμόρφωση προς τη διατυπούμενη στο άρθρο 24 παράγραφος 2 Συνταγματική επιταγή - βασικός πολεοδομικός κανόνας ότι κατεδαφίζονται ανεξαιρέτως όλες οι υπό την εκτεθείσα έννοια νέες κατασκευές που παραβιάζουν τους ισχύοντες κανόνες δομήσεως και χρήσεως γης, και να εισαχθεί απόκλιση από αυτόν, θεσπίζει προς τούτο για το μέλλον ως εξαιρετική ρύθμιση την πρόβλεψη της δυνατότητας να εξαιρούνται από την κατεδάφιση αυθαίρετες κατασκευές, ακόμα και αν τίθεται υπό τη μορφή παραπομπής στο περιεχόμενο της - συνταγματικώς ανεκτής για τους προεκτεθέντες λόγους - ρυθμίσεως, η οποία αφορά τις υπό την εκτεθείσα έννοια παλαιές κατασκευές, είναι αντισυνταγματική επιπροσθέτως, γιατί αντιβαίνει επίσης: Αφ' ενός στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου (ήδη, μετά την αναθεώρηση του έτους 2011, ρητώς κατοχυρούμενη στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος), αφ' ετέρου δε στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Ειδικότερα, αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, εφόσον θεμελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου. Η επιδίωξη αυτή επιτελείται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν την ατομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών οι οποίοι, βάσει των κανόνων αυτών και μέσα στα πλαίσια της ρυθμίσεώς τους, ασκούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα και μετέχουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος). Εξ άλλου, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, που αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, επιβάλλουν στο Κράτος την υποχρέωση να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή των νόμων, να προασπίζει τα νομίμως και όχι τα παρανόμως κτηθέντα από τους πολίτες αγαθά καθώς και να σέβεται και να προάγει με κάθε πρόσφορο μέσο την εμπιστοσύνη των πολιτών στο νόμο και την έννομη τάξη, την ύπαρξη και τη διατήρηση της οποίας εγγυάται η αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών επιβολής και εφαρμογής του νόμου. Στη δε συνταγματική αρχή της ισότητας αντιβαίνει, διότι θέτει σε μειονεκτική μοίρα, έναντι εκείνων των οποίων οι ανεγερθείσες ή διαρρυθμισθείσες οικοδομές είναι αυθαίρετες λόγω παραβιάσεως των ισχυόντων όρων δομήσεως και χρήσεων γης, αλλά εν τούτοις εξαιρούνται από την κατεδάφιση, τους νομοταγείς πολίτες που έχουν ιδιοκτησία στην ίδια περιοχή και οι οποίοι, μολονότι ενήργησαν κατά την ανέγερση ή διαρρύθμιση της οικοδομής τους μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων τις οποίες παρείχαν οι νόμοι, θα υφίστανται του λοιπού εις το διηνεκές τις δυσμενείς πολεοδομικές συνέπειες των αυθαίρετων κατασκευών των γειτόνων τους οι οποίες, αν και επιβαρύνουν τους όρους διαβιώσεως, διαφεύγουν την κατεδάφισή τους (ΣτΕ Ολομέλεια 3500/2009).
8. Επειδή, προς εκπλήρωση της ανωτέρω, διατυπούμενης στο άρθρο 24 παράγραφος 2 του Συντάγματος Συνταγματικής επιταγής, εκδόθηκαν οι νόμοι 947/1979 Περί οικιστικών περιοχών (ΦΕΚ 169/Α/1979) και 1337/1983 Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις (ΦΕΚ 33/Α/1983). Με τον τελευταίο αυτό νόμο προβλέπεται, πλην άλλων, ο πολεοδομικός σχεδιασμός σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο συντάσσεται Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ), το οποίο καλύπτει όλες τις πολεοδομημένες ή προς πολεοδόμηση περιοχή ενός τουλάχιστον Δήμου ή Κοινότητας (άρθρο 2 παράγραφος 1 = άρθρο 38 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), περιλαμβάνει, πλην άλλων, ... τη γενική εκτίμηση των αναγκών ... σε κοινόχρηστους χώρους, κοινωφελείς εξυπηρετήσεις και δημόσιες παρεμβάσεις ή ενισχύσεις στον τομέα της στέγης, τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης ... σε συνάρτηση με τις παραπάνω ανάγκες, που αναφέρεται στις χρήσης γης, τα κέντρα, το κύριο δίκτυο κυκλοφορίας, την πυκνότητα και το μέσο συντελεστή δόμησης και περιλαμβάνει τις τυχόν απαγορεύσεις δόμησης και χρήσης... (άρθρο 2 παράγραφος 2 = άρθρο 38 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) και δημιουργεί, στην περιοχή του εγκεκριμένου σχεδίου ... το πλαίσιο για πιθανές τροποποιήσεις του (άρθρο 2 παράγραφος 3 = άρθρο 38 παράγραφος 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας). Στο δεύτερο επίπεδο εκπονείται πολεοδομική μελέτη, η οποία κατά μεν το άρθρο 6 του νόμου 1337/1983 2 ... εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του γενικού πολεοδομικού σχεδίου και εξειδικεύει τις προτάσεις και τα σχετικά προγράμματά του (= άρθρο 43 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), κατά δε το άρθρο 7 αυτού, αφού εγκριθεί με προεδρικό διάταγμα, έχει τις συνέπειες έγκρισης σχεδίου πόλης κατά τις διατάξεις του από 17-07-1923 νομοθετικού διατάγματος ... (παράγραφος 2 = άρθρο 4 παράγραφος 2 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας). Παραλλήλως, με το υπό τον τίτλο Αυθαίρετες κατασκευές Κεφάλαιο Β του αυτού νόμου 1337/1983, που περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 22, ρυθμίστηκαν τα της αντιμετωπίσεως των εχουσών προηγουμένως ανεγερθεί αυθαίρετων κατασκευών. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του αυτού νόμου 1337/1983, (= άρθρο 386 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) ορίζεται ότι Αναστέλλεται η κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων που έχουν ανεγερθεί μέχρι 31-01-1983 και που βρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλης ή εντός οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, αν οι ιδιοκτήτες τους υποβάλλουν εμπρόθεσμα τις δηλώσεις που προβλέπονται από τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου αυτού και, περαιτέρω, ότι Η αναστολή ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή μη κάθε συγκεκριμένου αυθαιρέτου (όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 8 παράγραφος 6 του νόμου 1512/1985 (ΦΕΚ 4/Α/1985)) και τελικώς με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του νόμου 1772/1988 (ΦΕΚ 91/Α/1998)). Επί πλέον δε ορίζεται ότι:
{Επίσης αναστέλλεται η κατεδάφιση των κτισμάτων που ανεγείρονται με άδεια που εκδόθηκε μετά από έλεγχο την αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και που μεταγενέστερα ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο, εκτός αν η ανάκληση οφείλεται σε υποβληθέντα αναληθή στοιχεία ή σε ανακριβείς αποτυπώσεις της υπάρχουσας πραγματικής κατάστασης. Η αναστολή από την κατεδάφιση ισχύει μέχρις ότου κριθεί η οριστική διατήρηση ή όχι του κτίσματος, που γίνεται με απόφαση του νομάρχη, με σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού το οποίο λαμβάνει υπόψη του και τις περιπτώσεις α, β και γ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του νόμου αυτού. Για τα αυθαίρετα αυτά έχουν εφαρμογή μόνον οι παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος άρθρου 15.}
(όπως τα ανωτέρω τρία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 15 αυτού προστέθηκαν με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του νόμου 1512/1985). Στις δε παραγράφου 2 και 3 του ίδιου άρθρου 15 (= άρθρο 386 παράγραφοι 2 και 3 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας) ορίζεται ότι:
{2. Δεν υπάγονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις τα κτίσματα που βρίσκονται:
α) σε κοινόχρηστους χώρους της πόλης ...
β) μέσα στη ζώνη ασφαλείας των διεθνών, εθνικών, επαρχιακών και δημοτικών ή κοινοτικών οδών ...
γ) μέσα στον αιγιαλό και τη ζώνη παραλίας ...
ε) σε δημόσια κτίσματα, σε δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις,
στ) σε αρχαιολογικούς χώρους και
ζ) τα ρέματα.
3. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος είναι δυνατόν να εξαιρεθούν από την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού περιοχές ή κτίσματα για λόγους ασφαλείας ή που αποβαίνουν σε βάρος του πολιτιστικού ή φυσικού περιβάλλοντος ή, προκειμένου περί περιοχών σχεδίων πόλεων ή οικισμών προ του έτους 1923, που αποβαίνουν υπέρμετρα σε βάρος της πόλης ή του οικισμού, ή στοιχείου της πόλης ή του οικισμού που έχει ιδιάζουσα σημασία ...}
Με το άρθρο 16 του αυτού νόμου 1337/1983 ορίζεται ότι:
{1. Τα εκτός σχεδίου πόλεως ... αυθαίρετα κτίσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 που εντάσσονται σε πολεοδομικό σχέδιο και βρίσκονται σε δομήσιμους χώρους μπορεί να εξαιρούνται οριστικά της κατεδάφισης, έστω και αν αντιβαίνουν στους όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής εφ' όσον ταυτόχρονα: α) δεν παραβλάπτουν υπέρμετρα την πόλη ή τον οικισμό ή στοιχείο αυτών που έχει ιδιάζουσα σημασία, με σημαντική υπέρβαση του συντελεστή δόμησης και των ακάλυπτων χώρων ή με αύξηση του ύψους, β) δεν παραβλάπτουν το άμεσο ή πλατύτερο περιβάλλον γενικά ή με την ειδική χρήση που έχουν και γ) δεν είναι επικίνδυνα από στατική άποψη ...
2. Δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και κατεδαφίζονται τα αυθαίρετα κτίσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 15.
3. Η απόφαση για την εξαίρεση από την κατεδάφιση εκδίδεται από το νομάρχη με σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ...
7. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για τα αυθαίρετα κτίσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 15 που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων: ...}
(όπως η παράγραφος 7 αναριθμήθηκε από 6 με την παράγραφο 8 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985 (= άρθρο 387 παράγραφοι 1, 2 και 8 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας). Περαιτέρω, με το υπό τον τίτλο Νέα αυθαίρετα άρθρο 17 του αυτού νόμου 1337/1983 προβλέπεται ότι:
{1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει που ανεγείρονται μετά την 31-01-1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ... καθώς και όσα δεν εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο.
2. ...}
( = άρθρο 382 παράγραφος 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), ενώ με το άρθρο 18 ότι:
{1. ...
2. ...
3. ...
4. Αυθαίρετα για την εφαρμογή των άρθρων του Κεφαλαίου Β' του νόμου αυτού νοούνται όσα εμπίπτουν στην παράγραφο 2 του άρθρου 118 του νομοθετικού διατάγματος 8/1983 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού όπως ισχύει ...}
(= άρθρο 383 παράγραφος 4 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας). Τέλος, με το άρθρο 22 του νεότερου και ήδη ισχύοντος Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1985 (νόμος 1577/1985 (ΦΕΚ 210/Α/1985)) ορίζεται ότι:
{1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως ... η ... επισκευή, διαρρύθμιση ... κτηρίων ...
2. ...
3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παραγράφου 1 ή β) καθ' υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις του νόμου 1337/1983 όπως ισχύουν ...}
Στην ίδια παράγραφο 3 του άρθρου 22 αρχικώς είχε ορισθεί περαιτέρω ότι:
{Σε περίπτωση αυθαίρετης κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευής, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο ελέγχου της από την πολεοδομική υπηρεσία, ειδοποιούνται εγγράφως οι υπόχρεοι ... να μεριμνήσουν ώστε να υποβληθούν τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά ... για να εκδοθεί ή αναθεωρηθεί τυχόν υφιστάμενη οικοδομική άδεια, μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η κατασκευή υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 17 του νόμου 1337/1983, όπως ισχύει. . .},
τα εδάφια όμως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του νόμου 2831/2000 (ΦΕΚ 140/Α/2000) ως εξής:
{Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνον τα πρόστιμα ...}
9. Επειδή, με τις διατάξεις των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη νομοθετημάτων θεσπίστηκαν, προς εκπλήρωση της αναφερόμενης στην έβδομη σκέψη συνταγματικής επιταγής, επί νέας βάσεως κανόνες του πολεοδομικού σχεδιασμού και ρυθμίσεις που αποβλέπουν στη διασφάλιση της σύμφωνης με τους κανόνες αυτούς ανέγερσης των οικοδομών και στον έλεγχο της αυθαίρετης δόμησης. Εν όψει δε των κανόνων αυτών ρυθμίστηκαν και τα της τύχης τόσο των παλαιών αυθαιρέτων κατασκευών, οι οποίες είχαν ανεγερθεί μέχρι 31-01-1983, όσο και των νέων αυθαιρέτων, ήτοι των ανεγειρομένων μετά την ημερομηνία αυτή. Ως προς τις κατασκευές της πρώτης κατηγορίας διατηρήθηκε μεν ο σύμφωνος με την ανωτέρω συνταγματική επιταγή κανόνας της κατεδαφίσεως, με παράλληλη όμως πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεώς τους από την κατεδάφιση, η οποία συνιστά πάντως απόκλιση από τον ανωτέρω κανόνα. Ως εκ τούτου είναι στενώς ερμηνευτέες οι προαναφερόμενες διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπεται η εξαίρεση, εάν υποβληθεί σχετική δήλωση και ύστερα από κρίση της πολεοδομικής αρχής, ότι για τη συγκεκριμένη κατασκευή πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δεν συντρέχουν τα αντικειμενικά και απόλυτα κωλύματα που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα δε, για τις κατασκευές που ευρίσκονται σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, η κρίση περί οριστικής εξαιρέσεως από την κατεδάφιση είναι επιτρεπτή μόνον εάν προηγηθεί ένταξη της περιοχής αυτής σε πολεοδομικό σχέδιο, διότι διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν η γενικευμένη νομιμοποίηση αυθαιρέτων που θα καθιστούσε αδύνατο ή λίαν δυσχερή τον ορθολογικό σχεδιασμό κατά τους ανωτέρω κανόνες. Ως προς τις αυθαίρετες κατασκευές της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή τις ανεγειρόμενες μετά την 31-01-1983, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985, και των οποίων η διατήρηση θα είχε ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως με τη νόθευση του, βάσει των νέων κανόνων που τίθενται με τις διατάξεις αυτές, υπό εκπόνηση ή ήδη εγκριθέντος πολεοδομικού σχεδιασμού, για τον οποίο, κατά τα ανωτέρω, έχουν ληφθεί υπόψη μόνον οι δυνάμενες επιτρεπτά να εξαιρεθούν της κατεδαφίσεως παλαιές κατασκευές και οι επιτρεπτά δυνάμενες να διατηρηθούν χρήσεις, ισχύει σύμφωνα με την αυτή συνταγματική επιταγή ο κανόνας της κατεδαφίσεως χωρίς την προαναφερόμενη εξαίρεση. Ο κανόνας δε αυτός επαναλαμβάνεται και από τον εισαχθέντα μετά το Σύνταγμα του 1975 Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό, ο οποίος μάλιστα επιβάλλει την κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών ακόμα και αν δεν παραβιάζουν τις πολεοδομικές διατάξεις, εκτός αν οι ενδιαφερόμενοι μεριμνήσουν για την έκδοση ή την αναθεώρηση των οικοδομικών αδειών, δυνάμει των οποίων θα έπρεπε να είχαν κατασκευαστεί τα σχετικά κτίσματα.
10. Επειδή, με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002 (ΦΕΚ 197/Α/2002), προστέθηκε παράγραφος 14 στο άρθρο 17 του νόμου 1337/1983 το οποίο, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν επιτρέπει την εξαίρεση από την κατεδάφιση των νέων αυθαιρέτων κατασκευών, εντός ή εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923. Η προστεθείσα διάταξη έχει ως εξής:
{Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 15, όπως προστέθηκαν με την παράγραφο 7 του άρθρου 8 του νόμου 1512/1985 (ΦΕΛ 4/Α/1985) εφαρμόζονται και για τα αυθαίρετα του παρόντος άρθρου.}
Με την παράγραφο 4 δε του ίδιου άρθρου 8 του νόμου 3044/2002 προστέθηκε στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1985, όπως αντικαταστάθηκε με το προαναφερθέν άρθρο 19 παράγραφος 3 του νόμου 2831/2000, το εξής νέο εδάφιο:
{Απαγορεύεται η νομιμοποίηση της κατασκευής, αν κατά το χρόνο που ζητείται η νομιμοποίηση τα κτίσματα βρίσκονται μέσα στους χώρους που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 15 του νόμου 1337/1983 ή σε περιοχές που ορίζονται στην υπουργική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 3 του πιο πάνω άρθρου ή τα κτίσματα συγκεντρώνουν τις οριζόμενες στην ίδια υπουργική απόφαση προϋποθέσεις.}
11. Επειδή, με την ως άνω διάταξη παρέχεται η δυνατότητα να εξαιρούνται από την κατεδάφιση νέα αυθαίρετα εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών, εφόσον δε, η διάταξη αυτή δεν διακρίνει, η δυνατότητα της εξαίρεσης από την κατεδάφιση καταλαμβάνει και τα ανεγειρόμενα εντός των παραδοσιακών οικισμών και των προϋφιστάμενων του 1923 οικισμών νέα αυθαίρετα. Κατά την αυτή διάταξη, σε συνδυασμό προς τα τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του νόμου 1337/1983 που προστέθηκαν με το άρθρο 8 παράγραφος 7 του νόμου 1512/1985, η εξαίρεση, η οποία σύμφωνα με τις μνημονευθείσες ήδη διατάξεις, εγκρίνεται με απόφαση του νομάρχη ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του νομού, έχει εφαρμογή επί κτισμάτων ή χρήσεων που αντίκεινται στις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, αλλά έχουν ανεγερθεί ή εγκατασταθεί βάσει αδείας, η οποία εκδόθηκε ύστερα από έλεγχο της πολεοδομικής αρχής και μεταγενέστερα ανακλήθηκε για λόγο που δεν σχετίζεται με την υποβολή ανακριβών στοιχείων για την έκδοση της αδείας, εφ' όσον συντρέχουν οι σωρευτικά οριζόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 του νόμου 1337/1983, λοιπές προϋποθέσεις. Λόγω δε της ταυτότητας του νομοθετικού λόγου, η τελευταία αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει, πέραν της περιπτώσεως της ανακλήσεως της οικοδομικής άδειας, και την περίπτωση της ακυρώσεώς της με δικαστική απόφαση. Ανατρέπεται, έτσι, ο σύμφωνος με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 κανόνας που έχει τεθεί με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του νόμου 1337/1983 και το άρθρο 22 παράγραφος 3 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του 1985 και κατά τον οποίο, προκειμένου να μη νοθευτεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός, απαγορεύεται η εξαίρεση από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών ή μη επιτρεπομένων χρήσεων. Και τούτο, διότι με τη διάταξη αυτή επιτρέπεται η εξαίρεση των ανωτέρω κατασκευών ή χρήσεων, οι οποίες ανατρέπουν ή επηρεάζουν τον ορθολογικό σχεδιασμό και αποδυναμώνουν την εφαρμογή των όρων δομήσεως και των περιορισμών χρήσεως που έχουν θεσπισθεί ως οι προσφορότεροι για ορισμένη περιοχή, και, πάντως, επέρχεται επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, στην εξασφάλιση των οποίων αποβλέπει το πολεοδομικό σχέδιο, λαμβανομένου επί πλέον υπόψη, ότι σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, οι προϋποθέσεις της εξαιρέσεως αναφέρονται αυτοτελώς σε κάθε εξεταζόμενο κτίσμα, χωρίς να εκτιμάται η συνολική επιβάρυνση της περιοχής, όπου το ακίνητο, από την τυχόν εφαρμογή του μέτρου σε άλλες περιπτώσεις νέων αυθαιρέτων. (ΣτΕ Ολομέλεια 3500/2009). Ειδικότερα δε προκειμένου περί παραδοσιακών οικισμών παραβιάζεται με τη διάταξη αυτή η ρητή, κατά τα ήδη εκτεθέντα, συνταγματική επιταγή για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας και του παραδοσιακού πολεοδομικού τους ιστού. Συνεπώς, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 5 του νόμου 3044/2002 είναι αντισυνταγματική, διότι αντιβαίνει στο άρθρο 24 παράγραφος 2 και προκειμένου περί παραδοσιακού οικισμού και στην παράγραφο 6, του Συντάγματος, και επομένως, ανίσχυρη.
12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το ιστορικό της υποθέσεως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τις υπ' αριθμούς 84/2001, 178/2003, 2526/2003, 3366/2005 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει ως εξής:
Με το από 19-01-1976 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 47/Δ/1976), καθορίστηκαν οι όροι και οι περιορισμοί δομήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου της Ερμούπολης, η οποία μεταγενεστέρως χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά παραδοσιακός οικισμός, με το άρθρο 1 του από 19-10-1978 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 594/Δ/1978). Με τα άρθρα 2 έως 7 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος θεσπίστηκαν όροι και περιορισμοί δομήσεως και χρήσεις εφαρμοστέοι, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 8 αυτού δι' όλους τους οικισμούς τους χαρακτηρισθέντες ως παραδοσιακούς με το άρθρο 1, ενώ με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 ορίστηκε ότι ειδικές διατάξεις χαρακτηρισμού οικισμού ως παραδοσιακού και επιβολής ειδικών όρων και περιορισμών δομήσεως προς προστασία του παραδοσιακού χαρακτήρος αυτού, κατισχύουν των διατάξεων του παρόντος διατάγματος των ρυθμιζόντων το αυτό θέμα. Επακολούθησε το από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 345/Δ/1989), με το άρθρο 1 του οποίου καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων των οικισμών του νομού Κυκλάδων που έχουν χαρακτηρισθεί παραδοσιακοί με το ανωτέρω από 19-10-1978 προεδρικό διάταγμα. Ακολούθως, με την υπ' αριθμόν 428/1998 οικοδομική άδεια, εκδοθείσα από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Σύρου (Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων) υπέρ των εφεσίβλητων __________ και __________, επετράπη η ανέγερση τριώροφης οικοδομής με γκαράζ και υπόγειο σε οικόπεδο ευρισκόμενο επί των οδών __________, __________ και __________ στην Ερμούπολη της Σύρου. Οι βάσει της άδειας αυτής εργασίες διεκόπησαν, ύστερα από καταγγελία της εκκαλούσας, φερομένης ως δικαιούχου εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί διατηρητέου μνημείου, κειμένου έναντι του προαναφερομένου οικοπέδου (Περακάκη 6 και Σπαρτιατών). Στη συνέχεια, με τις υπ' αριθμούς 2428/30-11-1999 και 2614/14-12-1999 αποφάσεις του Προϊσταμένου της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και της Προϊσταμένης της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, αντιστοίχως, επετράπη η χορήγηση άδειας ανεγέρσεως τριώροφης οικοδομής στην ίδια θέση και, ακολούθως, εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων η από 11-05-2000 αναθεώρηση της προαναφερθείσης οικοδομικής αδείας. Κατόπιν αιτήσεως της νυν εκκαλούσας, οι ανωτέρω πράξεις των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και η πράξη αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας, ακυρώθηκαν με την απόφαση 84/2001 του Ε' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι οι πράξεις αυτές είχαν εκδοθεί σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς δομήσεως του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος, ενώ εφαρμοστέοι ήσαν οι προβλεπόμενοι στο από 11-05-1989 προεδρικό διάταγμα όροι δομήσεως. Μετά την έκδοση της ακυρωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου δημοσιεύτηκε ο νόμος 2940/2001 (ΦΕΚ 180/Α/2001), με το άρθρο 5 παράγραφος 12 του οποίου ορίσθηκαν τα εξής:
{α) Για τον οικισμό Ερμούπολης Σύρου ισχύουν αναδρομικά από της δημοσιεύσεώς του, οι διατάξεις του από 19-01-1976 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 47/Δ/1976) Περί καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων του ρυμοτομικού σχεδίου Ερμούπολης (Σύρου) ως και των υφισταμένων προ του 1923 οικισμού Ανάστασις, Καρναρόλες, Καμίνια, Ταξιάρχαι και Λαζαρέτα. β) Η ως άνω διάταξη ισχύει μέχρι την 31-07-2002.}
Επακολούθησε η έκδοση, κατ' επίκληση των τελευταίων αυτών διατάξεων, των υπ' αριθμών 2194/25-09-2001 και 2751/03-10-2001 πράξεων, της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και της 2ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αντιστοίχως, με τις οποίες επετράπη εκ νέου στους εφεσίβλητους __________ και __________ η ανέγερση στο ίδιο οικόπεδο τριώροφης οικοδομής υπό τους αυτούς όρους που έθεταν οι ακυρωθείσες πράξεις και στη συνέχεια χορηγήθηκε από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων η σχετική υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομική άδεια. Κατόπιν νέας αιτήσεως της ήδη εκκαλούσας, στρεφόμενης κατά των πράξεων αυτών των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού, που είχαν επιτρέψει την εκ νέου ανέγερση της οικοδομής, εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 178/2003 απόφαση του Ε' Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια το ζήτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 12 του νόμου 2940/2001 είναι σύμφωνες προς το άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος. Ακολούθως, με την απόφαση 2526/2003 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε, εν όψει της συνταγματικής προστασίας των παραδοσιακών οικισμών, ότι η ανωτέρω διάταξη του νόμου αντίκειται στο άρθρο 24 παράγραφος 6 του Συντάγματος, κατόπιν δε τούτου ακυρώθηκαν οι προαναφερόμενες πράξεις των οργάνων του Υπουργείου Πολιτισμού. Μετά ταύτα, με την απόφαση 356/2004 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ακυρώθηκε και η ανωτέρω υπ' αριθμόν 264/2002 οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων με την οποία, είχε επιτραπεί εκ νέου στους __________ και __________ η ανέγερση της οικοδομής, έφεση δε των τελευταίων κατά της αποφάσεως αυτής του Διοικητικού Εφετείου απορρίφθηκε με την υπ' αριθμόν 3366/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια ανακλήθηκε τυπικώς η εν λόγω άδεια με την υπ' αριθμόν 5181/06-07-2004 πράξη της πολεοδομικής υπηρεσίας (βλέπε το υπ' αριθμόν 3454/03-05-2005 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων προς το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς και σχετική σημείωση επί της αδείας), ακολούθως δε εκδόθηκαν η υπ' αριθμόν 5228/28-07-2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία εξαιρέθηκε, αρχικώς, από την κατεδάφιση η επίμαχη οικοδομή καθώς και η από 12-08-2004 πράξη του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας, με την οποία αναθεωρήθηκε η προαναφερόμενη οικοδομική άδεια, για την ολοκλήρωση των υπολειπομένων οικοδομικών εργασιών για την αποπεράτωση του κτίσματος. Μεταγενεστέρως, για το ίδιο κτίσμα εκδόθηκαν οι ακόλουθες πράξεις: α) η υπ' αριθμόν 6685/03-09-2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω υπ' αριθμόν 5228/28-07-2004, απόφασή του περί εξαιρέσεως της οικοδομής από την κατεδάφιση, β) η από 20-09-2004 πράξη του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας, τεθείσα, επίσης, επί του σώματος της οικοδομικής αδείας, με την οποία αναθεωρήθηκε και πάλι η άδεια αυτή για την ολοκλήρωση των υλοποιημένων οικοδομικών εργασιών για την αποπεράτωση του κτίσματος, γ) η νεότερη υπ' αριθμόν οίκοθεν 6932/13-09-2004 απόφαση του αυτού Νομάρχη, με την οποία, κατ' επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 15 παράγραφος 1, 16 παράγραφος 3 και 17 παράγραφοι 2 και 14 του νόμου 1337/1983, εξαιρέθηκε οριστικά από την κατεδάφιση η επίμαχη οικοδομή και, τέλος, δ) το υπ' αριθμόν ΔΠ/7237/22-09-2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων απευθυνόμενο προς τη Δημόσια Επιχείριση Ηλεκτρισμού, προκειμένου να επιτραπεί η ηλεκτροδότηση της τριώροφης οικοδομής. Κατά των τελευταίων αυτών πράξεων (α' έως δ'), η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς την από 30-09-2004 αίτηση ακυρώσεως, συμπληρωθείσα με το από 26-10-2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων ακυρώσεως. Με την εκκαλούμενη απόφαση το δικάσαν διοικητικό εφετείο κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς τις δύο πρώτες πράξεις (α' και β'), κατ' εφαρμογήν, αντιστοίχως, των παραγράφων 2 και 1 του άρθρου 32 του προεδρικού διατάγματος 18/1989 και, συγκεκριμένα, ως προς μεν την υπ' αριθμόν 6685/03-09-2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την αιτιολογία ότι έπαυσε η ισχύς της αποφάσεως αυτής μετά την έκδοση της υπ' αριθμόν 6932/13-09-2004 νεότερης αποφάσεως του Νομάρχη με το αυτό αντικείμενο, ως προς δε την από 20.9.2004 πράξη συνεχίσεως των οικοδομικών εργασιών λόγω ακυρώσεως της πράξεως αυτής από τη Διοίκηση, ενώ απέρριψε την αίτηση κατά το μέρος που έπληττε τις λοιπές δύο προσβαλλόμενες πράξεις (ανωτέρω γ' και δ'), κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ως αβάσιμο τον λόγο ακυρώσεως περί αντιθέσεως στο Σύνταγμα των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002, οι οποίες, επιτρέπουν την εξαίρεση από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών.
13. Επειδή, με την 3930/2008 παραπεμπτική απόφαση του Ε' Τμήματος απορρίφθηκαν με οριστικές διατάξεις οι λόγοι εφέσεως που στρέφονται κατά των σκέψεων της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τις οποίες καταργήθηκε η δίκη ως προς δύο από τις προσβαλλόμενες πράξεις, παραπέμφθηκε δε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002.
14. Επειδή, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος, η Ολομέλεια, βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 3 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, διακρατεί και εκδικάζει την υπόθεση.
15. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, η εξαίρεση από την κατεδάφιση της επίμαχης οικοδομής δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του νόμου 3044/2002, λόγω της αντιθέσεως της διατάξεως αυτής προς το άρθρο 24 του Συντάγματος και, του, ως εκ του λόγου αυτού, ανίσχυρου αυτής. Συνεπώς, έσφαλε η εκκαλούμενη που δέχθηκε τα αντίθετα και πρέπει να εξαφανισθεί κατά το σχετικό κεφάλαιο, για το λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως. Περαιτέρω δε, το Δικαστήριο χωρεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 64 του προεδρικού διατάγματος 18/1989, στην εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή υπ' αριθμόν 6932/13-09-2004 απόφαση του Νομάρχη για την οριστική εξαίρεση από την κατεδάφιση της επίμαχης οικοδομής και το υπ' αριθμόν 7237/22-09-2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων με το οποίο εν όψει της εξαιρέσεως από την κατεδάφιση επετράπη η ηλεκτροδότηση του κτίσματος.
16. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνουν δεκτές η έφεση και η αίτηση ακυρώσεως και να απορριφθεί η παρέμβαση.
Δια ταύτα
Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Διακρατεί και εκδικάζει την υπόθεση.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την 719/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Δικάζει την αίτηση ακυρώσεως και τη δέχεται.
Ακυρώνει α) την υπ' αριθμόν 6932/13-09-2004 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων και β) η υπ' αριθμόν 7237/22-09-2004 πράξη της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αιτήσεως ακυρώσεως.
Απορρίπτει την παρέμβαση και
Επιβάλλει, συμμέτρως, σε βάρος της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων και των παρεμβαινόντων __________ και __________ τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας - αιτούσης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ανέρχεται σε 1.569 € (460+920+189).
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23-04-2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 03-12-2010.
Ο Πρόεδρος
Η Γραμματέας